Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική πράξη υπεξαιρέσεως από εντολοδόχους. Βάσιμος ο συναφής από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αριθμός 2484/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κοινοπραξία με την επωνυμία "GA FERRIES", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 267/2009. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή, με αριθμό 295/17-9-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την με αριθμό 2/9-2-2009 αίτηση αναίρεσης των : 1) Χ1, κατοίκου ..., οδός ..., αρ. ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., 3) Χ3, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ...και 4) Χ4, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., η οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο και από το δικηγόρο Ρόδου Εμμανουήλ Κουτσούκο δυνάμει της προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδότησης από την δευτέρα και στρέφεται κατά του με αριθμό 3/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Δωδεκάνησου, με το με αριθμό 217/2003 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Δωδεκανήσου τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι υπεξαίρεσης από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, πράξη που φέρονται ότι τέλεσαν στη ... στις 4/7/2001. Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το με αριθμό 87/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε στην ουσία την έφεσή τους, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού οι αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση, η οποία εγένετο δεκτή, το βούλευμα αυτό αναιρέθηκε, με την με αριθμό 1450/2008 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο. Μετ' αναίρεση εκδόθηκε το με αριθμό 3/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε στην ουσία την έφεση των αναιρεσειόντων. Κατά του βουλεύματος αυτού στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες, με την κρινόμενη αίτησή τους, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα, νομότυπα και παραδεκτά. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες στις 30/1/2009 και αυτοί άσκησαν την αίτηση αναίρεσης στις 9/2/2009, ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, συνετάγη δε από εκείνου, η με αριθμό 2/2009 έκθεση, στην οποία διατυπώνεται αναλυτικά ο λόγος για τον οποίο το ένδικο αυτό μέσο ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατά συνέπεια ενόψει των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο πλοσβαλλόμενος αναιρετικός λόγος.
ΙΙ) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει του από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγω αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, από το άρθρο 175 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το συμβούλιο κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 ΚΠΔ, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνώμη των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως όταν δεν αποδέχεται τα προκύψαντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Ακόμη, εάν υπάρχουν δύο ή περισσότερες πραγματογνωμοσύνες αντίθετες κατά περιεχόμενο, το συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την κρίση του αναφορικά με την υποδοχή της μίας εκ των δύο ή εκ των πολλών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να ελεγχθεί το συμπέρασμά του. (βλ. ΑΠ1198/2003 Πραξ. Λόγος 2003 - σελ. 527, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ ΝΓ' - σελ. 536, ΑΠ 1612/1995 ΠΧ' ΜΣΤ - σελ. 1026). Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται τ' ανωτέρω στοιχεία, με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. (βλ. ΑΠ 67/2006 ΠΧ ΝΣΤ 697, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΕ 795).
ΙΙΙ) Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετείου Δωδεκανήσου που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων των δύο νομίμων εκπροσώπων της πολιτικώς ενάγουσας κοινοπραξίας με την επωνυμία "G.A. FERRIES", με τα υπομνήματά τους, όλα τα έγγραφα, την από 11/5/2007 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του οικονομολόγου πραγματογνώμονα ..., την έκθεση του τεχνικού συμβούλου των κατηγορουμένων ..., τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των εκκαλούντων κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η πολιτικώς ενάγουσα "Κοινοπραξία GA FERRIES" που εδρεύει στον ..., οδός ... αριθμ. ..., συστήθηκε με ιδιωτικό συμφωνητικό στις 19.11.1992 από τις ναυτικές ανώνυμες εταιρίες ΙΚΑΡΙΑ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΠΑΡΟΣ, ΚΑΣΟΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ και ΣΑΜΗ, πλοιοκτήτριες των πλοίων Ρ..., ΝΤ..., ΜΙ..., ΜΑ..., Ρ... και Δ... αντίστοιχα με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμβαλλόμενων μερών όσο αφορά την εκτύπωση, διάθεση και διανομή στα πρακτορεία των πλοίων των εισιτηρίων μεταφοράς επιβατών και σχημάτων καθώς και των φορτοαποδείξεων των πλοίων, ως και την επιμέλεια και ευθύνη είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής και της προμήθειας στα πρακτορεία και της απόδοσης των κατά νόμο εισφορών σε τρίτους. Η κοινοπραξία από την σύσταση της είχε συνεργασία με την εταιρία συμφερόντων των εκκαλούντων κατηγορουμένων, η οποία είχε τότε την επωνυμία "Στ. Ψυλλάκη Ε.Ε" και η οποία μετατράπηκε μετά το έτος 1994 σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Τουριστικές Εμπορικές Ναυτιλιακές Επιχειρήσεις Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" με τον διακριτικό τίτλο "ΚΥΔΩΝ TOURS AND SHIPPING AGENCY", στην οποία ο α' εκκαλών ήταν πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος, η β' εκκαλούσα αντιπρόεδρος του ΔΣ και οι γ' και δ' εκκαλούντες μέλη του ΔΣ. Η κοινοπραξία είχε αναθέσει την κεντρική πρακτόρευση των παραπάνω πλοίων της, τα οποία εκτελούσαν πλόες από ... προς ... και αντίστροφα στην εταιρία συμφερόντων των εκκαλούντων, η οποία συνίστατο: α) στην έκδοση εισιτηρίων επιβατών και οχημάτων, β) στην έκδοση φορτοαποδείξεων και γ) στην για λογαριασμό της κοινοπραξίας διαχείριση των εισιτηρίων, τα οποία διατίθεντο σε ολόκληρη τη ... και τους νηοπράκτορες. Η μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνία μέχρι τον Δεκέμβριο 1999 ήταν προφορική και προέβλεπε ότι η εταιρία συμφερόντων των εκκαλούντων θα λάμβανε ως προμήθεια ποσοστό 12% για τα εισιτήρια επιβατών, οχημάτων και φορτωτικών, ενώ από τις πωλήσεις εισιτηρίων σε άλλα πρακτορεία θα λάμβανε ποσοστό προμήθειας 8%. Με βάση την από 21.12.1999 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης που καταρτίστηκε μεταξύ της πολιτικώς ενάγουσας και της εταιρίας συμφερόντων των εκκαλούντων "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι πέτυχαν συμφερότερους όρους και συγκεκριμένα αύξησαν το ποσοστό προμήθειας της εταιρίας "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" σε ποσοστό 14% επί του καθαρού ναύλου των επιβατών, IX οχημάτων και φορτοαποδείξεων, εκ των οποίων οι νηοπράκτορες θα λαμβάνουν 12% και ποσοστό 10% επί του καθαρού ναύλου των εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων και διαφόρων μηχανημάτων που πωλεί ο πράκτορας. Ωστόσο η σύμβαση αυτή διήρκησε μέχρι την 7.4.2000, οπότε και λύθηκε με το από 7.4.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης αλλά συνεχίστηκε η πρακτόρευση των πλοίων της κοινοπραξίας από την εταιρία "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" με βάση τους όρους της αρχικής προφορικής συμφωνίας. Λόγω του ότι η ΑΕ συμφερόντων των κατηγορουμένων καθυστερούσε την εξόφληση οφειλών της προς την κοινοπραξία, στις 3.7.2001 η τελευταία απέστειλε δύο επιστολές με FAX προς την εταιρία "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε", ζητώντας από τους εκκαλούντες κατηγορούμενους νόμιμους εκπροσώπους και διαχειριστές της, να δηλώσουν αμέσως τον τρόπο της ρύθμισης του συνόλου των οφειλών της παραπάνω Α.Ε. απέναντι στην κοινοπραξία, με σκοπό την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση τους, δηλώνοντας ότι αλλιώς θα προχωρήσει στην απενεργοποίηση του κωδικού της Α.Ε, δηλαδή στην ανάκληση πρακτόρευσης εκ μέρους της Α.Ε των πλοίων της κοινοπραξίας. Λόγω του ότι οι εκκαλούντες δεν απάντησαν εγγράφως στο αίτημα της κοινοπραξίας, στις 4.7.2001 η κοινοπραξία διέκοψε την συνεργασία της με την Α.Ε. και απενεργοποίησε τον κωδικό της. Ακολούθως οι εκκαλούντες με την από 6.7.2001 εξώδικη δήλωση της Α.Ε. συμφερόντων τους, προς την κοινοπραξία, την οποία υπέγραφε ο Χ1, αρνήθηκαν ότι υπάρχουν εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις προς την κοινοπραξία, δηλαδή αρνήθηκαν ότι οφείλονται χρήματα. Η κοινοπραξία άσκησε εναντίον της εταιρίας "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" την από 16.11.2001 και με αριθμ. κατάθεσης δικογράφου 654/2001 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ζητώντας να υποχρεωθεί να της καταβάλει ως οφειλόμενα κονδύλια το συνολικό ποσό των 72.521.780 δρχ. ή 212.829,87 ευρώ, δίχως μέχρι την άσκηση της έφεσης να έχει εκδοθεί οριστική απόφαση. Στις 8.2.2002 οι μάρτυρες ... και ... ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι της κοινοπραξίας υπέβαλλαν κατά των ..., που αποτελούσαν το ΔΣ της παραπάνω Α.Ε, την από 30.1.2002 για υπεξαίρεση συνολικού ποσού 72.143.412 δραχμών, βάσει της οποίας σχηματίσθηκε η παρούσα δικογραφία. Με το υπ' αριθμ. 48/2004 βούλευμα του το Ιούλιο Εφετών Δωδεκανήσου διέταξε την διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης μετά από σχετικό αίτηματων εκκαλούντων κατηγορουμένων, προκειμένου, αφού τεθούν υπόψη του πραγματογνώμονα οι λογιστικές καταστάσεις, τα λογιστικά στοιχεία και κάθε άλλο επικαλούμενο από τους διαδίκους κρίσιμο έγγραφο να προβεί στην οικονομική αποτίμηση των εργασιών της εταιρίας συμφερόντων των εκκαλούντων σε σχέση με την πρακτόρευση των πλοίων της κοινοπραξίας και να αποφανθεί αν υπάρχει ή όχι απαίτηση της κοινοπραξίας, προσδιορίζοντας, στην περίπτωση που υπάρχει και το ύψος αυτής. Ως πραγματογνώμων ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 9/2006 διάταξη του Ανακριτή του Β' Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Ρόδου ο οικονομολόγος ..., ο οποίος διενήργησε την πραγματογνωμοσύνη και κατέθεσε στον ίδιο Ανακριτή την από 11.5.2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ο ... ορίστηκε επίσης πραγματογνώμονας με την υπ' αριθμ. 130/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου στην πολιτική υπόθεση επί της παραπάνω αγωγής της κοινοπραξίας. Η πολυσέλιδη έκθεση πραγματογνωμοσύνης περιλαμβάνεται σε τρεις τόμους, είναι αιτιολογημένη και έχει συνταχθεί βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και κανόνων της ελεγκτικής επιστήμης. Ο πραγματογνώμων εστίασε την ερευνά του στα εξής έντεκα θέματα, στα οποία διαφωνούσαν οι εκκαλούντες με την κοινοπραξία, βάσει των διαλαμβανόμενων στην 6η σελίδα της έκθεσης του λογιστή της παραπάνω Α.Ε ..., την οποία προσκόμισαν οι εκκαλούντες, ισχυριζόμενοι ότι όχι μόνο δεν οφείλει η Α.Ε συμφερόντων τους αλλά αντίθετα ότι έχει απαίτηση κατά της κοινοπραξίας ύψους 21.847.189 δραχμών. Ειδικότερα τα έντεκα θέματα, σύμφωνα με την έκθεση του λογιστή ... είναι τα εξής:
1. Διαφορά στο υπόλοιπο της 31.12.1999 ύψους 27.452.361 δρχ.
2. Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2000 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 12.365.814 δρχ.
3. Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2001 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 3.008.225 δρχ.
4. Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2000 ύψους 14.204.214 δρχ.
5. Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δρχ.
6. Αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000 (ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ) ύψους 3.822.361 δρχ.
7. Διαφορά προμηθειών έτους 2001 ύψους 3.659.931 δρχ.
8. Άκυρα και αντικατασταθέντα εισιτήρια ύψους 6.990.172 δρχ.
9. Υπόλοιπα πρακτορείου ... ύψους 534.224 δρχ.
10. Υπόλοιπο μεταφορικών εταιριών ύψους 19.841.278 δρχ.
11. Λιμενικά τέλη Μαΐου 2001 ύψους 1.409.914 δρχ.
ΣΥΝΟΛΟ 94.368.969 δρχ.
