Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1397 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Διερμηνέα διορισμός.




Περίληψη:
Ανθρωποκτονία με πρόθεση. Άρθρο 339 ΠΚ. Ερμηνεία. 1. Οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄, Δ' και Ε΄ του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και πρώτος των προσθέτων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Στις απόλυτες ακυρότητες του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. Δ΄ του ΚΠΔ που προκαλούνται από την μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου συγκαταλέγεται και ο μη διορισμός διερμηνέα για την εξέταση του κατηγορουμένου που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Η υποχρέωση διορισμού διερμηνέα επιβάλλεται και από το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, κατά την οποίαν στα δικαιώματα του κατηγορουμένου διαλαμβάνεται και εκείνο "να τύχει δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν γνωρίζει τη χρησιμοποιούμενη στο Δικαστήριο γλώσσα". Για να διοριστεί όμως διερμηνέας πρέπει ο κατηγορούμενος να δηλώσει τη μη επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση να το διαπιστώσει με οποιοδήποτε τρόπο. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1397/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Eμμανουήλ Καλούδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα της Κλειστής Φυλακής ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Τραϊανό Παντελή, περί αναιρέσεως της 22, 23, 24/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 1 Δεκεμβρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1500/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση αφαίρεσης της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου 299 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ.2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή, για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει, να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή, εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον, δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠοινΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β' του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Τέλος, στο άρθρο 45 του ΠΚ, ορίζεται ότι "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο), της παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας. Ειδικότερα δέχθηκε τα εξής:
"Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πιο πάνω πρακτικά, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 11 Μαρτίου 2001 οι αφενός 1) κατηγορούμενος μαζί με το συγκατηγορούμενό του ΑΑ και 2) αφετέρου ο ΒΒ κατοικούσαν και διέμεναν στον ... σε εκεί μισθωμένη οικία, (πλινθόκτιστη 2 δωματίων και κουζίνας) από τους ιδιοκτήτες της ΓΓ και τη σύζυγο του ΔΔ, οι οποίοι και διέμεναν σε παραπλήσια - σε απόσταση περίπου 10 μέτρων - οικία, επίσης, ιδιοκτησίας τους. Οι ως άνω εκμισθωτές γνώριζαν τον ήδη κατηγορούμενο εκκαλούντα με το υποκοριστικό Χ1. Οι εν λόγω συγκατηγορούμενοι διέμεναν στο ένα εκ των δύο δωματίων της ως άνω οικίας στο δε άλλο διέμενε ο ΒΒ. Μέχρι την ως άνω ημερομηνία ο ΒΒ εργαζόταν, περιστασιακώς, ως εργάτης στην επιχείρηση μάνδρας υλικών οικοδομών του ΕΕ, κατοίκου ... . Στις 20.30 μ.