Θέμα
Συλλογική σύμβαση εργασίας.
Περίληψη:
Νοσοκομεία, ηλεκτροτεχνίτες. Αμείβονται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, στην εφαρμογή της οποίας παραπέμπουν ρητώς οι διατάξεις που τους έδωσαν το δικαίωμα να μην ενταχθούν στον οργανισμό του νέου ΝΠΔΔ ή σιωπηρώς οι ατομικές τους συμβάσεις, σε εκτέλεση των οποίων η ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ εφαρμόσθηκε επί της αμοιβής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη μετατροπή του νοσηλευτικού ιδρύματος σε ΝΠΔΔ και όχι σύμφωνα με τους δυσμενέστερους όρους της κλαδικής ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, με τους οποίους οψίμως άρχισε να τους αμείβει το νοσοκομείο. Αβάσιμος λόγος από ΚΠολΔ 559 α.1 και 19. Οι αξιώσεις για διαφορές αποδοχών υπάγονται στη διετή παραγραφή, διότι για την άσκησή τους δεν είναι αναγκαία η έκδοση κάποις πράξης του ΝΠΔΔ και, ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για αξίωση αποζημίωσης. Αόριστη η αγωγή για το κεφάλαιο πρόσθετων αμοιβών. Αναιρεί εν μέρει.
Αριθμός 2121/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ Ε.Ε.Σ.", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην …και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ζουμπούλη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Σ. Ε., κατοίκου ... και 2) Ν. Μ., κατοίκου ... που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Μανδρακούκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 12-10-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) δύο αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί των αγωγών εκδόθηκε η 1305/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 695/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-7-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την μερική παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την εντελή παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κλπ). Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτή, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 1706/1987).
2.
Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 1397/1983 για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), νοσοκομειακές μονάδες που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (7-10-1983) ως υπηρεσίες ΝΠΙΔ, εφ' όσον επιχορηγούνται με οποιοδήποτε τρόπο από το Δημόσιο, μετατρέπονται εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε ΝΠΔΔ και υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 "περί οργανώσεως της ιατρικής αντιλήψεως", με προεδρικό διάταγμα (π.δ.) εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. Το προσωπικό (εκτός από το ιατρικό) που υπηρετεί στις μονάδες αυτές κατά τη δημοσίευση των π.δ. της μετατροπής, εφ' όσον συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα, εντάσσεται ύστερα από πρόταση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου σε αντίστοιχες θέσεις, που συνιστώνται με τον οργανισμό του νοσοκομείου. Το προσωπικό που δεν συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα ή δεν υποβάλλει αίτηση ένταξης, εξακολουθεί να υπηρετεί με τις προϋποθέσεις που ήδη υπηρετούσε και στις ίδιες θέσεις, οι οποίες μετατρέπονται σε προσωρινές και καταργούνται, όταν κενωθούν με οποιοδήποτε τρόπο. Μέχρι να εκδοθεί ο νέος οργανισμός και να γίνει η ένταξη στις θέσεις που προβλέπονται απ' αυτόν, το προσωπικό εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος της μετατροπής. Οι διατάξεις αυτές, μετά την κατάργηση του άρθρου 6 του ν. 1397/1983 με το άρθρο 132 του ν. 2071/1992, επαναλήφθηκαν στο άρθρο 48 παρ.3 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, με το π.δ. 592/1985 (ΦΕΚ Α` 208/13-12-1985), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1397/1983 και ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το γενικό νοσοκομείο Αθηνών "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο" (ήτοι το αναιρεσείον), το οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε ως υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ) με μορφή ΝΠΙΔ, μετατράπηκε σε αυτοτελές ΝΠΔΔ και υπήχθη στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 και του ν. 1397/1983. Με το ίδιο π.δ. ορίστηκε ότι το προσωπικό του νοσοκομείου εντάσσεται σε οργανικές θέσεις του νέου οργανισμού και ότι μέχρι την έκδοση αυτού και την τακτοποίηση του προσωπικού, τούτο εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση (ΑΠ 11 και 12/2008).
3.
Τέλος, κατά το άρθρο 16 παρ.1 του π.δ. 410/1988 οι αποδοχές τού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, που προσλαμβάνεται για κάλυψη οργανικών θέσεων, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1198/1972, όπως ισχύει, δηλαδή με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΣΣΕ). Κατόπιν αυτού, με την από 22-12-1988 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), η οποία κηρύχτηκε υποχρεωτική με την 17853/1989 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 741/1989) για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του επαγγέλματος που αφορά και η οποία ίσχυσε από 1-7-1988, ορίστηκε (άρθρο 3 παρ.1 και 2 αυτής) ότι επεκτείνονται στο σύνολό τους οι διατάξεις του ν. 1505/1984, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 1810/1988, στους εργαζομένους (εκτός από τους ιατρούς) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα νοσοκομεία του ν.δ. 2592/1953, που είναι μέλη σωματείων, τα οποία ανήκουν στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), οι οποίοι και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια με βάση τα τυπικά προσόντα πρόσληψης τους. Εν τούτοις, με το άρθρο 9 της ως άνω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές διατηρούνται.
4.
Από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. παραπάνω, αρ.1, 2 και 3) συνάγεται ότι όσοι από το προσωπικό του ως άνω νοσηλευτικού ιδρύματος (ήτοι του αναιρεσείοντος), μετά τη μετατροπή του σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και την κατάρτιση του νέου οργανισμού του, δεν έχουν ενταχθεί σε αντίστοιχες μόνιμες θέσεις, που συστήθηκαν με τον οργανισμό του (όπως οι αναιρεσίβλητοι ηλεκτροτεχνίτες), εξακολουθούν να υπηρετούν σε προσωρινές θέσεις με την ίδια εργασιακή σχέση και να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους των ατομικών τους συμβάσεων εργασίας ή των εκάστοτε ισχυουσών, οικείων ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ ή ΔΑ, στις οποίες εκείνες ρητώς ή σιωπηρώς παραπέμπουν και όχι με τους δυσμενέστερους όρους των διατάξεων, που αφορούν στο εν γένει προσωπικό του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ ή των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ (ΟλΑΠ 26/2007, ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 11 και 12/2008).
5.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι) είχαν προσληφθεί από το εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον) νοσηλευτικό ίδρυμα, όταν αυτό είχε, ακόμη, τη νομική μορφή ΝΠΙΔ και αποτελούσε αποκεντρωμένη υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ), κατά το έτος 1985, με ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως αδειούχοι ηλεκτροτεχνίτες. Ότι από την πρόσληψη ενός εκάστου, οι αποδοχές του καθορίζονταν σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των ηλεκτροτεχνιτών καταστημάτων, οικοδομών, πλοίων κλπ όλης της χώρας". Ότι μετά την περί τα τέλη του έτους 1985 μετατροπή του εκκαλούντος σε ΝΠΔΔ και την υπαγωγή του στο ΕΣΥ, οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ίδια ιδιότητα και, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που τους δόθηκε από το ν. 1476/1984, δεν εντάχθηκαν σε οργανική θέση, αλλά παρέμειναν σε προσωρινή θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και συνέχισαν να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τις ως άνω ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ. Ότι το εκκαλούν, από το έτος 1998 και εντεύθεν, έπαυσε, αυθαιρέτως, να εφαρμόζει στη μισθοδοσία των εφεσίβλητων τις ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών και άρχισε να τους αμείβει σύμφωνα με την κλαδική ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ. Ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάσθηκε η αρχή της εύνοιας προς τους εργαζόμενους, διότι οι όροι αμοιβής της κλαδικής ΕΣΣΕ είναι δυσμενέστεροι γι' αυτούς. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο έκρινε ότι κατ' εφαρμογή των όρων αμοιβής της ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται τις διαφορές αποδοχών που αναφέρουν στις αγωγές τους, τις οποίες το αναιρεσείον δεν είχε αμφισβητήσει ειδικώς και απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία οι αγωγές είχαν γίνει δεκτές στο σύνολό τους. Με την κρίση αυτή, (και μόνο ως προς το ζήτημα που εξετάζεται στις σκέψεις που προηγήθηκαν) το Εφετείο ερμήνευσε σωστά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.1, 2 και 3) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως και περιέγραψε με πληρότητα. Διότι νομίμως και επαρκώς εξέθεσε ότι επί των εργαζομένων της κατηγορίας των αναιρεσιβλήτων εξακολουθεί υφιστάμενο το μισθολογικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της μετατροπής του νοσηλευτικού ιδρύματος, όπου υπηρετούν, σε ΝΠΔΔ, τόσο ως ευθέως προβλεπόμενο υπό του νόμου όσο και ως συμφωνημένο με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ρητώς μεν κατά το χρόνο της πρόσληψης ενός εκάστου, σιωπηρώς δε κατά το χρόνο της μετατροπής και της μη ένταξης αυτών στο μόνιμο προσωπικό. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
6.
