Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή, Λαθρεμπορία, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Νομιμοποίηση εσόδων, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Τεκμήριο αθωότητας, Αρχή in dubio pro reo, Αυτεπάγγελτη έρευνα λόγων αναίρεσης.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση αναιρέσεων. Καταδικαστική απόφαση για πλαστογραφία με χρήση κατ'
εξακολούθηση (αριθμοί πλαισίου αυτοκινήτων), νομιμοποίηση εσόδων και λαθρεμπορία. Στοιχεία εγκλημάτων. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς νομιμοποίηση εσόδων και λαθρεμπορία. Απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβιάσεως τεκμηρίου αθωότητας που προβλέπεται από την ΕΣΔΑ. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την κατάθεση από τους μάρτυρες αστυνομικούς όσων πληροφορήθηκαν από τον κατηγορούμενο κατά τη μεταφορά του στο Αστ. Τμήμα πριν αρχίσει η προδικασία. Αναγκαίος ο ακριβής καθορισμός του χρόνου τελέσεως όταν αυτός επιδρά στην παραγραφή της πράξεως. Αναίρεση για όσες πράξεις δεν προσδιορίζεται ο χρόνος λόγω ελλείψεως νόμιμης βάσεως. Αρχή in dubio pro reo. Αν ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως αυτής, που επιδρά στην παραγραφή, ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου και, συνεπώς, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Αυτεπάγγελτη έρευνα λόγων αναιρέσεως. Μετατροπή ποινής. Αναιρεί εν μέρει. Παύει οριστικά λόγω παραγραφής για μια πλαστογραφία που εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται. Παραπέμπει για πλαστογραφίες, ο χρόνος τελέσεως των οποίων δεν προσδιορίζεται, για νομιμοποίηση εσόδων και για λαθρεμπορία, για νέα επιμέτρηση ποινών και καθορισμό συνολικής ποινής και για έρευνα συνδρομής προϋποθέσεων αναστολής. Απορρίπτει αιτήσεις κατά τα λοιπά.
Αριθμός 461/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1)Β. Τ. του Γ., κατοίκου ..., 2)Δ. Λ. του Β., κατοίκου ... και 3)Κ. Β. του Ν., κατοίκου ..., που άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δ. Δήμου, για αναίρεση της υπ'αριθ.123/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Νοεμβρίου 2012 τρείς (3) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1304/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να: Ι. Να αναιρεθεί εν μέρει η 123/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων και συγκεκριμένα, α) κατά το μέρος που δεν αποφάνθηκε αυτό για τη συνδρομή ή όχι των όρων αναστολής εκτελέσεως των ποινών φυλακίσεως των τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Δ. Λ. και β) κατά το μέρος που αναφέρεται στην καταδίκη των κατηγορουμένων Β. Τ. και 2) Κ. Β. για μερικότερη πράξη πλαστογραφίας που φέρονται ότι τέλεσαν αυτοί στα ... κατά το χρονικό διάστημα από 29-7-2003 έως 10-12-2004.
II. Να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, σε βάρος των δύο τελευταίων αναιρεσείοντων (Β. Τ. και Κ. Β.) λόγω παραγραφής, για την αμέσως προηγουμένως μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας.
III.Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου είναι δυνατή από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), α) κατά το κεφάλαιο της περί της ποινής του αναιρεσείοντα Δ. Λ., προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι όροι της αναστολής της ποινής φυλακίσεως των τριών ετών και έξι μηνών που έχει επιβληθεί σ' αυτόν και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να προχωρήσει στην αναστολή εκτελέσεως της ποινής υπό όρους είτε να αποφανθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι αναστολής, β) κατά τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής στους Β. Τ. και Κ. Β., για την πράξη της πλαστογραφίας και για τον καθορισμό, ακολούθως, συνολικής ποινής σε βάρος αυτών.