Σύμφωνα με την παραπάνω αγωγή, το ύψος της οφειλής της Α.Ε ανερχόταν στο ποσό των 72.521.780 δραχμών. Με βάση τον παραπάνω πίνακα, η Α,Ε διεκδικούσε την μείωση του κατά το παραπάνω ποσό των 94.368.969 δρχ. με αποτέλεσμα αντί για οφειλή να προκύπτει κατά την Α.Ε, απαίτηση της ύψους 21.847.189 δρχ. έναντι της κοινοπραξίας (94.368.969 - 72.521.780). Κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όσο αφορά: 1) Το πρώτο θέμα. Το ποσό των 27.452.361 δρχ. αποτελούσε την μοναδική διαφορά μεταξύ της ΑΕ και της κοινοπραξίας, στο υπόλοιπο της 31.12.1999 και αφορούσε στα δύο τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, εσόδων προμήθειας της Α.Ε (υπ' αριθμ. .../10.1.2000 δρχ. 3.451.465 και .../28.2.2001 δρχ. 24.000.895) τα οποία, σύμφωνα με την Α.Ε, χρεώθηκαν στην καρτέλα της αντί να πιστωθούν. Ο έλεγχος κατέδειξε ότι το ποσό των 27.452.361 δραχμών πιστώθηκε στις καρτέλες της Α.Ε και δεν χρεώθηκε επομένως δεν τίθεται θέμα απαίτησης του ποσού αυτού από την Α.Ε. Δεν περιλαμβάνεται όμως στην έκθεση του λογιστή ... το ποσό των 26.806.512 δραχμών το οποίο αφορά σε εννέα συνολικά αποδείξεις πληρωμής προς την κοινοπραξία, έκδοσης της Α.Ε. Οι συγκεκριμένες αποδείξεις δεν φέρουν υπογραφή από τον φερόμενο ως εισπράζοντα, δηλαδή την κοινοπραξία, πλην μίας, στην οποία όμως δεν δηλώνεται ούτε το όνομα, ούτε η ιδιότητα του υπογράψαντος, με συνέπεια να μην μπορεί να ταυτοποιηθεί η υπογραφή, ουδεμία από αυτές είχε καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία της κοινοπραξίας και η τελευταία αρνήθηκε την είσπραξη των αναφερομένων σ' αυτές ποσών, συνολικού ύψους 26.806.512 δραχμών. Τα χρηματικά ποσά των αποδείξεων δεν είχαν κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό. Επομένως δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί από το ποσό των 27.452.361 δραχμών το ποσό των 26.806.512 δραχμών, ώστε να προκύψει υπόλοιπο 645.849 δρχ., όπως αντίθετα υποστηρίζει ο πραγματογνώμων και συνεπώς δεν πρέπει να μειωθεί η τελική οφειλή της Α.Ε κατά το ποσό των 645.849 δρχ., όπως αντίθετα αναφέρεται στην πραγματογνωμοσύνη. 2) Το δεύτερο θέμα. Δεν τίθεται ζήτημα απαίτησης από την Α.Ε του ποσού των 12.365.814 δραχμών. Ειδικότερα το παραπάνω ποσό αποτελεί σύνολο δώδεκα (12) επιμέρους ποσών και από αυτά τα εννέα (9), συνολικού ποσού 10.914.542 δρχ., είχαν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. Ποσό ύψους 1.150.072 δρχ. δεν μπορεί να εκπέσει νόμιμα από τα έξοδα της Α.Ε γιατί η Α.Ε προσκόμισε μία απόδειξη πληρωμής δικής της έκδοσης, η οποία δεν έφερε υπογραφή από τον φερόμενο είσπράζοντα, δηλαδή την κοινοπραξία, ούτε μπορεί να πιστοποιηθεί με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, η δε κοινοπραξία αρνήθηκε την είσπραξη του ποσού αυτού, για το ποσό των 301.200 δραχμών, δεν προσκόμισε η Α.Ε τα αναγκαία παραστατικά. 3) Το τρίτο θέμα. Το συνολικό ποσό των 3.008.225 δρχ. αποτελείται από εννέα (9) ποσά και από αυτά τα έξι (6) συνολικού ποσό 2.835.955 δρχ. έχουν ήδη .στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. Ποσό ύψους 91.500 δρχ. δεν δικαιούται η Α.Ε να το απαιτήσει, αφού ουδέποτε τα σχετικά ακυρωθέντα εισιτήρια χρεώθηκαν στην καρτέλα της Α.Ε. Το υπόλοιπο ποσό ύψους 80.800 δρχ. δικαιούται να το απαιτήσει η Α. Ε. αφού προσκόμισε τα νόμιμα παραστατικά. 4) Το τέταρτο θέμα. Από το σύνολο των δώδεκα (12) επιταγών, με ημερομηνίες έκδοσης από 17.3.2000 έως 18.12.2000, συνολικού ποσού 14.204.214 δραχμών, μόνο το ποσό των 164.759 δρχ. δικαιούται να απαιτήσει η Α.Ε, γιατί τα ποσά των υπολοίπων επιταγών έχουν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. 5) Το πέμπτο θέμα. Πρόκειται για δύο επιταγές συνολικού ποσού 1.080.475 δρχ. οι ποίες είχαν εκδοθεί σε διαταγή της Α.Ε και στην συνέχεια οπισθογραφήθηκαν και διαβιβάστηκαν στην κοινοπραξία, πλην όμως βρέθηκαν ακάλυπτες και επιστράφηκαν στην Α.Ε και χρεώθηκε η καρτέλα της, ώστε να φαίνεται η απαίτηση και συνεπώς δεν τίθεται θέμα απαίτησης από την Α.Ε του παραπάνω ποσού, αφού αυτό έχει ορθά χρεωθεί στην καρτέλα της. 6) Το έκτο θέμα. Το ποσό των 3.822.361 δρχ. αφορά εισιτήρια τα οποία χρεώθηκαν στην Α,Ε με συμπληρωματικό δηλωτικό δελτίο, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί αν πράγματι τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα (μη αποδεκτά) και αν ορθά έγινε η χρέωση του παραπάνω ποσού στην καρτέλα της Α.Ε από την κοινοπραξία. 7) Το έβδομο θέμα. Η Α.Ε δικαιούται να απαιτήσει το ποσό των 3.670.688 δρχ., αντί του μικρότερου ποσού 3.659.931 δρχ., το οποίο η ίδια εσφαλμένα εκτίμησε, για την τακτοποίηση των προμηθειών της του έτους 2001, η δε κοινοπραξία αναγνωρίζει και αποδέχεται την παραπάνω χρέωση. 8) To όγδoo θέμα. To ποσό των 6.990.172 δρχ. αφορά εισιτήρια των ετών 2000 και 2001, τα οποία ακυρώθηκαν και σε αντικατάσταση αυτών εκδόθηκαν νέα, με τα οποία ταξίδεψαν οι επιβάτες ή και τα οχήματα. Όλα τα παραπάνω εισιτήρια έχουν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. Επομένως δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη της συγκεκριμένης απαίτησης από την Α.Ε. 9) Το ένατο θέμα. Το ποσό των 534.224 δρχ. πρόκειται για το λογιστικό υπόλοιπο το οποίο παρουσιάζεται στις καρτέλες της Α.Ε από την συνεργασία της με τον υποπράκτορα της ..., ο οποίος διέκοψε την δραστηριότητα του στον κλάδο αυτό το έτος 2000. Το παραπάνω λογιστικό υπόλοιπο στην καρτέλα της Α.Ε δεν μπόρεσε να διασταυρωθεί, ελλείψει επαρκών στοιχείων. 10) Το δέκατο θέμα. Το ποσό των 19.481.278 δρχ. πρόκειται για το άθροισμα των λογιστικών υπολοίπων, τα οποία παρουσιάζονται στις καρτέλες της Α.Ε από την συνεργασία της με διάφορα γραφεία μεταφορικών εταιριών. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι το άθροισμα των λογιστικών υπολοίπων είναι μικρότερο και ανέρχεται στο ποσό των 17.149.148 δρχ.. 11) Το εντέκατο θέμα. Δεν τίθεται θέμα απαίτησης από την Α.Ε του ποσού των 1.409.914 δρχ. των λιμενικών τελών, αφού το συγκεκριμένο ποσό έχει κανονικά πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζεται σ' αυτή, αφού έχει συμπεριληφθεί σε μεγαλύτερο ποσό λιμενικών τελών ύψους 6.210.538 δρχ. Όσο αφορά την κρουαζιέρα από ... προς ..., η οποίος πραγματοποιήθηκε το Πάσχα του 2001 με το F/B ΜΑ... από τον έλεγχο προέκυψε ότι δεν τίθεται ζήτημα απαίτησης κανενός ποσού από την Α.Ε. Κατά την πραγματογνωμοσύνη, από το υπόλοιπο το αναφερόμενο στις λογιστικές καρτέλες της Α.Ε, τις οποίες τηρούσε η κοινοπραξία, ύψους 72.192.612 δρχ., κατά την λήξη της συνεργασίας της Α.Ε με την κοινοπραξία, αφού ήδη υπολογίστηκε και αφαιρέθηκε η σχετική προμήθεια, αφού αφαιρεθούν τα παρακάτω ποσά, προκύπτει υπόλοιπο 67.630.516 δρχ., το οποίο είναι το τελικό ύψος της οφειλής της Α.