Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δόλος, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
Περίληψη:
Δεν απαιτείται αιτιολογία για το δόλο για τη μεταφορά και προώθηση αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας του κατηγορουμένου, διότι ενυπάρχει στη θέλησή του να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος - όχι υπέρβαση εξουσίας, εάν ως εκ περισσού εκτίθεται ως προβλεπόμενο για την άνω πράξη άρθρο και έτερο άρθρο και εν προκειμένω το άρθρο 50 Ν. 2910/2001, για το οποίο δεν κατηγορείται αυτός, ούτε κατεδικάσθη, ούτε πρωτοδίκως ούτε κατ’ έφεση. Αυτοτελής ισχυρισμός, όπως ο περί πραγματικής πλάνης πρέπει να επαναφέρεται με την έφεση εκ νέου, αλλιώς το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Απορρίπτει.
Αριθμός 1492/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Καναβέλη, για αναίρεση της με αριθμό 151/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2006 αίτησή του, καθώς και στο από 19 Ιανουαρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1190/2006.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Aρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του Ν.2910/2001, όπως ίσχυε πριν τον 3153/2003, "πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος.....καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν την μεταφορά ή προώθησή τους τιμωρούνται....Συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων έως οκτώ εκατομμυρίων δραχμών για κάθε μεταφερόμενο άτομο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή με σκοπό το παράνομο κέρδος....Περαιτέρω η απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 Κ.Ποιν.Δικ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά χωρίς να αποκλείει τα άλλα, για την ύπαρξη δε της άνω αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, το οποίο δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι "την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων, που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία (-ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και άρα δεν γίνεται λόγος περί λήψεως υπ' όψη απολογίας-), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 151/2006 αποφάσεώς του, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι την 13.1.2003 στην Ε.Ο. ... - ..... ο κατηγορούμενος, οδηγός του υπ' αριθμ. κυκλ. ....... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου επιβίβασε σ' αυτό την αλλοδαπή, υπήκοο Αλβανίας ......, η οποία είχε εισέλθει εν γνώσει αυτού (κατηγορουμένου) παράνομα στο ελληνικό έδαφος (χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα) και την προώηθησε στο εσωτερικό της χώρας με προορισμό την Αθήνα, έναντι αμοιβής, όμως έγινε αντιληπτός από άνδρες της ΕΛΑΣ (Α. Τμ.Συνορ. Φύλαξης Δελβινακίου) και συνελήφθη. Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις, από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά, τα οποία εδέχθη στην διάταξη που εφήρμοσε, του άρθρου 55 παρ. 1 Ν.2910/2001. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση (το Εφετείο) έλαβε υπ' όψη του, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών στοιχείων, την κατάθεση ενώπιόν του τού αστυνομικού μάρτυρος ...... ως και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, χωρίς να είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αξιολογηθούν και αναλυθούν ταύτα ειδικότερα και ιδιαίτερα. Περαιτέρω δεν απητείτο και ιδιαίτερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, αφού ο νόμος δεν αξιώνει για την ύπαρξή του πρόσθετα στοιχεία, ούτε πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστου να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Ούτε επίσης απητείτο να αναφέρει η απόφαση, για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως, ότι ο κατηγορούμενος εισέπραξε ορισμένο ποσόν ως αμοιβήν, αφού ταύτην συνιστά ο σκοπός του παρανόμου κέρδους, ανεξαρτήτως του αν τελικώς επετεύχθη το κέρδος αυτό. Ούτω, ο σχετικός πρώτος λόγος (του δικογράφου) της αιτήσεως αναιρέσεως σχετικά με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς όλα τα ανωτέρω στοιχεία και ο πρώτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής (υπ' αριθμ. 3, 3.1, 3.3., 3.4.1, 3.4.3, 3.5) είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η' λόγον αναιρέσεως, υπάρχει με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί εξουσία που δεν του δίδει ο νόμος, στα πλαίσια δε αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης εξουσίας σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει για κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει για κάτι για το οποίο υποχρεούται να κρίνει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξ άλλου, χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 Κ.Ποιν.Δικ., η οποία ιδρύέι τον άνω λόγον αναιρέσεως, για υπέρβαση, δηλαδή, εξουσίας εκ μέρους του εκδόσαντος την προσβαλλομένην απόφαση δικαστηρίου, επέρχεται και όταν τον κατεδίκασε τόσο για έγκλημα βαρύτερο, από εκείνο, για το οποίο είχε καταδικασθεί με την πρωτόδικη αυτή, όσο και για έγκλημα για το οποίο δεν κατηγορήθη με την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο (του δικογράφου) της αιτήσεως αναιρέσεως ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του υπερέβη την εξουσία του, διότι τον κατεδίκασε και για παράνομη είσοδο στην χώρα, για την οποίαν δεν είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, και τούτο διότι εις την σελίδα 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των άρθρων, τα οποία προβλέπουν την πράξη για την οποίαν κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος αναφέρεται και το άρθρο 50 παρ. 1α του Ν.2910/2001. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αφού το δικαστήριο (Εφετείο) δεν τον κατεδίκασε και για την πράξη αυτή, η οποία στηρίζεται εις διάφορα περιστατικά εκείνων, τα οποία εδέχθη τόσο στο διατακτικό, όσο και στο αιτιολογικό, η δε επιβληθείσα ποινή είναι μία και μόνη, προβλεπομένη από το άρθρο 55 παρ. 1 Ν.2910/2001, ενώ η παράθεση του άρθρου 50 παρ. 1 Ν.2910/2001, επί πλέον του προβλέποντος το έγκλημα, δι' ό κατεδικάσθη, γενομένη εκ παραδρομής, δεν σημαίνει καταδίκη και για το τελευταίο τούτο άρθρο. Δι' ό και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως. Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή της μείωσης της ικανότητος προς καταλογισμόν ή εις την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 Π.Κ. κατά την οποίαν "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν", συνάγεται, εκτός άλλων, ότι η πραγματική πλάνη του δράστου, δηλαδή η άγνοιά του ή η εσφαλμένη αντίληψή του για συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται, αποκλείει τον καταλογισμόν του και συνεπώς αντίστοιχος ισχυρισμός αυτού είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να γίνει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 Κ.Ποιν.Δικ. μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσεβλήθη στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η τελευταία αυτή ατονεί και το Εφετείο, εις το οποίον επανέρχεται η υπόθεση για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως στάση, επανεξετάζει την υπόθεση, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τόσο ως προς την νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση, έχον εξουσίαν δηλ. να κρίνει κατά την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. μόνο επί εκείνων των μερών στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Εντεύθεν το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, που προεβλήθη στην πρωτοβάθμια δίκη και δεν υπεβλήθη εκ νέου εις αυτό (Εφετείο) με την έφεση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με τον σχετικό δεύτερο λόγο (υπ' αριθμ. 3.2.) των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν απήντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, τον οποίον είχε προβάλλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανεφέρθη δια της αναγνώσεως των πρακτικών της πρωτοδίκου αποφάσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, υπέπεσε δε, εντεύθεν, εις την πλημμέλεια της ελλείψεως της ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το Σύνταγμα και ο Κ.Ποιν.Δικ. (άρθρ. 510 παρ. 1 Δ' Κ.Ποιν.Δικ.). Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι, κατά τ'άνω εκτεθέντα, με την παραδοχή από το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, η τελευταία αυτή ατόνησε και η υπόθεση εξητάσθη εκ νέου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο σύνολό της ανεκκλήτως δια της προσβαλλομένης αποφάσεως και συνεπώς το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, αφού δεν υπεβλήθη και πάλι προς αυτό. Τέλος η επί μέρους αιτίαση του δικογράφου των προσθέτων λόγων (υπ' αριθμ. 3.4.2.), βάλλουσα κατά της ελλείψεως αιτιολογίας της πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 127/2003 αποφάσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέα. Μετά πάντα ταύτα και απορριπτομένων όλων των λόγων, της τε αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31.5.2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 151/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων ως και τους από 19.1.2007 προσθέτους λόγους. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα εις τα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