IV. Να απορριφθούν, κατά τα λοιπά, οι κρινόμενες αναιρέσεις.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 2 Νοεμβρίου 2012 τρεις αιτήσεις (με αριθ. πρωτ. 7314/2012, 7315/2012 και 7316/2012) των Β. Τ. του Γ., Κ. Β. του Ν. και Δ. Λ. του Β., αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 123/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρ. 13 εδ. γ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία, τέτοιο δε είναι και ο αριθμός πλαισίου αυτοκινήτου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την πιο πάνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του αρ. 1 του ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρεται ως υποπερίπτωση αιγ και το έγκλημα της λαθρεμπορίας, όταν εμπίπτει στις περιπτώσεις του άρθρου 102 παράγραφος 1 Β του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, όπως ισχύει). Με την τροποποίηση του ν. 2331/1995 δια του ν. 3424/13.12.2005, του οποίου η ισχύς άρχισε την 13.12.2005, ήτοι μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες, απαλείφθηκε, από τα πιο πάνω περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α, η υποπερίπτωση αιγ που αφορά την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας. Προστέθηκε, όμως, με την παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3424/2005, η υποπερίπτωση ιι, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ", επομένως και η πράξη της λαθρεμπορίας, αφού το ελάχιστο όριο της επιβλητέας ποινής γι' αυτήν είναι φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορούν να εναλλαχθούν, ενώ, στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων τελέσεως, τελείται ένα μόνο έγκλημα, του οποίου, μάλιστα, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τελέσεως, αντικειμενικώς μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και, επί πλέον, ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προελεύσεως της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας", η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από τη γραμματική δε διατύπωση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 (και πριν από την ισχύ του ν. 3424/2005), συνάγεται, ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 και, στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι' αυτό δεν πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 του ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2002 (άρθρο 185), λαθρεμπορία, η οποία τιμωρείται με τις ποινές που ορίζονται στο άρθρο 157, είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ' αυτής τόπο ή χρόνο και β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο, από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ' αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Κατά δε την περ. η της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ως λαθρεμπορία θεωρείται και "η με οποιονδήποτε τρόπο αφαίρεση του αριθμού πλαισίου από αυτοκίνητο ή παραποίηση αυτού και η με οποιονδήποτε τρόπο τοποθέτησή του, ενσωμάτωσή του σε άλλο αυτοκίνητο, για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι. Ως αυτουργοί του αδικήματος διώκονται τόσο οι τεχνικοί και οι άλλοι εκτελούντες τις σχετικές εργασίες, όσο και ο ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευόμενος το αυτοκίνητο στο οποίο μεταφέρεται ο ως άνω αριθμός". Υποκειμενικώς, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που κατέχει και εισάγει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 207 και 208 σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 183 - 203 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι ο νομικός χαρακτήρας του τεχνικού συμβούλου δεν ταυτίζεται με εκείνον του πραγματογνώμονος, αλλά προσομοιάζει με τον χαρακτήρα του συνηγόρου των διαδίκων, λόγους για τον οποίο οι γνωμοδοτήσεις ή οι παρατηρήσεις των τεχνικών συμβούλων, εφόσον συνταχθούν και παραδοθούν γραπτές στον αρμόδιο Εισαγγελέα ή στον ανακριτή (άρθρο 208 ΚΠοινΔ), ισοδυναμούν με γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 390 του ΚΠοινΔ, και δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα, τα οποία συνεκτιμώνται μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να αιτιολογήσει την τυχόν αντίθετη, προς τις γνωμοδοτήσεις αυτών, κρίση του. Τέλος, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 123/2012 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες α) τους Β. Τ. και Κ. Β. πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση από κοινού και νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και β) τον Δ. Λ. πλαστογραφίας με χρήση (καταρτίσεως πλαστού και νοθεύσεως) κατ` εξακολούθηση από κοινού και κατά μόνας και λαθρεμπορίας, πράξεις που τέλεσαν με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών τους δύο πρώτους και τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών τον τρίτο, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες και σε σχέση με τις πράξεις, για τις οποίες τους κήρυξε ενόχους, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ... ο Λ. (αναιρεσείων) ... ήταν ιδιοκτήτης του με αριθμό κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγού αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής SUZUKI τύπου GRAND VITARA, Τζιπ, χρώματος ασημί. Ο ανωτέρω Χ. Λ. το Δεκέμβριο του 2004 ενεπλάκη σε σοβαρό τροχαίο ατύχημα και το πιο πάνω αυτοκίνητο έπαθε σοβαρότατες ζημιές, που καθιστούσαν τούτο ως ολοκληρωτικά καταστραφέν, αφού δεν συνέφερε οικονομικά η επισκευή του. Για το λόγο αυτό και παρέμενε επί αρκετό χρονικό διάστημα ακινητοποιημένο, αφού δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, σε χώρο της αντιπροσωπείας αυτοκινήτων .. Το αυτοκίνητο τούτο με την άδεια κυκλοφορίας του, ο ως άνω ιδιοκτήτης του το παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο (Κ. Γ., που επίσης καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), ο οποίος στις 26- 4-2005 το μετέφερε στο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων των 4ου και 5ου συγκατηγορουμένων του Δ. Λ. και Ν. Σ. (που, επίσης, δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη). Ήδη στο συνεργείο αυτό είχε μεταφέρει στις 24 - 4 - 2005 το υπ' αριθ. κυκλοφορίας (ιταλικές πινακίδες) ..., ιδιωτικής χρήσης επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής SUZUKI τύπου GRAND VITARA, Τζιπ, χρώματος κόκκινου, αξίας 15.000 ευρώ. Για το τελευταίο αυτοκίνητο αναγράφηκε στο βιβλίο εισερχομένων-εξερχομένων αυτοκινήτων του συνεργείου ότι τούτο το εισήγαγε άτομο με στοιχεία A. H., όμως αποδείχθηκε ότι άτομο με τέτοια στοιχεία είναι ανύπαρκτο, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι το εν λόγω αυτοκίνητο πήγε στο συνεργείο ο πρώτος κατηγορούμενος. Ακολούθως ο 1ος κατηγορούμενος από κοινού με τους ανωτέρω συγκατηγορουμένους του συναποφάσισαν, γνωρίζοντας καθένας τούτων και αποδεχόμενος την σύμπραξη του άλλου και έχοντας τον ίδιο δόλο με εκείνον για την ολοκλήρωση του εγκλήματος, και κατά το χρονικό διάστημα από 26-4-2005 έως 13-6-2005, αφού απέκοψαν με μηχανικό τρόπο