Ε, προς απόδοση στην κοινοπραξία. Υπόλοιπο 72.196.612 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 1 645.849 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 3 80.800 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 4 164.759 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 7 3.670.688 δρχ. Νέο Υπόλοιπο 67.630.516 δρχ. Όμως, όπως έχει προεκτεθεί, δεν πρέπει να αφαιρεθεί από το υπόλοιπο το ποσό των 645.849 δρχ. του πρώτου θέματος, με συνέπεια να προκύπτει ως νέο υπόλοιπο το ποσό των 68.276.365 δρχ. Ακολούθως, από το παραπάνω ποσό των 68.276.365 δρχ. πρέπει να αφαιρεθούν περαιτέρω και τα εξής ποσά: α) του έκτου θέματος, 3.822.361 δρχ, για τα αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000, επειδή κατά την πραγματογνωμοσύνη δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί αν πράγματι τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα και αν ορθά έγινε η χρέωση του συγκεκριμένου ποσού στην καρτέλα της Α.Ε από την κοινοπραξία με συμπληρωματικό δηλωτικό δελτίο, β) του ενάτου θέματος 534.224 δρχ., επειδή κατά την πραγματογνωμοσύνη δεν κατέστη δυνατόν να διασταυρωθεί, εκλείψει επαρκών στοιχείων το παραπάνω λογιστικό υπόλοιπο στην καρτέλα της Α.Ε του ..., γ) του δεκάτου θέματος 17.149.148 δρχ., επειδή πρόκειται για λογιστικό υπόλοιπο των μεταφορικών εταιριών κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή της Α.Ε. Επομένως η τελική οφειλή της Α.Ε προς την κοινοπραξία διαμορφώνεται ως εξής: 68.276.365 δρχ. - 3.822.361 - 534.224 - 17.149.148 = νέο υπόλοιπο 46.770.632 δρχ. ή 137.259,90 ευρώ. Το νέο υπόλοιπο σχηματίστηκε αφού υπολογίστηκε και αφαιρέθηκε η σχετική προμήθεια της Α.Ε. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, ως πράκτορες είχαν επιφορτιστεί με την σύναψη συμβάσεων μεταφοράς προσώπων και οχημάτων για λογαριασμό του μεταφορές και υποχρεούντο να αποδώσουν σ' αυτόν τον καταβαλλόμενο ναύλο, αφού προηγουμένως αφαιρούσαν την σχετική προμήθεια και ως εκ τούτο ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του μεταφορέα, δηλαδή της κοινοπραξίας και ταυτόχρονα ως διαχειριστές, αφού είχαν την εξουσία να συνάπτουν και νομικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέα, με εξουσία αντιπροσώπευσης της κοινοπραξίας, καθόσον είχαν την δυνατότητα διάθεσης εισιτηρίων της κοινοπραξίας σε άλλους νηοπράκτορες στην ... και να συνάπτουν δικαιοπραξίες για λογαριασμό της κοινοπραξίας. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι ενώ είχαν εισπράξει για λογαριασμό της κοινοπραξίας ως εντολοδόχοι και διαχειριστές αντίτιμα ακτοπλοϊκών εισιτηρίων μεταφοράς επιβατών, οχημάτων και φορτοαποδείξεων και έπρεπε να αποδώσουν στην κοινοπραξία από το συνολικά εισπραχθέν ποσό, το παραπάνω ποσό των 46.770.632 δρχ. ή 137.257,90 ευρώ, όταν η κοινοπραξία απαίτησε στις 3.7.2001 όπως της καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό, το οποίο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, σύμφωνα με τα κρατούντα στις συναλλαγές, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ και είχε εμπιστευθεί σ' αυτούς η κοινοπραξία λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών της περιουσίας της και είχε περιέλθει στην κατοχή τους, δεν το απέδωσαν μετά την από 3.7.2001 όχληση της κοινοπραξίας και την από 4.7.2001 διακοπή της συνεργασίας από την τελευταία, αλλά από κοινού το ιδιοποιήθηκαν παράνομα, εκδηλώνοντας την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης του παραπάνω ποσού μετά από τρεις ημέρες, στις 6.7.2001, με την από 6.7.2001 εξώδικη δήλωση της εταιρίας συμφερόντων τους προς την κοινοπραξία, με την οποία δήλωσαν ότι δεν υπάρχουν εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις προς την κοινοπραξία, δηλαδή αρνήθηκαν ότι οφείλονται χρήματα.
ΙV) Από τ' ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως ουσιαστικά αβάσιμη της έφεσης των κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου με αριθμό 217/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, δεν διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Και τούτο διότι, καίτοι μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τα οποία εξετίμησε για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους κρίση του, περιλαμβάνονται η έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του οικονομολόγου ... καθώς και η έκθεση του τεχνικού συμβούλου των κατηγορουμένων λογιστή ..., οι οποίες είναι αντίθετες κατά περιεχόμενο, αποδέχθηκε πλήρως τα συμπεράσματα της πρώτης, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει ως αιτιολογημένη και συνταχθείσα βάση γενικά παραδεκτών αρχών και κανόνων της ελεγκτικής επιστήμης, χωρίς να αιτιολογήσει για ποιό λόγο απέρριψε στο σύνολο την έκθεσης του τεχνικού συμβούλου, η οποία είναι πλήρως αντίθετη κατά περιεχόμενο χωρίς μάλιστα να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στο σκεπτικό του. Με την παράλειψη αυτή όμως δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας του συμπεράσματος στο οποίο το συμβούλιο κατέληξε σε σχέση με τις δύο αντίθετες παραδοχές. Ακόμη, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων υπάρχει και η από 30/3/2001 επιστολή της εγκαλούσης κοινοπραξίας προς την δευτέρα των αναιρεσειόντων Χ2, στην οποία αναφέρεται ότι οι ταμιακές εκκρεμότητες τακτοποιήθηκαν και ανατίθεται και πάλι η πρακτόρευση του πλοίου της κοινοπραξίας "Ε/Γ - Ο/Γ Δ..." στους κατηγορούμενους (βλ. σχετική επιστολή). Η επιστολή αυτή όμως η οποία καταρρίπτει τους ισχυρισμούς της εγκαλούσης περί ιδιοποίησης του αντιτίμου των εισιτηρίων που είχαν εκδόσει για λογαριασμό της, δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκε από το συμβούλιο με τα άλλα στοιχεία που περιέχονται σε αυτήν. Οι πλημμέλειες αυτές όμως καθιστούν την αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη, ιδρυομένου του από το άρθρο 484§ 1 στοιχ. δ', προβλεπομένων λόγω αναίρεσης. V) Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι βάσιμη κατ' ουσίαν και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίνει στο ίδιο Συμβούλιο, που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 - 485 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω να γίνει δεκτή η με αριθμό 2/9-2-2009 αίτηση αναίρεσή των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, κατοίκων ..., να αναιρεθεί το με αριθμό 3/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, ενώπιον του άλλου Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Αθήνα 17/3/2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΠΑΝΤΕΛΗΣ".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθ. εκθ. 2/9-2-2009 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά του με αριθ. 3/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το οποίο εκδόθηκε μετ'αναίρεση και με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση των τεσσάρων αναιρεσειόντων κατά του με αριθ. 217/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, για να δικασθούν σε βαθμό κακουργήματος, για υπεξαίρεση από κοινού ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που τους είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας, ( άρθρα 45, 375 παρ. 1,2 ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 482 περ. α, 484 ΚΠοινΔ).
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Είναι όμως επιβεβλημένη η λήψη υπόψη υπό του δικαστηρίου και συνεκτίμηση, όλων των αποδεικτικών μέσων και, προκειμένου περί εγγράφων, όλων των εγγράφων που προσκομίσθηκαν και αναγνώσθηκαν και όχι ορισμένων μόνον από αυτά, κατά παράλειψη άλλων. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, όπως στην περίπτωση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της υπεξαιρέσεως από διαχειριστή ξένης περιουσίας. Η γραφολογική αυτή πραγματογνωμοσύνη, όπως και η έκθεση του διορισθέντος από τον κατηγορούμενο τεχνικού συμβούλου εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτές συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδειχθέντα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Ειδικότερα, εάν υπάρχουν δύο ή περισσότερες πραγματογνωμοσύνες και εκθέσεις τεχνικών συμβούλων, αντίθετες κατά περιεχόμενο, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να αιτιολογήσει την κρίση του αναφορικά με την αποδοχή της μιας εκ των δύο ή εκ των πολλών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να ελεγχθεί το συμπέρασμά του. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιδίου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το οποίο επικύρωσε κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο το πρωτόδικο βούλευμα, παραπέμπονται σε δίκη, με αναδιατύπωση της κατηγορίας, οι τέσσερις αναιρεσείοντες, όλοι μέλη του ΔΣ Ανώνυμης Ναυτιλιακής εταιρείας για το κακούργημα της υπεξαιρέσεως από κοινού ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη 137.257,90 ευρώ, ως εντολοδόχοι διαχειριστές της πολιτικώς ενάγουσας κοινοπραξίας, από πρακτόρευση πλοίων σε έκδοση και διαχείριση εισιτηρίων. Το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό Εισαγγελική πρόταση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του συλλεγέντος από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικού υλικού και δη από τα αναφερόμενα σε αυτό κατ'είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, από 11-5-2007 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονος ..., την έκθεση του τεχνικού συμβούλου των κατηγορουμένων ... και τις απολογίες κατηγορουμένων), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : "Η πολιτικώς ενάγουσα "Κοινοπραξία GA FERRIES" που εδρεύει στον ..., οδός ... αριθμ. ..., συστήθηκε με ιδιωτικό συμφωνητικό στις 19.11.1992 από τις ναυτικές ανώνυμες εταιρίες ΙΚΑΡΙΑ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΠΑΡΟΣ, ΚΑΣΟΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ και ΣΑΜΗ, πλοιοκτήτριες των πλοίων Ρ..., ΝΤ..., ΜΙ... ΜΑ..., Ρ... και ΔΗ... αντίστοιχα με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμβαλλόμενων μερών όσο αφορά την εκτύπωση, διάθεση και διανομή στα πρακτορεία των πλοίων των εισιτηρίων μεταφοράς επιβατών και σχημάτων καθώς και των φορτοαποδείξεων των πλοίων, ως και την επιμέλεια και ευθύνη είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής και της προμήθειας στα πρακτορεία και της απόδοσης των κατά νόμο εισφορών σε τρίτους. Η κοινοπραξία από την σύσταση της είχε συνεργασία με την εταιρία συμφερόντων των εκκαλούντων κατηγορουμένων, η οποία είχε τότε την επωνυμία "Στ. Ψυλλάκη Ε.Ε" και η οποία μετατράπηκε μετά το έτος 1994 σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Τουριστικές Εμπορικές Ναυτιλιακές Επιχειρήσεις Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" με τον διακριτικό τίτλο "ΚΥΔΩΝ TOURS AND SHIPPING AGENCY", στην οποία ο α' εκκαλών ήταν πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος, η β' εκκαλούσα αντιπρόεδρος του ΔΣ και οι γ' και δ' εκκαλούντες μέλη του ΔΣ. Η κοινοπραξία είχε αναθέσει την κεντρική πρακτόρευση των παραπάνω πλοίων της, τα οποία εκτελούσαν πλόες από ... προς ... και αντίστροφα στην εταιρία συμφερόντων των εκκαλούντων, η οποία συνίστατο: α) στην έκδοση εισιτηρίων επιβατών και οχημάτων, β) στην έκδοση φορτοαποδείξεων και γ) στην για λογαριασμό της κοινοπραξίας διαχείριση των εισιτηρίων, τα οποία διατίθεντο σε ολόκληρη τη ... και τους νηοπράκτορες. Η μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνία μέχρι τον Δεκέμβριο 1999 ήταν προφορική και προέβλεπε ότι η εταιρία συμφερόντων των εκκαλούντων θα λάμβανε ως προμήθεια ποσοστό 12% για τα εισιτήρια επιβατών, οχημάτων και φορτωτικών, ενώ από τις πωλήσεις εισιτηρίων σε άλλα πρακτορεία θα λάμβανε ποσοστό προμήθειας 8%. Με βάση την από 21.12.1999 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης που καταρτίστηκε μεταξύ της πολιτικώς ενάγουσας και της εταιρίας συμφερόντων των εκκαλούντων "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι πέτυχαν συμφερότερους όρους και συγκεκριμένα αύξησαν το ποσοστό προμήθειας της εταιρίας "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" σε ποσοστό 14% επί του καθαρού ναύλου των επιβατών, IX οχημάτων και φορτοαποδείξεων, εκ των οποίων οι νηοπράκτορες θα λαμβάνουν 12% και ποσοστό 10% επί του καθαρού ναύλου των εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων και διαφόρων μηχανημάτων που πωλεί ο πράκτορας. Ωστόσο η σύμβαση αυτή διήρκησε μέχρι την 7.4.2000, οπότε και λύθηκε με το από 7.4.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης αλλά συνεχίστηκε η πρακτόρευση των πλοίων της κοινοπραξίας από την εταιρία "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" με βάση τους όρους της αρχικής προφορικής συμφωνίας.
