Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Καταδικαστική απόφαση. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας απόφασης. Η έκθεση αυτοψίας και η ιατροδικαστική έκθεση που έγινε με παραγγελία της Τροχαίας που επιλήφθηκε του τροχαίου ατυχήματος δεν συνιστούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα αλλά απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται χωρίς ιδιαιτερότητα από το Δικαστήριο. Απόρριψη σχετικής αίτησης και του ως άνω λόγου αναίρεσης ως αβάσιμου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 249/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαμασκόπουλο, περί αναιρέσεως της 5291/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 διά του ..., με την ιδιότητα του δικαστικού συμπαραστάτη, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ηρειώτη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1422/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 28-9-2009 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5291/2009 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 §1 εδάφιο α' του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται, ότι όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 3 ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (μη συνειδητή), απαιτείται, αντικειμενικά μεν να προκληθεί σωματική βλάβη σε άλλον, υποκειμενικά δε να διαπιστωθεί αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και τη λογική, αφετέρου να διαπιστωθεί ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί αντικειμενικά σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικές σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί κατ' αρχή η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά. Ωστόσο πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της υπ' αριθμ. 5291/2009 αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στη ... στις 12-2-2002 και περί ώραν 20:15 από αμέλειά του δηλαδή από έλλειψη προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής κατά την οδήγηση οχήματος αλλά και μπορούσε να καταβάλει ανάλογα με τις προσωπικές του ικανότητες, προξένησε με το όχημά του κατά την οδήγηση αυτού σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σε άλλον χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παρήλθε από την κατωτέρω περιγραφόμενη πράξη του. Συγκεκριμένα, ο ως άνω κατηγορούμενος στον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο, οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτ/τα (124cc) και βαίνοντας με αυτήν στην Λεωφόρο ...με κατεύθυνση από ...προς ... δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη του της κατ' εκείνη τη στιγμή επικρατούσες συνθήκες στην ως άνω οδό (νυκτερινή ώρα) ενώ πεζοί που βρίσκονταν στην πορεία του καθυστερούσαν να απομακρυνθούν από το οδόστρωμα και γι' αυτό (κίνηση πεζών στο οδόστρωμα) είχε πλήρη ορατότητα, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μη δυνηθεί εγκαίρως να διακόψει την πορεία του και να εκτελέσει τον επιβαλλόμενο από τις συγκεκριμένες περιστάσεις αποφευκτικό ελιγμό του, όταν η πεζή Ψ1 διέσχιζε κατ' εκείνην την στιγμήν το οδόστρωμα στο ρεύμα κυκλοφορίας του με φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του οχήματος του κατηγορουμένου και έτσι να την παρασύρει και να την τραυματίσει. Ανεξαρτήτως δε της συνυπαιτιότητας της ως άνω πεζής ο τραυματισμός αυτής οφείλεται και σε αμέλεια του κατηγορουμένου και τούτο γιατί από ικανή απόσταση μπορούσε να δει την πεζή - γιατί είχε πλήρη ορατότητα - που διέσχιζε την οδό την στιγμή εκείνη, πλην όμως δεν είδε αυτήν λόγω της μη προσήλωσής του στην οδήγηση και την κίνησή του με αυξημένη ταχύτητα παρότι ήταν νυκτερινή ώρα και η κίνηση πεζών στο οδόστρωμα δεν ήταν ασύνηθες γεγονός. Η πεζή Ψ1 από την παράσυρσή της με την μοτοσυκλέτα του κατηγορουμένου υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με κάταγμα του μέσου βάθρου, υποσκληρίδιο αιμάτωμα, θλάση των πνευμόνων και μικρό πνευμονοθώρακα αριστερά. Κατά συνέπειαν ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, αναγνωριζόμενου όμως σ' αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 §2α του ΠΚ κατά πλειοψηφία, καθόσον αυτός μέχρι του χρόνου τελέσεως της ως άνω πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική εν γένει ζωή. Όμως το μέλος του Δικαστηρίου, Εφέτης κ. Ράλλη-Κατριβάνου είχε τη γνώμη ότι δεν έπρεπε να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο η ως άνω ελαφρυντική περίσταση. Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για σωματική βλάβη από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίας.
Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28, 314 §1 και 315 §1 ΠΚ που εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα, ανεξαρτήτως της συνυπαιτιότητας της παθούσας και παρισταμένης ως πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, που ορθά δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του Δικαστήριο της ουσίας μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την από 12-2-2007 έκθεση αυτοψίας και το συνημμένο σ' αυτή σχεδιάγραμμα καθώς την υπ' αριθμ. πρωτ. ... ιατροδικαστικής έκθεσης κλινικής εξέτασης της παθούσας Ψ1, έγγραφα που συντάχθηκαν κατά τη διενέργεια προανάκρισης από το Τμήμα Τροχαίας ... που επιλήφθηκε του τροχαίου ατυχήματος της 12-2-2002 με εμπλοκή των διαδίκων της κρινόμενης υπόθεσης, είτε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της προαναφερόμενης Υπηρεσίας (πρώτο και δεύτερο των ως άνω εγγράφων) είτε από την αρμόδια καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε εκτέλεση σχετικής παραγγελίας του Τμήματος Τροχαίας ...(το τρίτο), τα οποία όμως συνεκτιμήθηκαν και συναξιολογήθηκαν ως απλά έγγραφα (άρθρο 178 περ.Π' ΚΠΔ) και όχι ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αφού δεν συντάχθηκαν μετά από τη διενέργεια αυτοψίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 έως 182 ΚΠΔ, ή μετά τη διενέργεια νόμιμης διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης (άρθρα 183 επ. ΚΠΔ). Επομένως η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι τα ανωτέρω τρία (3) έγγραφα, που δεν αμφισβήτησε την ανάγνωσή τους δημόσια στο ακροατήριο, δεν λήφθηκαν υπόψη με αναφορά στο περιεχόμενό τους ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 178 περ. β' και γ' του ΚΠΔ) κατά το σχηματισμό της κρίσης του από το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ μόνος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας στο Δικαστήριο αυτό πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5291/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ καθώς και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