το μεταλλικό τμήμα του με αριθ. κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου, στο οποίο υπήρχε χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου του αυτοκινήτου αυτού, που ήταν ..., συγκόλλησαν τούτο στο σημείο του ... αυτοκινήτου, στο οποίο υπήρχε χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου του αυτοκινήτου αυτού, που ήταν ..., τον οποίο προηγουμένως είχαν αποκόψει. Με τον τρόπο τούτο της συγκολλήσεως του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου SUZUKI τύπου GRAND VITARA, παραποίησαν το ανωτέρω ... αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητάς του. Ενόψει δε του ότι αφαίρεσαν από αυτό και τις ως άνω ιταλικές πινακίδες κυκλοφορίας του αυτοκινήτου (...) και τοποθέτησαν σ' αυτό τις υπ' αριθμ. ... πινακίδες κυκλοφορίας, κατέστησαν αδύνατη και πάντως δυσχερή τουλάχιστον χωρίς ενδελεχή έλεγχο την διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, το οποίο εμφανιζόταν ότι δήθεν ήταν το αυτοκίνητο εκείνο που εργοστασιακά έχει κατασκευαστεί και έχει τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου, ενώ αυτό ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας του. Στην αλλοίωση αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση του τους τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα για το ότι το αυτοκίνητο αυτό ήταν γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και κυκλοφορεί νόμιμα έχοντας την σχετική άδεια κυκλοφορίας με τον ανωτέρω αριθμό.... Περαιτέρω, ..., αποδείχθηκε ότι ο έκτος κατηγορούμενος Χ. Ν. (που, επίσης, δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη) είχε αγοράσει από τον Κ. Μ. το έτος 1998, αντί ποσού 500.000 δρχ., ένα επιβατηγό αυτοκίνητο το οποίο είχε καταστραφεί ολοσχερώς σε αυτοκινητικό ατύχημα και συγκεκριμένα ένα επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου 518, κυβισμού 1800 cc, χρώματος λευκού, με αριθμό πλαισίου ... και αριθμό κινητήρα ..., στο οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας με αριθμό .... Το αυτοκίνητο τούτο κατά το χρονικό διάστημα από 29-7-2003 έως 10-12-2004, μεταφέρθηκε στο συνεργείο επισκευής των δευτέρου και τρίτου κατηγορουμένων (αναιρεσειόντων Τ. και Β.). Οι τελευταίοι γνωστοποίησαν στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου - 6° κατηγορούμενο, ότι είχαν στην κατοχή τους άλλο αυτοκίνητο όμοιας μάρκας με το όχημα του, το οποίο βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από αυτό που αγόρασε και συμφώνησαν με αυτόν να παραποιήσουν τα στοιχεία του αυτοκίνητου αυτού, με τα στοιχεία του αυτοκινήτου που είχε στην κυριότητά του και ήταν κατεστραμμένο, ώστε να έχει αυτοκίνητο που να μπορεί να χρησιμοποιεί. Ο έκτος κατηγορούμενος συμφώνησε στην παραποίηση και οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι, με βάση την κοινή απόφασή τους και δόλο, αφού απέκοψαν το μεταλλικό τμήμα του αριθμού πλαισίου του κατεστραμμένου υπ' αριθμ. κυκλοφ. ... αυτοκινήτου και το συγκόλλησαν στην αντίστοιχη θέση του άλλου αυτοκινήτου, που ήταν όμοιας μάρκας, τύπου 518ι, χρώματος μολυβί, κινητήρα τύπου ... και κυλινδρισμού 2000 cc. Η επέμβαση αυτή στον αριθμό πλαισίου διαπιστώθηκε και από σχετική έρευνα της Δ/νσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ (...), καθώς και από τον ιδιώτη πραγματογνώμονα Γ. Κ. (...). Για το αυτοκίνητο τούτο, μετά την κατά τα ανωτέρω επέμβαση στον αριθμό πλαισίου του, εκδόθηκε νέα άδεια κυκλοφορίας με αριθμό … Με τον τρόπο τούτο της ενσωματώσεως του αριθμού πλαισίου από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι παραποίησαν το ανωτέρω αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητας του, έτσι που κατέστη αδύνατη η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού και εμφανιζόταν πλέον ότι το αυτοκίνητο, στο οποίο ενσωμάτωσαν τον αριθμό πλαισίου του κατεστραμμένου αυτοκινήτου, ήταν δήθεν το αυτοκίνητο εκείνο που εργοστασιακά έχει κατασκευαστεί και έχει τον ανωτέρω (αποκοπέντα από το κατεστραμμένο και ενσωματωθέντα στην συνέχεια στο άλλο αυτοκίνητο) αριθμό πλαισίου, ενώ αυτό ήταν πράγματι διαφορετικό, από εκείνο που αναφερόταν στην άδεια κυκλοφορίας του κατεστραμμένου αυτοκινήτου. ... Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι (αναιρεσείοντες Τ. και Β.) διατηρούσαν συνεργείο επισκευής επιβατηγών αυτοκινήτων στην οδό Δημοκρατίας αρ. 5 στην ..., με την επωνυμία. ... από κοινού συναποφάσισαν, γνωρίζοντας καθένας τούτων και αποδεχόμενος την σύμπραξη του άλλου και έχοντας τον ίδιο δόλο με εκείνον για την ολοκλήρωση του εγκλήματος και αφού απέκοπταν το μεταλλικό τμήμα στο οποίο υπήρχε χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου επιβατηγού αυτοκινήτου, το επικολλούσαν στο σημείο στο οποίο υπήρχε χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου άλλου αυτοκινήτου, έτσι ώστε να εμφανίζεται το επιβατηγό αυτοκίνητο, στο οποίο γινόταν η επικόλληση του αριθμού, σαν να ήταν το άλλο αυτοκίνητο το οποίο κυκλοφορούσε νόμιμα με τις χορηγηθείσες σ' αυτό με βάση την άδεια κυκλοφορίας του πινακίδες. Ειδικότερα, ... (1) Ο 8ος κατηγορούμενος Α. Μ. (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), είχε στην ιδιοκτησία του το υπ' αριθ. Κυκλοφορίας … επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου 316, παραγωγής 1986, με κινητήρα τύπου Μ10, 1.800 κ.ε., και κίνηση στον ένα άξονα, με αριθμό πλαισίου... Το αυτοκίνητο αυτό είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το έτος 1990, ήταν δηλαδή το έτος 2005 ήδη 15 ετών και η εκτιμώμενη αξία του ανερχόταν στο ποσό το πολύ των 8.000 ευρώ. ... Όταν πήγε το αυτοκίνητο αυτό στο συνεργείο τους αρχές Ιανουαρίου του 2005 για επισκευή, οι 3ος και 4ος κατηγορούμενοι του πρότειναν να παραποιήσουν τον αριθμό πλαισίου ενός επιβατηγού αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου 325, κινητήρα τύπου Μ20, κυλινδρισμού 2500 cc, χρώματος κόκκινου, παραγωγής 1998 με τετρακίνηση, και κλιματισμό, το οποίο είχαν στην συγκατοχή τους, δηλαδή να αποκόψουν τον αριθμό πλαισίου του αυτοκινήτου αυτού και να επικολλήσουν στη θέση του τον αριθμό πλαισίου του δικού του αυτοκινήτου (υπ' αριθμ. κυκλοφ…). Ο 8ος κατηγορούμενος συμφώνησε και πράγματι οι 3ος και 4ος κατηγορούμενοι, αφού απόκοψαν το τμήμα κάθε αυτοκινήτου στο οποίο ήταν χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου αυτών, συγκόλλησαν το μεταλλικό τμήμα που είχε γραμμένο τον αριθμό πλαισίου του υπ' αριθμ. κυκλοφ…αυτοκινήτου ... στο σημείο που ήταν προηγουμένως ο αριθμός πλαισίου του δεύτερου αυτοκινήτου ..., καθώς επίσης τοποθέτησαν στο δεύτερο αυτοκίνητο και τις πινακίδες κυκλοφορίας με τον ανωτέρω αριθμό ... Με τον τρόπο αυτό, παραποίησαν το ανωτέρω (δεύτερο) αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητάς του, που είναι ο αριθμός πλαισίου, έτσι που κατέστη αδύνατη, πάντως δε δυσχερής, η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, το οποίο εμφανιζόταν ότι δήθεν είναι εκείνο που εργοστασιακά έχει κατασκευαστεί και έχει τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου ... και την άδεια κυκλοφορίας, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας του. Στην αλλοίωση αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση του τους τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα για το ότι το αυτοκίνητο αυτό είναι γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και κυκλοφορεί νόμιμα έχοντας την σχετική άδεια κυκλοφορίας με τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου και κυκλοφορίας και ειδικότερα τις αρμόδιες αρχές για την νομιμότητα του αυτοκινήτου. Απώτερος σκοπός των 3ου και 4ου κατηγορουμένων ήταν (α) αφενός μεν να προσπορίσουν παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του - 8° κατηγορούμενο, ο οποίος απέκτησε έτσι αυτοκίνητο νεότερης ηλικίας από αυτό που κατείχε νομίμως, αλλά και μεγαλύτερης αξίας (μεγαλύτερου κυβισμού, με κλιματισμό κ.τ.λ.), χωρίς να υποβληθεί στη δαπάνη αγοράς τέτοιου αυτοκινήτου, δηλαδή με τα χαρακτηριστικά του δευτέρου αυτοκινήτου, το οποίο (όφελος) ανέρχεται σε 17.061 ευρώ, αφετέρου δε (β) να προσπορίσουν παράνομο όφελος στον εαυτό τους, αφού για την εργασία που έκαμαν προκειμένου να παραποιήσουν το δεύτερο αυτοκίνητο, αλλά και ως αντίτιμο για την παραχώρηση του στον 8° κατηγορούμενο έλαβαν από αυτόν το ποσό των 2.200 ευρώ, ενώ κράτησαν και το παλαιό αυτοκίνητο του 8ου κατηγορουμένου. Τα ανωτέρω, εκτός του ότι αποδεικνύονται από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ομολογούνται κατά την προανακριτική απολογία του Α. Μ., η δε αναίρεση όσων κατ' αυτήν έχει καταθέσει με την απολογία του στην κύρια ανάκριση και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν κρίνεται αληθής, η δε δικαιολογία που εκθέτει, ότι δηλαδή κατέθεσε με το περιεχόμενο αυτό επειδή ήταν ζαλισμένος λόγω της ασθένειάς του, καθόσον πάσχει χρόνια νεφρική ανεπάρκεια επειδή πιέστηκε ψυχολογικά από τους αστυνομικούς, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι αν καταθέσει με το περιεχόμενο αυτό θα του επέστρεφαν το αυτοκίνητό του, δεν είναι πειστικές. (2) Οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι τέλεσαν την πλαστογραφία του αριθμού πλαισίου του επιβατηγού αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου 518, κυβισμού 1800 cc, χρώματος λευκού, με αριθμό πλαισίου ... και αριθμό κινητήρα ..., στο οποίο είχε χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας με αριθμό ..., ιδιοκτησίας του 6ου κατηγορουμένου Χ. Ν. κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω υπό στοιχ. (I) (Δ). (2). Με τον τρόπο τούτο, της συγκολλήσεως δηλαδή του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου που κατείχε νομίμως ο Χ. Ν. (...) στο άλλο αυτοκίνητο της ιδίας μάρκας που έφερε αριθμό κινητήρα.., οι ανωτέρω κατηγορούμενοι παραποίησαν το ανωτέρω (δεύτερο) αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητάς του, που είναι ο αριθμός πλαισίου, έτσι που κατέστη αδύνατη, πάντως δε δυσχερής, η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, το οποίο εμφανιζόταν ότι δήθεν είναι εκείνο που εργοστασιακά έχει κατασκευαστεί και έχει τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου (...) και την άδεια κυκλοφορίας, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας του. Στην αλλοίωση αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση του τους τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα για το ότι το αυτοκίνητο αυτό είναι γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και κυκλοφορεί νόμιμα έχοντας την σχετική άδεια κυκλοφορίας με τον ανωτέρω αριθμό και ειδικότερα τις αρμόδιες αρχές για την νομιμότητα του αυτοκινήτου, αλλά και τους τρίτους στους οποίους τυχόν θα πωλούνταν. Απώτερος σκοπός των 2ου και 3ου κατηγορουμένων ήταν να προσπορίσουν (α) παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του