Λόγω του ότι η ΑΕ συμφερόντων των κατηγορουμένων καθυστερούσε την εξόφληση οφειλών της προς την κοινοπραξία, στις 3.7.2001 η τελευταία απέστειλε δύο επιστολές με FAX προς την εταιρία "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε", ζητώντας από τους εκκαλούντες κατηγορούμενους νόμιμους εκπροσώπους και διαχειριστές της, να δηλώσουν αμέσως τον τρόπο της ρύθμισης του συνόλου των οφειλών της παραπάνω Α.Ε. απέναντι στην κοινοπραξία, με σκοπό την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση τους, δηλώνοντας ότι αλλιώς θα προχωρήσει στην απενεργοποίηση του κωδικού της Α.Ε, δηλαδή στην ανάκληση πρακτόρευσης εκ μέρους της Α.Ε των πλοίων της κοινοπραξίας. Λόγω του ότι οι εκκαλούντες δεν απάντησαν εγγράφως στο αίτημα της κοινοπραξίας, στις 4.7.2001 η κοινοπραξία διέκοψε την συνεργασία της με την Α.Ε και απενεργοποίησε τον κωδικό της. Ακολούθως οι εκκαλούντες με την από 6.7.2001 εξώδικη δήλωση της Α.Ε συμφερόντων τους, προς την κοινοπραξία, την οποία υπέγραφε ο Χ1, αρνήθηκαν ότι υπάρχουν εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις προς την κοινοπραξία, δηλαδή αρνήθηκαν ότι οφείλονται χρήματα. Η κοινοπραξία άσκησε εναντίον της εταιρίας "Στ. Ψυλλάκη Α.Ε" την από 16.11.2001 και με αριθμ. κατάθεσης δικογράφου 654/2001 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ζητώντας να υποχρεωθεί να της καταβάλει ως οφειλόμενα κονδύλια το συνολικό ποσό των 72.521.780 δρχ. ή 212.829,87 ευρώ, δίχως μέχρι την άσκηση της έφεσης να έχει εκδοθεί οριστική απόφαση. Στις 8.2.2002 οι μάρτυρες ... και ... ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι της κοινοπραξίας υπέβαλλαν κατά των ..., που αποτελούσαν το ΔΣ της παραπάνω Α.Ε, την από 30.1.2002 μήνυση για υπεξαίρεση συνολικού ποσού 72.143.412 δραχμών, βάσει της οποίας σχηματίσθηκε η παρούσα δικογραφία. Με το υπ' αριθμ. 48/2004 βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου διέταξε την διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης μετά από σχετικό αίτημα των εκκαλούντων κατηγορουμένων, προκειμένου, αφού τεθούν υπόψη του πραγματογνώμονα οι λογιστικές καταστάσεις, τα λογιστικά στοιχεία και κάθε άλλο επικαλούμενο από τους διαδίκους κρίσιμο έγγραφο να προβεί στην οικονομική αποτίμηση των εργασιών της εταιρίας συμφερόντων των εκκαλούντων σε σχέση με την πρακτόρευση των πλοίων της κοινοπραξίας και να αποφανθεί αν υπάρχει ή όχι απαίτηση της κοινοπραξίας, προσδιορίζοντας, στην περίπτωση που υπάρχει και το ύψος αυτής. Ως πραγματογνώμων ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 9/2006 διάταξη του Ανακριτή του Β' Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Ρόδου ο οικονομολόγος ..., ο οποίος διενήργησε την πραγματογνωμοσύνη και κατέθεσε στον ίδιο Ανακριτή την από 11.5.2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ο ... ορίστηκε επίσης πραγματογνώμονας με την υπ' αριθμ. 130/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου στην πολιτική υπόθεση επί της παραπάνω αγωγής της κοινοπραξίας. Η πολυσέλιδη έκθεση πραγματογνωμοσύνης περιλαμβάνεται σε τρεις τόμους, είναι αιτιολογημένη και έχει συνταχθεί βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και κανόνων της ελεγκτικής επιστήμης. Ο πραγματογνώμων εστίασε την έρευνά του στα εξής έντεκα θέματα, στα οποία διαφωνούσαν οι εκκαλούντες με την κοινοπραξία, βάσει των διαλαμβανόμενων στην 6η σελίδα της έκθεσης του λογιστή της παραπάνω Α.Ε. ..., την οποία προσκόμισαν οι εκκαλούντες, ισχυριζόμενοι ότι όχι μόνο δεν οφείλει η Α.Ε συμφερόντων τους αλλά αντίθετα ότι έχει απαίτηση κατά της κοινοπραξίας ύψους 21.847.189 δραχμών. Ειδικότερα τα έντεκα θέματα, σύμφωνα με την έκθεση του λογιστή ... είναι τα εξής:
1. Διαφορά στο υπόλοιπο της 31.12.1999 ύψους 27.452.361 δρχ.
2. Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2000 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 12.365.814 δρχ.
3. Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2001 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 3.008.225 δρχ.
4. Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2000 ύψους 14.204.214 δρχ.
5. Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δρχ.
6. Αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000 (ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ) ύψους 3.822.361 δρχ.
7. Διαφορά προμηθειών έτους 2001 ύψους 3.659.931 δρχ.
8. Άκυρα και αντικατασταθέντα εισιτήρια ύψους 6.990.172 δρχ.
9. Υπόλοιπα πρακτορείου ΤΣΑΜΠΙΚΑΚΗ ύψους 534.224 δρχ.
10. Υπόλοιπο μεταφορικών εταιριών ύψους 19.841.278 δρχ.
11. Λιμενικά τέλη Μαΐου 2001 ύψους 1.409.914 δρχ.
ΣΥΝΟΛΟ 94.368.969 δρχ.
Σύμφωνα με την παραπάνω αγωγή, το ύψος της οφειλής της Α.Ε ανερχόταν στο ποσό των 72.521.780 δραχμών. Με βάση τον παραπάνω πίνακα, η Α,Ε διεκδικούσε την μείωση του κατά το παραπάνω ποσό των 94.368.969 δρχ. με αποτέλεσμα αντί για οφειλή να προκύπτει κατά την Α.Ε, απαίτηση της ύψους 21.847.189 δρχ. έναντι της κοινοπραξίας (94.368.969 - 72.521.780). Κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όσο αφορά:
1) Το πρώτο θέμα. Το ποσό των 27.452.361 δρχ. αποτελούσε την μοναδική διαφορά μεταξύ της ΑΕ και της κοινοπραξίας, στο υπόλοιπο της 31.12.1999 και αφορούσε στα δύο τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, εσόδων προμήθειας της Α.Ε. (υπ' αριθμ. .../10.1.2000 δρχ. 3.451.465 και .../28.2.2001 δρχ. 24.000.895) τα οποία, σύμφωνα με την Α.Ε. χρεώθηκαν στην καρτέλα της αντί να πιστωθούν. Ο έλεγχος κατέδειξε ότι το ποσό των 27.452.361 δραχμών πιστώθηκε στις καρτέλες της Α.Ε και δεν χρεώθηκε επομένως δεν τίθεται θέμα απαίτησης του ποσού αυτού από την Α.Ε. Δεν περιλαμβάνεται όμως στην έκθεση του λογιστή ... το ποσό των 26.806.512 δραχμών το οποίο αφορά σε εννέα συνολικά αποδείξεις πληρωμής προς την κοινοπραξία, έκδοσης της Α.Ε. Οι συγκεκριμένες αποδείξεις δεν φέρουν υπογραφή από τον φερόμενο ως εισπράττοντα, δηλαδή την κοινοπραξία, πλην μίας, στην οποία όμως δεν δηλώνεται ούτε το όνομα, ούτε η ιδιότητα του υπογράψαντος, με συνέπεια να μην μπορεί να ταυτοποιηθεί η υπογραφή, ουδεμία από αυτές είχε καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία της κοινοπραξίας και η τελευταία αρνήθηκε την είσπραξη των αναφερομένων σ' αυτές ποσών, συνολικού ύψους 26.806.512 δραχμών. Τα χρηματικά ποσά των αποδείξεων δεν είχαν κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό. Επομένως δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί από το ποσό των 27.452.361 δραχμών το ποσό των 26.806.512 δραχμών, ώστε να προκύψει υπόλοιπο 645.849 δρχ., όπως αντίθετα υποστηρίζει ο πραγματογνώμων και συνεπώς δεν πρέπει να μειωθεί η τελική οφειλή της Α.Ε κατά το ποσό των 645.849 δρχ., όπως αντίθετα αναφέρεται στην πραγματογνωμοσύνη.
2) Το δεύτερο θέμα. Δεν τίθεται ζήτημα απαίτησης από την Α.Ε του ποσού των 12.365.814 δραχμών. Ειδικότερα το παραπάνω ποσό αποτελεί σύνολο δώδεκα (12) επιμέρους ποσών και από αυτά τα εννέα (9), συνολικού ποσού 10.914.542 δρχ., είχαν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. Ποσό ύψους 1.150.072 δρχ. δεν μπορεί να εκπέσει νόμιμα από τα έξοδα της Α.Ε γιατί η Α.Ε προσκόμισε μία απόδειξη πληρωμής δικής της έκδοσης, η οποία δεν έφερε υπογραφή από τον φερόμενο εισπράττοντα, δηλαδή την κοινοπραξία, ούτε μπορεί να πιστοποιηθεί με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, η δε κοινοπραξία αρνήθηκε την είσπραξη του ποσού αυτού, για το ποσό των 301.200 δραχμών, δεν προσκόμισε η Α.Ε τα αναγκαία παραστατικά.
3) Το τρίτο θέμα. Το συνολικό ποσό των 3.008.225 δρχ. αποτελείται από εννέα (9) ποσά και από αυτά τα έξι (6) συνολικού ποσό 2.835.955 δρχ. έχουν ήδη .στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. Ποσό ύψους 91.500 δρχ. δεν δικαιούται η Α.Ε να το απαιτήσει, αφού ουδέποτε τα σχετικά ακυρωθέντα εισιτήρια χρεώθηκαν στην καρτέλα της Α.Ε. Το υπόλοιπο ποσό ύψους 80.800 δρχ. δικαιούται να το απαιτήσει η Α. Ε. αφού προσκόμισε τα νόμιμα παραστατικά.
4) Το τέταρτο θέμα. Από το σύνολο των δώδεκα (12) επιταγών, με ημερομηνίες έκδοσης από 17.3.2000 έως 18.12.2000, συνολικού ποσού 14.204.214 δραχμών, μόνο το ποσό των 164.759 δρχ. δικαιούται να απαιτήσει η Α.Ε, γιατί τα ποσά των υπολοίπων επιταγών έχουν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή.
5) Το πέμπτο θέμα. Πρόκειται για δύο επιταγές συνολικού ποσού 1.080.475 δρχ. οι ποίες είχαν εκδοθεί σε διαταγή της Α.Ε και στην συνέχεια οπισθογραφήθηκαν και διαβιβάστηκαν στην κοινοπραξία, πλην όμως βρέθηκαν ακάλυπτες και επιστράφηκαν στην Α.Ε και χρεώθηκε η καρτέλα της, ώστε να φαίνεται η απαίτηση και συνεπώς δεν τίθεται θέμα απαίτησης από την Α.Ε του παραπάνω ποσού, αφού αυτό έχει ορθά χρεωθεί στην καρτέλα της.
6) Το έκτο θέμα. Το ποσό των 3.822.361 δρχ. αφορά εισιτήρια τα οποία χρεώθηκαν στην Α,Ε με συμπληρωματικό δηλωτικό δελτίο, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί αν πράγματι τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα (μη αποδεκτά) και αν ορθά έγινε η χρέωση του παραπάνω ποσού στην καρτέλα της Α.Ε από την κοινοπραξία.
7) Το έβδομο θέμα. Η Α.Ε δικαιούται να απαιτήσει το ποσό των 3.670.688 δρχ., αντί του μικρότερου ποσού 3.659.931 δρχ., το οποίο η ίδια εσφαλμένα εκτίμησε, για την τακτοποίηση των προμηθειών της του έτους 2001, η δε κοινοπραξία αναγνωρίζει και αποδέχεται την παραπάνω χρέωση.
8) To όγδoo θέμα. To ποσό των 6.990.172 δρχ. αφορά εισιτήρια των ετών 2000 και 2001, τα οποία ακυρώθηκαν και σε αντικατάσταση αυτών εκδόθηκαν νέα, με τα οποία ταξίδεψαν οι επιβάτες ή και τα οχήματα. Όλα τα παραπάνω εισιτήρια έχουν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζονται σ' αυτή. Επομένως δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη της συγκεκριμένης απαίτησης από την Α.Ε.
9) Το ένατο θέμα. Το ποσό των 534.224 δρχ. πρόκειται για το λογιστικό υπόλοιπο το οποίο παρουσιάζεται στις καρτέλες της Α.Ε από την συνεργασία της με τον υποπράκτορα της ..., ο οποίος διέκοψε την δραστηριότητα του στον κλάδο αυτό το έτος 2000. Το παραπάνω λογιστικό υπόλοιπο στην καρτέλα της Α.Ε δεν μπόρεσε να διασταυρωθεί, ελλείψει επαρκών στοιχείων.
10) Το δέκατο θέμα. Το ποσό των 19.481.278 δρχ. πρόκειται για το άθροισμα των λογιστικών υπολοίπων, τα οποία παρουσιάζονται στις καρτέλες της Α.Ε από την συνεργασία της με διάφορα γραφεία μεταφορικών εταιριών. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι το άθροισμα των λογιστικών υπολοίπων είναι μικρότερο και ανέρχεται στο ποσό των 17.149.148 δρχ..
11) Το εντέκατο θέμα. Δεν τίθεται θέμα απαίτησης από την Α.Ε του ποσού των 1.409.914 δρχ. των λιμενικών τελών, αφού το συγκεκριμένο ποσό έχει κανονικά πιστωθεί στην καρτέλα της Α.Ε και εμφανίζεται σ' αυτή, αφού έχει συμπεριληφθεί σε μεγαλύτερο ποσό λιμενικών τελών ύψους 6.210.538 δρχ.
Όσο αφορά την κρουαζιέρα από ... προς ..., η οποίος πραγματοποιήθηκε το Πάσχα του 2001 με το F/B Μ..., από τον έλεγχο προέκυψε ότι δεν τίθεται ζήτημα απαίτησης κανενός ποσού από την Α.Ε. Κατά την "/Χ πραγματογνωμοσύνη, από το υπόλοιπο το αναφερόμενο στις λογιστικές καρτέλες της Α.Ε, τις οποίες τηρούσε η κοινοπραξία, ύψους 72.192.612 δρχ., κατά την λήξη της συνεργασίας της Α.Ε με την κοινοπραξία, αφού ήδη υπολογίστηκε και αφαιρέθηκε η σχετική προμήθεια, αφού αφαιρεθούν τα παρακάτω ποσά, προκύπτει υπόλοιπο 67.630.516 δρχ., το οποίο είναι το τελικό ύψος της οφειλής της Α.Ε, προς απόδοση στην κοινοπραξία.
Υπόλοιπο 72.196.612 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 1 645.849 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 3 80.800 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 4 164.759 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 7 3.670.688 δρχ. Νέο Υπόλοιπο 67.630.516 δρχ.
Όμως, όπως έχει προεκτεθεί, δεν πρέπει να αφαιρεθεί από το υπόλοιπο το ποσό των 645.849 δρχ. του πρώτου θέματος, με συνέπεια να προκύπτει ως νέο υπόλοιπο το ποσό των 68.276.365 δρχ. Ακολούθως, από το παραπάνω ποσό των 68.276.365 δρχ. πρέπει να αφαιρεθούν περαιτέρω και τα εξής ποσά: α) του έκτου θέματος, 3.822.361 δρχ, για τα αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000, επειδή κατά την πραγματογνωμοσύνη δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί αν πράγματι τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα και αν ορθά έγινε η χρέωση του συγκεκριμένου ποσού στην καρτέλα της Α.Ε από την κοινοπραξία με συμπληρωματικό δηλωτικό δελτίο, β) του ενάτου θέματος 534.224 δρχ., επειδή κατά την πραγματογνωμοσύνη δεν κατέστη δυνατόν να διασταυρωθεί, εκλείψει επαρκών στοιχείων το παραπάνω λογιστικό υπόλοιπο στην καρτέλα της Α.Ε του ..., γ) του δεκάτου θέματος 17.149.148 δρχ., επειδή πρόκειται για λογιστικό υπόλοιπο των μεταφορικών εταιριών κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή της Α.Ε. Επομένως η τελική οφειλή της Α.Ε προς την κοινοπραξία διαμορφώνεται ως εξής: 68.276.365 δρχ. - 3.822.361 - 534.224 - 17.149.148 = νέο υπόλοιπο 46.770.632 δρχ. ή 137.259,90 ευρώ. Το νέο υπόλοιπο σχηματίστηκε αφού υπολογίστηκε και αφαιρέθηκε η σχετική προμήθεια της Α.Ε. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, ως πράκτορες είχαν επιφορτιστεί με την σύναψη συμβάσεων μεταφοράς προσώπων και οχημάτων για λογαριασμό του μεταφορές και υποχρεούντο να αποδώσουν σ' αυτόν τον καταβαλλόμενο ναύλο, αφού προηγουμένως αφαιρούσαν την σχετική προμήθεια και ως εκ τούτο ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του μεταφορέα, δηλαδή της κοινοπραξίας και ταυτόχρονα ως διαχειριστές, αφού είχαν την εξουσία να συνάπτουν και νομικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέα, με εξουσία αντιπροσώπευσης της κοινοπραξίας, καθόσον είχαν την δυνατότητα διάθεσης εισιτηρίων της κοινοπραξίας σε άλλους νηοπράκτορες στην Ρόδο και να συνάπτουν δικαιοπραξίες για λογαριασμό της κοινοπραξίας. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι ενώ είχαν εισπράξει για λογαριασμό της κοινοπραξίας ως εντολοδόχοι και διαχειριστές αντίτιμα ακτοπλοϊκών εισιτηρίων μεταφοράς επιβατών, οχημάτων και φορτοαποδείξεων και έπρεπε να αποδώσουν στην κοινοπραξία από το συνολικά εισπραχθέν ποσό, το παραπάνω ποσό των 46.770.632 δρχ. ή 137.257,90 ευρώ, όταν η κοινοπραξία απαίτησε στις 3.7.2001 όπως της καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό, το οποίο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, σύμφωνα με τα κρατούντα στις συναλλαγές, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ και είχε εμπιστευθεί σ' αυτούς η κοινοπραξία λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών της περιουσίας της και είχε περιέλθει στην κατοχή τους, δεν το απέδωσαν μετά την από 3.7.2001 όχληση της κοινοπραξίας και την από 4.7.2001 διακοπή της συνεργασίας από την τελευταία, αλλά από κοινού το ιδιοποιήθηκαν παράνομα, εκδηλώνοντας την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης του παραπάνω ποσού μετά από τρεις ημέρες, στις 6.7.2001, με την από 6.7.2001 εξώδικη δήλωση της εταιρίας συμφερόντων τους προς την κοινοπραξία, με την οποία δήλωσαν ότι δεν υπάρχουν εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις προς την κοινοπραξία, δηλαδή αρνήθηκαν ότι οφείλονται χρήματα".
Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως ουσιαστικά αβάσιμη της έφεσης των κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου με αριθμό 217/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, δεν διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Και τούτο διότι, καίτοι μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, τα οποία εξετίμησε για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους κρίση του, περιλαμβάνονται η έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του οικονομολόγου ... καθώς και η κατ' άρθρο 208 Κ.Ποιν.Δ έκθεση του τεχνικού συμβούλου των κατηγορουμένων λογιστή ..., οι οποίες είναι αντίθετες κατά περιεχόμενο, αποδέχθηκε πλήρως τα συμπεράσματα της πρώτης, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει ως αιτιολογημένη και συνταχθείσα βάση γενικά παραδεκτών αρχών και κανόνων της ελεγκτικής επιστήμης, χωρίς να αντικρούει και να αιτιολογεί για ποιό λόγο απέρριψε στο σύνολό της την έκθεσης του άνω τεχνικού συμβούλου, η οποία είναι πλήρως αντίθετη κατά περιεχόμενο, για την οποία δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στο σκεπτικό του. Με την παράλειψη αυτή, όμως, δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας του συμπεράσματος στο οποίο το Συμβούλιο κατέληξε σε σχέση με τις δύο αντίθετες εκθέσεις. Επίσης, προκύπτει ασάφεια ως προς τον ακριβή χρόνο που η εταιρεία των κατηγορουμένων ώφειλε, κατά τη σύμβαση, να αποδίδει τα εισπραχθέντα ποσά στην κοινοπραξία, δεν προσδιορίζονται στο Βούλευμα σαφώς και χωριστά τα επί μέρους ποσά διαχειρίσεως των ετών 1999-2000 και 2001 και ειδικότερα ενώ γίνεται δεκτό ότι η συνεργασία της εταιρείας των κατηγορουμένων και της πολιτικώς ενάγουσας κοινοπραξίας άρχισε το 1992 και υπήρξεν οφειλή από τη διαχείριση μέχρι 31-12-1999 συνολικού ποσού 27.452,361 δρχ., που συγκαταλέγεται στο συνολικό, φερόμενο, ως υπεξαιρεθέν ποσόν των 46.770.632 δρχ. ή 137.257,90 ευρώ, δεν αναφέρεται αν μέχρι 3-6-1999, (ότε προστέθηκε η παρ. 2 στο άρθρο 98 του ΠΚ, δια του άρθρου 14 του ν. 2721/1999), είχαν τελεσθεί πράξεις υπεξαιρέσεως, οι οποίες συνιστούσαν ή μη αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, διότι σύμφωνα με το μέχρι τότε ισχύον νομικό καθεστώς, επί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, κάθε επί μέρους πράξη υπεξαιρέσεως είχεν αυτοτέλεια και χωριστή παραγραφή, οπότε ενδεχομένως ως πλημμελήματα θα είχαν υποπέσει σε παραγραφή (Ολ. ΑΠ 5/2002). Οι πλημμέλειες αυτές καθιστούν την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη. Συνεπώς, ο συναφής από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος.
Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα στο σύνολό του και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο εκδόσαν αυτό Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το με αριθ. 3/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση επί της εφέσεως των κατηγορουμένων, στο ίδιο ως άνω Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