μ. της ανωτέρω ημερομηνίας, ο κατηγορούμενος μετέβη στην ανωτέρω οικία, όπου διέμεναν οι εκμισθωτές τους ΓΓ και ΔΔ και τους είπε ότι κάποιος μεθυσμένος Ινδός δημιουργούσε στο μισθωμένο τους οικίσκο επεισόδια και ζήτησε από αυτούς (εκμισθωτές) να διώξουν τον ανωτέρω Ινδό. Μετά ταύτα, πράγματι ο εκμισθωτής, ΓΓ μετέβη στο μισθωμένο ανωτέρω οικίσκο των εν λόγω αλλοδαπών, είδε τον Ινδό που ενοχλούσε τους υπόλοιπους συμπατριώτες του, και τον έδιωξε από εκεί, στη συνέχεια δε έφυγε από το μισθωμένο οικίσκο και ο ίδιος. Το πρωί της επόμενης ημέρας (12.3.2001) ο προαναφερόμενος εργοδότης του ΒΒ, ΕΕ, επειδή ο τελευταίος άργησε να παρουσιασθεί στην εργασία του, στην εν λόγω μάνδρα, πήγε στον ανωτέρω μισθωμένο οικίσκο, προκειμένου να διαπιστώσει τι συνέβαινε, και, αφού άνοιξε την πόρτα του οικίσκου αυτού, που δεν ήταν κλειδωμένη, αντιλήφθηκε ότι ο ΒΒ ήταν ξαπλωμένος ημίγυμνος, αιμόφυρτος και νεκρός στο δάπεδο της ως άνω μισθωμένης οικίας, ενώ έλειπαν από τον οικίσκο αυτό οι λοιποί ανωτέρω μισθωτές συγκατηγορούμενοι, αμέσως, δε ο ανωτέρω ΕΕ μετέβη στην παραπλήσια οικία της προαναφερόμενης οικογένειας ΓΓ-ΔΔ και ενημέρωσε τον ΓΓ, στη συνέχεια πήγαν μαζί ο ΕΕ και ο ΓΓ στον ανωτέρω μισθωμένο οικίσκο, όπου και ο τελευταίος (ΓΓ) είδε εκεί ξαπλωμένο, ημίγυμνο και αιμόφυρτο τον ΒΒ, ενώ διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του έλειπαν από τον ανωτέρω οικία αμέσως δε και οι δύο (ΓΓ - ΕΕ) ειδοποίησαν την Αστυνομία. Μόλις ήλθαν άνδρες της Αστυνομίας διαπίστωσαν, ότι και οι τοίχοι της ανωτέρω μισθωμένης οικίας ήσαν πιτσιλισμένοι με αίμα και ότι ο ξαπλωμένος και αιμόφυρτος σε λίμνη αίματος ΒΒ έφερε στο σώμα του διάφορα χτυπήματα, που φαίνονταν ότι είχαν γίνει με μαχαίρι, έγινε στον ανωτέρω οικίσκο αυτοψία και παρελήφθη από την Αστυνομία το πτώμα του ΒΒ και το εξέτασε στη συνέχεια ο Ιατροδικαστής Αθηνών, ..., ο οποίος μετέβη στις 13.00 της 12.3.2001 στον ανωτέρω μισθωμένο από τους αλλοδαπούς οικίσκο, διενήργησε αυτοψία ενώ στη συνέχεια στο νεκροτομείο στις 13.3.2001 και νεκροψία και με τη με αριθ. πρωτ. ... ιατροδικαστική έκθεση του (νεκροψίας - νεκροτομίας) διαπίστωσε τα εξής, όπως αναγράφει στην έκθεση του αυτή: "Α' από την Αυτοψία: Ότι ο ΒΒ ήταν νεκρός, στην αριστερή τραχηλική χώρα παρατηρείται ματωμένο αποτύπωμα σόλας αθλητικού παπουτσιού και έτερο στην καμπτική επιφάνεια του κάτω τρίτη μορίου του δεξιού αντιβραχίου υπολόγισε δε ως χρόνο θανάτου του ΒΒ 12-16 ώρες πριν την ως άνω γενόμενη αυτοψία, δηλαδή μεταξύ 21.00 της 11.3.2001 και 1.00 της 12.3.200". Επίσης, ο αυτός ιατροδικαστής διαπίστωσε Β' από την Νεκροψία: ότι επί του πτώματος παρατηρούνται οι κάτωθι κακώσεις, που προκλήθηκαν από θλων - αμβλύ όργανο: εκχύμωση και οίδημα των βλεφάρων των οφθαλμών και των ζυγωματικών χωρών, εκχύμωση της αριστεράς μετωπιαίας χώρας, μικρές εκχυμώσεις των παρειών και δύο μικρές εκδορές στη δεξιά παρειά, - εκχύμωση στην περιοχή του αριστερού κλάδου της κάτω γνάθου, εκχύμωση και οίδημα των χειλέων του στόματος και εκδορά του αριστερού πλαγίου ρινικού τοιχώματος, εκδορά και εκχυμώσεις της αριστεράς υποκλειδίου χώρας - Στικτή εκχύμωση της έσω επιφανείας του άνω τρίτη μορίου και επιμήκης εκχύμωση στο όριο μέσου και κάτω τρίτη μορίου του αριστερού βραχίονος - Εκχυμώσεις της δεξιάς πλαγίας τραχηλικής χώρας, της δεξιάς υποκλειδίου χώρας και εκδορά και εκχυμώσεις του δεξιού ώμου καθώς και εκχύμωση του προσθίου χείλους της δεξιάς μασχάλης - Εκχύμωση του δεξιού ημιοσχέου. Επίσης παρατήρησε ο ως άνω Ιατροδικαστής ότι τα κατωτέρω τραύματα που προκλήθηκαν από νύσσον άμα και τέμνον όργανο (μαχαίρι): - Τραύμα του πτερυγίου του αριστερού ωτός με ανώμαλα χείλη - Βαθύ τραύμα, μήκους 6 εκ. μ. της αριστεράς τραχηλικής χώρας με ανώμαλα χείλη, που συνέχεται ένθεν και ένθεν με τρία επιπόλαια γραμμοειδή τραύματα - Ένα επιπόλαιο τραύμα κάτωθεν και έξωθεν του προηγουμένου - Δύο επιπόλαια γραμμοειδή τραύματα του δεξιού ώμου - Βαθύ τραύμα μήκους 5 εκ. μ. δεξιά παραομφαλικά, συνεχόμενο με τρία επιπόλαια, γραμμοειδή τραύματα προς το αριστερό άκρο του - 19 μικρά, επιπόλαια τραύματα μήκους 0,2 - 1 εκ. μ. της κοιλίας, από την νεκροτομία δε που διενήργησε ο ανωτέρω ιατροδικαστής διαπίστωσε: Εκτεταμένες αιμορραγικές διηθήσεις των μαλακών μορίων των μετωπιαίων, βρεγματικών και κροταφικών χωρών. Κατάγματα από τα οστά του κρανίου δεν παρατηρούνται. Ο εγκέφαλος είναι έξαιμος, - Αιμορραγική διήθηση των μαλακών μορίων του τραχήλου, ιδία αριστερά. Διαμπερές τραύμα του αριστερού πλαγίου τοιχώματος της συσκευής του λάρυγγος μεταξύ του υοειδούς οστού και του θυρεοειδούς χόνδρου του λάρυγγος. Δεν παρατηρούνται κακώσεις ή συμφύσεις στις πλευρές, υπεζωκώς, πνεύμονες. Η τραχεία με εισροφηθέν αίμα. Οι πνεύμονες έξαιμοι με οίδημα. Για το Περικάρδιο, καρδία και αγγεία: Καρδία βάρους 300 γραμμαρίων. Τίποτα το ίδιο μακροσκοπικά από τα αγγεία και τις βαλβίδες της καρδίας. Για το Περιτόναιο και έντερα: Ελεύθερο αίμα στην περιτοναϊική κοινότητα, ποσότητας 0,5 λίτρ. περίπου. Το νύσσον άμα και τέμνον όργανο δια του παραομφαλικού τραύματος εισέρχεται στην περιτοναϊκή κοινότητα, προκαλώντας τραύμα, καθέτως φερόμενο, της μεσότητας του εγκαρσίου μεσοκόλου, μήκους 3 εκ. μ. και τρώση του "περιτοναίου του έσω τοιχώματος της δεξιάς πλαγίας κοιλιακής χώρας. Στην αριστερά πλαγία κοιλιακή χώρα τρία από τα προπεριγραφέντα πολλά επιπόλαια τραύματα, μόλις τριτρώσκουν το περιτόναιο. Για το στόμαχο και γαστρικό περιεχόμενο: Τροφές σε αρχόμενη πέψη. Για το ήπαρ, σπλήνα, πάγκρεας: Με έξαιμο παρέγχυμα. Για το Ουροποιογεννητικό σύστημα: Νεφροί: Έξαιμοι. Για τα οστά πυέλου: Δεν παρατηρούνται κακώσεις". Ο ανωτέρω Ιατροδικαστής, με βάση τα ευρήματα της αυτοψίας και νεκροτομίας που διενήργησε στο πτώμα του ΒΒ, γνωμοδότησε με την ως άνω έκθεση του ότι: "Από τα τραύματα που προκλήθηκαν από το νύσσον άμα και τέμνον όργανο το του τραχήλου ήταν το θανατηφόρο, ενώ το της δεξιάς παραομφαλικής χώρας δυνητικά θανατηφόρο. Των τραυμάτων που προκλήθηκαν από το νύσσον άμα και τέμνον όργανο προηγήθηκε ξυλοδαρμός. Τα αποτυπώματα της σόλας του αθλητικού παπουτσιού μαρτυρούν ακινητοποίηση του θύματος από πάτημα στο λαιμό και το δεξιό αντιβράχιο και ότι, επομένως, αιτία θανάτου ήσαν τα τραύματα του τραχήλου και της κοιλίας δια νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου προκληθέντα". Αμέσως μετά την εύρεση του πτώματος του ΒΒ η Αστυνομία ανέθεσε σε άνδρες της Ομάδας Πρόληψης και Καταστολής της Α. Δ. Βοιωτίας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ..., να ανεύρουν τους δράστες της ανωτέρω δολοφονίας. Ο τελευταίος, μετά από προσαγωγές διαφόρων Ινδών, συμπατριωτών των ως άνω μισθωτών του οικίσκου της οικογένειας ΓΓ-ΔΔ, ανεύρε ένα συμπατριώτη τους επίσης, τον Ινδό ΚΚ, που εγνώριζε τόσο το ανωτέρω θύμα όσο και τον ήδη κατηγορούμενο Χ και μάλιστα με το υποκοριστικό Χ1, καθώς και το συγκατηγορούμενό του ΑΑ, τον οποίο ΚΚ και κάλεσε η ανωτέρω Ομάδα Δίωξης στο Γραφείο Εγκληματολογικών Ερευνών της Θήβας και Λιβαδειάς και όταν του επέδειξαν φωτογραφίες διαφόρων υπηκόων Ινδίας και Πακιστάν, που διέμεναν στην περιοχή ..., αυτός εύκολα αναγνώρισε τόσο το θύμα όσο και τον ήδη εκκαλούντα κατηγορούμενο, ενώ, επειδή ο έτερος συγκατηγορούμενός του ΑΑ, δεν είχε εισέλθει με νόμιμες, προφανώς, διαδικασίες στην Ελληνική Επικράτεια, δεν υπήρχαν φωτογραφίες, για να του (δηλ. στον εν λόγω ΚΚ) επιδειχθούν και εν συνεχεία αναγνωρίσει σ' αυτές και τον ως άνω ΑΑ. Μετά ταύτα η ως άνω Ομάδα Δίωξης άρχισε να αναζητεί τους ως άνω συγκατηγορουμένους ως ύποπτους της δολοφονίας του ΒΒ, ενώ ήδη είχε πληροφορηθεί από τους ΓΓ και ΔΔ ότι οι ως άνω μισθωτές τους (κατηγορούμενοι και θύμα) την προτεραία της ανεύρεσης δολοφονημένου του θύματος είχαν καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά. Κατά τη διάρκεια των ανωτέρω αστυνομικών ερευνών ο ως άνω διοικητής της ανωτέρω ομάδας Δίωξης πληροφορήθηκε από τον Προϊστάμενο του σιδηροδρομικού Σταθμού ..., ΣΤ, ότι τα ξημερώματα της 12.3.2001, δηλαδή αμέσως μετά τον ανωτέρω χρόνο του φόνου του ΒΒ, δύο αλλοδαποί μεθυσμένοι είχαν μεταβεί στον ως άνω Σιδηροδρομικό Σταθμό αλλά δεν επιβιβάσθηκαν σε τραίνο και έφυγαν από εκεί με ταξί. Συγκεκριμένα ο ως άνω ΣΤ στην ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και στο ακροατήριο του ένορκη κατάθεση του (βλ. ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου) ρητώς μεταξύ άλλων ανέφερε ότι τα ξημερώματα της 12.3.2001 στο Σιδηροδρομικό Σταθμό ... είχαν προσέλθει από μέσα από τα παραπλήσια χωράφια του Σταθμού εκείνου δύο Ινδοί, ένας εκ των οποίων ήταν ο ήδη εκκαλών κατηγορούμενος ΒΒ και ήθελαν να φύγουν με το τραίνο που θα ερχόταν, ότι αυτός τους απέτρεψε διότι το τραίνο εκείνο δεν διέθετε κρεβάτια, ότι ο ένας εξ αυτών, δηλ. ο συγκατηγορούμενός του ήδη εκκαλούντος έκανε φασαρία και ήταν ταραγμένος ενώ ο κατηγορούμενος - εκκαλών ήταν πιο ήσυχος, αμφότεροι, όμως οι ανωτέρω Ινδοί φαίνονταν ανήσυχοι και πηγαινοέρχονταν μέχρι τη γωνία του κτιρίου του διαδρόμου του ως άνω Σιδηροδρομικού Σταθμού και ότι αναγνώρισε το πρόσωπο του ήδη εκκαλούντος κατηγορουμένου στην επιδειχθείσα από την Ομάδα Δίωξης φωτογραφία. Στη συνέχεια αναζητήθηκε από την αυτήν, ως άνω, ομάδα δίωξης, ο οδηγός του ως άνω ταξί ο οποίος ήταν ο ΖΖ. Ο τελευταίος πληροφόρησε την Αστυνομία ότι τα ξημερώματα της 12.3.2001 είχε μεταφέρει δύο μεθυσμένους Ινδούς από το Σιδηροδρομικό Σταθμό ... στην πιάτσα ταξί του ΚΤΕΛ Θηβών. Μάλιστα στην ένορκη κατάθεση του, ως μάρτυρα, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. ταυτάριθμα της εκκαλουμένης απόφασης, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ο ανωτέρω ΖΖ, ρητώς ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι αυτός είχε παραλάβει δύο Ινδούς από το Σταθμό του τραίνου ... και τους μετέφερε στη ..., ότι αυτοί είχαν ένα μπουκάλι (με αλκοολούχο ποτό) και έπιναν με τη σειρά και φώναζαν δυνατά και λογομαχούσαν και ότι όταν αυτός (ΖΖ), από λάθος του, έστριψε το αυτοκίνητο που οδηγούσε προς ..., τότε οι ως άνω συγκατηγορούμενοι σηκώθηκαν όρθιοι και διαμαρτυρήθηκαν γι' αυτό αμφότεροι, ότι οι επιβάτες, που ως άνω παρέλαβε από το Σιδηροδρομικό Σταθμό ..., είναι αυτοί που εικονίζονται σε φωτογραφίες που του επέδειξε η ως άνω Ομάδα Δίωξης. Επίσης ο ανωτέρω Αστυνομικός Διοικητής της Ομάδας Δίωξης και Καταστολής εγκλημάτων κατά της ζωής, εντόπισε τον άλλο οδηγό ταξί που μετέφερε τους δύο Ινδούς από τη ..., ο οποίος ονομάζεται ΗΗ. Ο τελευταίος, στην ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του (βλ. ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που, επίσης, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου), αναφέρει ότι αυτός, ως οδηγός ταξί, παρέλαβε τα ξημερώματα της 12.3.2001 δύο Ινδούς, ως επιβάτες, από το Σιδηροδρομικό Σταθμό ..., που του ζήτησαν να τους πάει στην οδό ... (στην ...) "στο τρελλάδικο", ότι ο ήδη εκκαλών κατηγορούμενος ήταν ήρεμος και κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί αλλά δεν έπινε. Επίσης κατέθεσε ενόρκως εξετασθείσα ως μάρτυρας, στο ακροατήριο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η ..., (βλ. ένορκη κατάθεση της στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου), η οποία, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι το προηγούμενο απόγευμα και βράδυ του θανάτου του ΒΒ, ο τελευταίος τρεις φορές είχε προσέλθει, στο ποτοπωλείο εκμετάλλευσης της, που διατηρούσε κάβα ποτών στον ... της ..., σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από το μισθωμένο από τους ΓΓ και ΔΔ οικίσκο, και αγόρασε ποτό (αλκοολούχο), που του έβαλε αυτή σε κενό μπουκάλι ΚΟΚΑ-ΚΟΛΑΣ του 1,5 λίτρου, που αυτός είχε μαζί του, την τρίτη δε φορά είχε αυτός "τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά του". Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται, ότι ο ήδη εκκαλών- κατηγορούμενος από κοινού με τον ανωτέρω ΑΑ την 11.2.2001, ήσαν αυτοί που με μαχαίρι έπληξαν με πρόθεση να τον θανατώσουν τον ως άνω παθόντα ΒΒ, στα ως άνω σημεία του σώματος του, όπως αυτά περιγράφονται στην ως άνω αναγνωσθείσα ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας κλπ., προκαλώντας το θάνατο του, γι' αυτό, και προκειμένου, να μη συλληφθούν, εσπευσμένως αναχώρησαν από τον ως άνω οικίσκο στον ..., στις 4. π.μ. μόλις ξημέρωνε η επομένη της εκ μέρους τους θανάτωσης του ως άνω θύματος τους. Και ναι μεν ο ήδη εκκαλών - κατηγορουμένος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογούμένος αρνείται ότι είχε πρόθεση να φονεύσει το ως άνω θύμα και ότι απλώς τον κάρφωσε λίγο: " ... Δεν το έκανα τόσο πολύ ... πάτησα στο θύμα μόνο στο λαιμό και τον κάρφωσα λίγο, σε μένα μου είπε να βοηθήσω ... ο άλλος (δηλ. ο ως άνω ΒΒ τον κάρφωσε στο λαιμό ..." παρά ταύτα ο ως άνω απολογητικός ισχυρισμός του ισχυρισμός όλως αβασίμως προτείνονται απ' αυτόν, δεδομένου ότι δεν καθορίζει αυτός τι εννοεί ότι "δεν το έκανε τόσο πολύ ..." ενώ αντιφατικώς εξάλλου εκθέτει ότι "πατούσε ο ίδιος το θύμα στο λαιμό - που σημαίνει ότι τον είχε ακινητοποιημένο στο έδαφος πατώντας τον στο λαιμό -, και τον κάρφωσε λίγο". Περαιτέρω, ναι μεν ο αυτός κατηγορούμενος Χ, απολογούμενος ισχυρίζεται ότι βοήθησε απλώς τον έτερο (ΑΑ) που του είπε ότι θα σκότωνε και τον ίδιο (δηλ. τον εκκαλούντα) ο ισχυρισμός του όμως αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθ' όσον ο ίδιος ισχυρίζεται στην ίδια ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία του, ότι ο συγκατηγορούμενός του έδωσε μαχαίρι, για να τον βοηθήσει και αν πράγματι υπήρχε τέτοια, όπως ισχυρίζεται απειλή αυτή δεν θα είχε αποτέλεσμα να τον φοβίσει δεδομένου ότι και αυτός θα ήταν πλέον με το μαχαίρι αυτό οπλισμένος, αφού θα μπορούσε καταλλήλως να αμυνθεί κατά της ενδεχόμενης πραγματοποίησης της απειλής αυτής εκ μέρους του αυτού ως άνω συγκατηγορουμένου του ενώ άλλωστε είναι μη λογικό αν αυτός (εκκαλών) δεν συναινούσε στη θανάτωση του ως άνω θύματος να το γνώριζε αυτό ο συγκατηγορούμενός του και παρά ταύτα να του έδινε μαχαίρι να τον βοηθήσει αφού θα μπορούσε ο ήδη εκκαλών να αντιδράσει και να τεθεί αυτός (συγκατηγορούμενός του) σε κίνδυνο. Ακόμη περαιτέρω, ο κατηγορούμενος απολογούμενος ισχυρίζεται ότι το βράδυ του ως άνω φόνου είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα κρασιού και ότι είχαν ήδη αγοράσει πριν την 7 μ.μ. του απογεύματος του φόνου δύο μπουκάλια κρασί, δια δε του συνηγόρου υπερασπίσεως του προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και στο ακροατήριο του ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο του κατά την ώρα του ως άνω φόνου οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 36 ΠΚ ήτοι ότι λόγω ανυπαίτιας μέθης του, από κατανάλωση μεγάλης ποσότητας κρασιού το απόγευμα και το βράδυ που προηγήθηκε του ως άνω φόνου, λόγω της ένεκα της μέθης του αυτής, διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνειδήσεώς του, δεν είχε μεν εκλείψει εντελώς, μειώθηκε, όμως, σημαντικά η ικανότητα του προς καταλογισμό και δη να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό και ότι, γι' αυτό, πρέπει να του επιβληθεί ποινή ελαττωμένη. Επίσης και ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος κατηγορουμένου είναι αβάσιμος και, επομένως, απορριπτέος, καθ' όσον ναι μεν αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος, ο συγκατηγορούμενός του καθώς και το θύμα είχαν αγοράσει 2-3 μπουκάλια κρασί το απόγευμα και το βράδυ που προηγήθηκαν του ως άνω φόνου, παρά ταύτα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι είχαν διαταραχθεί οι πνευματικές του λειτουργίες και η συνείδηση του, ώστε να μειωθεί σημαντικά η ικανότητα του προς καταλογισμό, αφού όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα ΣΤ, που εξετάσθηκε ενόρκως, ενώπιον και στο ακροατήριο τόσον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσον και του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ταυτάριθμα της εκκαλουμένης και της παρούσας απόφασης αντίστοιχα πρακτικά) όταν αντιλήφθηκε την παρουσία αυτού (ήδη εκκαλούντος - κατηγορουμένου) και του αυτού ως άνω συγκατηγορουμένου του στο σιδηροδρομικό Σταθμό του Ο.Σ.Ε. ... ναι μεν αντιλήφθηκε ότι ήσαν αμφότεροι ανήσυχοι, παρά ταύτα ότι ο ήδη εκκαλών ήταν λιγότερο ανήσυχος ενώ ήταν εμφανές ότι και οι δύο κατηγορούμενοι προσπαθούσαν να κρυφτούν, που σημαίνει ότι είχαν πλήρη και σαφή αντίληψη της προηγηθείσας εκ μέρους τους το ίδιο εκείνο βράδυ εκτέλεσης της άδικης πράξης τους, ενώ και οι εξετασθέντες μάρτυρες, οδηγοί των ταξί που μετέφεραν ως ανωτέρω τους κατηγορουμένους, ΖΖ και ΗΗ, (βλ. καταθέσεις τους στα πρακτικά της εκκαλουμένης) σαφώς αναφέρουν, ότι όταν τους μετέφεραν ο εκκαλών φώναζε πιο λίγο από τον άλλο, ήταν ήρεμος ενώ ο πρώτος των αμέσως ανωτέρω μαρτύρων ρητώς καταθέτει ότι από την εν γένει συμπεριφορά των κατηγορουμένων είχε αποκομίσει τη σαφή αντίληψη ότι αυτοί (ως άνω συγκατηγορούμενοι "και ήξεραν και καταλάβαιναν τι έλεγαν", δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος λίγες ώρες μετά το φόνο δεν έδειχνε κανένα σημάδι ότι ήταν μεθυσμένος λίγες ώρες πριν και άλλωστε θα ήταν αδύνατο φυσιολογικώς μέσα σε λίγες ώρες (3 περίπου) από τον ως άνω φόνο να είχε περάσει τόσο πολύ η μέθη του κατηγορουμένου. Τέλος και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεών του ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή διαγωγή και δη δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικώς στις φυλακές, όπου αυτός εκρατείτο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η απλή συμμόρφωση στις φυλακές στους σωφρονιστικούς κανόνες αυτή και μόνο δεν επαρκεί προς στήριξη των προϋποθέσεων της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ που επικαλείται ο κατηγορούμενος. Ομοίως, η ρηματική και μόνο εκ μέρους του κατηγορουμένου στην απολογία του εκδήλωση συγγνώμης για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις του δεν επαρκεί κατά νόμο, για στήριξη της ελαφρυντικής περίστασης της μετάνοιας που επικαλείται ο κατηγορούμενος και πρέπει επομένως να απορριφθεί ο αντίστοιχος ισχυρισμός του. Επίσης, ομοίως, είναι απορριπτέος και ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου προσωπικού, οικογενειακού, επαγγελματικού και εν γένει κοινωνικού του βίου δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, όλως περιστασιακώς εργαζόταν ενώ, επί πλέον, επίσης αυτός παρανόμως ένα μήνα πριν από το φόνο είχε χρησιμοποιήσει πλαστή τηλεκάρτα τηλεφωνημάτων και είχε συλληφθεί από την αστυνομία, όπως ρητώς κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ως άνω μάρτυρας αστυνομικός".
Στη συνέχεια δε το άνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ανθρωποκτονίας με πρόθεση, τελεσθείσας από κοινού με άλλον ομοεθνή του, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας και αφού απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου για μειωμένο καταλογισμό, κατ'αρθρο 36 ΠΚ, συνεπεία προηγηθείσας μέθης και για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α, δ, ε' ΠΚ, του επέβαλε ποινή ισόβιας καθείρξεως και φυλακίσεως ένδεκα μηνών και χρηματική ποινή 150 ευρώ.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 45, 84 παρ.2, 94 παρ.1, και 299 παρ.1 ΠΚ, 1 παρ.2β, 10 παρ.1, 13 β και 14 του 2168/1993, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ήτοι εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι ο δράστης του διωκόμενου εγκλήματος, για το οποίο και καταδικάστηκε ως άνω, ενώ αναφέρονται στην απόφαση και τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας ως συναυτουργός και από τα οποία προκύπτει ο κοινός δόλος των δύο συναυτουργών της ανθρωποκτονίας.
Ειδικότερα, σχετικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, β) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, με βάση τα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, με βεβαιότητα, στην κρίση ότι δράστης του άνω εγκλήματος, κατά συναυτουργία με τον ομοεθνή συγκατηγορούμενό του, είναι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές σκέψεις, γ) αναφέρονται οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε με κοινό δόλο, η αναφερόμενη ανθρωποκτονία με ξυλοδαρμό και στη συνέχεια πλήξη του θύματος σε καίρια σημεία του σώματος με μαχαίρι, και από τους δύο κατηγορουμένους, χωρίς καμία αντίφαση στο αιτιολογικό και στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ενώ ο ίδιος ο αναιρεσείων στην απολογία του παραδέχθηκε ότι "το μαχαίρι το πήρε από την κουζίνα, ότι πάτησε το θύμα στο λαιμό και τον κάρφωσε λίγο", δ) με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίπτονται ως αβάσιμοι κατ'ουσίαν, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, συνεπεία προηγηθείσας μέθης του (36 ΠΚ) και περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α, δ και ε του ΠΚ, ε) ουδεμία παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων και εξ αυτής απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για δίκαιη δίκη, επήλθε, από τη μη εξέταση, ούτε στον πρώτο, ούτε στο δεύτερο βαθμό, των δύο, βασικών κατά τον κατηγορούμενο, ομοεθνών του μαρτύρων κατηγορίας, των ΘΘ και ΚΚ, καθόσον, ο αναιρεσείων δεν επικαλείται, ούτε από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως της πρωτόδικης, και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο ίδιος ή ο συνήγορός του ζήτησαν τη διακοπή ή την αναβολή της δίκης προκειμένου να ανευρεθούν, κλητευθούν και εξετασθούν οι παραπάνω μάρτυρες, το δε Δικαστήριο κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δε θεώρησε αναγκαία την εξέταση και των μαρτύρων αυτών, αυτεπαγγέλτως, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ' και Ε του ΚΠοινΔ σχετικοί, πρώτος, δεύτερος και τρίτος, λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και πρώτος των προσθέτων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους προσθέτους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, μεταξύ των οποίων και οι αιτιάσεις για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και της διατάξεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για δίκαιη δίκη, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Περαιτέρω, στις απόλυτες ακυρότητες του άρθρου 171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠοινΔ που προκαλούνται από την μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου συγκαταλέγεται και ο μη διορισμός διερμηνέα για την εξέταση του κατηγορουμένου που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 233 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ορίζεται " όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δε γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα".Η υποχρέωση διορισμού διερμηνέα επιβάλλεται και από το άρθρο 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ, κατά την οποία στα δικαιώματα του κατηγορουμένου διαλαμβάνεται και εκείνο "να τύχει δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν γνωρίζει τη χρησιμοποιούμενη στο Δικαστήριο γλώσσα". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για να διοριστεί διερμηνέας πρέπει ο κατηγορούμενος να δηλώσει τη μη επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση να το διαπιστώσει με οποιοδήποτε τρόπο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Μ.Ο. Εφετείου Λαμίας, με την οποίαν ο αναιρεσείων Ινδός υπήκοος, εργαζόμενος και κάτοικος ..., παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Νικολόπουλο, όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για τα στοιχεία της ταυτότητάς του, αποκρίθηκε προφανώς στην Ελληνική γλώσσα, πώς ονομάζεται και ότι διορίζει συνήγορό του τον παραπάνω δικηγόρο Αθηνών. Ήτοι ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε άγνοια ή μη επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ούτε αναφέρεται στα πρακτικά ότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου διαπίστωσε κάτι τέτοιο για να διοριστεί διερμηνέας, ενώ εξάλλου και ο παριστάμενος συνήγορος του κατηγορουμένου δεν ζήτησε το διορισμό διερμηνέα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα από το μη διορισμό διερμηνέα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 4/5-6-2008 αίτηση του Χ και τους από 1-12-2008 Προσθέτους Λόγους αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 22, 23, 24/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή