Θέμα
Δικηγορική αμοιβή, Αρχή ισότητας, Πάγια αντιμισθία.
Περίληψη:
Αρχή ισότητας επί αμοιβής δικηγόρων με πάγια αντιμισθία. Η χορήγηση ποσοστιαίας προσαύξησης, αναλόγως πληθυσμού, και επιδόματος ειδικής απασχόλησης στους δικηγόρους ΟΤΑ (άρθρο 246 ν. 1188/1981) δικαιολογείται από τις συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες κατά νόμο (άρθρο 245 ν. 1188/1981) και δεν εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση έναντι δικηγόρου ΝΠΔΔ (Πανεπιστημίου Αθηνών), ο οποίος έχει προσληφθεί από άλλο εργοδότη και απασχολείται με διαφορετικό νομικό καθεστώς. Αναιρεί και απορρίπτει αγωγή.
Αριθμός 2122/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ" όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας - Αιμιλίας Βούλγαρη, η οποία ανακάλεσε την από 18-10-2013 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Μ. Φ. του Γ., δικηγόρου, κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητάς του και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 80/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4046/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-1-2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με το άρθρο 21 παρ.2 του ν. 3274/2004 "Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού" αντικαταστάθηκε το άρθρο 245 του ν. 1188/1981 "κώδικας προσωπικού ΟΤΑ" ως εξής: "Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων. (α) Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας των δήμων και των ιδρυμάτων τους μπορεί να συνιστώνται θέσεις δικηγόρων με μηνιαία αντιμισθία [...]. (β) Με τη διαδικασία της παρ.1 μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου σε δήμους με πληθυσμό μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και δύο (2) θέσεις σε δήμους με πληθυσμό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους. Στους λοιπούς δήμους ο αριθμός των συνιστώμενων θέσεων δικηγόρων καθορίζεται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους. (γ) Οι δικηγόροι, που προσλαμβάνονται σε δήμους ή ιδρύματά τους, παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες συγχρόνως στους δήμους, στα νομικά πρόσωπα και σε άλλα ιδρύματα των ίδιων δήμων χωρίς να δικαιούνται ιδιαίτερη αμοιβή [...]. (ε) Οι απασχολούμενοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών [...]". Επίσης, με την παρ.3 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 246 του ν. 1188/1981 ως εξής: "Αντιμισθία. (α) Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των ΟΤΑ με πάγια αντιμισθία. (β) Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους ΟΤΑ με πληθυσμό μέχρι εκατό χιλιάδες κατοίκους και κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τους ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας [...]. (γ) Στους παραπάνω δικαιούχους χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται [...] και το επίδομα της περιπτώσεως γ' της παρ.6 του άρθρου 8 του ν. 3205/ 2003, όπως κάθε φορά ισχύουν". Εξ άλλου, στο άρθρο 8 στοιχείο Α παρ.6 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ" (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3670/2008), ορίζεται ότι χορηγείται "επίδομα ειδικής απασχόλησης για το προσωπικό των ΟΤΑ πρώτου βαθμού ως εξής: α) για το προσωπικό καθαριότητας εξωτερικών χώρων και αφοδευτηρίων, τους οδηγούς απορριμματοφόρων αυτοκινήτων και ανοιχτών φορτηγών, τους χειριστές μηχανικών σαρώθρων, τους εργάτες και τεχνίτες αποχέτευσης, νεκροταφείων και ρίψης ασφάλτου, τους απασχολούμενους στην υγειονομική ταφή απορριμμάτων και στους σταθμούς μεταφόρτωσης, καθώς και για τους μηχανοτεχνίτες συνεργείων αυτοκινήτων σε 132 ευρώ, β) για το εποπτικό προσωπικό καθαριότητας, τεχνικό προσωπικό, τεχνίτες εν γένει, υγειονομικό προσωπικό, γεωπονικό προσωπικό, μουσικούς πνευστών οργάνων, ένστολο προσωπικό δημοτικής αστυνομίας, οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων έργου και για όλους τους κλάδους της κατηγορίας ΥΕ, σε 116 ευρώ, γ) για το λοιπό προσωπικό σε 84 ευρώ".
2. Από τις διατάξεις αυτές (οι οποίες ίσχυαν κατά το εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα και δεν μεταβλήθηκαν με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 165 και 166 του μεταγενέστερου ν. 3584/2007 "Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων") συνάγεται ότι στους δικηγόρους των δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ιδρυμάτων, που ανήκουν σε δήμους, δηλαδή σε ΟΤΑ πρώτου βαθμού, χορηγήθηκε α) ποσοστιαία προσαύξηση επί της αμοιβής, την οποία λαμβάνουν σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του κώδικα περί των δικηγόρων ή άλλων νόμων για τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία και β) επίδομα ειδικής απασχόλησης. Το επίδομα είναι πάγιο, ανερχόμενο σε ποσό 84 ευρώ μηνιαίως. Η ποσοστιαία προσαύξηση, όμως, κλιμακώνεται ανάλογα προς τον πληθυσμό του δήμου, στον οποίο οι δικηγόροι ασκούν τα καθήκοντά τους (όπως αναφέρθηκε, άλλωστε, ο πληθυσμός επηρεάζει και τον αριθμό των οργανικών θέσεων των δικηγόρων). Εκ τούτου έπεται ότι για τη χορήγηση των παροχών αυτών και για τον προσδιορισμό του ύψους της προσαύξησης λήφθηκε υπ' όψη η επιβάρυνση, την οποία υφίστανται οι δικηγόροι των δήμων σε συνάρτηση με το συνολικό αριθμό των δημοτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι στους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού επιβλήθηκε η υποχρέωση αφ' ενός να καλύπτουν χωρίς πρόσθετη αμοιβή τις ανάγκες όλων των νομικών προσώπων ή ιδρυμάτων του οικείου δήμου και αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν υπάρχει ανάγκη συγκεκριμένης εξωτερικής εργασίας, να απασχολούνται εντός του οικείου δημοτικού καταστήματος για την εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών και ανάλογα προς αυτές, τις οποίες δεν δικαιούνται να διεκπεραιώνουν στο προσωπικό γραφείο, που, παράλληλα, επιτρέπεται να διατηρούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής έχει ως εύλογη συνέπεια τον περιορισμό της ελεύθερης, επαγγελματικής τους δραστηριότητας και των εξ αυτής προσόδων. Με τον τρόπο αυτό και παρά το γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο νόμο ή στην εισηγητική του έκθεση, η προαναφερθείσα, ποσοστιαία προσαύξηση της πάγιας αντιμισθίας και το επίδομα ειδικής απασχόλησης προβλέφθηκαν ως αντιστάθμισμα των ως άνω, πρόσθετων υποχρεώσεων των δικηγόρων της εν λόγω κατηγορίας (ΑΠ 587/2011).
3. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά ρητώς ή σιωπηρώς αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος, ΑΠ 903/2013, ΑΠ 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.2), η προς τους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού (ήτοι όχι προς τους δικηγόρους των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, που είναι ΟΤΑ δευτέρου βαθμού, ΑΠ 638/2009) χορήγηση της ποσοστιαίας προσαύξησης της πάγιας αντιμισθίας και του επιδόματος ειδικής απασχόλησης έγινε ως αντιστάθμισμα της υποχρέωσής τους α) να καλύπτουν χωρίς άλλη, πρόσθετη αμοιβή τις νομικές ανάγκες όχι μόνο του δήμου, στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία, αλλά και των λοιπών νομικών προσώπων ή των ιδρυμάτων που ανήκουν σ' αυτόν και β) να απασχολούνται εντός του οικείου δημοτικού καταστήματος για την εξυπηρέτηση των εν λόγω αναγκών. Επομένως, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.3 του ν. 3274/2004, εισάγουν εύλογη διάκριση και δεν αντιστρατεύονται ούτε τη συνταγματική αρχή για την ισότητα έναντι του νόμου ούτε την ειδικότερη εκδήλωση αυτής προς καταβολή εκ μέρους του αυτού εργοδότη της ίδιας αμοιβής για εργασία ίσης αξίας (πρβλ. ΑΠ 15/2013, ΑΠ 1495/2012, ΑΠ 97/2008, ΑΠ 1065/2002, ΑΠ 1337/2001).
4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων δικηγόρος (τότε εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος), την 1-6-1990, προσλήφθηκε από το εναγόμενο πανεπιστήμιο (τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον), που είναι ΝΠΔΔ, για να προσφέρει σ' αυτό τις νομικές του υπηρεσίες με σχέση εντολής αορίστου χρόνου και με πάγια αντιμισθία. Ότι, από την 1-1-2004, ο ενάγων αμείβεται ως έχων βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με τους μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Ότι το εναγόμενο είναι το μεγαλύτερο από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Χώρας, διότι περιλαμβάνει 33 σχολές ή τμήματα, 2 αμιγώς πανεπιστημιακά νοσοκομεία, 3 κεντρικές γενικές διευθύνσεις και 2 αυτοτελείς διοικητικές μονάδες, έχει δε πολύ μεγάλο αριθμό διδακτικού, επιστημονικού, διοικητικού και φοιτητικού προσωπικού, που υπερβαίνει τα 150.000 μέλη. Ότι ο ενάγων έχει τα ίδια ουσιαστικά προσόντα διορισμού και εκτελεί τα ίδια κατά περιεχόμενο καθήκοντα, παρέχοντας τις ίδιες ή συναφείς υπηρεσίες με τους δικηγόρους που υπηρετούν με την ίδια σχέση στους ΟΤΑ (νομική εξυπηρέτηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας, διαρκής ενημέρωση ή υποστήριξη των διοικητικών οργάνων επί νομικών ζητημάτων, σύνταξη γνωμοδοτήσεων, σχεδίων νόμων ή υπουργικών αποφάσεων, εκπροσώπηση του εναγομένου σε δικαστήρια όλων των βαθμίδων και των δικαιοδοσιών κλπ). Ότι, ως εκ τούτου, περιορίζεται σημαντικά η άσκηση της ελεύθερης επαγγελματικής δραστηριότητας του ενάγοντος. Ότι, τελικά, ως δικηγόρος του εναγομένου, ο ενάγων ασκεί καθήκοντα και έχει αρμοδιότητες ουσιωδώς όμοιες με αυτές ενός δικηγόρου ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων και, επί πλέον, έχει τουλάχιστον την ίδια ποσοτική απόδοση με αυτόν. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων δεν λαμβάνει την ποσοστιαία προσαύξηση και το επίδομα εδικής απασχόλησης που χορηγήθηκαν στους δικηγόρους των ΟΤΑ με τις διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.3 του ν. 3274/2004. Ότι η εν λόγω διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων των ΟΤΑ από τους συναδέλφους αυτών, που υπηρετούν στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, δεν τελεί σε συνάφεια με ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες ως προς την τέλεση των καθηκόντων τους ούτε επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε πληθυσμιακά κριτήρια. Ότι υπό τις περιστάσεις αυτές εισάγεται αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του ενάγοντος και, προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, πρέπει οι ευμενέστερες ρυθμίσεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 να εφαρμοσθούν και ως προς αυτόν. Κατόπιν αυτών, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι, πράγματι, ο ενάγων δικαιούται την προσαύξηση 30% επί της παγίας αντιμισθίας που λαμβάνει, καθώς και το επίδομα ειδικής απασχόλησης και απέρριψε, ως αβάσιμη, την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης 80/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε αναγνωρίσει για τον ίδιο λόγο την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα τις αιτούμενες μισθολογικές διαφορές, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, που είχε ως περιεχόμενο τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα που ήδη αναφέρθηκαν ως παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας.
5. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 245 και 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 21 παρ.2 και 3 του ν. 3274/2004. Διότι, όπως διαφαίνεται από τα ήδη αναφερθέντα (βλ. παραπάνω, αρ.3), οι παροχές του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 δεν είναι αδικαιολόγητες, αλλά αποτελούν αντιστάθμισμα των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού από το άρθρο 245 του ίδιου νόμου, οπότε η νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει τη χορήγησή τους δεν συνιστά δυσμενή διάκριση ως προς τους δικηγόρους άλλων ΝΠΔΔ, οι οποίοι έχουν προσληφθεί από διαφορετικό εργοδότη και απασχολούνται με διαφορετικό νομικό καθεστώς. Η τυχόν επέκτασή τους στους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, πράγμα που επιδιώκεται με την αγωγή, θα αποτελούσε εξομοίωση καταστάσεων και προσώπων, που ο νομοθέτης, αξιολογώντας εύλογα τις διαφορετικές συνθήκες που ισχύουν για την καθεμιά, θέλησε να ρυθμίσει με διαφορετικό τρόπο. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η κακή εφαρμογή των διατάξεων αυτών και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση".
Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως, με την οποία επιδιώκεται η απόρριψη της αγωγής, μεταξύ άλλων και ως μη ερειδόμενης στο νόμο. Αυτό, όμως, έχει διαπιστωθεί ήδη κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, δυνάμει του οποίου η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και η έφεση και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος για όλη την αντιδικία, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 4046/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 80/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 30-12-2008 αγωγή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