Από τις διατάξεις των άρθρων 48 παρ.1 και 3 και 49 του ν.δ. 496/1974 "περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" συνάγεται ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων, οι οποίοι συνδέονται με το ΝΠΔΔ με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και οι οποίες προέρχονται από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Η παραγραφή αυτή, η οποία λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Όταν, όμως, για να καταστεί δυνατή η άσκηση της αξιώσεως του υπαλλήλου απαιτείται να προηγηθεί η έκδοση πράξεως του αρμοδίου οργάνου του ΝΠΔΔ, οπότε η παρά το νόμο παράλειψη εκδόσεως της πράξεως αυτής, ως γενεσιουργού του σχετικού δικαιώματος, συνιστά αδικοπραξία και γεννά αξίωση αποζημιώσεως (άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 297, 914 ΑΚ), τότε η αξίωση αυτή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, διότι δεν αποτελεί ευθεία, πρωτογενή αξίωση από καθυστερούμενες αποδοχές κλπ, που ως μόνη προϋπόθεση έχει την παροχή της εργασίας, αλλά δευτερογενή αξίωση από αδικοπρακτική ευθύνη (ΟλΑΠ 1471/1977, ΑΠ 1489/1995). Εξ αυτών συνάγεται ότι η τυχόν διένεξη μεταξύ του αρμοδίου οργάνου του ΝΠΔΔ και του εργαζομένου ως προς το αληθές ύψος των νομίμων αποδοχών του τελευταίου (οφειλόμενη σε διάσταση απόψεων είτε ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις για τους όρους εργασίας και αμοιβής είτε ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της συμβάσεως, την πράγματι παρασχεθείσα εργασία, τα χρονικά όρια αυτής κλπ) γεννά αξιώσεις οι οποίες είναι δυνατό να ασκηθούν δικαστικώς χωρίς κάποια ιδιαίτερη προϋπόθεση και, μάλιστα, χωρίς την έκδοση κάποιας συγκεκριμένης πράξης του ΝΠΔΔ. Ως εκ τούτου οι αξιώσεις αυτές υπάγονται στη διετή παραγραφή (ΑΠ 406/2008, ΣτΕ 461/2012).
7.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, πέραν των όσων αναφέρθηκαν ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.5), δέχθηκε ότι για τη θεμελίωση της ένδικης αξίωσης των αναιρεσίβλητων, συνιστάμενης στην αναζήτηση διαφορών αποδοχών του χρονικού διαστήματος των ετών 2002 έως 2006 λόγω μη εφαρμογής των ευνοϊκότερων όρων εργασίας και αμοιβής που προβλέπονται από τις ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών, ήταν απαραίτητη η έκδοση σχετικής πράξεως του αρμοδίου οργάνου του αναιρεσείοντος. Και ότι η υπαίτια παράλειψη εκδόσεως της πράξεως αυτής δημιούργησε ευθύνη του αναιρεσείοντος από αδικοπρακτική συμπεριφορά του αρμοδίου οργάνου αυτού. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αξίωση έχει το χαρακτήρα αποζημιώσεως από αδικοπραξία, ότι ως τοιαύτη υπάγεται στην πενταετή παραγραφή και ότι η ένσταση του αναιρεσείοντος (ως εναγομένου) περί διετούς παραγραφής των αξιώσεων των αναιρεσίβλητων (ως εναγόντων) για τα έτη 2002, 2003 και 2004, στηριζόμενη στο ότι από το τέλος ενός εκάστου εξ αυτών μέχρι την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (19-10-2007) είχε παρέλθει διετία, ήταν μη νόμιμη. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τις ως άνω διατάξεις περί παραγραφής των αξιώσεων σε βάρος των ΝΠΔΔ και τις εφάρμοσε, επίσης, εσφαλμένα, με κακή υπαγωγή σ' αυτές των περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε. Διότι από τη στιγμή που έγινε δεκτό ότι οι αναιρεσίβλητοι συνδέονται με το αναιρεσείον με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και έχουν αποκτήσει δικαίωμα αμοιβής λόγω προσήκουσας παροχής των υπηρεσιών τους κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για την επίλυση της διένεξης μεταξύ των διαδίκων ως προς τον ορθό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών των εργαζομένων ηλεκτροτεχνιτών ήταν επιτρεπτό να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση κάποιας πράξης του αρμοδίου οργάνου του αναιρεσείοντος επί του θέματος. Άλλωστε, ούτε το Εφετείο ήταν σε θέση να προσδιορίσει το εν δυνάμει περιεχόμενο μιας τέτοιας πράξης, περί της οποίας γενικώς ομίλησε, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία, επίσης, είχε επαναλάβει τη διατύπωση της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
8.
Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί ως προς τη νομική βασιμότητα της αγωγής είτε αρκέσθηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται, κατά περίπτωση, ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.8 ή αρ.14 ΚΠολΔ. Ανάλογα ισχύουν και ως προς την αοριστία των ενστάσεων (ΚΠολΔ 216 παρ.1, 262 παρ.1). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες), προκειμένου να προσδιορίσουν τις αιτούμενες διαφορές αποδοχών, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, προκύπτουν από τον υπολογισμό του μισθού και των διαφόρων επιδομάτων σύμφωνα με τους όρους αμοιβής των κλαδικών ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ (τον οποίο έκανε το αναιρεσείον, ως εναγόμενος εργοδότης, κατά τη μηνιαία εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών τους) και όχι σύμφωνα με τους όρους αμοιβής των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών (τον οποίοι οι ίδιοι ζητούν), παραθέτουν την κατά χρονικά διαστήματα ποσοτική εξέλιξη των απολαβών που δικαιούνται (βασικός μισθός, χρονοεπίδομα και επιδόματα γάμου, τέκνων, ανθυγιεινής εργασίας, ευθύνης, εξομάλυνσης, νοσοκομειακό, τροφής και απόδοσης, με τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις αυτών) και ενσωματώνουν στην αγωγή πίνακες. Στους πίνακες αυτούς, παραθέτουν το άθροισμα των τακτικών αποδοχών που θα έπρεπε να έχουν λάβει για τον καθένα από τους εξήντα μήνες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, αφαιρούν από αυτό το άθροισμα των τακτικών αποδοχών που πράγματι έλαβαν και εξάγουν τις κατά μήνα διαφορές, το σύνολο των οποίων αποτελεί το αιτούμενο κεφάλαιο της αγωγής για τακτικές αποδοχές. Πέραν, όμως, από το κεφάλαιο αυτό, με την αγωγή ζητούνται και οι διαφορές για πρόσθετες αμοιβές από την παροχή εργασίας πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, κατά τη νύκτα, κατά τις Κυριακές και κατά τις αργίες. Για τον προσδιορισμό αυτών των διαφορών, οι αναιρεσίβλητοι παραθέτουν στην αγωγή άλλους πίνακες, στους οποίους και πάλι κατά μήνα αναγράφουν σε δύο στήλες διαφόρους αριθμούς. Και είναι προφανές ότι η δεύτερη στήλη κάθε μήνα απεικονίζει αμοιβές, από το άθροισμα των οποίων αφαιρείται το ποσό που καταβλήθηκε και εξάγεται η αιτούμενη διαφορά. Ως προς τους αριθμούς της πρώτης στήλης, όμως, πολλοί από τους οποίους είναι δεκαδικοί, ουδόλως διαφαίνεται αν ή πότε απεικονίζουν ώρες ή ημέρες ούτε και για ποιες ημέρες ή νύκτες πρόκειται κάθε φορά, μέσα στον αντίστοιχο μήνα. Ως εκ τούτου, ως προς το κεφάλαιο για τις πρόσθετες αμοιβές, η αγωγή είναι αόριστη, διότι, με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι επί μέρους αξιώσεις, δεν επιτρέπουν ούτε στον αντίδικο μια σαφή απάντηση ούτε στο δικαστήριο μια ασφαλή δικανική διάγνωση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων, το αναιρεσείον, ήδη από την πρώτη συζήτηση της αγωγής είχε προβάλει και με λόγο έφεσης είχε επαναφέρει τον ισχυρισμό ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο έφεσης, παρά το νόμο παρέλειψε να απαγγείλει το απαράδεκτο της αγωγής ως προς το κεφάλαιο για τις πρόσθετες αμοιβές και ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με το πρώτο μέρος του οποίου επισημαίνεται η παράλειψη αυτή και προβάλλεται, κατ' ορθή εκτίμηση του αναιρετήριου, η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
9.
Τέλος, με το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου της αιτήσεως προβάλλεται το παράπονο ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως αόριστο τον καταλυτικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τον οποίο οι αναιρεσίβλητοι ουδέν δικαιούνται, διότι οι αμοιβές που είχαν λάβει εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος υπερκάλυπταν τα ποσά, τα οποία με την αγωγή ζητούν ως διαφορές μεταξύ των νομίμων και των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών. Από την επισκόπηση των προτάσεων, που το αναιρεσείον είχε καταθέσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και της έφεσης, επί της οποίας αποφάνθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκύπτει ότι αυτό, ως εναγόμενο και εκκαλούν, πρότεινε, πράγματι, τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο αδόκιμα χαρακτηρίζει ως "ένσταση συμψηφισμού". Κατά την προβολή του, όμως, ουδόλως προσδιορίζει σε χρόνο και έκταση τις, κατά την άποψή του υπέρτερες των νομίμων, μισθολογικές καταβολές, αλλά περιορίζεται σε καθολική παραπομπή στις μισθολογικές καταστάσεις, με βάση τις οποίες αμείφθηκαν οι αναιρεσίβλητοι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό ο ισχυρισμός, ως ένσταση ολικής ή μερικής καταβολής, αποσβεστικής των αξιώσεων των αναιρεσίβλητων (ΑΚ 416), δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη ιστορική βάση. Αν ήθελε θεωρηθεί ως απλή αμφισβήτηση των αγωγικών υπολογισμών των τελευταίων, δεν είναι ουσιώδης. Επομένως, το Εφετείο ορθώς απέρριψε ως αόριστο τον ισχυρισμό και ο εξεταζόμενος λόγος, κατά το μέρος με το οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 υπό την εκδοχή ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, είναι αβάσιμος.
10.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τα κεφάλαια περί απαραδέκτου της αγωγής των αναιρεσίβλητων για πρόσθετες αμοιβές από την παροχή εργασίας πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, κατά τη νύκτα, κατά τις Κυριακές και κατά τις αργίες και περί παραγραφής των αξιώσεων αυτών για τα έτη 2002, 2003 και 2004. Κατόπιν αυτού, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 695/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση ως προς αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