Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 215 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως. Αδίκημα Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. β) Εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή του νόμου. Δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης αν ο αυτουργός της αδίκου πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως κηρύχθηκε ένοχος και αθωώθηκε ο φερόμενος ως άμεσος συνεργός του, διότι το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε τη πράξη. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 215/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κουρτίδη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 256/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Α. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουνίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 744/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξάλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
II. Περαιτέρω, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ` άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται κατ` είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
III. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θράκης, που δίκασε κατ` έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο και ειδικότερα από την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος που εξετάσθηκε χωρίς όρκο, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και τις απολογίες των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Κ., αρθρογραφεί επί πολλά έτη στην εφημερίδα, ΕΜΠΡΟΣ" που εκδίδεται στην Ξάνθη. Στις 10-11-2009 απέστειλε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της εφημερίδας "ΕΜΠΡΟΣ" της 10-11-2009 ,του οποίου έλαβε γνώση αόριστος αριθμός αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας, όπως εξ άλλου ήταν και ο επιδιωκόμενος σκοπός του. Ο κατηγορούμενος στο άρθρο του αυτό, το οποίο έφερε τα αρχικά γράμματα του ονοματεπωνύμου του (δηλαδή ήταν επώνυμο), χωρίς να κατονομάζει ρητά τον εγκαλούντα, Α. Α., αναφέρεται ρητά στη Διεύθυνση του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α Ξάνθης. Διέλαβε δε, μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα ότι λειτουργεί "εδώ και χρόνια μεροληπτικά επιβάλλοντας βαρύτατα πρόστιμα σε φτωχούς επαγγελματίες για γραφειοκρατικές και μόνο παραλείψεις ή αδυναμία προσκόμισης απολεσθέντων ή καταστραφέντων στοιχείων, ενώ παραβλέπει σημαντικές παραβάσεις ή εξετάζει ευνοϊκά υποθέσεις δεκάδων χιλιάδων Ευρώ, ζημιώνοντας το Ι.Κ.Α και τους υπόλοιπους ασφαλισμένους με σημαντικότατα ποσά, ότι παραποιεί ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής στοιχεία εμφανίζοντας συνεπείς επαγγελματίες ότι δεν υποβάλλουν τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις με σκοπό να προκαταλάβει και να επηρεάσει δυσμενώς τις ψήφους των μελών της επιτροπής κατά των επαγγελματιών που ο ίδιος επιδιώκει να βλάψει για ιδιαίτερους λόγους, ότι δεν επιστρέφει χρήματα τα οποία υποχρεώθηκαν οι επαγγελματίες να πληρώσουν διπλά , δηλαδή δύο φορές, για την ίδια υποχρέωση, λόγω κάποιου ορθογραφικού ή άλλου λάθους που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι οφειλόταν στο λογιστή ή στην τράπεζα και ότι αποδεχόταν πλαστά και παραποιημένα έγγραφα ως γνήσια για να απαλλάξει ευνοούμενους του, ενώ έκλεινε σοβαρές υποθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων Ευρώ λόγω παραγραφής". Είναι δε κάτι παραπάνω από προφανές ότι το δημοσίευμα αυτό αναφέρεται στον εγκαλούντα ο οποίος από τις 13-5-2012 είναι Προϊστάμενος του Τμήματος Ελέγχου και Εσόδων του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ξάνθης και όλες οι αναφερόμενες στο δημοσίευμα πράξεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του. Ακόμη ο μέσος αναγνώστης και συναλλασσόμενος με το ανωτέρω υποκατάστημα, διαβάζοντας το ανωτέρω δημοσίευμα, αμέσως αντιλαμβανόταν, λόγω της θέσεως του εγκαλούντος, ότι αναφέρεται σ' αυτόν. Όλα δε τα ανωτέρω , τα οποία τέθηκαν υπ' όψη του αναγνωστικού κοινού της συγκεκριμένης εφημερίδας, σίγουρα μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ο οποίος παρουσιάζεται ως ανήθικο άτομο, χωρίς ιδιαίτερους φραγμούς, ως ένας διεφθαρμένος υπάλληλος ο οποίος λειτουργούσε σε βάρος σχεδόν του συνόλου των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α. Ξάνθης, εξυπηρετώντας με ιδιοτελή κίνητρα ορισμένους γνωστούς του ασφαλισμένους που είχαν οικονομική επιφάνεια ενώ ενεργώντας κατά παράβαση των καθηκόντων του αποδεχόταν εν γνώσει του πλαστογραφημένα στοιχεία και επέτρεπε την παραγραφή υψηλών απαιτήσεων - εισφορών προς το Ι.Κ.Α. Τα παραπάνω γεγονότα ήσαν ψευδή και το γνώριζε ο κατηγορούμενος καθώς επίσης γνώριζε ότι αυτά μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και τη υπόληψη του εγκαλούντος και επέτρεψε τη δημοσίευση τους στο φύλλο της 10-11-2009. Ο κατηγορούμενος ήθελε με τα παραπάνω δημοσίευμα να πλήξει τον εγκαλούντα και το έπραξε εκδικητικά ύστερα από την επιβολή προστίμων, εκ μέρους του ως άνω Υποκαταστήματος του Ι.ΚΑ., σε βάρος του. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές η συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου στοιχειοθετεί τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του Τύπου σε βάρος του εγκαλούντος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, είναι πασιφανές ότι το δημοσίευμα αναφέρεται σ' αυτόν, απορριπτομένου του αντίθετου (αρνητικού της κατηγορίας) ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου, ότι δηλ. δεν προκύπτει από το δημοσίευμα ότι αναφερόταν στον εγκαλούντα και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος".
Απεναντίας, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορούμενη, Ε. Δ., προέκυψαν τα εξής: "Αυτή είναι εκδότρια της εφημερίδος "ΕΜΠΡΟΣ" που εκδίδεται στην Ξάνθη και συνεργάζεται επί χρόνια με τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος αρθρογραφεί στην εφημερίδα της. Στις 10-11-2009, όταν ο κατηγορούμενος της έδωσε για δημοσίευση το ως άνω άρθρο του, αυτή μη γνωρίζοντας το ψευδές του περιεχομένου του δημοσιεύματος, δεν διασταύρωσε το αληθές ή μη του περιεχομένου του, αλλά εμπιστευόμενη τον μόνιμο συνεργάτη της και θέλοντας να εξυπηρετήσει την εύλογη ανάγκη του κοινού για άμεση ενημέρωση έδωσε την εντολή της για άμεση δημοσίευση του. Η ενέργεια της αυτή δεν περιέχει τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή δεν υπάρχει διάδοση ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς, ούτε δε προέκυψε, από την όλη ενέργεια της ότι ενήργησε με σκοπό εξυβρίσεως του εγκαλούντος.
Συνεπώς η ενέργεια της 2ης κατηγορουμένης περιέχει τα συστατικά στοιχεία της απλής δυσφημήσεως, που έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού. Συνακόλουθα το Δικαστήριο δεχόμενο το σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό της 2ης κατηγορουμένης, κρίνει ότι η προαναφερόμενη ενέργεια της δεν αποτελεί άδικη πράξη, αλλά υπάγεται στη περ. γ της παραγράφου 1 του άρθρου 367, ήτοι έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον της ως άνω εκδότριας της εφημερίδος ΕΜΠΡΟΣ" για άμεση πληροφόρηση του κοινού και πρέπει να κηρυχθεί αθώα για την αποδιδόμενη σ' αυτή πράξη της άμεσης συνέργειας σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του Τύπου". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του Τύπου, τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, τον υποχρέωσε να καταβάλει στον πολιτικώς ενάγοντα το αιτηθέν ποσό των τριών (3) Ευρώ, ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, και κήρυξε αθώα την δεύτερη κατηγορούμενη για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του Τύπου.
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θράκης, διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14,26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α και 2, 362-363 του ΠΚ. Ειδικότερα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά γεγονότα είναι ψευδή, ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναληθείας των, και ότι σκοπός του ήταν να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος με αυτά. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται η παραδοχή της προσβαλλόμενης, ότι το δημοσίευμα που απέστειλε ο αναιρεσείων ως αρθρογράφος στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ" της Ξάνθης και δημοσιεύθηκε στο φύλλο αυτής που κυκλοφόρησε την 10-11- 2009, αναφερόταν σαφώς στο πρόσωπο του εγκαλούντος Α. Α., του οποίου ανέφερε σ' αυτό τα αρχικά στοιχεία του ονοματεπωνύμου του, και όσα συκοφαντικά γεγονότα διέλαβε ανήκαν στις αρμοδιότητες του, διότι από την 13-5-2005 ήταν Προϊστάμενος του Τμήματος Ελέγχου και Εσόδων του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ξάνθης. Σημειώνεται ότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, που επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στη απολογία του ομολογεί ότι με το δημοσίευμα αναφερόταν στον Α., (εγκαλούντα), τον Τ. και σε έναν άλλο υπάλληλο. Αιτιολογείται επίσης η κρίση του δικαστηρίου, με την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα διαλαμβανόμενα στο δημοσίευμα αυτό ήταν ψευδή και προσβλητικά για τον εγκαλούντα, διότι τον παρουσίαζαν ως ανήθικο άτομο χωρίς ιδιαίτερους φραγμούς, ως ένα διεφθαρμένο υπάλληλο που λειτουργούσε σε βάρος σχεδόν του συνόλου των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α. Ξάνθης, που εξυπηρετούσε με ιδιοτελή κίνητρα ορισμένους γνωστούς του ασφαλισμένους - οι οποίοι είχαν οικονομική επιφάνεια - και ενεργώντας κατά παράβαση των καθηκόντων του αποδεχόταν εν γνώσει του πλαστογραφημένα στοιχεία και επέτρεπε τη παραγραφή υψηλών απαιτήσεων - εισφορών του Ι.Κ.Α. Αιτιολογείται ακόμη η παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι τα διαλαμβανόμενα στο δημοσίευμα αυτό μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας που δημοσιεύθηκαν υπήρχαν άτομα που γνώριζαν τον εγκαλούντα λόγω των συναλλαγών που είχαν με το Ι.Κ.Α., τις αρμοδιότητες του στο υποκατάστημα αυτό του Ι.Κ.Α. και αμέσως μπορούσαν να αντιληφθούν, ότι το δημοσίευμα με τα συκοφαντικά αυτά γεγονότα αφορούσε τον εγκαλούντα. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή του άμεσου δόλου του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, διότι αυτός γνώριζε την αναλήθεια των όσων ψευδών γεγονότων διέλαβε στο δημοσίευμα του και έπραξε τούτο, διότι ήθελε να τον εκδικηθεί καθ' όσον από τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος αυτού που προΐστατο επιβλήθηκαν πρόστιμα στην επιχείρηση του. Περαιτέρω, η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ότι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αντιφατικά κήρυξε ένοχο αυτόν με την παραδοχή ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του Τύπου, ενώ για την συγκατηγορούμενη του εκδότρια της προαναφερθείσας εφημερίδας, δέχθηκε ότι αυτή τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης γιατί δεν γνώριζε την αναλήθεια των γεγονότων που διαλαμβανόταν στο επίμαχο δημοσίευμα, κατόπιν δε παραδοχής ως βασίμου και κατ' ουσία του αυτοτελούς ισχυρισμού της, ότι στην πράξη της αυτή προέβη από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την άμεση πληροφόρηση του κοινού (άρθρο 367ΠΚ) την κήρυξε αθώα, πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια, αφού σύμφωνα με το άρθρο 48 ΠΚ "το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη". Ως συμμέτοχοι δε θεωρούνται και οι συνεργοί, όπως εν προκειμένω η δεύτερη κατηγορούμενη στην οποία αποδόθηκε η πράξη της άμεσης συνέργειας σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του Τύπου. Κατ' ακολουθία αυτών οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος η άλλη ειδικότερη αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δεν έλαβε υπ' όψη τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν κατά τη δίκη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εξ αυτού του λόγου, που στηρίζεται και σε αναληθή προϋπόθεση - αφού το Δικαστήριο έλαβε για τη συναγωγή της κρίσης του όλα τα αναγνωστέα έγγραφα που διαλαμβάνονται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης, τα οποία συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα - πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Μετά ταύτα και εφ' όσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-6-2012 αίτηση του Α. Κ. του Ν., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ' αρ. 256/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή