Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1816 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με όφελος ή συνολική ζημία του εγκαλέσαντος πλέον των 15.000 ευρώ. Έννοια όρων. Λόγοι αναιρέσεως. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει τέτοια αιτιολογία και όταν γίνεται από το Συμβούλιο εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει αίτηση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1816/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 641/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1105/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 409/27.8.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 111/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 641/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε κατ'ουσία την αριθμ. 618/12-11-2007 έφεση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 2692/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και επικύρωσε αυτό, αφού προηγουμένως χαρακτήρισε και τροποποίησε επί το ορθότερο την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος σε απάτη, που διαπράχθηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, παρέπεμψε τελικά τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι:
"Στην ... και στην ευρύτερη περιοχή των ... την 9η Φεβρουαρίου 1999, με σκοπό ν' αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 5.000.000 δραχμών, ισόποσο προς 15.000 ευρώ, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η ζημία δε την οποία προξένησε στην ξένη περιουσία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αυτός δε διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία, τυγχάνων Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" και με το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α Ε", εκμεταλλευθείς τις στενές οικογενειακές και φιλικές σχέσεις και την εξ αυτών οικειότητα που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του ίδιου και της οικογενείας του και της εκκαλούσας - εγκαλούσας -πολιτικώς ενάγουσας Ψ και του τότε εν ζωή συζύγου της Ω, που απεβίωσε στις 28/3/2005, οι οποίοι κατοικούσαν στην ίδια με αυτόν επί της οδού ... του ... πολυκατοικία, ως εκ των οποίων είχε πληροφορηθεί ότι αυτοί διέθεταν σε μετρητά το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, τους παρέστησε ψευδώς, αφενός μεν ότι ο ίδιος, ως επιχειρηματίας, ήταν φερέγγυος, είχε μεγάλη οικονομική άνεση και διέθετε και τεράστια περιουσία, αφετέρου δε ότι η ως άνω εταιρία με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ ΑΕ", της οποίας ο ίδιος ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος, διέθετε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, ελεύθερες βαρών και δανειακών υποχρεώσεων, είχε ιδιαίτερα επιτυχή και κερδοφόρο πορεία, με άριστες προοπτικές ως προς την ανάπτυξη των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων και μάλιστα ότι επέκειτο η εισαγωγή της μετοχής της στο Χρηματιστήριο, αλλά αντιμετώπιζε πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια σε ρευστό, ως και ότι, προκειμένου να διευκολυνθούν οι συναλλαγές της εν λόγω εταιρείας στο εξωτερικό δια της εκδόσεως εγγυητικών επιστολών σε συνάλλαγμα, υπήρχε άμεση ανάγκη να ενεχυριασθεί κάποιο χρηματικό ποσό, ύψους τουλάχιστον 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ υπέρ της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", με την οποία η ως άνω εταιρεία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ", με το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ ΑΕ", είχε ήδη συνάψει "ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΙΣΤΩΣΕΩΣ ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ" προς ασφάλεια των απαιτήσεων της τελευταίας εκ της ανωτέρω Συμβάσεως, επέδειξε δε ο κατ/νος Χ την προεκτεθείσα απατηλή συμπεριφορά, ενώ η αλήθεια την οποία συγκάλυψε δι' αυτής και την οποία γνώριζε συγκεκριμένα ήταν: ότι ο ίδιος είχε μικρή, ατομική ακίνητη περιουσία, η οποία, μάλιστα, ήταν βεβαρημένη με βάρη, πολλαπλάσια της αξίας της. Ότι η εκπροσωπούμενη απ' αυτόν εταιρία με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ", έχουσα το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ ΑΕ", από του έτους 1998 είχε ουσιαστικά διακόψει τη λειτουργία της, δεν ήταν φερέγγυα και κερδοφόρος, αλλά παντελώς αφερέγγυα και χωρίς πιστοληπτική ικανότητα, ήταν κατάχρεη, δοθέντος ότι στις 31/12/03 εβαρύνετο με προγενέστερα, μακροχρόνια, χρέη προς τους πάσης φύσεως πιστωτές της, Δημόσιο, Τράπεζες και Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, τα οποία υπερέβαιναν τα 18.122,811,26 ευρώ και με εγγεγραμμένες εμπράγματες ασφάλειες (υποθήκες - προσημειώσεις) συνολικού ύψους 14.970.186,40 ευρώ, δηλαδή ανώτερου των 12.000.000 ευρώ, η αξία των οποίων (χρεών και βαρών) ήταν πολλαπλάσια της αξίας των ακινήτων και της περιουσίας της. Ότι, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο υπ' αριθ. ... πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Κομοτηνής, στις 9 Φεβρουαρίου του 1999, δηλαδή κατά το χρόνο καταρτίσεως της υπ' αριθ. ... πράξεως ενεχυριάσεως απαιτήσεως υπέρ της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας επί του ποσού των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, υπήρχαν ήδη απαιτητές οφειλές της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ", ("ΣΤΑΡ ΑΕ") προς την ως άνω Τράπεζα, ύψους 100.000.000 δραχμών και 200.000.000 δραχμών, προς εξασφάλιση των οποίων είχαν εγγραφεί αντιστοίχως στις 26/8/1997, δηλ. σε χρόνο προγενέστερο, στον τόμο ... και στο φύλλο ... του βιβλίου υποθηκών του ανωτέρω υποθηκοφυλακείου οι υπ' αριθ. 1 και 2 προσημειώσεις υποθήκης υπέρ της εν λόγω Τράπεζας, οι οποίες ετράπησαν σε υποθήκες για ποσά 293.470,20 ευρώ και 586.940,40 ευρώ στις 7/4/04. Ότι στις 18 Δεκεμβρίου του 2000, δηλαδή πριν από τις 13/3/01, ενεγράφη εις βάρος της εν λόγω εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" ("ΣΤΑΡ ΑΕ"), προσημείωση υποθήκης για ποσό 2.201.027,15 ευρώ υπέρ της Τράπεζας Κύπρου.
Ο κατ/νος Χ είχε ως στόχο να δημιουργήσει με την ανωτέρω συμπεριφορά του στην εκκαλούσα Ψ και στον τότε εν ζωή σύζυγο της Ω την πεποίθηση περί του ότι η εκ μέρους τους σύσταση του προαναφερομένου ενεχύρου επί του ανωτέρω ποσού, αφού, βεβαίως, τούτο θα είχε προηγουμένως μεταφερθεί σε κοινό λογαριασμό τους στην Τράπεζα "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", στην οποία θα τοκιζόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο από το τρέχον κατά ποσοστό 1%, όχι μόνον δεν θα έθετε σε κίνδυνο τα αντίστοιχα χρήματα τους και την εν γένει περιουσία τους, αλλά, επί πλέον, θα ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα και επικερδής γι' αυτούς, τόσο λόγω των περισσοτέρων τόκων που θα εισέπρατταν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, όσο και λόγω των κερδοφόρων προοπτικών που επεφύλασσε η αναπτυσσόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας. Αυτός δε, προκειμένου να ενισχύει την αξιοπιστία των ανωτέρω ισχυρισμών του, αφενός μεν εξέδωσε ως πρόεδρος του ΔΣ και νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας, την υπ' αριθ. ... λευκή ως προς την ημερομηνία έκδοσης επιταγή, ποσού 87.607.800 δραχμών σε διαταγή του Ω, την οποία και του παρέδωσε, αφετέρου δε παρέδωσε σε αμφότερους ως ενέχυρο 4.000 ανώνυμες (εις τον κομιστή) μετοχές της ανωτέρω εταιρείας "ΣΤΑΡ ΑΕ", ονομαστικής αξίας 1.317 δραχμών και πραγματικής αξίας, κατά τους ισχυρισμούς του, 25.000 δραχμών εκάστη. Ο ίδιος (κατηγορούμενος) δια των ως άνω περιγραφεισών παραπλανητικών ενεργειών του έπεισε την εγκαλούσα Ψ και τον προαναφερόμενο σύζυγό της να καταθέσουν επ' ονόματι τους το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ στην υπ' αριθ. ... κοινή προθεσμιακή κατάθεση στην Τράπεζα με την επωνυμία "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" και εν συνεχεία να χρηματοδοτήσουν με αυτό το ποσό την εκπροσωπούμενη απ' αυτόν εταιρία με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ ΑΕ", συνιστώντας (αυτοί) υπέρ της ανωτέρω Τράπεζας ενέχυρο, καταρτισθείσας σχετικώς της υπ' αριθ. ... πράξεως ενεχυριάσεως απαιτήσεως επί της προαναφερόμενης κοινής καταθέσεως τους, "προς ασφάλεια της εν λόγω Τράπεζας για κάθε απαίτηση της από τον υπ' αριθ. ... ανοικτό λογαριασμό συνολικού ποσού 600.000.000 δραχμών", όπως αυτός ο λογαριασμός είχε διαμορφωθεί δια των: α) υπ' αριθ. ..., β) ... και γ) ... προσθέτων πράξεων συμπληρωματικής πιστώσεως, τον οποίο (λογαριασμό) διατηρούσε η προαναφερόμενη εταιρία του "ΣΤΑΡ ΑΕ" με την ανωτέρω Τράπεζα. Κατά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως ενεχύρου, διαβεβαίωσε και πάλι τους ανωτέρω αφενός μεν για το ότι η κατάθεση του ποσού των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ στον προαναφερόμενο κοινό προθεσμιακό λογαριασμό τους στην Τράπεζα με την επωνυμία "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" δεν κινδύνευε από την ενεχυρίαση αυτής λόγω της άριστης οικονομικής πορείας της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΜΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" - "ΣΤΑΡ ΑΕ", ως εκ της οποίας καθίστατο απίθανο το ενδεχόμενο να επιδιώξει η ως άνω Τράπεζα, ως ενεχυρούχος δανείστρια, να ικανοποιήσει δι' αυτού του ποσού τις τυχόν απαιτήσεις της, προερχομένων από τον προαναφερθέντα ανοικτό λογαριασμό κατά της εκπροσωπούμενης απ' αυτόν εταιρίας, ως οφειλέτριας, αφετέρου δε ότι ο ίδιος και η ανωτέρω εκπροσωπούμενη απ' αυτόν εταιρία είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν άμεσα προς αυτούς το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, σε περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα με την επωνυμία "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" προέβαινε σε οποιαδήποτε δέσμευση ή είσπραξη της ενεχυρασθείσας καταθέσεως τους.
Μετά ταύτα, στις 16/5/2000, η εγκαλούσα και ο σύζυγος της, προς κάλυψη εκτάκτων οικονομικών αναγκών τους, πραγματοποίησαν ανάληψη ποσού 163.358 δολλαρίων ΗΠΑ από τον ως άνω υπ' αριθ. ... ενεχυρασθεντα κοινό προθεσμιακό τραπεζικό λογαριασμό τους, με αποτέλεσμα το κατά τα ανωτέρω ενεχυριασθέν ποσό να μειωθεί κατά το ποσό του αναληφθέντος εν συνεχεία, μετά την επακολουθήσασα συγχώνευση της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" με την Τράπεζα "ALPHA BANK". To ποσό των 159.175,19 δολλαρίων ΗΠΑ, κατατεθειμένο πλέον στον υπ' αριθ. ... κοινό λογαριασμό της Ψ και του συζύγου της Ω στην Τράπεζα "ALPHA BANK" παρέμεινε ως ενέχυρο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προς ασφάλεια των απαιτήσεων αυτής εκ του υπ' αριθ. ... λογαριασμού της εταιρείας ΣΤΑΡ. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος επαναλαμβάνοντας μέχρι τις 13/3/01 τις ως άνω μνημονευθείσες ψευδείς παραστάσεις του που αφορούσαν στην περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και κυρίως της εταιρείας ΣΤΑΡ, την οποία εκπροσωπούσε, προς την εγκαλούσα Ψ και προς το σύζυγο της, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πεπλανημένη πεποίθηση που τους είχε δημιουργήσει στις 9/2/99 περί της ομαλής και κερδοφόρας πορείας και των βραχυπρόθεσμα άριστων προοπτικών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ως άνω εταιρείας και έτσι τους έπεισε να μεταβούν στην ..., στο υποκατάστημα της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ", και εκεί, αφού προηγουμένως αφ' ενός μεν τους είχε γνωστοποιηθεί ότι ως εκ της συγχωνεύσεως αυτής με την "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", έπρεπε, να υπογραφούν νέες συμβάσεις ενεχύρου αλλά και συμβάσεις εγγυήσεως, σχετικές με τον ως άνω υπ' αριθ. ... λογαριασμό, αφ' ετέρου δε τους είχαν παρασχεθεί από τον διευθυντή και τους υπαλλήλους του ίδιου καταστήματος της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ" ΒΒ, ΓΓ και ΔΔ όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις σχετικά με το είδος, με τη φύση και τις συνέπειες των συμβάσεων, δια των οποίων επρόκειτο να συμβληθούν με την Τράπεζα "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ", να υπογράψουν στις 13/3/01, τελούντες εν γνώσει του περιεχομένου τους: α) τις υπ' αριθ. ... δύο (2) συμβάσεις - μία έκαστος - εγγυήσεως της υπ' αριθ. ... Σύμβασης Πιστώσεως δι' ανοικτού λογαριασμού (όπως ο εν λόγω λογαριασμός είχε διαμορφωθεί με τις τροποποιητικές συμβάσεις) υπέρ της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α Ε." - "ΣΤΑΡ ΑΕ", δια των οποίων αυτοί ευθύνονταν εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτες για το ποσό των 600.000.000 δραχμών που αφορούσε ο εν λόγω λογαριασμός και β) τις από 13/3/2001, δύο (2) συμβάσεις -μία έκαστος- "ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΝΕΧΥΡΟΥ-ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ", με τις οποίες συνέστησαν, ενέχυρο υπέρ της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ", επί της υπ' αριθ. ... κοινής καταθέσεώς τους, ύψους (τότε) 159.175,19 δολλαρίων ΗΠΑ, σε πίστωση του υπ' αριθ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της ως άνω εταιρίας "ΣΤΑΡ ΑΕ" με την ανωτέρω Τράπεζα, ύψους 600.000.000 δραχμών.
Η προαναφερθείσα παραπλανητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου (Χ) είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν περιουσιακή ζημία, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" με το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ ΑΕ", η εγκαλούσα-εκκαλούσα Ψ και ο τότε εν ζωή σύζυγος της Ω κατά το συνολικό ποσό των 669.892,99 ευρώ (177,782,55 ευρώ + 492.110,44 ευρώ = 669.892,99 ευρώ), διότι, εξ αιτίας, των προαναφερθέντων χρεών αλλά και της γενικότερα ζημιογόνου εξελίξεως των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ ΑΕ", την οποία εκείνος εκπροσωπούσε, η τράπεζα, με την επωνυμία "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ", καθολική διάδοχος της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑIΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε", προέβη στις ακόλουθες ενέργειες, προκειμένου να ικανοποιήσει τις κατά τα προεκτεθέντα οικονομικές απαιτήσεις της κατά της ανωτέρω εταιρείας και συγκεκριμένα:
Α) Στις 31/5/2002 κατήγγειλε την ως άνω υπ' αριθ. ... σύμβαση πιστώσεως και έκλεισε τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό, με λογιστικό υπόλοιπο 196.321,43 ευρώ και εν συνεχεία δέσμευσε και εισέπραξε το σύνολο του ποσού των 177.728,55 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν τότε η ενεχυριασθείσα υπέρ αυτής από την εγκαλούσα και το σύζυγο της κοινή προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση με αριθμό ... στις 9-2-1999 και ... στις 13/3/01 μετά τη συγχώνευση των ως άνω Τραπεζών.
Β) Στις 14/10/03 επέτυχε βάσει των προαναφερθεισών δύο συμβάσεων εγγυήσεως του υπ' αριθ. ... ανοικτού λογαριασμού, που καταρτίσθηκαν στις 13/3/01, να εκδοθεί η υπ' αριθ. 8789/2003 Διαταγή Πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά των Ψ και Ω, βάσει της οποίας, ως εκτελεστού τίτλου, κατ' αρχήν επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση με την υπ' αριθ. ... κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...: α) επί οριζόντιας ιδιοκτησίας-αποθήκης, με τον αριθμό 23, εμβαδού 8,00 Μ2, που βρισκόταν στο υπόγειο και β) επί οριζόντιας ιδιοκτησίας - χώρου στάθμευσης, με τον αριθμό 32, εμβαδού 10,00 Μ2, που βρισκόταν στην πιλωτή της, επί της οδού ...-... πολυκατοικίας (η κατά τα ανωτέρω επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση της υπ' αριθ. 8789/2003 Διαταγής Πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανεστάλη μετά από σχετική αίτηση της εγκαλούσας και του συζύγου της με την υπ' αριθ. 4432/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων) και εν συνεχεία ενέγραψε προσημείωση υποθήκης, επί του ευρισκόμενου στον 6° όροφο της επί της οδού ... -... διαμερίσματος της ανωτέρω πολυκατοικίας, ιδιοκτησίας του Ω, το οποίο προηγουμένως είχε κατασχεθεί αναγκαστικά, από την επισπεύδουσα "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", βάσει της υπ' αριθ. ... εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., και μέχρι τότε δεν είχε εκπλειστηριασθεί, και στις 15/4/2004 υπέβαλε κατά τον κατά τα ανωτέρω επισπευδόμενο πλειστηριασμό γραπτή αναγγελία της απαιτήσεως της, ανερχόμενης συνολικά στο ποσό των 498.629,94 ευρώ. Εάν δε η πολιτικώς ενάγουσα-εγκαλούσα Ψ και ο σύζυγος της Ω γνώριζαν την ως άνω αναφερομένη αλήθεια για την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΜΠΟΥΛΟΙ ΑΕ", με το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α Ε.", την οποία ο κατηγορούμενος Χ συγκάλυψε στις 9/2/99 δια της ανωτέρω περιγραφόμενης παραπλανητικής συμπεριφοράς του, δεν θα προέβαιναν στις 13/3/01 στην υπογραφή των προαναφερθεισών τεσσάρων συμβάσεων, δύο ενεχύρου και δύο εγγυήσεως, εξ αιτίας των οποίων αυτοί υπέστησαν την ανωτέρω ιδιαίτερα μεγάλη περιουσιακή ζημία, συνολικού ποσού 669.892,99 ευρώ. Εξάλλου, από την εμμονή εκ μέρους του κατηγορουμένου Χ στην εις βάρος των ζημιωθέντων παθόντων παραπλανητική τακτική του, από το γεγονός ότι η επίδικη πράξη του υλοποιήθηκε, στο πλαίσιο μιας οργανωθείσας δράσης, την οποία αυτός ανέπτυσσε ανυποχώρητα, με επιμονή, υπομονή και θέτοντας σε μεγάλο και απολύτως ορατό και προβλέψιμο από τον ίδιο κίνδυνο την περιουσία τους, δεδομένου ότι γνώριζε από την πρώτη στιγμή που πρότεινε στην εγκαλούσα-εκκαλούσα και στο σύζυγο της να "συνεργασθούν οικονομικά" ότι η εταιρεία του εβαρύνετο ήδη με χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων (από το 1997 εκκρεμούσαν προσημειώσεις υποθήκης ύψους, 300.000.000 δραχμών), αλλά και από το γεγονός ότι εξακολουθούσε να καλλιεργεί και να εκμεταλλεύεται τις προσδοκίες των ανωτέρω, για επικερδή επένδυση των χρημάτων τους δια μέσου της εταιρείας "ΣΤΑΡ ΑΕ", καίτοι από όλα τα στοιχεία της επιχειρηματικής της πορείας και της οικονομικής της καταστάσεως προέκυπτε μια σημαντικά προϊούσα και μη αναστρέψιμη επιδείνωση αυτής, ως και από το ότι στόχευε χωρίς αναστολές στην επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπουμένου στόχου, πλήττοντας, τόσο με τις επίδικες όσο και με άλλες πράξεις, όμοιες με αυτές, τις περιουσίες ατόμων του φιλικού του περιβάλλοντος όπως του ΕΕ, εκμεταλλευόμενος τη μεταξύ τους οικειότητα, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη που είχαν εκείνοι για το πρόσωπο του, αλλά και το γεγονός ότι εκπροσωπούσε μια εταιρεία, η οποία είχε πράγματι "γράψει ιστορία" στον επιχειρηματικό χώρο, στον οποίο δραστηριοποιείτο, συνάγεται, ότι τέλεσε τις ανωτέρω ενέργειες, με σκοπό να εξασφαλίσει εισόδημα, προς βιοπορισμό, ως και ότι, ως εκ της προσωπικότητας του, ρέπει προς την τέλεση τέτοιων πράξεων.
Κατά του ανωτέρω 641/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την κρινόμενη 111/2008 αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε στις 5-6-2008 από τον δικηγόρο Αθηνών Γρηγόριο-Αλέξανδρο Δημητριάδη για λογαριασμό του κατηγορουμένου, δυνάμει της επισυναπτόμενης από 4-6-2008 εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο με θυροκόλληση στις 21-5-2008 και στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών, Ευάγγελο Μπιτσαξή, στις 26-5-2008. Περιέχει δε ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 484 § ι στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ.), ενώ το βούλευμα αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § ια, 2 Κ.Π.Δ.). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ'ουσία. 1) 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα τέτοιας αιτιολογίας α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα απ'αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικό μέσα, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης και όχι μερικά απ'αυτά (ΑΠ 1010/1997, Π.Χ. ΜΗ/354, ΑΠ 108/2000, Π.Χ. Ν/313, ΑΠ 1303/2002, Π.Χ. ΝΓ/496, ΑΠ 1304/2003, Π.Χ ΝΔ/517). Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/02 Π.Χρ.ΝΓ 638, ΑΠ 336/02 Π.Χρ. ΝΒ'978, ΑΠ 348/96 Π.Χρ. ΜΖ' 33). Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1565/2002, ΑΠ 1011/2000). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 2253/02 Π.Χ. ΝΓ'795). Ακόμη για την πληρότητα της αιτιολογίας στο απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα, είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 417/1999, Π.Χ. Ν/40, ΑΠ 1608/2001, Π.Χ. ΝΒ/623). Εξάλλου εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σαυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 2275/2002, ΠΧ ΝΓ/808, ΑΠ 351/2003 Π.Χ. ΝΔ/206). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 386 § 1 και 3 Π.Κ. (όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του ν.2408/96 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως αρ. 2 Π.Κ.), προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η, προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων, ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, λόγω της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, άσχετα αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του, περιουσιακού οφέλους του δράστη ή τρίτου και ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά τη νέα αντικατάσταση της παρ. 3 από το άρθρο 14 § 4 του ν.2721/99 (που ισχύει από 3-6-93) απαιτείται, επιπλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, οπότε η νεότερη αυτή διάταξη (παρ. 3α του αρ. 386 Π.Κ.) αποβαίνει ακόμα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού, εκτός από την κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της απάτης, θεσπίζεται για την κακουργηματική μορφή της εν λόγω πράξεως και η ως άνω πρόσθετη προϋπόθεση, δηλαδή το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (ΑΠ 1801/2007, ΑΠ 190/2005, ΑΠ 1142/2003). Περί μιας δε πράξεως απάτης πρόκειται όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατημένο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας της οποίας (άπαξ πλάνης) προβαίνει ο εξαπατώμενος σε μία ή και περισσότερες επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 471/2003, ΑΠ 2251/2002, ΑΠ 935/2003, ΑΠ 2203/2006). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάνγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί, και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ' σεΚ. 47 κ.λ.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα ειδικά αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, που μνημονεύει όλα τα κατ'είδος αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις αρχές του έτους 1999, ο πρώτος εγκαλούμενος, εκκαλών κατηγορούμενος, Χ, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνων σύμβουλος και Νόμιμος Εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην ... (στο ... χιλιόμετρο Νέας Εθνικής Οδού ...-.), εταιρείας, με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", έχουσας το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", και ο δεύτερος εγκαλούμενος, γιος του, ΑΑ, κατοικούσαν στην επί της οδού ...-..., πολυκατοικία, όπου, επίσης, διέμεναν η εκκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα, Ψ και ο σύζυγος της, Ω, (ο οποίος απεβίωσε, στις 28/3/2005), με τους οποίους, (οι δύο πρώτοι), διατηρούσαν στενότατες φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. Στο πλαίσιο των ανωτέρω κοινωνικών επαφών τους, ο εκκαλών ανέφερε στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της, ότι οι ίδιοι, ως επιχειρηματίες, ήταν πολύ ευκατάστατοι, με μεγάλη οικονομική άνεση και τεράστια, ελεύθερη βαρών, περιουσία, ότι η ως άνω εταιρία τους ήταν μια επιτυχημένη και κερδοφόρα επιχείρηση, με ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, χωρίς βάρη και δανειακές υποχρεώσεις, η οποία, μάλιστα, επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και ότι, ως εκ τούτου, η εκ μέρους τους οικονομική επένδυση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της, χάρι, την οποία, θα καθίστατο ευκολότερη η έκδοση εγγυητικών επιστολών σε συνάλλαγμα, υπέρ της εταιρείας, για τις συναλλαγές της στο εξωτερικό, θα είχε γι' αυτούς ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον, διότι, θα τους εξασφάλιζε, χωρίς διακινδύνευση, εισόδημα από τόκους, το οποίο θα προέκυπτε βάσει επιτοκίου μεγαλυτέρου κατά 1%, από το τρέχον. Οι σχετικές συζητήσεις αφορούσαν στη σύσταση ενεχύρου, για ποσό 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α, δια του οποίου θα εξασφαλίζονταν οι απαιτήσεις της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", σύμφωνα με τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Την ανωτέρω πρόταση διατύπωσε, μόνος του, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη ή συμμετοχή του γιου του και β' κατηγορουμένου, ΑΑ (βλ. την από 25ης/1/2007 ανωμοτί κατάθεση της εκκαλούσας ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή).
Όπως προκύπτει, από το επισυναπτόμενο Ιδιωτικό Συμφωνητικό με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1999, που συνήφθη, μεταξύ του εκκαλούντος Χ και του Ω, ο εκκαλών, προκειμένου να διαλύσει οποιαδήποτε ανησυχία της εκκαλούσας και του συζύγου της, σχετικά, με τη δυνατότητα του ίδιου και της εταιρίας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", με το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", να τους εξοφλήσουν το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, σε περίπτωση, κατά την οποία η "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." προέβαινε σε οποιαδήποτε δέσμευση ή είσπραξη της ενεχυρασθείσας καταθέσεως τους, αφενός μεν, εξέδωσε, ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας, (η οποία θα όφειλε το εν λόγω ποσό), την υπ' αριθμ. ..., λευκή - ως προς την ημερομηνία έκδοσης - επιταγή, ποσού 87.607.800 δρχ., σε διαταγή του Ω, την οποία και του παρέδωσε, αφετέρου δε, παρέδωσε σε αμφότερους, ως ενέχυρο, 4.000 ανώνυμες - εις τον κομιστή - μετοχές της ανωτέρω εταιρίας, "ΣΤΑΡ Α.Ε.", ονομαστικής αξίας 1.317 δρχ. και πραγματικής αξίας - κατά τους ισχυρισμούς του - 25.000 δρχ. εκάστη. Στο προαναφερόμενο Ιδιωτικό Συμφωνητικό "της 4ης Φεβρουαρίου 1999", από το οποίο προκύπτουν η έκδοση και η παράδοση της ανωτέρω επιταγής και η κατάρτιση ενεχύρου, επί των μετοχών της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", αναφέρεται, επίσης, ότι η ανωτέρω εταιρεία είναι οφειλέτρια ποσού "306.000 δολλαρίων Η.Π.Α", "το οποίο θα επιστραφεί την 9°/8/99" και ότι ο δανειστής (Ω) προέβη σε άτοκο και φιλικό δανεισμό".
Υπό τις ως άνω, συνθήκες, η εκκαλούσα - εγκαλούσα και ο σύζυγος της πείσθηκαν, να χρηματοδοτήσουν την εταιρεία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με το ποσό των "300.000" δολλαρίων ΗΠΑ, και έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου 1999, αφού προηγουμένως κατέθεσαν το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ στον υπ' αριθμ. ... κοινό προθεσμιακό λογαριασμό στην "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", εν συνεχεία, με την υπ' αριθμ. ... ενεχυριάσεως" συνέστησαν ενέχυρο, υπέρ της Τράπεζας, με την επωνυμία "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", επί του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού της κοινής καταθέσεως τους, (αυτής και του ανωτέρω συζύγου της), σε δολλάρια ΗΠΑ, στην ίδια ανωτέρω Τράπεζα, εις ασφάλεια των απαιτήσεων της τελευταίας, κατά της προαναφερόμενης εταιρίας, για κάθε απαίτηση της, που προερχόταν, από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση πίστωσης, δι' ανοικτού λογαριασμού, (αρχικού ποσού 230.000.000 δρχ), μέχρι του ποσού των 600.000.000, (εξακοσίων εκατομμυρίων δρχ), τον οποίο η ανωτέρω εταιρία, είχε, προηγουμένως, συνάψει, με την προαναφερομένη Τράπεζα, όπως, αυτή η σύμβαση είχε διαμορφωθεί, μετά τις ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ, που καταρτίσθηκαν την 1η/8/1997, (για ποσό 100.000.000 δρχ), στις 24/9/1998 (για ποσό 50.000.000 δρχ) και στις 25/11/1998 (για ποσό 250.000.000 δρχ)" (Βλ. συνημ. όλα τα ανωτέρω έγγραφα).
Σύμφωνα, με τα αναγραφόμενα στο υπ' αρίθμ. ... ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ του ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ, που επισυνάπτεται, στη δικογραφία. στις 9 Φεβρουαρίου του 1999, δηλαδή, κατά το χρόνο καταρτίσεως της ΠΡΑΞΕΩΣ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ, υπέρ της ΙΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, επί του ποσού των 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α, (βλ. ανωτ.), ήσαν, ήδη, απαιτητές οφειλές της εταιρείας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", προς την, ως άνω, Τράπεζα, ύψους, "100.000.000 δρχ" και "200.000.000 δρχ", προς εξασφάλιση των οποίων, είχαν εγγραφεί, αντιστοίχως, στις 26/8/1997, στο Τόμο ... και στο φύλλο ..., οι υπ' αριθμ. 1 και 2 ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ, υπέρ της εν λόγω, Τράπεζας. Οι εν λόγω Προσημειώσεις ετράπησαν σε υποθήκες για ποσά 293.470,20 ευρώ και 586.940,40 ευρώ, στις 7/4/04 (Βλ. το ανωτέρω Πιστοποιητικό).
Εκ των ανωτέρω, προκύπτει, ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, (στις 9/2/99), η εταιρεία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", (προς διασφάλιση των απαιτήσεων της οποίας, η εκκαλούσα και ο σύζυγος της συνέστησαν ενέχυρο, επί του ποσού των 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α.), ήταν, ήδη, βεβαρημένη, με την ανωτέρω, εξαιρετικά σημαντική οφειλή, συνολικού ύψους, τότε, τουλάχιστον "300.000.000 δρχ", την οποία δεν μπορούσε να καλύψει, με τα δικά της έσοδα, (μάλιστα, εκ του γεγονότος της μετατροπής αυτών των προσημειώσεων σε υποθήκες, το έτος 2004, προκύπτει, ότι η εν λόγω, οικονομική αδυναμία δεν ήταν παροδική), ως και ότι η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, όχι μόνο, δεν είχαν λάβει γνώση αυτού του γεγονότος, αλλά, αντιθέτως, συνεπεία, των προαναφερθεισών, ψευδών παραστάσεων του εκκαλούντα, ως προς την οικονομική ευρωστία του ιδίου και της ως άνωεταιρείας είχε δημιουργηθεί σ' αυτούς η πεποίθηση, ότι με τη συμβολή της δικής τους χρηματοδοτήσεως, η μεν εταιρεία θα διευκολυνόταν, κατά τις συναλλαγές της στο εξωτερικό, αυτοί δε, προέβαιναν, σε επικερδή επένδυση.
Μετά ταύτα, στις 16/5/2000, δηλαδή, μετά παρέλευση δέκα πέντε μηνών, από της καταρτίσεως της υπ' αριθμ. ... Πράξεως, ενεχυριάσεως απαιτήσεως, (Βλ.ανωτ.), και ενώ, η προθεσμιακή κατάθεση τους των 300.000 δολ. Η.Π.Α είχε υπερβεί το ποσό των 320.000 δολλαρίων Η.Π.Α χάρι, στον κερδοφόρο τοκισμό τους, (όπως, αναφέρεται στην έγκληση, σελ. 5), η εγκαλούσα και ο σύζυγος της, προς κάλυψη εκτάκτων oικονομικών αναγκών τους, πραγματοποίησαν ανάληψη ποσού 163.358 δολλαρίων ΗΠΑ, από τον, ως άνω, υπ' αριθμ. ... ενεχυριασθέντα κοινό προθεσμιακό Τραπεζικό λογαριασμό τους, με αποτέλεσμα, στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, (ο οποίος, μετά την ενεχυρίαση του ποσού των 300.000 δολ. Η.Π.Α προοριζόταν, για εξυπηρέτηση του υπ' αριθμ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της εταιρίας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με την "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", να μείνει πλέον, κατατεθειμένο, μόνον, το ποσό των "160.000" δολλαρίων ΗΠΑ. Μετά την ανάληψη των 163.358 δολλαρίων ΗΠΑ, κατόπιν, αιτήματος του εκκαλούντα κατηγορουμένου, Χ, (το οποίο έγινε δεκτό, από την εκκαλούσα και από το σύζυγό της), αφ' ενός μεν επεστράφησαν, στις 17/5/2000, 2.000 μετοχές της εταιρίας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", αφετέρου δε, αντικατεστάθη η υπ αριθμ. ..., "λευκή" προς την ημερομηνία έκδοσης - επιταγής, ποσού 87.607.800 δρχ, με την υπ' αριθμ. ..., νέα, λευκή - ως προς τον τόπο και την ημερομηνία έκδοσης - οπισθογραφημένη επιταγή της Γενικής Τράπεζας (Κεντρικό Κατάστημα), εκδόσεως του β' κατηγορουμένου, ΑΑ, σε διαταγή του, ποσού 170.212,00 €, (βλ. το αντίγραφο της ανωτέρω επιταγής και το χειρόγραφο σημείωμα, με ημερομηνία 17/5/2000, με τον έντυπο τίτλο STAR).
Στις 18 Δεκεμβρίου του 2000, ενεγράφη, εις βάρος, της εν λόγω εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", Προσημείωση Υποθήκης, για ποσό "2.201.027,15 ευρώ", υπέρ της Τράπεζας Κύπρου. (Βλ. σχετ. τις σελ. 6 και 7 του εγγράφου με τίτλο "ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ", στην οποία παραπέμπει η συνημμένη σ' αυτήν, υπ' αριθμ. ... Αίτηση Επικύρωσης Συμφωνίας Πιστωτών και Επιχείρησης, που υποβλήθηκε από τη παρούσα εταιρεία στο Εφετείο Θράκης).
Εν συνεχεία, το Μάρτιο του έτους 2001, μετά την απορρόφηση της Τράπεζας, "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", από την Τράπεζα, με την επωνυμία "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, επισκέφθηκαν το Υποκατάστημα της ΑΛΦΑ στην ..., προκειμένου, να διευθετήσουν κάποιο ζήτημα, που είχε ανακύψει, σχετικά, με τη μη καταβολή των τόκων της υπ' αριθμ. ... κοινής προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης τους, ύψους 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, για ένα τρίμηνο του έτους 2000. Το εν λόγω, ζήτημα, ρυθμίσθηκε από τον Διευθυντή ΔΔ, τρίτο κατηγορούμενο, (μετά από τη μελέτη του φακέλου της υπ'αριθμ. ... ενεχυριασμένης, κοινής προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης της εκκαλούσας και του συζύγου της). Όμως, την ίδια ημέρα, προέκυψε και ότι αυτοί, ενώ, είχαν υπογράφει την υπ' αριθμ. ... πράξη ενεχυριάσεως της ανωτέρω κοινής προθεσμιακής καταθέσεως τους, προς εξασφάλιση της υπ'αριθμ. ... συμβάσεως πιστώσεως, δι ανοικτού λογαριασμού, (που είχε συνάψει η εταιρία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με την "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", η οποία, εν συνεχεία, απορροφήθηκε, από την Τράπεζα "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε."), δεν είχαν υπογράψει, ως εγγυητές, στη σχετική σύμβαση πιστώσεως, υπέρ της ανωτέρω αναφερόμενης εταιρίας. Η εν λόγω, υποχρέωση επιβάλλεται, βάσει, των οριζομένων, στην από 22ας/5/1989, ισχύουσα Γνωμοδότηση της Διευθύνσεως Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε." (Βλ. συνημ. το εν λόγω, έγγραφο, από το οποίο προκύπτει, ότι το συνιστώμενο ενέχυρο θα πρέπει, να συνδέεται, με κάποια σχέση, διότι, άλλως, η σύμβαση μένει μετέωρη και ότι, για τη μεγαλύτερη εξασφάλιση της Τράπεζας θα πρέπει, ο τρίτος να ενεχυριάζει τις απαιτήσεις του, αφού, προηγουμένως, υπογράψει, ως εγγυητής). Έτσι, με πρωτοβουλία του γ' κατηγορουμένου, ΔΔ, η εκκαλούσα, ο σύζυγος της και ο εκκαλών κατηγορούμενος, Χ, ως Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και Νόμιμος Εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρίας, ΣΤΑΡ, κλήθηκαν στο υποκατάστημα ... της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", προκειμένου, αφενός μεν, να συνάψουν ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ, επί της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως πιστώσεως, δι' ανοικτού λογαριασμού, υπέρ της εταιρίας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", (όπως, ο εν λόγω, λογαριασμός είχε διαμορφωθεί με τις τροποποιητικές συμβάσεις, βλ. ανωτ.), ευθυνόμενοι, εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτες, για το ποσό των 600.000.000 ευρώ", στο οποίο αφορούσε ο εν λόγω, λογαριασμός αφετέρου δε, να υπογράψουν νέα Σύμβαση Ενεχύρου της ανωτέρω κοινής προθεσμιακής καταθέσεως τους, (159.175,19 δολ. Η.Π.Α), προς εξασφάλιση -της ανωτέρω, ..., Συμβάσεως Πιστώσεως, υπέρ της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", καθολικής διαδόχου της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.".
Πράγματι, στις 13/3/2001, η Ψ και ο σύζυγος της πήγαν, στην ..., στο υποκατάστημα της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", όπου, αφού, προηγουμένως, ο Διευθυντής τρίτος κατηγορούμενος, Γεώργιος ΖΕΡΒΟΣ, και οι υπάλληλοι, του ίδιου καταστήματος, ΒΒ και ΓΓ, τους παρέσχον όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις, σχετικά με το είδος, με τη φύση και με τις συνέπειες των Συμβάσεων, που επρόκειτο να υπογράψουν, (βλ. τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, ΒΒ, ΓΓ και ΣΤ, καθώς και την απολογία και το απολογητικό υπόμνημα του ΔΔ), αυτοί, εν γνώσει, υπέγραψαν τις εξής, συγκεκριμένα, Συμβάσεις: α) τις υπ' αριθ. ..., δύο (2) Συμβάσεις, (μία έκαστος), ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ της υπ; αριθμ. ... Σύμβασης Πιστώσεως, δι' ανοικτού λογαριασμού, υπέρ της εταιρίας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", (βλ. αμέσως, ανωτ.), και β) τις από 13/3/2001, δύο (2) συμβάσεις, (μία έκαστος) "ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ", με τις οποίες συνέστησαν, ενέχυρο, υπέρ της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", επί της υπ' αριθμ. ... κοινής καταθέσεως τους, ύψους (τότε) 159.175,19 δολλαρίων ΗΠΑ σε πίστωση του υπ' αριθμ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της ως άνω, εταιρίας "ΣΤΑΡ Α.Ε." με την ανωτέρω Τράπεζα, ύψους - τότε - 600.000.000 δρχ. (Βλ. συνημ. όλες τις ανωτ. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ).
Σχετικώς, με την υπογραφή, στις 13/3/2001, των ανωτέρω Συμβάσεων, ορθώς, επισημαίνεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, ότι τόσο, η εγκαλούσα, Ψ, η οποία, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο υπ' αριθμ. ... δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας, (εκδοθέντος από το IB' Παρ. Ασφαλείας Αθηνών, βλ. τη φωτοτυπία αυτού), ήταν επιχειρηματίας όσο και ο σύζυγος της, Ω, ο οποίος σύμφωνα με την αντίστοιχη, προς την ανωτέρω, εγγραφή, επί του υπ' αριθμ. ... δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας, (εκδοθέντος από το Τ Παρ. Ασφαλείας Πειραιώς, βλ. τη φωτοτυπία αυτού), ήταν υπάλληλος και δη πιλότος της Ολυμπιακής Αεροπορίας, κατά τεκμήριο, είχαν τις απαιτούμενες γραμματικές και κοινωνικές γνώσεις, ώστε, να αντιληφθούν το είδος, τη φύση και τις συνέπειες των εγγράφων - δικαιοπραξιών, τις οποίες υπέγραψαν, σύμφωνα, με τα προαναφερόμενα.
Επίσης, οι μάρτυρες, ΒΒ, ΓΓ και ΣΤ βεβαιώνουν, πειστικά, ότι, η εγκαλούσα και ο ανωτέρω σύζυγος της, πριν, υπογράψουν τις ανωτέρω γραπτές συμβάσεις, διάβασαν το περιεχόμενο τους, το οποίο αναλύθηκε λεπτομερώς και διευκρινίσθηκε, σ' αυτούς, τόσο, από τους ίδιους, όσο, και από τον ΔΔ, τρίτο κατηγορούμενο, Διευθυντή - τότε - του υποκαταστήματος ... της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε." (Βλ. τις ένορκες καταθέσεις των ανωτ. μαρτύρων).
Κατόπιν, των κατά τα ανωτέρω προκυψάντων, αποδυναμώνεται καθοριστικά ο ισχυρισμός της εγκαλούσας, Ψ, σύμφωνα, με τον οποίο, στις 13/3/2001, κατά την υπογραφή ,των νέων συμβάσεων παροχής ενεχύρου - εκχώρησης απαιτήσεων, αυτή και ο σύζυγος της παραπλανήθηκαν, σχετικά, με την ταυτότητα των εγγράφων, που υπέγραψαν, ως συμβάσεων ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ και ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ της ανωτέρω κοινής τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης τους, στην ίδια Τράπεζα, (βλ. ανωτ.).
Επιπροσθέτως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε, ότι η εκκαλούσα Ψ και ο σύζυγος της, πριν, προβούν στην υπογραφή των προαναφερθεισών Συμβάσεων, (Ενεχυριάσεως και Εγγυήσεως), στις 31/3/2001, είχαν ενημερωθεί, τουλάχιστον, για την εγγραφή Προσημειώσεως Υποθήκης (για ποσό 2.201.027,15 ευρώ), υπέρ της Τράπεζας Κύπρου (βλ. ανωτ.), αντιθέτως, από όλα τα στοιχεία συνάγεται ότι αυτοί αγνοούσαν το εν λόγω γεγονός.
Ακολούθως, στις 31/5/2002, εξ αιτίας της επιδεινώσεως της πορείας των οικονομικών της οφειλέτριας εταιρείας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", που έφερε το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", η κατά τα ανωτέρω πιστούχος Τράπεζα "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε κατήγγειλε την υπ' αριθμ. ... σύμβαση πιστώσεως, με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό της προαναφερομένης εταιρίας και κάλεσε, τόσο εκείνη, (την εταιρεία), ως πρωτοφειλέτρια, όσο και τον εκκαλούντα Χ (α' κατηγορούμενο), τον Ω και την εκκαλούσα Χ, ως εγγυητές, να καταβάλουν, σ' αυτήν, έκαστος εις ολόκληρον, το χρεωστικό υπόλοιπο του ανωτέρω κλεισθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, το οποίο, κατά την 31η /5/2002, ανερχόταν στο ποσό των 196.321,43 € (Βλ. συνημ. το Αντίγραφο λογαριασμού χορηγήσεων επί του λογ. ...). Παραλλήλως, η ανωτέρω Τράπεζα, στις 27/5/2002, προς ικανοποίηση της απαιτήσεως της, κατά της οφειλέτριάς της εταιρίας, "ΣΤΑΡ Α.Ε.", η οποία προερχόταν, από το υπόλοιπο του ανωτέρω κλεισθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, δέσμευσε και εισέπραξε το σύνολο του ποσού των 177.728,55 €, στο οποίο, ανερχόταν, τότε, η ενεχυριασθείσα, υπέρ αυτής, από την εκκαλούσα και από το σύζυγο της, υπ' αριθμ. ... κοινή προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση αυτών, σε πίστωση του υπ' αριθμ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της εταιρίας, με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με την ίδια (την ανωτέρω Τράπεζα), ύψους (κατά το χρόνο της καταρτίσεως της) 600.000.000 δρχ.
Όμως, η "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", επιδιώκοντας την αναγκαστική είσπραξη, μέσω, της δικαστικής οδού, των ανωτέρω απαιτήσεων της, δια της περιουσίας της εκκαλούσας και του συζύγου της, ως εγγυητών, πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ.8789/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατ' αυτών (βλ. το αντίγραφο αυτής), βάσει της οποίας, ως εκτελεστού τίτλου, με την υπ' αριθμ. ... κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση: α) Επί οριζόντιας ιδιοκτησίας -αποθήκης, με τον αριθμό 23, εμβαδού 8,00 Μ2, που βρισκόταν στο υπόγειο και β) επί οριζόντιας ιδιοκτησίας - χώρου στάθμευσης, με τον αριθμό 32, εμβαδού 10,00 Μ2, που βρισκόταν στην πυλωτή της, επί της οδού ...-..., πολυκατοικίας. Η κατά τα ανωτέρω επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση της υπ' αριθμ. 8789/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανεστάλη, (μετά από σχετική αίτηση της εκκαλούσας και του συζύγου της), με την υπ' αριθμ. 4432/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων (βλ. το αντίγραφο αυτής). Εν συνεχεία, η ανωτέρω Τράπεζα, προκειμένου, να εισπράξει αναφερθείσες απαιτήσεις της, κατά της εταιρείας ΣΤΑΡ, δια των περιουσιακών στοιχείων της εκκαλούσας και του συζύγου της, ενέγραψε προσγείωση υποθήκης, επί του ευρισκόμενου στον 6° όροφο της, επί της οδού ...-..., διαμερίσματος της ανωτέρω πολυκατοικίας, ιδιοκτησίας του Ω, το οποίο, σημειωτέον, ότι ήταν, ήδη, κατεσχημένο αναγκαστικά, από την επισπεύδουσα "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." (βάσει, της υπ' αριθμ. ... εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., και μέχρι τότε, δεν είχε εκπλειστηριασθεί). Η "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", στις 15/4/2004, κατά τον, κατά τα ανωτέρω επιισπευδόμενο, πλειστηριασμό, προέβη σε γραπτή αναγγελία της απαιτήσεως της, ανερχομένης, συνολικά, στο ποσό των 498.629,94 €, (βλ. την, από 15ης /4/2004, αναγγελία της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε." και την υπ' αριθμ. ... δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ανωτέρω Τράπεζας).
Εκ των ανωτέρω ενεργειών της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.",εις βάρος, των περιουσιακών στοιχείων της Ψ και του συζύγου της Ω, προκύπτει, ότι η συνολική ζημία, την οποία υπέστησαν αυτοί, ως ενεχυρούχοι δανειστές και ως εγγυητές, των οφειλών της εταιρείας ΣΤΑΡ (βλ. ανωτ.), ανέρχεται στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των "669.892,99 ευρώ" (177,782,55 ευρώ +492.110,44 ευρώ = 669.892,99 ευρώ).
Από τις επισυναπτόμενες στη παρούσα δικογραφία: α) υπ' αρίθμ. ... Αίτηση Επικύρωσης Συμφωνίας Πιστωτών και Επιχείρησης, που υποβλήθηκε, από τη παρούσα εταιρεία, στο Εφετείο Θράκης, (βλ. τη σελ. 2 αυτής), β) "ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ", που επισυνάπτεται στη αμέσως, προηγουμένη Αίτηση, (βλ. ιδίως, τις σελίδες σελ. 5 - 8) και γ) υπ' αρίθμ. 612 / //3 Απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, προκύπτει, ότι, στις 31/12/2003, η επιχείρηση με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.": ι) όφειλε προς τους πάσης φύσεως πιστωτές της, Δημόσιο, Τράπεζες και Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, το συνολικό ποσό των "18.122.811,26 ευρώ", ιι) όφειλε προς τους συμβαλλομένους πιστωτές της, το ποσό των "11.057.758,89 ευρώ", (ποσοστό 61,0157%, επί του γενικού συνόλου των υποχρεώσεων) και ιιι) ήταν βεβαρημένη με εμπράγματες ασφάλειες, συνολικού ύψους, "14.970.186,40 ευρώ".
Τέλος, από την έγκληση, με στοιχεία ABM A 2004/3736, του ΕΕ, η οποία επισυνάπτεται στη δικογραφία, προκύπτει, ότι ο νυν πρώτος κατηγορούμενος, (εκκαλών), κατηγορήθηκε από τον ανωτέρω, ότι, δια της επιδείξεως απατηλής συμπεριφοράς, όμοιας με την υπό κρίσιν, και με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της εταιρείας του, προσήγγιζε άτομα του φιλικού περιβάλλοντός του, στο οποίο περιλαμβανόταν και ο ανωτέρω εγκαλών, (ΕΕ), από τον οποίο, στις αρχές του Ιουλίου του 2000, απέσπασε, σύμφωνα, με τους ισχυρισμούς του, εγγυητική επιστολή αξίας "300.000 δολ. Η.Π.Α.", προκειμένου, να εισαγάγει η εταιρεία του σιτηρά, σε τιμή, ευκαιρίας, τα οποία κινδύνευαν να χάσουν, εξ αιτίας, του ότι καθυστερούσε η καταβολή σ' αυτήν, της εγκεκριμένης πριμοδότησης της, ύψους 747.467,116 δρχ, από τη Γεν. Γραμματεία Μακεδονίας - Θράκης (του επέδειξαν τη σχετική Εγκριτική Έκθεση). Σύμφωνα, με το περιεχόμενο της ΑΒΜ Α 2004/3736, ο Χ και ο ΕΕ, στις 8/8/2000, συνυπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο νυν εκκαλών ανελάμβανε την υποχρέωση, να του μεταβιβάσει 14.000 μετοχές της εταιρείας του, μέσα, σ' ένα έτος, από τότε, και εφ' όσον, βεβαίως, η εταιρεία ΣΤΑΡ Α.Ε θα εισήγετο στο ΧΑΑ. Ο ΕΕ ισχυρίζεται, ότι υπέστη οικονομική ζημία κ.λ.π. και ότι η εν λόγω, εταιρεία ήταν κατάχρεη με οφειλές 18.277.726,57 ευρώ, ενώ, το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν στα 6.215.168,74 ευρώ (βλ. την εν λόγω έγκληση).
Από τη συνεκτίμηση των στοιχείων του αποδεικτικού υλικού, αφ' ενός μεν, προκύπτουν, επαρκείς ενδείξεις, περί του ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, προέβη, τόσο, στις ενέργειες, για τις οποίες παραπέμπεται, με το εκκαλούμενο βούλευμα, για να δικασθεί, ενώπιον, του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, όσο, και σε εκείνες, για τις οποίες απηλλάγη με αυτό, οι οποίες συναρτώνται, με τα γεγονότα της 13ης/3/01, αφ' ετέρου δε, δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, για τη παραπομπή στο ακροατήριο των συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι, με το ίδιο βούλευμα απηλλάγησαν των κατηγοριών, που τους είχαν αποδοθεί.
Στον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό και στη περιγραφή του εγκλήματος, για το οποίο θα πρέπει, να παραπεμφθεί ο εκκαλών, αναφερόμαστε, ειδικότερα κατωτέρω. Σχετικώς, με τη συναγωγή των προαναφερθέντων, νομικών συμπερασμάτων, εκτίθενται τα ακόλουθα:
Α) Ως προς το παραπεμπτικό σκέλος του εκκαλουμένου βουλεύματος, κατόπιν, όσων, κατά τα ανωτέρω, παρετέθησαν, συνάγεται, ότι με αυτό: Ι) καλώς, κρίθηκαν, ως επαρκείς, οι ενδείξεις που προέκυψαν (στο βαθμό, που απαιτείται, για τη παραπομπή στο ακροατήριο), εις βάρος, του εκκαλούντος κατηγορουμένου, οι οποίες όμως, στοιχειοθετούν το κακούργημα" της απάτης, που διαπράχθηκε, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, προκληθείσας εξ αυτού αντιστοίχου ζημίας σε ξένη περιουσία, συνολικού ύψους, υπερβαίνοντος το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000), δραχμών, (15.000 ευρώ), τελεσθείσας από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια", κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό και κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, (επιτρεπτή η προσθήκη ακόμη και επιβαρυντικής περιστάσεως, από το Συμβούλιο Εφετών, επί εφέσεως του κατηγορουμένου, ΑΠ 1281/85 ΠΧΡ ΛΣΤ 272 κ.λ.π βλ. ανωτ.), σύμφωνα, με την οποία, (την απαγγελθείσα κατηγορία), το εν λόγω έγκλημα εφέρετο ως τελεσθέν βάσει των οριζομένων στις διατάξεις της παραγράφου 3β του άρθρου 386 Π.Κ., ενώ, κατά το χρόνο, της τελέσεως αυτού και για τους λόγους, που αναλύονται κατωτέρω, δεν είχαν θεσπισθεί, ακόμη, οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της τρίτης παραγράφου του άρθρου 386 Π.Κ, οι οποίες συνιστούν νέα ποινική ρύθμιση και τέθηκαν σε ισχύ με το Ν. 2721/99, (η εν λόγω, ρύθμιση, του β ' εδαφ. είναι αυστηρότερη εκείνης, που ίσχυε πριν από το νόμο 2721/99 και εφαρμόζεται, στις πράξεις που τελέσθηκαν μετά από αυτόν, ενώ για τις πρότερον τελεσθείσες (δηλ. πριν από τις 3/6/99), εφαρμόζεται το εδάφιο α της παραγρ. 3, που θεσπίζει ευνοϊκότερη αντιμετώπιση για το κατηγορούμενο (ΑΠ 1801/07, ΣΤ' Ποινικό Τμήμα).
Ως προς τους λόγους, που προβάλλονται, με την ασκηθείσα έφεση του παραπεμπομένου κατηγορουμένου, σημειώνεται, ότι αυτοί, όχι μόνον, δεν βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού αλλ' αντιθέτως, κλονίζονται καθοριστικά από αυτά.
Βάσει, της προαναφερθείσας διερευνήσεως, σε πραγματικό επίπεδο, και κατόπιν, της ποινικής αξιολογήσεως των υπό κρίσιν, ενεργειών, που συναρτώνται αναγκαστικά, με τα γεγονότα της παραπλανήσεως ή μη της εκκαλούσας και του συζύγου της, με το χρόνο τελέσεως αυτής, με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της προκληθείσας πλάνης και των περιουσιακών διαθέσεων των ανωτέρω καθώς και με το αν αυτές οι περιουσιακές διαθέσεις συνεπέφεραν τη περιουσιακή τους ζημία, εστιάζουμε, ειδικότερα, στις ακόλουθες διαπιστώσεις, τις οποίες θεωρούμε καθοριστικές, για τη στοιχειοθέτηση του επιδίκου εγκλήματος . Συγκεκριμένα:
Προέκυψε, ότι, στις 9 Φεβρουαρίου του 1999, όταν καταρτίσθηκε η υπ' αριθμ. ... ΠΡΑΞΗ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ, εκκρεμούσαν κατά της εταιρείας "ΣΤΑΡ ΑΕ", απαιτήσεις της "ΙΟΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Της ΕΛΛΑΔΟΣ", συνολικού ύψους, 300.000.000 δρχ (200.000.000 και 100.000.000 δρχ), βάσει των οποίων είχαν εγγραφεί προσημειώσεις υποθήκης από τις 26/8/97 (βλ. ανωτ.).
Προέκυψε, ότι, στις 13 Μαρτίου του 2001, όταν καταρτίσθηκαν οι νέες συμβάσεις παροχής ενεχύρου και εγγυήσεως, η εταιρεία ΣΤΑΡ Α.Ε ήταν βεβαρυμένη οικονομικά ακόμη περισσότερο απ' ότι στις 9/2/99, δεδομένου ότι στις 18/12/2000 η Τράπεζα Κύπρου είχε εγγράψει εις βάρος της προσημείωση υποθήκης για ποσό 2.201.027,15 ευρώ.
Προέκυψε, ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος επανελάμβανε την απατηλή συμπεριφορά, που επέδειξε στις 9/2/99, χωρίς, να γνωστοποιήσει τα ανωτέρω, δυσμενή στοιχεία, που αφορούσαν στη περιουσιακή κατάσταση της εν λόγω, εταιρείας, στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της.
(Η επίκληση, μόνον, των αμέσως, ως άνω, μνημονευθεισών οφειλών, παρά το γεγονός, ότι, η εταιρεία ΣΤΑΡ, στις 31/12/03 φέρεται βεβαρημένη με χρέη, ύψους "18.122.811,26 ευρώ", γίνεται, ενδεικτικά, διότι, αυτές οι οφειλές είναι οι μόνες, ως προς τις οποίες, από τα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει, με βεβαιότητα, απολύτως, συγκεκριμένος χρόνος τελέσεως, ο οποίος, αντιστοίχως, προηγείται, των χρόνων, κατά τους οποίους η εκκαλούσα και ο σύζυγος της προέβησαν στην υπογραφή των υπό κρίσιν, συμβάσεων, (στις 9/2/99 και στις 13/3/01), που απέβησαν οικονομικά ζημιογόνες γι' αυτούς).
Ως εκ των ανωτέρω, δια των ψευδών παραστάσεων, σχετικώς, με την οικονομική ευρωστία της εταιρείας, που έλαβαν χώρα στις 9/2/99, και δια των αντιστοίχου φύσεως διαβεβαιώσεων, περί αυτής, που επαναλαμβάνονταν, μέχρι τις 13/3/01, (καθ'ην στιγμή, αποδεδειγμένα, υφίσταντο πολύ σημαντικά χρέη), δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε η πεποίθηση στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της, περί του ότι, στις 13/3/01, δια της υπογραφής των συμβάσεων, τις οποίες κλήθηκαν, να υπογράψουν, όπως, και υπέγραψαν εκείνη την ημέρα, δεν έθεταν, υπό διακινδύνευση, ούτε, τη περιουσία τους, γενικότερα, εγγυόμενοι, υπέρ της "ΣΤΑΡ Α.Ε", (πιστούχου, της Τράπεζας ΑΛΦΑ, βάσει, της υπ'αριθμ. ... Συμβάσεως Πιστώσεως, μετά τη συγχώνευση της με την ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ), ούτε, το ποσό των 159.175,19 δολ. Η.Π.Α, δια της συστάσεως ενεχύρου, επί αυτού. Το γεγονός, ότι δέκα πέντε μήνες, μετά τη κατάρτιση της πρώτης Συμβάσεως, (της υπ' αριθμ. ...), η εκκαλούσα και ο σύζυγος της εισέπραξαν, κατόπιν, δικού τους αιτήματος, το ήμισυ του ποσού, επί του οποίου, αρχικά, είχαν συστήσει ενέχυρο, (προς ασφάλεια της Τράπεζας, για τις απαιτήσεις της, από την υπ' αριθμ. ... Σύμβαση, βλ. ανωτ.), δεν αρκεί, για να υποβαθμίσει, καθοριστικά, υπέρ του εκκαλούντος, την αποδεικτική ισχύ των γεγονότων, που στηρίζουν την άποψη, περί, της, εκ μέρους του, παραπλανήσεως της εκκαλούσας και του συζύγου της και περί της άμεσα συνδεόμενης, με αυτή τη παραπλάνηση, περιουσιακής τους ζημίας, αντιθέτως, μάλιστα, από την αξιολόγηση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του εκκαλούντα, συνδυαστικά, με το ιστορικό της παρούσας υποθέσεως, συνάγεται, ότι δι'αυτής, στηρίχθηκε, ακόμη περισσότερο η διαμορφωθείσα εσφαλμένα, (εξ αιτίας, της προηγηθείσας δικής του στάσεως), θετική εντύπωση των ανωτέρω, για τη καλή περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας του, καθ' ήν στιγμή, ήταν πλέον ή βέβαιο, ότι, στις 13/3/01, όταν η εκκαλούσα και ο σύζυγος της δεσμεύθηκαν, με τη σύμβαση ενεχύρου, επί του ποσού των "159.175,19 δολ. Η.Π.Α." και με τη σύμβαση εγγυήσεως, "εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτες", για το αρχικό, συνολικό ποσό των "600.000.000" δρχ, εκκρεμούσαν, εις βάρος της, πολλές και μεγάλου ύψους οικονομικές απαιτήσεις.
Εν κατακλείδι, από όλα τα στοιχεία προέκυψε, στον προαναφερθέντα βαθμό ενδείξεων:
Ι) Ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, στις 9/2/ 99, δια των μνημονευθεισών ψευδών παραστάσεων του, (που αφορούσαν στη περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ΣΤΑΡ, την οποία εκπροσωπούσε), τις οποίες επαναλάμβανε, μέχρι, τις 13/3/01, προς την εκκαλούσα και προς το σύζυγο της, δημιούργησε και εδραίωσε σ' αυτούς πεπλανημένη πεποίθηση, περί ομαλής και κερδοφόρας πορείας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ως άνω εταιρείας και έτσι τους έπεισε, να προβούν, στις 13/3/01, στην υπογραφή των υπό κρίσιν τεσσάρων Συμβάσεων (ενεχύρου και εγγυήσεως), που αναφέρθηκαν, ανωτέρω, εξ αιτίας των οποίων, εκείνοι υπέστησαν εν συνεχεία περιουσιακή ζημία σύμφωνα με τα λεπτομερώς ήδη παρατεθέντα.
II) Ότι ο εκκαλών, ενεργώντας, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "ΣΤΑΡ ΑΕ", σκόπευε, με τη προαναφερθείσα, κατ' επανάληψη εκδηλωθείσα, συμπεριφορά του, να ενισχύσει παράνομα τη περιουσία της, δια της οικονομικής συμβολής της εκκαλούσας και του συζύγου της, στη κάλυψη των κατ' αυτής απαιτήσεων, αρχικώς, της Τράπεζας ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, οι οποίες στηρίζονταν στην υπ' αριθμ. ... Σύμβαση Πιστώσεως και των τροποποιητικών αυτής, συνολικού ποσού "600.000.000 δρχ", και, εν συνεχεία, της ALPHA BANK, με την οποία συγχωνεύθηκε η πρώτη (βλ. ανωτ.).
ΙΙΙ) Εάν η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, από τις 9/2/99, μέχρι και τις 13/3/01, είχαν υπ' όψιν τους την αληθινή εικόνα της περιουσιακής καταστάσεως της "ΣΤΑΡ Α.Ε." και όχι αυτή, που τους παρουσίαζε ο εκκαλών κατηγορούμενος, δεν θα δεσμεύονταν με την υπογραφή των επιδίκων τεσσάρων Συμβάσεων, δια των οποίων έθεσαν, σε άμεσο και βέβαιο κίνδυνο τη δική τους περιουσία, όπως, και συνέβη, δια της επελθούσας βλάβης αυτής (βλ. ανωτ. αλλά και αμέσως, κατωτ.).
IV) Η περιουσιακή ζημία την οποία υπέστησαν η εκκαλούσα και ο σύζυγος της αποτελείται, ειδικότερα:
α) Από το ποσό των "177.782,55 ευρώ", το οποίο, (όπως, αναφέρεται και στην έγκληση, (σελ. 16), αποτελούσε το σύνολο του ενεχυριασμένου δολλαριακού λογαριασμού τους, όπως δε, προκύπτει, από τα δύο αντίγραφα των συνημμένων ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΝΕΧΥΡΟΥ, που υπογράφηκαν, στις 13/3/01, το ανωτέρω ποσό προέρχεται από το ποσό των "159.175,19 δολ. Η.Π.Α.", που ήταν κατατεθειμένο, στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό καταθέσεως της εκκαλούσας και του συζύγου της, επί του οποίου συνεστήθη ενέχυρο, στις 13/3/01, προς ασφάλεια της υπ' αριθμ. ... Συμβάσεως Πιστώσεως (βλ.τα εν λόγω, έγγραφα, ως ανωτ.).
Συνεπώς, από τις 13/3/01 και εντεύθεν, οι απαιτήσεις της Τράπεζας, που απέρρεαν, από την υπ' αριθμ. ... Σύμβαση Πιστώσεως και από τις τροποποιητικές αυτής συμβάσεις, διασφαλίζονταν, με τις δύο νέες Συμβάσεις ενεχύρου, που είχαν συσταθεί, (αναγκαστικά, λόγω, της συγχωνεύσεως των Τραπεζών, για την εξασφάλιση της ALPHA BANK, επί του ποσού των "159.175,19 δολ. Η.Π.Α."), και όχι, με τη προηγουμένη, υπ' αριθμ. ... Σύμβαση (βλ. ανωτ.), η οποία, μετά τη 13η/3/01, κατέστη ανενεργή. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται προφανές, ότι η είσπραξη του ποσού των "177.782,55 ευρώ" από τη Τράπεζα ALPHA BANK υλοποιήθηκε, βάσει, των Συμβάσεων ενεχύρου, που συνεστήθησαν, στις 13/3/01, και όχι βάσει, της υπ' αριθμ. ... ΠΡΑΞΕΩΣ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ, που υπογράφηκε, στις 9/2/99.
β) Από το ποσό των "492.110,44 ευρώ", το οποίο, η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, διατάχθηκαν να καταβάλουν, με την υπ' αριθμ. 8789/2003 Διαταγή Πληρωμής, η οποία εκδόθηκε, κατ' αυτών, βάσει, των δύο Συμβάσεων Εγγυήσεως, που υπογράφηκαν, από την εκκαλούσα και από το σύζυγο της, στις 13/3/01, εξ αιτίας, της παραπλανήσεως τους από τον πρώτο κατηγορούμενο, η οποία όμως, υπήρξε αποτέλεσμα, (όπως, και στις περιπτώσεις των συμβάσεων ενεχύρου, που καταρτίσθηκαν, επίσης, στις 13/3/01), της εκ μέρους του παραστάσεως ψευδών στοιχείων, ως προς την εν γένει, περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, η οποία έλαβε χώρα στις 9/2/ 99 και επαναλαμβανόταν, μέχρι τις 13/3/01 (βλ. ανωτ.), και δεν οφείλεται στο γεγονός, ότι παρεπλανήθησαν, ως προς το περιεχόμενο, των Συμβάσεων Εγγυήσεως, τις οποίες υπέγραψαν, χωρίς, να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις, που ανελάμβαναν, δια της υπογραφής τους (βλ. ανωτ.). Η είσπραξη του ανωτέρω ποσού επιδιώχθηκε, δια της κατασχέσεως της, πέραν, του ενεχυριασθέντος ποσού, περιουσίας των ζημιωθέντων.
Εκ των αμέσως, ανωτέρω, προκύπτει αβίαστα, ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες, επιζήμιες περιουσιακές διαθέσεις, υπήρξαν αποτέλεσμα της ίδιας παραπλανητικής συμπεριφοράς του εκκαλούντα, που έλαβε χώρα στις 9/2/99, ενισχυθείσα με επακολουθήσασες ενέργειες του, απατηλού χαρακτήρα, ομοίου προς εκείνον της ανωτέρω συμπεριφοράς, έως τις 13/3/01, δηλαδή, έως ότου, καλλιεργήθηκε στους εξαπατηθέντες η επιδιωκομένη από αυτόν, πλάνη (βλ. ανωτ. ως και ΑΠ 935/03 ΠΧΡ ΝΔ 2004, σελ. 219), και συνδέονται, (οι εν λόγω, διαθέσεις), με την υπογραφή των δύο Συμβάσεων Ενεχύρου και των δύο Συμβάσεων Εγγυήσεως, στις 13/3/01.
Οι ανωτέρω ενέργειες του εκκαλούντα στοιχειοθετούν προαναφερθέν έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, τελεσθείσας, άπαξ όχι, κατ' εξακολούθηση, εφ' όσον, στη παρούσα περίπτωση, δεν έλαβαν χώρα περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά, μεταξύ τους και κάθε μια να περιέχει τα στοιχεία του εγκλήματος της απάτης κ.λ.π. αλλά στις 9/2/99, εκδηλώθηκε από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο παραπλανητική συμπεριφορά, που συνεχίσθηκε με απατηλές διαβεβαιώσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονταν, μέχρι τη πραγματοποίηση του προαναφερθέντος σκοπουμένου στόχου, δηλαδή, μέχρις τις 13 / 3 / 01, όταν καλλιεργήθηκε στους εξαπατηθέντες η επιδιωκόμενη πλάνη, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η υπογραφή όλων των επίμαχων Συμβάσεων, την ίδια ημέρα (δηλ. στις 13/3/01, βλ. ανωτ.), των οποίων η ενεργοποίηση επέφερε τη πρόκληση των ανωτέρω ζημιών στη περιουσία της εκκαλούσας και του συζύγου της (Βλ. ΑΠ 935 / 03 ΠΧΡ ΝΔ 2004, σελ. 219 και ανωτ. το αντίστ. Νομικό μέρος, επί του κατ' εξακολ. Εγκλήματος).
Ιδιαιτέρως τονίζεται, ότι από τα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει, πλέον ή επαρκώς, ότι στο πρόσωπο του εκκαλούντα κατηγορουμένου συντρέχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία του ότι "μετέρχεται, απάτες, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια", δεδομένου, ότι προέκυψε, στον προαναφερόμενο βαθμό ενδείξεων, ότι αυτός, κατά τρόπο, ανενδοίαστο και οργανωμένο, προέβαινε σε ενέργειες, χαρακτήρα, όμοιου αυτού, των υπό κρίσιν πράξεων, και μάλιστα, εις βάρος, ατόμων, του φιλικού του περιβάλλοντος, εκμεταλλευόμενος τη μεταξύ τους, οικειότητα, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη, που έτρεφαν εκείνοι, για το πρόσωπο του αλλά και το γεγονός, ότι εκπροσωπούσε μια εταιρεία, η οποία, είχε, πράγματι, "γράψει ιστορία" στον επιχειρηματικό χώρο, στον οποίο δραστηριοποιείτο (βλ. ανωτ. τη περίπτωση του ΕΕ), με σκοπό, να εξασφαλίσει εισόδημα, προς βιοπορισμό, ως και ότι, ως εκ της προσωπικότητας του, ρέπει, προς τη τέλεση τέτοιων πράξεων. Κατά την άποψη μου, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, για το χαρακτηρισμό της προσωπικότητας του εκκαλούντα κατηγορουμένου, το γεγονός, ότι αυτός τέλεσε τις υπό κρίσιν ενέργειες, ενώ, γνώριζε, από τη πρώτη στιγμή, που πρότεινε στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της, να "συνεργασθούν οικονομικά", ότι η εταιρεία του εβαρύνετο ήδη, με χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων (από το 1997, εκκρεμούσαν προσημειώσεις υποθήκης, ύψους 300.000.000 δρχ) (βλ. ανωτ.), ως και ότι εξακολούθησε, να καλλιεργεί και να εκμεταλλεύεται τις προσδοκίες των ανωτέρω, για επικερδή επένδυση των χρημάτων τους, μέσω, της εταιρεία "ΣΤΑΡ ΑΕ", καίτοι, από όλα τα στοιχεία της επιχειρηματικής της πορείας και της οικονομικής της καταστάσεως προέκυπτε, μια σημαντικά προϊούσα επιδείνωση αυτής, ως και ότι ήταν πλέον, εξ αντικειμένου αδύνατον, να επέλθει βελτίωση στα οικονομικά της, και μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε, να είναι σε θέση, αφ' ενός μεν, να καλύψει τις, απαιτητές, ύψους "εκατομμυρίων ευρώ", οφειλές της, προς τρίτους (Δημόσιο και ιδιώτες), αφ' ετέρου δε, να ικανοποιήσει τις επιχειρηματικές προσδοκίες της εκκαλούσας και του συζύγου της, τις οποίες εκείνος είχε δημιουργήσει (Βλ. ανωτ. την αίτηση στο Εφετείο Θράκης).
Β) Ως προς το απαλλακτικό σκέλος του εκκαλουμένου βουλεύματος και τους αντιστοίχους, προβληθέντες από την εκκαλούσα, λόγους εφέσεως, πέραν, των ήδη, παρατεθέντων, αναφέρονται και τα εξής:
Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, επαρκώς, ότι η εκκαλούσα Ψκαι ο σύζυγος της, στις 9/2/99 και στις 13/3/01, δεν γνώριζαν την έννοια του περιεχομένου των Συμβάσεων, που υπέγραψαν. Αντίθετα, προέκυψε, ότι ενημερώθηκαν, από τους αρμοδίους υπαλλήλους. Επισημαίνεται, ιδιαιτέρως, ότι το κρισιμότερο γι' αυτούς τμήμα, από το περιεχόμενο των, μιάμισης, μόνο, σελίδας, Συμβάσεων Εγγυήσεως, αναπτύσσεται στη πρώτη σελίδα εκάστης εξ αυτών, στην οποία γράφεται, με απόλυτη σαφήνεια και κατά τρόπο, πλήρως, κατανοητό στον οποιοδήποτε, μέσης νοημοσύνης και ανεξαρτήτως μορφώσεως, άνθρωπο, ότι "οι συμβαλλόμενοι ευθύνονταν, εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτες". Οι προβληματισμοί της εκκαλούσας, ως προς τη σκοπιμότητα, της εκ μέρους τους υπογραφής των επιδίκων Συμβάσεων, τις οποίες χαρακτηρίζει επαχθείς, δεν συναρτώνται αιτιωδώς, με την απόδοση "δολίων κινήτρων" στον απαλλασόμενο, (με το πρωτόδικο βούλευμα), τραπεζικό υπάλληλο ΔΔ, δεν συνιστούν, εις βάρος του, επαρκείς ενδείξεις τελέσεως του επιδίκου εγκλήματος και, κατά συνέπεια, δεν αρκούν για τη παραπομπή του.
Μάλιστα δε, από το ίδιο το γεγονός, (το οποίο προέκυψε από τα προαναφερθέντα), ότι η εκκαλούσα και ο σύζυγος της ενήργησαν παραπλανηθέντες από τον εκκαλούντα, (α' κατηγορούμενο), επειδή, πίστεψαν, ότι η εταιρεία "ΣΤΑΡ ΑΕ" αντιμετώπιζε, μόνο, πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και είχε ανάγκη διευκολύνσεων, ειδικά, για τις συναλλαγές της στο εξωτερικό (βλ. έγκληση σελ. 2 και 3), αλλά και ότι επέκειντο, η Επιχορήγηση της, βάσει, του Αναπτυξιακού Νόμου και ιδίως, η Εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, δίδονται, και οι απαντήσεις, στα "ρητορικά" ερωτήματα της εκκαλούσας, για το κίνητρο των ενεργειών της ιδίας και του συζύγου της, διότι είναι προφανές, ότι, εν όψει, των ως άνω, "αναμενόμενων θετικών εξελίξεων", αυτοί είχαν κίνητρο για να εγγυηθούν κ.λ.π, (δια της υπογραφής των επίμαχων συμβάσεων), εφ' όσον, ήταν πεπεισμένοι για το ότι υπήρχε βάσιμη και θετική προσδοκία, ως προς τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της "ΣΤΑΡ ΑΕ" και ότι, ως εκ τούτου, οι ίδιοι θα είχαν οικονομικό όφελος, όχι μόνον, εκ του υψηλότερου επιτοκίου, με το οποίο θα υπολογίζονταν οι τόκοι των καταθέσεων τους αλλά, κυρίως, και εκ της ανόδου της μετοχής της εταιρείας, μετά την εισαγωγή της στο Χ.Α.Α. Τελικώς, σημειώνεται, ότι οι λοιποί προβληματισμοί της εκκαλούσας δεν συναρτώνται με γεγονότα, που ασκούν επιρροή στη συγκρότηση του επιδίκου εγκλήματος, εις βάρος, των κατηγορουμένων, που απηλλάγησαν με το εκκαλούμενο βούλευμα, και, ως εκ τούτου, παρέλκει ν' ασχοληθούμε με αυτούς.
Περαιτέρω, καθίσταται προφανές, ότι, κατόπιν, όσων εξετέθησαν, ως προς τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, εις βάρος, του εκκαλούντα, Χ, θα πρέπει, να τροποποιηθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, καθ' ό μέρος αφορά σ' αυτόν και να αναδιατυπωθεί n κατηγορία για την οποία θα παραπεμφθεί, προκειμένου να δικασθεί, ως υπαίτιος κακουργηματικής απάτης, σύμφωνα, με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 386 παρ.3α-1β Π.Κ, με χρόνο, εκδηλώσεως της παραπλανητικής συμπεριφοράς, την 9η/2/99 . Η υπογραφή των κρισίμων συμβάσεων στις 13/3/01, είναι το αποτέλεσμα της παραπλάνησης, που εκδηλώθηκε, στις 9/2/99.
Η κατά τα προαναφερθέντα παραπομπή κατηγορουμένου, για πράξη, για την οποία απηλλάγη, με το πρωτόδικο βούλευμα είναι επιτρεπτή, εφ' όσον, το Συμβούλιό σας αποφαινόμενο, κατόπιν, δικής του εφέσεως, νομίμως, μπορεί να καταστήσει, ακόμη και χείρονα τη θέση του. Η αναδιατύπωση της κατηγορίας, για την οποία παραπέμφθηκε ο εκκαλών α 'κατηγορούμενος, με το εκκαλούμενο βούλευμα, προτείνεται, ως πλέον δόκιμη.
(Το νόμιμο των ανωτέρω μεταβολών της κατηγορίας προκύπτει, από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 317 παρ. 1,2 και 318 Κ.Π.Δ., περί της αρμοδιότητας και της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου Εφετών, καθ' ό μέρος αυτές συναρτώνται, με στοιχεία του χαρακτηρισμού και του, εν γένει, βάσιμου της κατηγορίας, τα οποίος λαμβάνονται, υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως).
Τόσο, η ανωτέρω παραπομπή, όσο και η αναδιατύπωση της επίδικης κατηγορίας πραγματοποιούνται, δια της χρησιμοποιήσεως στοιχείων, τα οποία, όχι μόνον, περιέχονται στη παρούσα δικογραφία και περιλαμβάνονται στο σκεπτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος αλλά, αποτελούν και αντικείμενο της κατηγορίας, που απαγγέλθηκε εις βάρος, του εκκαλούντα, από τον Ανακριτή, με συνέπεια, εκείνος, να έχει, ήδη, λάβει, γνώση όλων αυτών, ως στοιχείων της κατηγορίας, που τον βαρύνει .
Ο προσδιορισμός της 9ης/2/99, ως χρόνου τελέσεως και ο νομικός χαρακτηρισμός του εγκλήματος, ως τελεσθέντος άπαξ και όχι κατ' εξακολούθηση, δεν επιβαρύνουν τη θέση του εκκαλούντα.
Ο προσδιορισμός της απάτης, ως τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι επιτρεπτή και δεν συνιστά μεταβολή κατηγορίας και μάλιστα, ανεπίτρεπτη.
Σημειώνεται, ιδιαιτέρως, ότι στη προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται, καν, περί χειροτερεύσεως, της θέσεως του ασκήσαντος έφεση κατηγορουμένου, η οποία εξ άλλου είναι επιτρεπτή για το Συμβούλιο Εφετών, (άρθρο 318 Κ.Π.Δ), αλλά, περί "σαφέστερου προσδιορισμού των στοιχείων της πράξεως, με τη προσθήκη στοιχείων, που περιέχονται, στη δικογραφία" (όπως, τα συγκεκριμένα χρέη, που υφίσταντο, πριν από τις 9/2/99 και μεταξύ 9ης/2/99 και 13ης/3/01,), (ΑΠ 1187/86 ΠΧΡΛΣΤ 1015, ΑΠ 1378/92 ΠΧΡ MB 1046, 1281/85 ΠΧΡ ΛΣΤ 272,που αναφέρονται, σε μεταβολή του προσώπου του παθόντος και στη προσθήκη και άλλων φυσικών προσώπων, ως πλανηθέντων, η δε ΑΠ 1281/85 ΠΧΡ ΛΣΤ 272 αναφέρεται, σε προσθήκη επιβαρυντικής περίπτωσης, από το Συμβούλιο εφετών, επί εφέσεως, κατηγορουμένου κ.λ.π), και περί "ορθότερης διατυπώσεως" της ίδιας (κατά τα αντικειμενικά στοιχεία) κατηγορίας, η οποία υπάγεται στις υποχρεώσεις, που λαμβάνονται, υπ' όψιν, αυτεπαγγέλτως, από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, διότι, συναρτάται άμεσα και αναγκαία με τη σωστή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, η οποία βεβαίως, πρέπει, να επιτυγχάνεται, χωρίς Πρόκληση Ανεπίτρεπτης Μεταβολής της Κατηγορίας και χωρίς Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3° της ΕΣΔΑ.
Η κατά τα ανωτέρω εισήγηση μας, θεωρούμενη υπό το πρίσμα της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 3α της ΕΣΔΑ, δεν έρχεται σε σύγκρουση με αυτήν, εφ' όσον δεν αναφέρεται σε στοιχεία που δεν γνώριζε ο κατηγορούμενος όταν απελογείτο και, ως εκ τούτου, δεν γεννάται θέμα απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας λόγω παραβιάσεως του άρθρου 171 παρ. 1δ Κ.Π.Δ. (ως προς την υπεράσπιση του κατηγορουμένου), λαμβανομένης υπ' όψιν, και αυτεπαγγέλτως, και δυναμένης να προβληθεί μέχρι της αμετακλήτου παραπομπής (άρθρο 173 παρ. 2 Κ.Π.Δ., κατ' αναλ. Βλ. σχετ. ΕΔΔΑ απόφ. της 25.99. επί υποθέσ. Pellisier κατά Γαλλίας και απόφ. 10.2.95, Catalon κατά Ισπανίας).
Κατά τα λοιπά, αναφερόμεθα, συμπληρωματικά, προς όσα παραθέσαμε, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις και στις ορθές παραθέσεις νομικών διατάξεων του προσβαλλομένου, υπ'αριθμ 2962/16-1-07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος, αφενός διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νόμιμη σκέψη της παρούσας, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 26 § 1, 27 § 1 και 386 § 1-3α Π.Κ. (όπως το τελ. αντικ. με το αρ. 14 § 4 ν.2721/99), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε τις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, αιτιολογείται πλήρως στο προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο ο τρόπος παραπλανήσεως της εγκαλούσας Ψ και του συζύγου της Ω (που απεβίωσε στις 28-3-2005) εκ μέρους του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που είναι η παράσταση εν γνώσει του ψευδών γεγονότων ως αληθινών, όσο και ο τρόπος επελεύσεως της ζημίας των ανωτέρω, καθώς και ο σκοπός αυτού (αναιρεσείοντος) να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία της παθούσας και του συζύγου της, ενώ προσδιορίζεται με σαφήνεια και το ύψος της ζημίας των τελευταίων, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Τέλος, αιτιολογείται πλήρως στο προσβαλλόμενο βούλευμα η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η κρίση του εκδόσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην τέλεση της εν λόγω πράξεως, όπως και σε άλλα πρόσωπα του φιλικού του περιβάλλοντος, κατά τρόπο ανενδοίαστο και οργανωμένο, εκμεταλλευόμενος την οικειότητα, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη, που έτρεφαν οι παθόντες προς το πρόσωπό του, αλλά και το γεγονός ότι εκπροσωπούσε μία εταιρεία που είχε "γράψει ιστορία" στον επιχειρηματικό χώρο, όπου εδραστηριοποιείτο, από την οποία προκύπτει σκοπός του κατηγορουμένου να εξασφαλίσει εισόδημα προς βιοπορισμό και σταθερή ροπή αυτού προς της διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, που προβλέπονται από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμοι και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, επιβαλλομένων των δικαστικών εξόδων στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 111/2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορούμενου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 641/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 30 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθμ. 618/12-11-2007 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθμ. 2692/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και επικυρώθηκε αυτό, αφού προηγουμένως χαρακτηρίστηκε - τροποποιήθηκε επί το ορθότερο η αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος σε απάτη, που διαπράχθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, παραπέμφθηκε δε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί για την ως άνω πράξη. Από τη διάταξη του άρθρου 386 §§ 1, 3 Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' ΚΠΔ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.
Ειδικότερα, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Κατ' επάγγελμα δε τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι, όμως, ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή του έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό, εισοδήματος. Περαιτέρω, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ, 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων - ένορκες και ανωμοτί απολογίες κατηγορουμένου και λοιπών συγκατηγορουμένων του, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, αλλά και από τα υπομνήματα αυτών, καθώς και των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από την εισαγγελική πρόταση:
"Στις αρχές του έτους 1999, ο πρώτος εγκαλούμενος, εκκαλών κατηγορούμενος, Χ, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνων σύμβουλος και Νόμιμος Εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην ..., (στο ... χιλιόμετρο Νέας Εθνικής Οδού ...-...), εταιρείας, με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", έχουσας το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", και ο δεύτερος εγκαλούμενος, γιος του, ΑΑ, κατοικούσαν στην επί της οδού ...-... πολυκατοικία, όπου, επίσης, διέμεναν η εκκαλούσα -πολιτικώς ενάγουσα, Ψ και ο σύζυγος της, Ω, (ο οποίος απεβίωσε, στις 28/3/2005), με τους οποίους, (οι δύο πρώτοι), διατηρούσαν στενότατες φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. Στο πλαίσιο των ανωτέρω κοινωνικών επαφών τους, ο εκκαλών ανέφερε στην εκκαλούσα και στο σύζυγό της, ότι οι ίδιοι, ως επιχειρηματίες, ήταν πολύ ευκατάστατοι, με μεγάλη οικονομική άνεση και τεράστια, ελεύθερη βαρών, περιουσία ότι η ως άνω εταιρία τους ήταν μια επιτυχημένη και κερδοφόρα επιχείρηση, με ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, χωρίς βάρη και δανειακές υποχρεώσεις, η οποία, μάλιστα, επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και ότι, ως εκ τούτου, η εκ μέρους τους οικονομική επένδυση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της, χάρη στην οποία, θα καθίστατο ευκολότερη η έκδοση εγγυητικών επιστολών σε συνάλλαγμα, υπέρ της εταιρείας, για τις συναλλαγές της στο εξωτερικό, θα είχε γι' αυτούς ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον, διότι, θα τους εξασφάλιζε, χωρίς, διακινδύνευση, εισόδημα από τόκους, το οποίο θα προέκυπτε, βάσει, επιτοκίου, μεγαλυτέρου, κατά 1%, από το τρέχον. Οι σχετικές συζητήσεις αφορούσαν στη σύσταση ενεχύρου, για ποσό 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α, δια του οποίου θα εξασφαλίζονταν οι απαιτήσεις της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.",σύμφωνα, με τα κατωτέρω, ειδικότερα αναφερόμενα. Την ανωτέρω πρόταση διατύπωσε, μόνος του, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη ή συμμετοχή του γιου του και β' κατηγορουμένου, ΑΑ (βλ. την από 25ης/1/2007, ανωμοτί κατάθεση της εκκαλούσας ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή). Όπως προκύπτει, από το επισυναπτόμενο, Ιδιωτικό Συμφωνητικό, με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1999, που συνήφθη, μεταξύ, του εκκαλούντος Χ και του Ω, ο εκκαλών, προκειμένου, να διαλύσει οποιαδήποτε ανησυχία της εκκαλούσας και του συζύγου της, σχετικά, με τη δυνατότητα του ίδιου και της εταιρίας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", με το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", να τους εξοφλήσουν το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, σε περίπτωση, κατά την οποία η "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." προέβαινε σε οποιαδήποτε δέσμευση ή είσπραξη της ενεχυρασθείσας καταθέσεως τους, αφενός μεν, εξέδωσε, ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας, (η οποία θα όφειλε το εν λόγω ποσό), την υπ' αριθμ. ..., λευκή - ως προς την ημερομηνία έκδοσης - επιταγή, ποσού 87.607.800 δρχ., σε διαταγή του Ω, την οποία και του παρέδωσε, αφετέρου δε, παρέδωσε σε αμφότερους, ως ενέχυρο, 4.000 ανώνυμες - εις τον κομιστή - μετοχές της ανωτέρω εταιρίας, "ΣΤΑΡ Α.Ε.", ονομαστικής αξίας 1.317 δρχ. και πραγματικής αξίας - κατά τους ισχυρισμούς του - 25.000 δρχ. εκάστη. Στο προαναφερόμενο Ιδιωτικό Συμφωνητικό "της 4ης Φεβρουαρίου 1999", από το οποίο προκύπτουν η έκδοση και η παράδοση της ανωτέρω επιταγής και η κατάρτιση ενεχύρου, επί των μετοχών της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", αναφέρεται, επίσης, ότι η ανωτέρω εταιρεία είναι οφειλέτρια ποσού "306.000 δολλαρίων Η.Π.Α", "το οποίο θα επιστραφεί την 9η/8/99" και ότι ο δανειστής (Ω) προέβη σε άτοκο και φιλικό δανεισμό". Υπό τις ως άνω, συνθήκες, η εκκαλούσα εγκαλούσα και ο σύζυγος της πείσθηκαν, να χρηματοδοτήσουν την εταιρεία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με το ποσό των "300.000" δολλαρίων ΗΠΑ, και έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου 1999, αφού, προηγουμένως, κατέθεσαν το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, στον υπ' αριθμ. ... κοινό προθεσμιακό λογαριασμό στην "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", εν συνεχεία, με την υπ' αριθμ. ... Πράξη ενεχυριάσεως "συνέστησαν ενέχυρο, υπέρ της Τράπεζας, με την επωνυμία "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", επί του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού της κοινής καταθέσεως τους, (αυτής και του ανωτέρω συζύγου της), σε δολλάρια ΗΠΑ, στην ίδια ανωτέρω Τράπεζα, εις ασφάλεια των απαιτήσεων της τελευταίας, κατά της προαναφερόμενης εταιρίας, για κάθε απαίτηση της, που προερχόταν, από την υπ' αριθμ. ... σύμβαση πίστωσης, δι' ανοικτού λογαριασμού, (αρχικού ποσού 230.000.000 δρχ.), μέχρι του ποσού των 600.000.000, (εξακοσίων εκατομμυρίων δρχ.), τον οποίο η ανωτέρω εταιρία, είχε, προηγουμένως, συνάψει, με την προαναφερομένη Τράπεζα, όπως, αυτή η σύμβαση είχε διαμορφωθεί, μετά τις ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ, που καταρτίσθηκαν την 1η/8/1997, (για ποσό 100.000.000 δρχ), στις 24/9/1998, (για ποσό 50.000.000 δρχ) και στις 25/11/1998, (για ποσό 250.000.000 δρχ)" (Βλ. συνημ. όλα τα ανωτέρω έγγραφα). Σύμφωνα, με τα αναγραφόμενα στο υπ' αρίθμ. ... ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ του ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ, που επισυνάπτεται, στη δικογραφία, στις 9 Φεβρουαρίου του 1999, δηλαδή, κατά το χρόνο καταρτίσεως της ΠΡΑΞΕΩΣ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ, υπέρ της ΙΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, επί του ποσού των 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α, (βλ. ανωτ.), ήσαν ήδη απαιτητές οφειλές της εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", προς την ως άνω Τράπεζα, ύψους "100.000.000 δρχ" και "200.000.000 δρχ", προς εξασφάλιση των οποίων είχαν εγγραφεί, αντιστοίχως, στις 26/8/1997, στο Τόμο ... και στο φύλλο ..., οι υπ' αρίθμ. 1 και 2 ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ, υπέρ της εν λόγω, Τράπεζας. Οι εν λόγω, Προσημειώσεις ετράπησαν, σε υποθήκες, για ποσά 293.470,20 ευρώ και 586.940,40 ευρώ, στις 7/4/04 (Βλ. το ανωτέρω Πιστοποιητικό). Εκ των ανωτέρω, προκύπτει, ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, (στις 9/2/99), η εταιρεία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", (προς διασφάλιση των απαιτήσεων της οποίας, η εκκαλούσα και ο σύζυγος της συνέστησαν ενέχυρο, επί του ποσού των 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α.), ήταν, ήδη, βεβαρημένη, με την ανωτέρω, εξαιρετικά σημαντική οφειλή, συνολικού ύψους, τότε, τουλάχιστον "300.000.000 δρχ", την οποία δεν μπορούσε να καλύψει, με τα δικά της έσοδα, (μάλιστα, εκ του γεγονότος της μετατροπής αυτών των προσημειώσεων σε υποθήκες, το έτος 2004, προκύπτει, ότι η εν λόγω, οικονομική αδυναμία δεν ήταν παροδική), ως και ότι η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, όχι μόνο, δεν είχαν λάβει γνώση αυτού του γεγονότος, αλλά, αντιθέτως, συνεπεία, των προαναφερθεισών, ψευδών παραστάσεων του εκκαλούντα, ως προς την οικονομική ευρωστία του ιδίου και της, ως άνω, εταιρείας, είχε δημιουργηθεί σ' αυτούς η πεποίθηση, ότι με τη συμβολή της δικής τους χρηματοδοτήσεως, η μεν εταιρεία θα διευκολυνόταν, κατά τις συναλλαγές της στο εξωτερικό, αυτοί δε, προέβαιναν, σε επικερδή επένδυση. Μετά ταύτα, στις 16/5/2000, δηλαδή, μετά παρέλευση δέκα πέντε μηνών, από της καταρτίσεως της υπ' αριθμ. ... Πράξεως, ενεχυριάσεως απαιτήσεως, (Βλ.ανωτ.), και ενώ, η προθεσμιακή κατάθεση τους των 300.000 δολ. Η.Π.Α είχε υπερβεί το ποσό των 320.000 δολλαρίων Η.Π.Α χάρι, στον κερδοφόρο τοκισμό τους, (όπως, αναφέρεται στην έγκληση, σελ. 5), η εγκαλούσα και ο σύζυγος της, προς κάλυψη εκτάκτων οικονομικών αναγκών τους, πραγματοποίησαν ανάληψη ποσού 163.358 δολλαρίων ΗΠΑ, από τον, ως άνω, υπ' αριθμ. ... ενεχυριασθέντα κοινό προθεσμιακό Τραπεζικό λογαριασμό τους, με αποτέλεσμα, στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, (ο οποίος, μετά την ενεχυρίαση του ποσού των 300.000 δολ. Η.Π.Α προοριζόταν, για εξυπηρέτηση του υπ' αριθμ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της εταιρίας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με την "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", να μείνει πλέον, κατατεθειμένο, μόνον, το ποσό των "160.000" δολλαρίων ΗΠΑ. Μετά την ανάληψη των 163.358 δολλαρίων ΗΠΑ, κατόπιν, αιτήματος του εκκαλούντα κατηγορουμένου, Χ, (το οποίο έγινε δεκτό, από την εκκαλούσα και από το σύζυγο της), αφ' ενός μεν επεστράφησαν, στις 17/5/2000, 2.000 μετοχές της εταιρίας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", αφετέρου δε, αντικατεστάθη η υπ αριθμ. ..., λευκή - προς την ημερομηνία έκδοσης - επιταγής, ποσού 87.607.800 δρχ, με την υπ' αριθμ. ..., νέα, λευκή - ως προς τον τόπο και την ημερομηνία έκδοσης - οπισθογραφημένη επιταγή της Γενικής Τράπεζας (Κεντρικό Κατάστημα), εκδόσεως του β' κατηγορουμένου, ΑΑ, σε διαταγή του, ποσού 170.212,00 € (βλ. το αντίγραφο της ανωτέρω επιταγής και το χειρόγραφο σημείωμα, με ημερομηνία 17/5/2000, με τον έντυπο τίτλο STAR). Στις 18 Δεκεμβρίου του 2000, ενεγράφη, εις βάρος, της εν λόγω εταιρείας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", Προσημείωση Υποθήκης, για ποσό "2.201.027,15 ευρώ", υπέρ της Τράπεζας Κύπρου (Βλ. σχετ. τις σελ. 6 και 7 του εγγράφου με τίτλο "ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ", στην οποία παραπέμπει η συνημμένη σ' αυτήν, υπ' αριθμ. ... Αίτηση Επικύρωσης Συμφωνίας Πιστωτών και Επιχείρησης, που υποβλήθηκε από τη παρούσα εταιρεία στο Εφετείο Θράκης). Εν συνεχεία, το Μάρτιο του έτους 2001, μετά την απορρόφηση της Τράπεζας, "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", από την Τράπεζα, με την επωνυμία "ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, επισκέφθηκαν το Υποκατάστημα της ΑΛΦΑ στην ..., προκειμένου, να διευθετήσουν κάποιο ζήτημα, που είχε ανακύψει, σχετικά, με τη μη καταβολή των τόκων της υπ' αριθμ. ... κοινής προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης τους, ύψους 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, για ένα τρίμηνο του έτους 2000. Το εν λόγω, ζήτημα, ρυθμίσθηκε από τον Διευθυντή ΔΔ, τρίτο κατηγορούμενο, (μετά, από τη μελέτη του φακέλου της υπ'αριθμ. ... ενεχυριασμένης, κοινής προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης της εκκαλούσας και του συζύγου της). Όμως, την ίδια ημέρα, προέκυψε και ότι αυτοί, ενώ, είχαν υπογράφει την υπ' αριθμ. ... πράξη ενεχυριάσεως της ανωτέρω κοινής προθεσμιακής καταθέσεως τους, προς εξασφάλιση της υπ'αριθμ. ... συμβάσεως πιστώσεως, δι ανοικτού λογαριασμού, (που είχε συνάψει η εταιρία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με την "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", η οποία, εν συνεχεία, απορροφήθηκε, από την Τράπεζα "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε."), δεν είχαν υπογράψει, ως εγγυητές, στη σχετική σύμβαση πιστώσεως, υπέρ της ανωτέρω αναφερόμενης εταιρίας. Η εν λόγω, υποχρέωση επιβάλλεται, βάσει, των οριζομένων, στην από 22ας/5/1989, ισχύουσα Γνωμοδότηση της Διευθύνσεως Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε." (Βλ. συνημ. το εν λόγω, έγγραφο, από το οποίο προκύπτει, ότι το συνιστώμενο ενέχυρο θα πρέπει, να συνδέεται, με κάποια σχέση, διότι, άλλως, η σύμβαση μένει μετέωρη και ότι, για τη μεγαλύτερη εξασφάλιση της Τράπεζας θα πρέπει, ο τρίτος να ενεχυριάζει τις απαιτήσεις του, αφού, προηγουμένως, υπογράψει, ως εγγυητής). Έτσι, με πρωτοβουλία του γ' κατηγορουμένου, ΔΔ, η εκκαλούσα, ο σύζυγος της και ο εκκαλών κατηγορούμενος, Χ, ως Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και Νόμιμος Εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρίας, ΣΤΑΡ, κλήθηκαν στο υποκατάστημα ... της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", προκειμένου, αφενός μεν, να συνάψουν ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ, επί της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως πιστώσεως, δι' ανοικτού λογαριασμού, υπέρ της εταιρίας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", (όπως, ο εν λόγω, λογαριασμός είχε διαμορφωθεί με τις τροποποιητικές συμβάσεις, βλ. ανωτ.), ευθυνόμενοι, εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτες, για το ποσό των 600.000.000 ευρώ", στο οποίο αφορούσε ο εν λόγω, λογαριασμός αφετέρου δε, να υπογράψουν νέα Σύμβαση Ενεχύρου της ανωτέρω κοινής προθεσμιακής καταθέσεως τους, (159.175,19 δολ. Η.Π.Α), προς εξασφάλιση -της ανωτέρω, ..., Συμβάσεως Πιστώσεως, υπέρ της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", καθολικής διαδόχου της Τράπεζας "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.". Πράγματι, στις 13/3/2001, η Ψ και ο σύζυγος της πήγαν, στην ..., στο υποκατάστημα της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", όπου, αφού, προηγουμένως, ο Διευθυντής τρίτος κατηγορούμενος, ΔΔ, και οι υπάλληλοι, του ίδιου καταστήματος, ΒΒ και ΓΓ, τους παρέσχον όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις, σχετικά με το είδος, με τη φύση και με τις συνέπειες των Συμβάσεων, που επρόκειτο να υπογράψουν, (βλ. τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, ΒΒ, ΓΓ και ΣΤ, καθώς και την απολογία και το απολογητικό υπόμνημα του ΔΔ), αυτοί, εν γνώσει, υπέγραψαν τις εξής, συγκεκριμένα, Συμβάσεις: α) τις υπ' αριθ. ..., δύο (2) Συμβάσεις, (μία έκαστος), ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ της υπ' αριθμ. ... Σύμβασης Πιστώσεως, δι' ανοικτού λογαριασμού, υπέρ της εταιρίας "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", "ΣΤΑΡ Α.Ε.", (βλ. αμέσως, ανωτ.), και β) τις από 13/3/2001, δύο (2) συμβάσεις, (μία έκαστος) "ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ", με τις οποίες συνέστησαν, ενέχυρο, υπέρ της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", επί της υπ' αριθμ. ... κοινής καταθέσεως τους, ύψους (τότε) 159.175,19 δολλαρίων ΗΠΑ σε πίστωση του υπ' αριθμ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της ως άνω, εταιρίας "ΣΤΑΡ Α.Ε." με την ανωτέρω Τράπεζα, ύψους - τότε - 600.000.000 δρχ. (Βλ. συνημ. όλες τις ανωτ. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ). Σχετικώς, με την υπογραφή, στις 13/3/2001, των ανωτέρω Συμβάσεων, ορθώς, επισημαίνεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, ότι τόσο, η εγκαλούσα, Ψ, η οποία, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο υπ' αριθμ. ... δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας, (εκδοθέντος από το IB' Παρ. Ασφαλείας Αθηνών, βλ. τη φωτοτυπία αυτού), ήταν επιχειρηματίας όσο και ο σύζυγος της, Ω, ο οποίος σύμφωνα με την αντίστοιχη, προς την ανωτέρω, εγγραφή, επί του υπ' αριθμ. ... δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας, (εκδοθέντος από το Τ Παρ. Ασφαλείας Πειραιώς, βλ. τη φωτοτυπία αυτού), ήταν υπάλληλος και δη πιλότος της Ολυμπιακής Αεροπορίας, κατά τεκμήριο, είχαν τις απαιτούμενες γραμματικές και κοινωνικές γνώσεις, ώστε, να αντιληφθούν το είδος, τη φύση και τις συνέπειες των εγγράφων - δικαιοπραξιών, τις οποίες υπέγραψαν, σύμφωνα, με τα προαναφερόμενα. Επίσης, οι μάρτυρες, ΒΒ, ΓΓ και ΣΤ βεβαιώνουν, πειστικά, ότι, η εγκαλούσα και ο ανωτέρω σύζυγος της, πριν, υπογράψουν τις ανωτέρω γραπτές συμβάσεις, διάβασαν το περιεχόμενο τους, το οποίο αναλύθηκε λεπτομερώς και διευκρινίσθηκε, σ' αυτούς, τόσο, από τους ίδιους, όσο, και από τον ΔΔ, τρίτο κατηγορούμενο, Διευθυντή - τότε - του υποκαταστήματος ... της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.". (Βλ. τις ένορκες καταθέσεις των ανωτ. μαρτύρων). Κατόπιν, των κατά τα ανωτέρω προκυψάντων, αποδυναμώνεται καθοριστικά ο ισχυρισμός της εγκαλούσας, Ψ, σύμφωνα, με τον οποίο, στις 13/3/2001, κατά την υπογραφή, των νέων συμβάσεων παροχής ενεχύρου - εκχώρησης απαιτήσεων, αυτή και ο σύζυγος της παραπλανήθηκαν, σχετικά, με την ταυτότητα των εγγράφων, που υπέγραψαν, ως συμβάσεων ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ και ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ της ανωτέρω κοινής τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης τους, στην ίδια Τράπεζα, (βλ. ανωτ.). Επιπροσθέτως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε, ότι η εκκαλούσα Ψ και ο σύζυγος της, πριν, προβούν στην υπογραφή των προαναφερθεισών Συμβάσεων, (Ενεχυριάσεως και Εγγυήσεως), στις 31/3/2001, είχαν ενημερωθεί, τουλάχιστον, για την εγγραφή Προσημειώσεως Υποθήκης, (για ποσό 2.201.027,15 ευρώ), υπέρ της Τράπεζας Κύπρου, (βλ. ανωτ.), αντιθέτως, από όλα τα στοιχεία συνάγεται, ότι αυτοί αγνοούσαν το εν λόγω, γεγονός. Ακολούθως, στις 31/5/2002, εξ αιτίας, της επιδεινώσεως της πορείας των οικονομικών της oφειλέτριας εταιρείας, "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε.", που έφερε το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", η κατά τα ανωτέρω, πιστούχος Τράπεζα "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", κατήγγειλε την υπ' αριθμ. ... σύμβαση πιστώσεως, με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό της προαναφερομένης εταιρίας και κάλεσε, τόσο εκείνη, (την εταιρεία), ως πρωτοφειλέτρια, όσο και τον εκκαλούντα Χ (α' κατηγορούμενο), τον Ω και την εκκαλούσα Ψ, ως εγγυητές, να καταβάλουν, σ' αυτήν, έκαστος εις ολόκληρον, το χρεωστικό υπόλοιπο του ανωτέρω κλεισθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, το οποίο, κατά την 31η /5/2002, ανερχόταν στο ποσό των 196.321,43 € (Βλ. συνημ. το Αντίγραφο λογαριασμού χορηγήσεων, επί του λογ. ...). Παραλλήλως, η ανωτέρω Τράπεζα, στις 27/5/2002, προς ικανοποίηση της απαιτήσεως της, κατά της οφειλέτριάς της εταιρίας, "ΣΤΑΡ Α.Ε.", η οποία προερχόταν, από το υπόλοιπο του ανωτέρω κλεισθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, δέσμευσε και εισέπραξε το σύνολο του ποσού των 177.728,55 €, στο οποίο, ανερχόταν, τότε, η ενεχυριασθείσα, υπέρ αυτής, από την εκκαλούσα και από το σύζυγο της, υπ' αριθμ. ... κοινή προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση αυτών, σε πίστωση του υπ' αριθμ. ... ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού της εταιρίας, με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.", με την ίδια (την ανωτέρω Τράπεζα), ύψους - (κατά το χρόνο, της καταρτίσεως της) -600.000.000 δρχ. Όμως, η "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", επιδιώκοντας την αναγκαστική είσπραξη, μέσω, της δικαστικής οδού, των ανωτέρω απαιτήσεων της, δια της περιουσίας της εκκαλούσας και του συζύγου της, ως εγγυητών, πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 8789/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατ' αυτών, (βλ. το αντίγραφο αυτής), βάσει, της οποίας, ως εκτελεστού τίτλου, με την υπ' αριθμ. ... κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση: α) Επί οριζόντιας ιδιοκτησίας - αποθήκης, με τον αριθμό 23, εμβαδού 8,00 Μ2, που βρισκόταν στο υπόγειο και β) επί οριζόντιας ιδιοκτησίας - χώρου στάθμευσης, με τον αριθμό 32, εμβαδού 10,00 Μ2, που βρισκόταν στην πυλωτή της επί της οδού ...-... πολυκατοικίας. Η κατά τα ανωτέρω επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση της υπ' αριθμ. 8789/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανεστάλη, (μετά από σχετική αίτηση της εκκαλούσας και του συζύγου της), με την υπ' αριθμ. 4432/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων (βλ. το αντίγραφο αυτής). Εν συνεχεία, η ανωτέρω Τράπεζα, προκειμένου, να εισπράξει αναφερθείσες απαιτήσεις της, κατά της εταιρείας ΣΤΑΡ, δια των περιουσιακών στοιχείων της εκκαλούσας και του συζύγου της, ενέγραψε προσγείωση υποθήκης, επί του ευρισκόμενου στον 6° όροφο της, επί της οδού ... αρ. ... -..., διαμερίσματος της ανωτέρω πολυκατοικίας, ιδιοκτησίας του Ω, το οποίο, σημειωτέον, ότι ήταν, ήδη, κατεσχημένο αναγκαστικά, από την επισπεύδουσα "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", (βάσει, της υπ' αριθμ. ... εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., και μέχρι τότε, δεν είχε εκπλειστηριασθεί). Η "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", στις 15/4/2004, κατά τον, κατά τα ανωτέρω επιισπευδόμενο, πλειστηριασμό, προέβη σε γραπτή αναγγελία της απαιτήσεως της, ανερχομένης, συνολικά, στο ποσό των 498.629,94 € (βλ. την από 15ης/4/2004 αναγγελία της Τράπεζας "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε." και την υπ' αριθμ. ... δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ανωτέρω Τράπεζας). Εκ των ανωτέρω ενεργειών της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε.", εις βάρος, των περιουσιακών στοιχείων της Ψ και του συζύγου της Ω, προκύπτει, ότι η συνολική ζημία, την οποία υπέστησαν αυτοί, ως ενεχυρούχοι δανειστές και ως εγγυητές, των οφειλών της εταιρείας ΣΤΑΡ, (βλ. ανωτ.), ανέρχεται, στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των "669.892,99 ευρώ", ("177,782,55 ευρώ + 492.110,44 ευρώ = 669.892,99 ευρώ"). Από τις επισυναπτόμενες στη παρούσα δικογραφία: α) υπ' αρίθμ. ... Αίτηση Επικύρωσης Συμφωνίας Πιστωτών και Επιχείρησης, που υποβλήθηκε, από τη παρούσα εταιρεία, στο Εφετείο Θράκης, (βλ. τη σελ. 2 αυτής), β "ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ", που επισυνάπτεται στη αμέσως, προηγουμένη Αίτηση, (βλ. ιδίως, τις σελίδες σελ. 5 - 8) και γ) υπ' αρίθμ. 612 / //3 Απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, προκύπτει, ότι, στις 31/12/2003, η επιχείρηση με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ΣΤΑΡ Α.Ε.": I) όφειλε προς τους πάσης φύσεως πιστωτές της, Δημόσιο, Τράπεζες και Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, το συνολικό ποσό των "18.122.811,26 ευρώ", II) όφειλε προς τους συμβαλλομένους πιστωτές της, το ποσό των "11.057.758,89 ευρώ", (ποσοστό 61,0157%, επί του γενικού συνόλου των υποχρεώσεων) και III) ήταν βεβαρημένη με εμπράγματες ασφάλειες, συνολικού ύψους, "14.970.186,40 ευρώ". Τέλος, από την έγκληση, με στοιχεία ABM A 2004/3736, του ΕΕ, η οποία επισυνάπτεται στη δικογραφία, προκύπτει, ότι ο νυν πρώτος κατηγορούμενος, (εκκαλών), κατηγορήθηκε από τον ανωτέρω, ότι, δια της επιδείξεως απατηλής συμπεριφοράς, όμοιας με την υπό κρίσιν, και με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της εταιρείας του, προσήγγιζε άτομα του φιλικού περιβάλλοντός του, στο οποίο περιλαμβανόταν και ο ανωτέρω εγκαλών, (ΕΕ), από τον οποίο, στις αρχές του Ιουλίου του 2000, απέσπασε, σύμφωνα, με τους ισχυρισμούς του, εγγυητική επιστολή αξίας "300.000 δολ. Η.Π.Α.", προκειμένου, να εισαγάγει η εταιρεία του σιτηρά, σε τιμή, ευκαιρίας, τα οποία κινδύνευαν να χάσουν, εξ αιτίας, του ότι καθυστερούσε η καταβολή σ' αυτήν, της εγκεκριμένης πριμοδότησης της, ύψους 747.467,116 δρχ, από τη Γεν. Γραμματεία Μακεδονίας - Θράκης, (του επέδειξαν τη σχετική Εγκριτική Έκθεση). Σύμφωνα, με το περιεχόμενο της ΑΒΜ Α 2004/3736, ο Χ και ο ΕΕ, στις 8/8/2000, συνυπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο νυν εκκαλών ανελάμβανε την υποχρέωση, να του μεταβιβάσει 14.000 μετοχές της εταιρείας του, μέσα, σ' ένα έτος, από τότε, και εφ' όσον, βεβαίως, η εταιρεία ΣΤΑΡ Α.Ε θα εισήγετο στο ΧΑΑ. Ο ΕΕισχυρίζεται, ότι υπέστη οικονομική ζημία κ.λ.π. και ότι η εν λόγω, εταιρεία ήταν κατάχρεη με οφειλές 18.277.726,57 ευρώ, ενώ, το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν στα 6.215.168,74 ευρώ (βλ. την εν λόγω, έγκληση). Από τη συνεκτίμηση των στοιχείων του αποδεικτικού υλικού, αφ' ενός μεν, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις περί του ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, προέβη τόσο στις ενέργειες για τις οποίες παραπέμπεται με το εκκαλούμενο βούλευμα για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, όσο και σε εκείνες για τις οποίες απηλλάγη με αυτό, οι οποίες συναρτώνται με τα γεγονότα της 13ης/ 3/01, αφ' ετέρου δε, δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη παραπομπή στο ακροατήριο των συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι με το ίδιο βούλευμα απηλλάγησαν των κατηγοριών, που τους είχαν αποδοθεί. Στον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό και στη περιγραφή του εγκλήματος, για το οποίο θα πρέπει, να παραπεμφθεί ο εκκαλών, αναφερόμαστε, ειδικότερα κατωτέρω. Σχετικώς, με τη συναγωγή των προαναφερθέντων, νομικών συμπερασμάτων, εκτίθενται τα ακόλουθα: Α) Ως προς το παραπεμπτικό σκέλος του εκκαλουμένου βουλεύματος, κατόπιν, όσων, κατά τα ανωτέρω, παρετέθησαν, συνάγεται, ότι με αυτό: Ι) καλώς, κρίθηκαν, ως επαρκείς, οι ενδείξεις που προέκυψαν, (στο βαθμό, που απαιτείται, για τη παραπομπή στο ακροατήριο), εις βάρος, του εκκαλούντος κατηγορουμένου, οι οποίες όμως, στοιχειοθετούν το κακούργημα "της απάτης, που διαπράχθηκε, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, προκληθείσας εξ αυτού αντιστοίχου ζημίας σε ξένη περιουσία, συνολικού ύψους, υπερβαίνοντος το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000), δραχμών, (15.000 ευρώ), τελεσθείσας, από υπαίτιο, που διαπράττει απάτες, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια", κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό και κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας (επιτρεπτή η προσθήκη ακόμη και επιβαρυντικής περιστάσεως από το Συμβούλιο Εφετών επί εφέσεως του κατηγορουμένου, ΑΠ 1281/85 ΠΧΡ ΛΣΤ 272 κ.λ.π βλ. ανωτ.), σύμφωνα με την οποία (την απαγγελθείσα κατηγορία το εν λόγω έγκλημα εφέρετο ως τελεσθέν βάσει των οριζομένων στις διατάξεις της παραγράφου 3β του άρθρου 386 Π.Κ, ενώ κατά το χρόνο της τελέσεως αυτού και για τους λόγους, που αναλύονται κατωτέρω, δεν είχαν θεσπισθεί ακόμη οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της τρίτης παραγράφου του άρθρου 386 Π.Κ, οι οποίες συνιστούν νέα ποινική ρύθμιση και τέθηκαν σε ισχύ με το Ν. 2721/99 (η εν λόγω, ρύθμιση, του β ' εδαφ. είναι αυστηρότερη εκείνης που ίσχυε πριν από το νόμο 2721/99 και εφαρμόζεται στις πράξεις που τελέσθηκαν μετά από αυτόν ενώ για τις πρότερον τελεσθείσες (δηλ. πριν από τις 3/6/99 εφαρμόζεται το εδάφιο α της παραγρ. 3, που θεσπίζει ευνοϊκότερη αντιμετώπιση για το κατηγορούμενο, ΑΠ 1801/07, ΣΤ ' Ποινικό Τμήμα). Ως προς τους λόγους, που προβάλλονται, με την ασκηθείσα έφεση του παραπεμπομένου κατηγορουμένου, σημειώνεται, ότι αυτοί, όχι μόνον, δεν βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού αλλ' αντιθέτως, κλονίζονται καθοριστικά από αυτά. Βάσει, της προαναφερθείσας διερευνήσεως, σε πραγματικό επίπεδο, και κατόπιν, της ποινικής αξιολογήσεως των υπό κρίσιν, ενεργειών, που συναρτώνται αναγκαστικά, με τα γεγονότα της παραπλανήσεως ή μη της εκκαλούσας και του συζύγου της, με το χρόνο τελέσεως αυτής, με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της προκληθείσας πλάνης και των περιουσιακών διαθέσεων των ανωτέρω καθώς και με το αν αυτές οι περιουσιακές διαθέσεις συνεπέφεραν τη περιουσιακή τους ζημία, εστιάζουμε, ειδικότερα, στις ακόλουθες διαπιστώσεις, τις οποίες θεωρούμε καθοριστικές, για τη στοιχειοθέτηση του επιδίκου εγκλήματος . Συγκεκριμένα: Προέκυψε, ότι, στις 9 Φεβρουαρίου του 1999, όταν καταρτίσθηκε η υπ' αριθμ. ...ΠΡΑΞΗ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ, εκκρεμούσαν, κατά της εταιρείας "ΣΤΑΡ Α.Ε.", απαιτήσεις της "ΙΟΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤHΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", συνολικού ύψους, 300.000.000 δρχ (200.000.000 και 100.000.000 δρχ), βάσει, των οποίων είχαν εγγραφεί προσημειώσεις υποθήκης, από τις 26/8/97, (βλ. ανωτ.). Προέκυψε, ότι, στις 13 Μαρτίου του 2001, όταν καταρτίσθηκαν οι νέες συμβάσεις παροχής ενεχύρου και εγγυήσεως, η εταιρεία ΣΤΑΡ Α.Ε ήταν βεβαρυμένη, οικονομικά, ακόμη περισσότερο, απ' ότι στις 9/2/99, δεδομένου, ότι στις 18/12/2000, η Τράπεζα Κύπρου είχε εγγράψει, εις βάρος της, Προσημείωση υποθήκης, για ποσό 2.201.027,15 ευρώ. Προέκυψε, ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος επανελάμβανε την απατηλή συμπεριφορά, που επέδειξε στις 9/2/99, χωρίς, να γνωστοποιήσει τα ανωτέρω, δυσμενή στοιχεία, που αφορούσαν στη περιουσιακή κατάσταση της εν λόγω, εταιρείας, στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της. (Η επίκληση, μόνον, των αμέσως, ως άνω, μνημονευθεισών οφειλών, παρά το γεγονός, ότι, η εταιρεία ΣΤΑΡ, στις 31/12/03 φέρεται βεβαρημένη με χρέη, ύψους "18.122.811,26 ευρώ", γίνεται, ενδεικτικά, διότι, αυτές οι οφειλές είναι οι μόνες, ως προς τις οποίες, από τα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει, με βεβαιότητα, απολύτως, συγκεκριμένος χρόνος τελέσεως, ο οποίος, αντιστοίχως, προηγείται, των χρόνων, κατά τους οποίους η εκκαλούσα και ο σύζυγος της προέβησαν στην υπογραφή των υπό κρίσιν, συμβάσεων, (στις 9/2/99 και στις 13/3/01), που απέβησαν οικονομικά ζημιογόνες γι' αυτούς). Ως εκ των ανωτέρω, δια των ψευδών παραστάσεων, σχετικώς, με την οικονομική ευρωστία της εταιρείας, που έλαβαν χώρα, στις 9/2/99, και δια των αντιστοίχου φύσεως διαβεβαιώσεων, περί αυτής, που επαναλαμβάνονταν, μέχρι τις 13/3/01, (καθ'ην στιγμή, αποδεδειγμένα, υφίσταντο πολύ σημαντικά χρέη), δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε η πεποίθηση στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της, περί του ότι, στις 13/3/01, δια της υπογραφής των συμβάσεων, τις οποίες κλήθηκαν, να υπογράψουν, όπως, και υπέγραψαν εκείνη την ημέρα, δεν έθεταν, υπό διακινδύνευση, ούτε, τη περιουσία τους, γενικότερα, εγγυόμενοι, υπέρ της "ΣΤΑΡ Α.Ε", (πιστούχου, της Τράπεζας ΑΛΦΑ, βάσει, της υπ'αριθμ. ... Συμβάσεως Πιστώσεως, μετά τη συγχώνευση της με την ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ), ούτε, το ποσό των 159.175,19 δολ. Η.Π.Α, δια της συστάσεως ενεχύρου, επί αυτού. Το γεγονός, ότι δέκα πέντε μήνες, μετά τη κατάρτιση της πρώτης Συμβάσεως (της υπ' αριθμ. ...), η εκκαλούσα και ο σύζυγος της εισέπραξαν, κατόπιν, δικού τους αιτήματος, το ήμισυ του ποσού, επί του οποίου, αρχικά, είχαν συστήσει ενέχυρο, (προς ασφάλεια της Τράπεζας, για τις απαιτήσεις της, από την υπ' αριθμ. ... Σύμβαση, βλ. ανωτ.), δεν αρκεί, για να υποβαθμίσει, καθοριστικά, υπέρ του εκκαλούντος, την αποδεικτική ισχύ των γεγονότων, που στηρίζουν την άποψη, περί, της, εκ μέρους του, παραπλανήσεως της εκκαλούσας και του συζύγου της και περί της άμεσα συνδεόμενης, με αυτή τη παραπλάνηση, περιουσιακής τους ζημίας, αντιθέτως, μάλιστα, από την αξιολόγηση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του εκκαλούντα, συνδυαστικά, με το ιστορικό της παρούσας υποθέσεως, συνάγεται, ότι δι'αυτής, στηρίχθηκε, ακόμη περισσότερο η διαμορφωθείσα εσφαλμένα, (εξ αιτίας, της προηγηθείσας δικής του στάσεως), θετική εντύπωση των ανωτέρω, για τη καλή περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας του, καθ' ήν στιγμή, ήταν πλέον ή βέβαιο, ότι, στις 13/3/01, όταν η εκκαλούσα και ο σύζυγος της δεσμεύθηκαν, με τη σύμβαση ενεχύρου, επί του ποσού των "159.175,19 δολ. Η.Π.Α" και με τη σύμβαση εγγυήσεως, "εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτες", για το, αρχικό, συνολικό ποσό των "600.000.000" δρχ, εκκρεμούσαν, εις βάρος της, πολλές και μεγάλου ύψους οικονομικές απαιτήσεις. Εν κατακλείδι, από όλα τα στοιχεία προέκυψε, στον προαναφερθέντα βαθμό ενδείξεων:
Ι) Ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, στις 9/2/99, δια των μνημονευθεισών ψευδών παραστάσεων του, (που αφορούσαν στη περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ΣΤΑΡ, την οποία εκπροσωπούσε), τις οποίες επαναλάμβανε, μέχρι, τις 13/3/01, προς την εκκαλούσα και προς το σύζυγο της, δημιούργησε και εδραίωσε σ' αυτούς πεπλανημένη πεποίθηση, περί ομαλής και κερδοφόρας πορείας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ως άνω εταιρείας και έτσι τους έπεισε, να προβούν, στις 13/3/01, στην υπογραφή των υπό κρίσιν τεσσάρων Συμβάσεων, (ενεχύρου και εγγυήσεως), που αναφέρθηκαν, ανωτέρω, εξ αιτίας, των οποίων, εκείνοι, υπέστησαν, εν συνεχεία, περιουσιακή ζημία, σύμφωνα, με τα λεπτομερώς, ήδη, παρατεθέντα.
II) Ότι ο εκκαλών, ενεργώντας, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "ΣΤΑΡ Α.Ε.", σκόπευε, με τη προαναφερθείσα, κατ' επανάληψη εκδηλωθείσα, συμπεριφορά του, να ενισχύσει παράνομα τη περιουσία της, δια της οικονομικής συμβολής της εκκαλούσας και του συζύγου της, στη κάλυψη των κατ' αυτής απαιτήσεων, αρχικώς, της Τράπεζας ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, οι οποίες στηρίζονταν στην υπ' αριθμ. ...Σύμβαση Πιστώσεως και των τροποποιητικών αυτής, συνολικού ποσού "600.000.000 δρχ.", και, εν συνεχεία, της ALPHA BANK, με την οποία συγχωνεύθηκε η πρώτη, (βλ. ανωτ.).
ΙΙΙ) Εάν η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, από τις 9/2/99, μέχρι και τις 13/3/01, είχαν υπ' όψιν τους την αληθινή εικόνα της περιουσιακής καταστάσεως της "ΣΤΑΡ Α.Ε." και όχι αυτή, που τους παρουσίαζε ο εκκαλών κατηγορούμενος, δεν θα δεσμεύονταν με την υπογραφή των επιδίκων τεσσάρων Συμβάσεων, δια των οποίων έθεσαν, σε άμεσο και βέβαιο κίνδυνο τη δική τους περιουσία, όπως, και συνέβη, δια της επελθούσας βλάβης αυτής. (βλ. ανωτ. αλλά και αμέσως, κατωτ.).
IV) Η περιουσιακή ζημία την οποία υπέστησαν η εκκαλούσα και ο σύζυγος της αποτελείται, ειδικότερα:
α) Από το ποσό των "177.782,55 ευρώ", το οποίο, (όπως, αναφέρεται και στην έγκληση, (σελ. 16), αποτελούσε το σύνολο του ενεχυριασμένου δολλαριακού λογαριασμού τους, όπως δε, προκύπτει, από τα δύο αντίγραφα των συνημμένων ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΝΕΧΥΡΟΥ, που υπογράφηκαν, στις 13/3/01, το ανωτέρω ποσό προέρχεται από το ποσό των "159.175,19 δολ. Η.Π.Α.", που ήταν κατατεθειμένο, στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό καταθέσεως της εκκαλούσας και του συζύγου της, επί του οποίου συνεστήθη ενέχυρο, στις 13/3/01, προς ασφάλεια της υπ' αριθμ. ... Συμβάσεως Πιστώσεως. (βλ.τα εν λόγω, έγγραφα, ως ανωτ.).
Συνεπώς, από τις 13/3/01 και εντεύθεν, οι απαιτήσεις της Τράπεζας, που απέρρεαν, από την υπ' αριθμ. ... Σύμβαση Πιστώσεως και από τις τροποποιητικές αυτής συμβάσεις, διασφαλίζονταν, με τις δύο νέες Συμβάσεις ενεχύρου, που είχαν συσταθεί, (αναγκαστικά, λόγω, της συγχωνεύσεως των Τραπεζών, για την εξασφάλιση της ALPHA BANK, επί του ποσού των "159.175,19 δολ. Η.Π.Α"), και όχι, με τη προηγουμένη, υπ' αριθμ. ... Σύμβαση (βλ. ανωτ.), η οποία, μετά τη 13η/3/01, κατέστη ανενεργή. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται προφανές, ότι η είσπραξη του ποσού των "177.782,55 ευρώ" από τη Τράπεζα ALPHA BANK υλοποιήθηκε, βάσει, των Συμβάσεων ενεχύρου, που συνεστήθησαν, στις 13/3/01, και όχι βάσει, της υπ' αριθμ. ... ΠΡΑΞΕΩΣ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ, που υπογράφηκε, στις 9/2/99.
β) Από το ποσό των "492.110,44 ευρώ", το οποίο, η εκκαλούσα και ο σύζυγος της, διατάχθηκαν να καταβάλουν, με την υπ' αριθμ. 8789/2003 Διαταγή Πληρωμής, η οποία εκδόθηκε, κατ' αυτών, βάσει, των δύο Συμβάσεων Εγγυήσεως, που υπογράφηκαν, από την εκκαλούσα και από το σύζυγο της, στις 13/3/01, εξ αιτίας, της παραπλανήσεως τους από τον πρώτο κατηγορούμενο, η οποία όμως, υπήρξε αποτέλεσμα, (όπως, και στις περιπτώσεις των συμβάσεων ενεχύρου, που καταρτίσθηκαν, επίσης, στις 13/3/01), της εκ μέρους του παραστάσεως ψευδών στοιχείων, ως προς την εν γένει, περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, η οποία έλαβε χώρα στις 9/2/ 99 και επαναλαμβανόταν, μέχρι τις 13/3/01, (βλ. ανωτ.), και δεν οφείλεται στο γεγονός, ότι παρεπλανήθησαν, ως προς το περιεχόμενο, των Συμβάσεων Εγγυήσεως, τις οποίες υπέγραψαν, χωρίς, να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις, που ανελάμβαναν, δια της υπογραφής τους. (βλ. ανωτ.). Η είσπραξη του ανωτέρω ποσού επιδιώχθηκε, δια της κατασχέσεως της, πέραν, του ενεχυριασθέντος ποσού, περιουσίας των ζημιωθέντων. Εκ των αμέσως, ανωτέρω, προκύπτει αβίαστα, ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες, επιζήμιες περιουσιακές διαθέσεις, υπήρξαν αποτέλεσμα της ίδιας παραπλανητικής συμπεριφοράς του εκκαλούντα, που έλαβε χώρα στις 9/2/99, ενισχυθείσα με επακολουθήσασες ενέργειες του, απατηλού χαρακτήρα, ομοίου προς εκείνον της ανωτέρω συμπεριφοράς, έως τις 13/3/01, δηλαδή, έως ότου, καλλιεργήθηκε στους εξαπατηθέντες η επιδιωκομένη από αυτόν, πλάνη (βλ. ανωτ. ως και ΑΠ 935/03 ΠΧΡ ΝΔ 2004, σελ. 219), και συνδέονται, (οι εν λόγω, διαθέσεις), με την υπογραφή των δύο Συμβάσεων Ενεχύρου και των δύο Συμβάσεων Εγγυήσεως, στις 13/3/01. Οι ανωτέρω ενέργειες του εκκαλούντος στοιχειοθετούν προαναφερθέν έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, τελεσθείσας, άπαξ όχι, κατ' εξακολούθηση, εφ' όσον, στη παρούσα περίπτωση, δεν έλαβαν χώρα περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά, μεταξύ τους και κάθε μια να περιέχει τα στοιχεία του εγκλήματος της απάτης κ.λ.π. αλλά στις 9/2/99, εκδηλώθηκε από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο παραπλανητική συμπεριφορά, που συνεχίσθηκε με απατηλές διαβεβαιώσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονταν, μέχρι τη πραγματοποίηση του προαναφερθέντος σκοπουμένου στόχου, δηλαδή, μέχρις τις 13/3/01, όταν καλλιεργήθηκε στους εξαπατηθέντες η επιδιωκόμενη πλάνη, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η υπογραφή όλων των επίμαχων Συμβάσεων, την ίδια ημέρα, (δηλ. στις 13/3/01, βλ. ανωτ.), των οποίων η ενεργοποίηση επέφερε τη πρόκληση των ανωτέρω ζημιών στη περιουσία της εκκαλούσας και του συζύγου της (βλ. ΑΠ 935/03 ΠΧΡ ΝΔ 2004, σελ. 219 και ανωτ. το αντίστ. Νομικό μέρος, επί του κατ' εξακολ. Εγκλήματος). Ιδιαιτέρως τονίζεται, ότι από τα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει, πλέον ή επαρκώς, ότι στο πρόσωπο του εκκαλούντα κατηγορουμένου συντρέχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία του ότι "μετέρχεται, απάτες, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια", δεδομένου, ότι προέκυψε, στον προαναφερόμενο βαθμό ενδείξεων, ότι αυτός, κατά τρόπο, ανενδοίαστο και οργανωμένο, προέβαινε σε ενέργειες, χαρακτήρα, όμοιου αυτού, των υπό κρίσιν πράξεων, και μάλιστα, εις βάρος, ατόμων, του φιλικού του περιβάλλοντος, εκμεταλλευόμενος τη μεταξύ τους, οικειότητα, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη, που έτρεφαν εκείνοι, για το πρόσωπο του αλλά και το γεγονός, ότι εκπροσωπούσε μια εταιρεία, η οποία, είχε, πράγματι, "γράψει ιστορία", στον επιχειρηματικό χώρο, στον οποίο δραστηριοποιείτο, (βλ. ανωτ. τη περίπτωση του ΕΕ), με σκοπό, να εξασφαλίσει εισόδημα, προς βιοπορισμό, ως και ότι, ως εκ της προσωπικότητας του, πρέπει, προς τη τέλεση τέτοιων πράξεων. Κατά την άποψη μου, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, για το χαρακτηρισμό της προσωπικότητας του εκκαλούντα κατηγορουμένου, το γεγονός ότι αυτός τέλεσε τις υπό κρίσιν ενέργειες, ενώ, γνώριζε, από τη πρώτη στιγμή, που πρότεινε στην εκκαλούσα και στο σύζυγο της, να "συνεργασθούν οικονομικά", ότι η εταιρεία του εβαρύνετο ήδη, με χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων, (από το 1997, εκκρεμούσαν προσημειώσεις υποθήκης, ύψους, 300.000.000 δρχ βλ. ανωτ.), ως και ότι εξακολούθησε, να καλλιεργεί και να εκμεταλλεύεται τις προσδοκίες των ανωτέρω, για επικερδή επένδυση των χρημάτων τους, μέσω, της εταιρείας "ΣΤΑΡ Α.Ε", καίτοι, από όλα τα στοιχεία της επιχειρηματικής της πορείας και της οικονομικής της καταστάσεως προέκυπτε, μια σημαντικά προϊούσα επιδείνωση αυτής, ως και ότι ήταν πλέον, εξ αντικειμένου αδύνατον, να επέλθει βελτίωση στα οικονομικά της, και μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε, να είναι σε θέση, αφ' ενός μεν, να καλύψει τις, απαιτητές, ύψους "εκατομμυρίων ευρώ", οφειλές της, προς τρίτους, (Δημόσιο και ιδιώτες), αφ' ετέρου δε, να ικανοποιήσει τις επιχειρηματικές προσδοκίες της εκκαλούσας και του συζύγου της, τις οποίες εκείνος είχε δημιουργήσει. (Βλ. ανωτ. την αίτηση στο Εφετείο Θράκης).
Β) Ως προς το απαλλακτικό σκέλος του εκκαλουμένου βουλεύματος και τους αντιστοίχους, προβληθέντες από την εκκαλούσα, λόγους εφέσεως, πέραν, των ήδη, παρατεθέντων, αναφέρονται και τα εξής: Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, επαρκώς, ότι η εκκαλούσα Ψ και ο σύζυγος της, στις 9/2/99 και στις 13/3/01, δεν γνώριζαν την έννοια του περιεχομένου των Συμβάσεων, που υπέγραψαν. Αντίθετα, προέκυψε, ότι ενημερώθηκαν, από τους αρμοδίους υπαλλήλους. Επισημαίνεται, ιδιαιτέρως, ότι το κρισιμότερο γι' αυτούς τμήμα, από το περιεχόμενο των, μιάμισης, μόνο, σελίδας, Συμβάσεων Εγγυήσεως, αναπτύσσεται στη πρώτη σελίδα εκάστης εξ αυτών, στην οποία γράφεται, με απόλυτη σαφήνεια και κατά τρόπο, πλήρως, κατανοητό στον οποιοδήποτε, μέσης νοημοσύνης και ανεξαρτήτως μορφώσεως άνθρωπο, ότι "οι συμβαλλόμενοι ευθύνονταν, εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτες". Οι προβληματισμοί της εκκαλούσας, ως προς τη σκοπιμότητα, της εκ μέρους τους υπογραφής των επιδίκων Συμβάσεων, τις οποίες χαρακτηρίζει επαχθείς, δεν συναρτώνται αιτιωδώς, με την απόδοση "δολίων κινήτρων" στον απαλλασόμενο, (με το πρωτόδικο βούλευμα), τραπεζικό υπάλληλο ΔΔ, δεν συνιστούν, εις βάρος του, επαρκείς ενδείξεις τελέσεως του επιδίκου εγκλήματος και, κατά συνέπεια, δεν αρκούν για τη παραπομπή του. Μάλιστα δε, από το ίδιο το γεγονός, (το οποίο προέκυψε από τα προαναφερθέντα), ότι η εκκαλούσα και ο σύζυγος της ενήργησαν παραπλανηθέντες από τον εκκαλούντα, (α' κατηγορούμενο), επειδή, πίστεψαν, ότι η εταιρεία "ΣΤΑΡ Α.Ε." αντιμετώπιζε, μόνο, πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και είχε ανάγκη διευκολύνσεων, ειδικά, για τις συναλλαγές της στο εξωτερικό (βλ. έγκληση σελ. 2 και 3), αλλά και ότι επέκειντο η Επιχορήγηση της βάσει του Αναπτυξιακού Νόμου και ιδίως, η Εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, δίδονται, και οι απαντήσεις, στα "ρητορικά" ερωτήματα της εκκαλούσας, για το κίνητρο των ενεργειών της ιδίας και του συζύγου της, διότι είναι προφανές, ότι, εν όψει, των ως άνω, "αναμενόμενων θετικών εξελίξεων", αυτοί είχαν κίνητρο για να εγγυηθούν κ.λ.π. (δια της υπογραφής των επίμαχων συμβάσεων), εφ' όσον, ήταν πεπεισμένοι για το ότι υπήρχε βάσιμη και θετική προσδοκία, ως προς τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της "ΣΤΑΡ Α.Ε" και ότι, ως εκ τούτου, οι ίδιοι θα είχαν οικονομικό όφελος, όχι μόνον, εκ του υψηλότερου επιτοκίου, με το οποίο θα υπολογίζονταν οι τόκοι των καταθέσεων τους αλλά, κυρίως, και εκ της ανόδου της μετοχής της εταιρείας, μετά την εισαγωγή της στο Χ.Α.Α. Τελικώς, σημειώνεται, ότι οι λοιποί προβληματισμοί της εκκαλούσας δεν συναρτώνται με γεγονότα, που ασκούν επιρροή στη συγκρότηση του επιδίκου εγκλήματος, εις βάρος, των κατηγορουμένων, που απηλλάγησαν με το εκκαλούμενο βούλευμα, και, ως εκ τούτου, παρέλκει, ν' ασχοληθούμε με αυτούς. Περαιτέρω, καθίσταται προφανές, ότι, κατόπιν, όσων εξετέθησαν, ως προς τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, εις βάρος, του εκκαλούντα, Χ, θα πρέπει, να τροποποιηθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, καθ' ό μέρος αφορά σ' αυτόν και να αναδιατυπωθεί n κατηγορία για την οποία θα παραπεμφθεί, προκειμένου να δικασθεί, ως υπαίτιος κακουργηματικής απάτης, σύμφωνα, με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 386 παρ.3α-1β Π.Κ, με χρόνο, εκδηλώσεως της παραπλανητικής συμπεριφοράς, την 9η/2/99. Η υπογραφή των κρισίμων συμβάσεων στις 13/3/01, είναι το αποτέλεσμα της παραπλάνησης, που εκδηλώθηκε, στις 9/2/99. Η κατά τα προαναφερθέντα παραπομπή κατηγορουμένου, για πράξη, για την οποία απηλλάγη, με το πρωτόδικο βούλευμα είναι επιτρεπτή, εφ' όσον, το Συμβούλιό σας αποφαινόμενο, κατόπιν, δικής του εφέσεως, νομίμως, μπορεί να καταστήσει, ακόμη και χείρονα τη θέση του. Η αναδιατύπωση της κατηγορίας, για την οποία παραπέμφθηκε ο εκκαλών α' κατηγορούμενος, με το εκκαλούμενο βούλευμα, προτείνεται, ως πλέον δόκιμη. (Το νόμιμο των ανωτέρω μεταβολών της κατηγορίας προκύπτει, από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 317 παρ. 1, 2 και 318 Κ.Π.Δ, περί της αρμοδιότητας και της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου Εφετών, καθ' ό μέρος αυτές συναρτώνται, με στοιχεία του χαρακτηρισμού και του, εν γένει, βάσιμου της κατηγορίας, τα οποίος λαμβάνονται, υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως). Τόσο, η ανωτέρω παραπομπή, όσο και η αναδιατύπωση της επίδικης κατηγορίας πραγματοποιούνται, δια της χρησιμοποιήσεως στοιχείων, τα οποία, όχι μόνον, περιέχονται στη παρούσα δικογραφία και περιλαμβάνονται στο σκεπτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος αλλά, αποτελούν και αντικείμενο της κατηγορίας, που απαγγέλθηκε εις βάρος, του εκκαλούντα, από τον Ανακριτή, με συνέπεια, εκείνος, να έχει, ήδη, λάβει, γνώση όλων αυτών, ως στοιχείων της κατηγορίας, που τον βαρύνει. Ο προσδιορισμός της 9ης/2/99, ως χρόνου τελέσεως και ο νομικός χαρακτηρισμός του εγκλήματος, ως τελεσθέντος άπαξ και όχι κατ' εξακολούθηση, δεν επιβαρύνουν τη θέση του εκκαλούντα. Ο προσδιορισμός της απάτης, ως τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι επιτρεπτή και δεν συνιστά μεταβολή κατηγορίας και μάλιστα, ανεπίτρεπτη. Σημειώνεται, ιδιαιτέρως, ότι στη προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται, καν, περί χειροτερεύσεως, της θέσεως του ασκήσαντος έφεση κατηγορουμένου, η οποία εξ άλλου είναι επιτρεπτή για το Συμβούλιο Εφετών, (άρθρο 318 Κ.Π.Δ), αλλά, περί "σαφέστερου προσδιορισμού των στοιχείων της πράξεως, με τη προσθήκη στοιχείων, που περιέχονται, στη δικογραφία", (όπως, τα συγκεκριμένα χρέη, που υφίσταντο, πριν, από τις 9/2/99 και μεταξύ, 9ης/2/99 και 13ης/3/01,), (ΑΠ 1187/86 ΠΧΡΛΣΤ 1015, ΑΠ 1378/92 ΠΧΡ MB 1046, 1281/85 ΠΧΡ ΛΣΤ 272,που αναφέρονται, σε μεταβολή του προσώπου του παθόντος και στη προσθήκη και άλλων φυσικών προσώπων, ως πλανηθέντων, η δε ΑΠ 1281/85 ΠΧΡ ΛΣΤ 272 αναφέρεται, σε προσθήκη επιβαρυντικής περίπτωσης, από το Συμβούλιο εφετών, επί εφέσεως, κατηγορουμένου κ.λ.π), και περί "ορθότερης διατυπώσεως" της ίδιας, (κατά τα αντικειμενικά στοιχεία), κατηγορίας, η οποία υπάγεται στις υποχρεώσεις, που λαμβάνονται, υπ' όψιν, αυτεπαγγέλτως, από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, διότι, συναρτάται άμεσα και αναγκαία με τη σωστή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, η οποία βεβαίως, πρέπει, να επιτυγχάνεται, χωρίς, Πρόκληση Ανεπίτρεπτης Μεταβολής της Κατηγορίας και χωρίς Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3° της ΕΣΔΑ. Η κατά τα ανωτέρω πρότασή μου, θεωρούμενη υπό το πρίσμα της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 3α της ΕΣΔΑ, δεν έρχεται σε σύγκρουση με αυτήν, εφ' όσον δεν αναφέρεται σε στοιχεία που δεν γνώριζε ο κατηγορούμενος, όταν απελογείτο και, ως εκ τούτου, δεν γεννάται θέμα απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας λόγω παραβιάσεως του άρθρου 171 παρ. 1δ Κ.Π.Δ (ως προς την υπεράσπιση του κατηγορουμένου), λαμβανομένης υπ' όψιν, και αυτεπαγγέλτως, και δυναμένης, να προβληθεί, μέχρι της αμετακλήτου παραπομπής (άρθρο 173 παρ. 2 Κ.Π.Δ (κατ' αναλ. Βλ. σχετ. ΕΔΔΑ απόφ. της 25.99. επί υποθέσ. Pellisier κατά Γαλλίας και απόφ. 10.2.95, Catalon κατά Ισπανίας)".
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 13 στ', 386 παρ. 1-3α' (όπως ισχύει) Π.Κ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Χ και τροποποιώντας, παραδεκτά και νόμιμα, το χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική απάτη, επαναδιατυπώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στην εγκαλούσα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία της εγκαλούσας και του εν ζωή τότε συζύγου της, Ω, που ανέρχεται στο ποσό των 669.892,99 ΕΥΡΩ, δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 25.000 ΕΥΡΩ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από τον κατηγορούμενο, σε βάρος της εγκαλούσας, της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης. Επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση αυτής και δεν επιχειρείται να στηριχθεί σε επινόηση της μηνύτριας. Ότι η ζημία της εγκαλούσας και του εν ζωή τότε συζύγου της επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται. Ότι υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της απάτης και ως προς τον πορισμό περιουσιακού οφέλους, διότι δεν περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση καθώς επίσης διότι περιέχονται και αντιφατικές διατάξεις ως προς τον πορισμό του οφέλους, αφού προσδιορίζονται στο βούλευμα με πληρότητα, τόσο τα περιστατικά της απάτης και μάλιστα, της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά την έννοια της ΚΠΔ 13στ', τελέσεως αυτής, όσο και ως προς τον πορισμό του οφέλους, που επήλθε από αυτή.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 641/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡEYΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή