Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαγωγή εγγράφων, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφων. Είναι έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, του οποίου ο δράστης δεν είναι κύριος και απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή αυτού, Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι ιδιώτης ή και υπάλληλος για τα έγγραφα που ήσαν εμπιστευμένα ή προσιτά σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του και απαιτείται δόλος που ενέχει τη γνώμη ότι ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικά κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκρυψης αυτού. Παθών είναι εκείνος που αποστερήθηκε το έγγραφο και σε βλάβη του οποίου απέβλεπε ο δράστης. Όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφονται τα στοιχεία που προσδιορίζονται έγγραφα που αναγνωρίστηκαν, ώστε να μπορεί να διαγνωστεί σε ποια έγγραφα στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου, δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως 510 § 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ. Όταν ως έγγραφα αναφέρονται η πρωτόδικη απόφαση και τα πρακτικά της, θεωρούνται ότι έχουν αναγνωστεί και τα μνημονευόμενα σε αυτή έγγραφα, εφόσον αυτά προσδιορίζονται. Αβάσιμοι οι λόγοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτηση και πρόσθετους λόγους.
Αριθμός 1498/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 18377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρό του Αλέξανδρο Χατζηαλεξάνδρου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιανουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και των από 12 Μαρτίου 2010 πρόσθετων λόγων που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 199/2010.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 12-1-2010 με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκηθείσα, αίτηση αναιρέσεως, κατά της καταδικαστικής με αριθμό 18377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καθώς και οι από 12-3-2010 με κατάθεση του δικογράφου στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, από τον αναιρεσείοντα κατά της αυτής αποφάσεως, νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκηθέντες, πρόσθετοι λόγοι, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Από τη διάταξη του αρ. 222 ΠΚ προκύπτει ότι στοιχεία του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων είναι έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, του οποίου ο δράστης δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικός κύριος ή που κάποιος άλλος έχει το δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξη και απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή αυτού. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι ιδιώτης ή και υπάλληλος για τα έγγραφα που ήσαν εμπιστευμένα ή προσιτά, λόγω της υπηρεσίας του και απαιτείται δόλος που ενέχει την γνώση ότι ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκρυψης, βλάβης ή καταστροφής αυτού. Παθών εκ του άνω εγκλήματος είναι εκείνος που αποστερήθηκε το υπεξαχθέν έγγραφο και σε βλάβη του οποίου απέβλεπε ο δράστης.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 18377/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος υπεξαγωγής εγγράφων και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημ/κείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από την 12/11/2005 έως 2/12/2005 ο κατηγορούμενος με σκοπό να βλάψει άλλον απέκρυψε έγγραφα, των οποίων δεν ήταν κύριος και, συγκεκριμένα ενώ ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "Ζ ΑΕ" στην οποία εργαζόταν ο εγκαλών, Ψ, ο κατηγορούμενος μετέβη στο γραφείο που διατηρούσε ο εγκαλών, όπου είχε πρόσβαση λόγω της ανωτέρω ιδιότητας του, όπου ο εγκαλών είχε τοποθετήσει διάφορα προσωπικά του έγγραφα, και αφαίρεσε από τα ερμάρια του γραφείου του εγκαλούντος τα εξής προσωπικά έγγραφα του τελευταίου, ήτοι: αντίγραφα φορολογικών του δηλώσεων Ε1, Ε2, Ε9 και Ε3, αντίγραφα περιοδικών καταστάσεων ΦΠΑ, αντίγραφα συγκεντρωτικών δηλώσεων ΦΠΑ, αντίγραφα συγκεντρωτικών καταστάσεων προμηθευτών-πελατών, εκκαθαριστικά της Δ.Ο.Υ, (της κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος που υπέβαλε ο εγκαλών με τη σύζυγο του), τιμολόγια συνοδεύοντα τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, βεβαιώσεις αποδοχών του εγκαλούντος και της συζύγου του και βεβαιώσεις πληρωμής του ΤΣΜΕΔΕ, του ΤΣΑΥ και των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας των μελών της οικογένειας του εγκαλούντος. Στη συνέχεια τοποθέτησε τα έγγραφα αυτά, των οποίων δεν ήταν κύριος και δεν είχε κανένα δικαίωμα να τα παραλάβει, σε άγνωστο τόπο απομακρύνοντάς τα από την κατοχή του κυρίου αυτών-εγκαλούντος, από τον οποίο και τα απέκρυψε αυθαίρετα, χωρίς κανένα δικαίωμα, ενώ στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να βλάψει τον εγκαλούντα, ο οποίος έτσι στερείτο των ως άνω εγγράφων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διεκπεραίωση των προσωπικών του υποθέσεων. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τη πράξη που του αποδίδεται".
Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξεως της υπεξαγωγής εγγράφων τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και ειδικότερα, του ότι: "Στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από την 12/11/2005 έως 2712/2005 με σκοπό να βλάψει άλλον απέκρυψε έγγραφα, των οποίων δεν ήταν κύριος και συγκεκριμένα ενώ ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "Ζ ΑΕ" στην οποία εργαζόταν ο εγκαλών Ψ, ο κατηγορούμενος μετέβη στο γραφείο που διατηρούσε ο εγκαλών, όπου είχε πρόσβαση λόγω της ανωτέρω ιδιότητας του, όπου ο εγκαλών είχε τοποθετήσει διάφορα προσωπικά του έγγραφα, και αφαίρεσε από τα ερμάρια του γραφείου του εγκαλούντος τα εξής προσωπικά έγγραφα του τελευταίου, ήτοι: αντίγραφα φορολογικών του δηλώσεων Ε1, Ε2, Ε9 και Ε3, αντίγραφα περιοδικών καταστάσεων ΦΠΑ, αντίγραφα συγκεντρωτικών δηλώσεων ΦΠΑ, αντίγραφα συγκεντρωτικών καταστάσεων προμηθευτών-πελατών, εκκαθαριστικά της Δ.Ο.Υ. (της κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος που υπέβαλε ο εγκαλών με τη σύζυγό του), τιμολόγια συνοδεύοντα τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, βεβαιώσεις αποδοχών του εγκαλούντος και της συζύγου του και βεβαιώσεις πληρωμής του ΤΣΜΕΔΕ, του ΤΣΑΥ και των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας των μελών της οικογένειας του εγκαλούντος. Στη συνέχεια τοποθέτησε τα έγγραφα αυτά, των οποίων δεν ήταν κύριος και δεν είχε κανένα δικαίωμα να τα παραλάβει, σε άγνωστο τόπο απομακρύνοντάς τα από την κατοχή του κυρίου αυτών-εγκαλούντος, από τον οποίο και τα απέκρυψε αυθαίρετα, χωρίς κανένα δικαίωμα, ενώ στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να βλάψει τον εγκαλούντα, ο οποίος έτσι στερείτο των ως άνω εγγράφων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διεκπεραίωση των προσωπικών του υποθέσεων".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 §1α, 27 §1 και 222 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 18377/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορούμενου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1) Α1, 2) Α2, 3) Α3 και 4) Α4, καθώς και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) Υπάρχει έλλειψη ακριβούς προσδιορισμού εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, με συνέπεια να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, διότι "το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην απόφαση πρακτικά (σελίδα 6 της απόφασης) βεβαιώνει για τα εξής: "Στο σημείο αυτό διαβάστηκαν τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης και τα αναγνωστέα σε αυτή έγγραφα και τα εξής έγγραφα: ....". Βεβαιώνει δηλαδή, ότι εκτός των εγγράφων που αναφέρει με τα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία τους και που τα αριθμεί από 1 έως και 7, ανέγνωσε και άλλα έγγραφα, ήτοι αυτά που ήταν αναγνωστέα στην πρωτόδικη απόφαση, χωρίς όμως κανένα περαιτέρω προσδιορισμό, με συνέπεια να παράγεται η απόλυτη ακυρότητα, αφού το δικαστήριο βεβαιώνει στο σκεπτικό του ότι μεταξύ των άλλων εκεί μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων, λαμβάνει υπόψη του "τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο", γεγονός που σημαίνει ότι στήριξε την κρίση του περί ενοχής του και σε έγγραφα χωρίς προσπορισμό της ταυτότητάς τους, όπως κατά τα προαναφερόμενα διέλαβε. Επομένως αναιρετέα κατέστη για τον λόγο αυτό η απόφαση, άλλως επικουρικώς και για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω της αόριστης αναφοράς της ταυτότητος ενός εγγράφου που αναγνώστηκε, λόγω της ασάφειας ως προς το εάν το δικαστήριο στήριξε ή όχι την κρίση του και στα έγγραφα αυτά ή όχι", όπως ακριβώς στην αίτηση εκτίθενται.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελίδα 6η, στο τέλος), εκεί ακριβώς αναφέρεται:
"Στο σημείο αυτό διαβάστηκαν τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης και τα αναγνωστέα σε αυτή έγγραφα και τα εξής έγγραφα:
1. Η από 1-9-2001 σύμβαση έργου 2. Η από 21-2-2006 έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης.
3. Η από 24-2-2006 έκθεση απόδοσης κατασχεθέντων.
4. Η από 14-4-2006 αγωγή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
5. Η με αριθμό 40581/2007 κατάθεση αγωγής του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
6. Βεβαίωση (που έδωσε η εταιρεία Ζ ΑΕ στον Ψ).
7. Το από 13-2-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό".
Όπως δε προκύπτει από την πρωτόδικη με αριθμό 35155/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση αυτής, στη σελίδα 6 των πρακτικών της, αναφέρονται, κατ' ακριβή αντιγραφή αυτής, τα παρακάτω:
"Στο σημείο αυτό διαβάστηκαν τα εξής έγγραφα:
1. Η από 1-9-2001 σύμβαση έργου 2. Η από 21-2-2006 έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης.
3. Η από 24-2-2006 έκθεση απόδοσης κατασχεθέντων.
4. Η από 14-4-2006 αγωγή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσσαλονίκης.
5. Η με αριθμό 40581/2007 κατάθεση αγωγής του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης".
Όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των εγγράφων που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα άνω πρακτικά (πρωτόδικης και Δευτεροβάθμιας δίκης), τα με αριθμούς 1-5 έγγραφα, είναι τα ίδια. Τα αναφερόμενα δε, με αριθμούς 6 και 7, έγγραφα στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι αυτά που αναγνώστηκαν, το πρώτο, στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, με την ανάγνωση των πρακτικών της Πρωτοβάθμιας δίκης, θεωρούνται ότι έχουν αναγνωστεί και όλα τα έγγραφα, που αναφέρονται σε αυτή. Κατά συνέπεια, το κατ' έφεση Δικαστήριο, στήριξε την κρίση του περί ενοχής του αναιρεσείοντος σε έγγραφα, των οποίων προσδιορίζεται η ταυτότητα. Επομένως, η απόλυτη ακυρότητα, που επικαλείται ο αναιρεσείων και επικουρικά, η έλλειψη αιτιολογίας, λόγω αόριστης αναφοράς της ταυτότητας των άνω εγγράφων, είναι αβάσιμες. Και 2) ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη αλλά ελλιπής, ασαφής και ανεπαρκής, αφού ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού συνιστά αντιγραφή του διατακτικού λέξη προς λέξη. Επίσης, δεν διαλαμβάνει νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό. Αβάσιμα όμως, διότι εφόσον το διατακτικό περιλαμβάνει και πραγματικά περιστατικά, η επανάληψή του στο σκεπτικό της αποφάσεως, δεν δημιουργεί έλλειψη, ασάφεια ή κάποια ανεπάρκεια του πρώτου.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α', Δ', Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως της και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 §1). Πρέπει επίσης ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (Κ.Πολ.Δ. 176).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Ιανουαρίου 2010 (υπ' αριθμ. πρωτ. 254/14-1-10 ενώπιον του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 18377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, που ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