Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και χρήση πλαστού εγγράφου (ΑΠ 447/2008, 497/2008). 1) Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αιτιολογείται επαρκώς η γνώση του κατηγορούμενου, αναφέρονται οι αρμόζουσες ποινικές διατάξεις 216 παρ. 1,2, 394 ΠΚ και το 375 ΠΚ (αφού η επιταγή που πλαστογραφήθηκε ήταν και κλεμμένη), ουδεμία ασάφεια ότι καταδικάστηκε για τις άνω 2 πράξεις και όχι για κλοπή και πλαστογραφία, δεν ήταν αναγκαία η ειδική αναφορά του αναγνωσθέντος εγγράφου της ΑΒΜ - Α2000/408 μηνύσεως του κατηγορουμένου κατά του τρίτου που δήθεν του έδωσε την επιταγή και δεν υπάρχει αβεβαιότητα περί του αν συνεκτιμήθηκε. 2) Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής και επιδίκασης ποσού 44 ευρώ χωρίς αίτημα, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αλλά και την πρωτόδικη με αριθμό 23877/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα ενσωματωμένα στις δύο αυτές αποφάσεις πρακτικά, ο πολιτικώς ενάγων είχε δηλώσει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παράσταση πολιτικής αγωγής και είχε ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, χωρίς να αναγραφεί, από προφανή παραδρομή, συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, παραδρομή που συνάγεται εκ του ότι στο διατακτικό της αποφάσεως το Δικαστήριο «δέχεται εξ ολοκλήρου την αίτηση και υποχρεώνει στην καταβολή ποσού 44 ευρώ, που σημαίνει ότι και το αίτημα ήταν 44 ευρώ. Στο δευτεροβάθμιο δε Δικαστήριο, ο πολιτικώς ενάγων δήλωσε και πάλι παράσταση πολιτικής αγωγής αιτήσας χρηματική ικανοποίηση για ποσό 44 ευρώ και το Δικαστήριο του επιδίκασε επίσης 44 ευρώ. Η δήλωση δε αυτή όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό (ΑΠ 1278/2007). Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 357/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 1134/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 14 Νοεμβρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1666/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 394 παρ.1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος, από το οποίον προέρχεται το πράγμα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, το οποίο είναι ιδιώνυμο, αυτοτελές και υπαλλακτικώς μικτό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η με ένα από τους ανωτέρω αναφερόμενους τρόπους τέλεση αυτού και προέλευση του πράγματος από αξιόποινη πράξη, που προσβάλλει, έστω και εμμέσως, ξένη περιουσία, με την έννοια ότι αρκεί κάθε εγκληματική πράξη, η οποία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συστηματική της τοποθέτηση, πρακτικώς προσβάλλει ξένα περιουσιακά δικαιώματα, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και τη θέληση αυτού, παρά την ενδεχόμενη εγκληματική προέλευση του πράγματος, να πραγματώσει με ένα από τους αναφερόμενους τρόπους την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Ο δόλος αυτός διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά, που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αποδεχόμενος έχει γνώση ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι, για να είναι κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της, από αξιόποινη πράξη, προελεύσεως του πράγματος. Ο υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος του άρθρου 394 του ΠΚ τιμωρείται και αν ακόμη ο δράστης του βασικού εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται δεν είναι τιμωρητέος, όχι μόνο όταν υφίσταται προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, αλλά και όταν ελλείπει ή καταλύεται συστατικός όρος του εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 1134 /2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, (αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων, καταθέσεως στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και πολιτικής αγωγής και απολογίας κατηγορουμένου,) ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Στην Αθήνα στις 6-6-2001 ο Z1 αφαίρεσε από το αυτοκίνητο του εγκαλούντος, διάφορα κινητά πράγματα αυτού (ένα κινητό τηλέφωνο, άδεια οδήγησης αυτ/του κ.λ.π.) μεταξύ των οποίων ήταν και ένα μπλοκ επιταγών από το λογαριασμό που διατηρεί ο εγκαλών στην Γενική Τράπεζα, μέσα στο οποίο υπήρχε και το αχρησιμοποίητο φύλλο της υπ' αριθμ. ... επιταγής. Στη συνέχεια αυτός συμπλήρωσε την επιταγή ως προς όλα τα στοιχεία της, θέτοντας ως η ημερομηνία εκδόσεως 20-9-2001, ποσό 550.000 δρχ., στη θέση του εκδότη την υπογραφή του εγκαλούντος κατ' απομίμηση αυτού και την μεταβίβαση με λευκή οπισθογράφηση στον κατηγορούμενο. Την κλοπή της επιταγής ο εγκαλών κατήγγειλε στις 6-6-2001 στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως, και ενημέρωσε και την πληρώτρια Τράπεζα. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η επιταγή ήταν κλεμμένη διότι είχε ρωτήσει την Τράπεζα για την επιταγή, παρά ταύτα όμως εμφάνισε αυτή στην Τράπεζα στις 20-9-2001 προς πληρωμή ως νόμιμος κομιστής αυτής για να εισπράξει το ποσό των 550.000 δραχμών. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος στις 19-12-2001, με αίτησή του προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών, ζήτησε την έκδοση με βάση την ανωτέρω επιταγή, διαταγής πληρωμής, κατά του εγκαλούντος και του Z1, και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 572/2002 διάταξη πληρωμής, η οποία τελικά ακυρώθηκε, μετά από άσκηση κατ' αυτής ανακοπής εκ μέρους του εγκαλούντος. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η επίδικη επιταγή περιήλθε σ' αυτόν με λευκή οπισθογράφηση από τρίτο πρόσωπο τον Z2, που ήταν οφειλέτης του για να χορηγηθεί σ' αυτό δάνειο και δεν γνώριζε όταν την πήρε ότι ήταν κλεμμένη, αλλά το πληροφορήθηκε όταν επεστράφη απλήρωτη. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδεικνύεται από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία ως ουσιαστικά βάσιμος. Εξάλλου αν πράγματι είχε περιέλθει σ' αυτόν η επίδικη επιταγή από τον Z2, θα είχε στραφεί και κατ' αυτού ζητώντας το ποσό της επιταγής, ενέργεια στην οποία δεν προέβη.
Συνεπώς, πρέπει ο κατηγ/νος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που κατηγορείται". Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κλοπής και πλαστογραφίας (τραπεζικής επιταγής) και χρήσης πλαστού ως άνω εγγράφου και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών για καθεμία πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και, τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 216 παρ. 1,2, 372 παρ.1 α και 394 του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται: α) επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται ο δόλος του κατηγορουμένου και δη η γνώση αυτού, από την ίδια την πληρώτρια τράπεζα που είχε ρωτήσει, ότι η τραπεζική επιταγή, που του μεταβίβασε ο συγκατηγορούμενός του Z1 και όχι ο Z2, ήταν προϊόν κλοπής και πλαστογράφησης εκ μέρους του άνω μεταβιβάσαντος σε αυτόν, ως και η γνώση αυτού ότι η άνω επιταγή ήταν και πλαστογραφημένη, κάνοντας χρήση αυτής, όταν την εμφάνισε για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και στη συνέχεια, με αίτησή του προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του δήθεν εκδότη πολιτικώς ενάγοντος, έχοντας σκοπό, με τη χρήση αυτή, να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα περί της εγκυρότητας της επιταγής αυτής και να υποχρεώσει έτσι τον πολιτικώς ενάγοντα να του καταβάλει το αναγραφόμενο σε αυτή ποσό των 550.000 δραχμών. Για το σχηματισμό δε της άνω πεποιθήσεως του Δικαστηρίου, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αναφερόμενα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ίδία όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η με ΑΒΜ-Α2002/408 μήνυση του κατηγορουμένου εναντίον του Z2, της οποίας δεν ήταν αναγκαία η ειδική αναφορά. β) αναφέρονται οι συγκεκριμένες ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν και δη των άρθρων 216 παρ. 1,2 και 394 του ΠΚ, που προβλέπουν τα πλημμελήματα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (κλοπής και πλαστογραφίας) και χρήσης πλαστού εγγράφου, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και ουδεμία σύγχυση δημιουργείται αναφορικά με τις δύο αυτές πράξεις που καταδικάστηκε, εκ της αναφοράς και του άρθρου 372 παρ.1 α ΠΚ, υποδηλούντος απλώς ότι η επιταγή αυτή ήταν συγκεκριμένα προϊόν κλοπής, και οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως, του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι ι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Τέλος, η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, επιφέρει σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993, απόλυτη ακυρότητα, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα. Παρά το νόμο παράσταση υπάρχει, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος, οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠοινΔ ή όταν παραβιάσθηκε, η κατά το άρθρο 68 του ιδίου Κώδικα διαδικασία, που προβλέπεται για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. Η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, μόνον από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ. Η νομιμοποίηση δε του πολιτικώς ενάγοντος εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεώς του, η οποία κατά το άρθρο 84 του ΚΠοινΔ, πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει εκτός των άλλων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παραστάσεως, από τους οποίους πρέπει να προκύπτει και ο αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της αξιόποινης πράξεως και της ηθικής βλάβης ή να είναι αυτός αυτονόητος και ορισμένο αίτημα. Η δήλωση δε αυτή όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.(ΑΠ 1278/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αλλά και την πρωτόδικη με αριθμό 23877/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα ενσωματωμένα στις δύο αυτές αποφάσεις πρακτικά, ο πολιτικώς ενάγων είχε δηλώσει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παράσταση πολιτικής αγωγής και είχε ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, χωρίς να αναγραφεί, από προφανή παραδρομή, συγκεκριμένο αιτούμενο χρηματικό ποσό, παραδρομή που συνάγεται εκ του ότι στο διατακτικό της αποφάσεως το Δικαστήριο " δέχεται εξ ολοκλήρου την αίτηση και υποχρεώνει στην καταβολή ποσού 44 ευρώ", που σημαίνει ότι και το αίτημα ήταν 44 ευρώ. Στο δευτεροβάθμιο δε Δικαστήριο, ο πολιτικώς ενάγων δήλωσε και πάλι παράσταση πολιτικής αγωγής αιτήσας χρηματική ικανοποίηση για ποσό 44 ευρώ και το Δικαστήριο του επιδίκασε επίσης 44 ευρώ.
Επομένως, η δήλωση αυτή παραστάσεως πολιτικής αγωγής του εγκαλούντος, ως νομιμοποιούμενου ενεργητικά, ήταν σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ορισμένη και σύννομη και αφού είχαν επιδικασθεί στον πρώτο βαθμό 44 ευρώ, ορθά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επιδικάστηκε το ίδιο αυτό ποσό και από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ο συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα και για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-9-2007 Αίτηση και τους από 14-11-2008 Προσθέτους Λόγους, του ... για αναίρεση της με αριθμό 1134/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