πρώτου (νομίμου) αυτοκινήτου Χ. Ν., ισόποσο προς την αξία του αυτοκινήτου, προσδιοριζόμενη σε 11.000 ευρώ, ενόψει του ότι απέκτησε το παραποιημένο αυτοκίνητο χωρίς να υποβληθεί στη δαπάνη αγοράς του, αφού αντί του κατεστραμμένου αποκτούσε αυτοκίνητο με δυνατότητα χρησιμοποιήσεως, αλλά και δυνατότητα πωλήσεως σε τρίτους και αποκτήσεως του τιμήματος, που δεν θα μπορούσε να αποκτήσει πωλώντας το κατεστραμμένο αυτοκίνητο, αλλά και (β) παράνομο όφελος στον εαυτό τους, αφού έλαβαν αμοιβή, η οποία δεν κατέστη γνωστή κατά την διαδικασία για την εκτέλεση της ως άνω παραποιήσεως, πάντως κατωτέρα των 30.000 ευρώ. (3) Ο αρχικά 16ος κατηγορούμενος Ι. Μ., ο οποίος κηρύχθηκε αθώος με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την πράξη της λαθρεμπορίας, για την οποία είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, κατείχε νομίμως ένα επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής LANCIA, με αριθμό κυκλοφορίας …, τύπου 831ΑΒΟ/5, έτους κατασκευής 1982, με αριθμό πλαισίου ..., τύπο κινητήρα …, κυβισμού 1301 cc, σύμφωνα και με τα χαρακτηριστικά που αναγράφονται στην άδεια κυκλοφορίας που είχε χορηγηθεί σ` αυτόν. Το αυτοκίνητο είχε το αγοράσει από τον Χ. Ν., αντί ποσού 200.000 δραχμών, λόγω της παλαιότητάς του. Ο Ι. Μ., λίγες ημέρες μετά την αγορά του αυτοκινήτου αυτού, το πήγε στο συνεργείο των 2ου και 3ου κατηγορουμένων, ..., προκειμένου να εκτελέσουν εργασίες μετατροπών και βελτιώσεων τούτου, επειδή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του το είχε σε ακινησία, μεταξύ των οποίων θα ήταν και η αλλαγή κινητήρα, ώστε να έχει κινητήρα με μεγαλύτερο κυβισμό. Η αμοιβή για τις εργασίες αυτές συμφωνήθηκε σε 400.000 δραχμές (1.173,88 ευρώ). Οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι, με κοινή απόφασή τους, έχοντας στην κατοχή τους άλλο αυτοκίνητο όμοιας μάρκας LANCIA, άλλου τύπου και συγκεκριμένα DELTA INTEGRALLE, κυβισμού 2000cc, κινητήρα 16V, με κίνηση στους τέσσερις τροχούς, έτους κατασκευής 1989, που είχε περιέλθει στην κατοχή τους με μη διακριβωθέντα τρόπο, παραποίησαν στο τελευταίο αυτοκίνητο τον αριθμό πλαισίου αυτού, με αλλοίωση των στοιχείων του και σφυρηλάτηση και χάραξη στοιχείων, ώστε να είναι πλέον χαραγμένος σ' αυτό ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που είχε ο Ι. Μ. και αναφέρονταν στην άδεια κυκλοφορίας του (..). Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, όταν πήγε να το παραλάβει αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για διαφορετικό στην ουσία αυτοκίνητο, πλην όμως ελέγχοντας τον αριθμό πλαισίου διαπίστωσε ότι ήταν ο αναγραφόμενος στην άδεια κυκλοφορίας του και ενόψει και των υποσχέσεων του δευτέρου κατηγορουμένου ότι δεν υπήρχε κάτι το παράνομο και ούτε λόγος να ανησυχεί και της προτροπής του να το περάσει από τον έλεγχο ΚΤΕΟ, και μάλιστα στην Ηγουμενίτσα όπου πραγματικά ελέγχθηκε το αυτοκίνητο χωρίς να παρατηρηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα για την ταυτότητά του, και μη γνωρίζοντας την παραποίηση, συνέχισε να κυκλοφορεί το αυτοκίνητο μέχρι την 9-2-2006 που βρέθηκε από τους αστυνομικούς και μετά την διαπίστωση της παραποιήσεως κατασχέθηκε. Με τον τρόπο τούτο της αλλοιώσεως με έντεχνο τρόπο του αριθμού πλαισίου του δευτέρου αυτοκινήτου, ήτοι αποσβέσεως των παλαιών στοιχείων του αριθμού πλαισίου και σφυρηλατήσεως νέων στοιχείων του αριθμού πλαισίου, ήτοι αυτών του αυτοκινήτου που νομίμως κατείχε ο Ι. Μ., παραποίησαν το ανωτέρω αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητάς του, που είναι ο αριθμός πλαισίου, έτσι που κατέστη αδύνατη, πάντως δυσχερής, η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, το οποίο εμφανιζόταν ότι δήθεν είναι το αυτοκίνητο εκείνο που εργοστασιακά έχει κατασκευαστεί και έχει τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου (...), ενώ ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας του. Στην αλλοίωση αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του τους τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα για το ότι το αυτοκίνητο αυτό είναι γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και κυκλοφορεί νόμιμα έχοντας την σχετική άδεια κυκλοφορίας με τον ανωτέρω αριθμό και ειδικότερα τις αρμόδιες αρχές για τη νομιμότητα του αυτοκινήτου, με όφελος του ανωτέρω κατηγορουμένου ιδιοκτήτη του, ο οποίος απέκτησε έτσι αυτοκίνητο, χωρίς να υποβληθεί στην επιπλέον δαπάνη, διαφορετικών χαρακτηριστικών από εκείνο που αρχικά είχε, νεότερης κατασκευής, αλλά και μεγαλύτερου κυβισμού και δυνατοτήτων, χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε επιπλέον ποσό, το οποίο διαφορετικά θα κατέβαλε για την απόκτηση τέτοιου αυτοκινήτου. Για την αλλοίωση αυτή των στοιχείων του αυτοκινήτου και την παραχώρησή του στον Ι. Μ., οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ωφελήθηκαν επίσης, καθόσον εκείνος τους κατέβαλε το ποσό των 400.000 δραχμών. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από ... και από την από 6-4-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Κ. κατά την οποία στο πινακιδάκι που βρίσκεται δίπλα στη βάση του "αμορτισέρ" αναγραφόταν άλλος αριθμός πλαισίου από τον ανωτέρω. (Β) Οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι τα ως άνω αυτοκίνητα (...), στα οποία συγκόλλησαν τους αριθμούς πλαισίου των άλλων αυτοκινήτων που νόμιμα κατείχαν οι προαναφερθέντες ιδιοκτήτες τους, τα οποία κατείχαν οι ίδιοι (κατηγορούμενοι) και για τα οποία δεν απέδειξαν ούτε την νόμιμη κατοχή τους, ούτε την νόμιμη εισαγωγή τους στην Ελλάδα, αποτελούσαν προϊόντα παράνομης πράξεως, ήτοι λαθρεμπορίας (...), οι δε δασμοί και φόροι που στερήθηκε το Δημόσιο ανέρχονται σε ποσό ανώτερο των 15.000 ευρώ για τα ανωτέρω αυτοκίνητα, το οποίο είναι σημαντικό (...), που τελέσθηκε σε μη διαπιστωθέντα κατά την διαδικασία τόπο και χρόνο και από μη αποκαλυφθέντες κατά την διαδικασία δράστη/ες, πάντως όχι από τους ίδιους τους ως άνω κατηγορουμένους, αφού αυτοί αρνούνται ότι τα εισήγαγαν λαθραία στην Ελλάδα, τα απέκτησαν δε αποδεχόμενοι αυτά στην κατοχή τους, αφού μπορούσαν να ασκήσουν φυσική εξουσία σ' αυτά και να τα εξουσιάζουν και να τα διαθέτουν πραγματικά, σύμφωνα με την βούλησή τους, από κερδοσκοπία, ήτοι προκειμένου να τα παραποιήσουν κατά το αριθμό πλαισίου τους και εν συνεχεία να τα διαθέσουν σε πελάτες τους και να καρπωθούν την προαναφερθείσα αξία τους ή μέρος αυτής, χωρίς να έχουν καταβάλει ισόποσο τίμημα για την αγορά τους, αφού ήταν προϊόντα λαθρεμπορίας, και προκειμένου να συγκαλύψουν την αληθινή τους προέλευση, προέβησαν στην παραποίηση του αριθμού πλαισίου τους κατά τα προεκτεθέντα, δίδοντας έτσι νομιμοφανή υπόσταση στα αυτοκίνητα αυτά, ώστε να τα εμφανίσουν ως νομίμως κτηθέντα. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, διέπραξαν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας των ανωτέρω αυτοκινήτων και έκαναν χρήση τούτων και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτής, χωρίς όμως την επιβαρυντική ... Επίσης πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως της νομιμοποιήσεως εσόδων ... Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι 4ος και 5ος κατηγορούμενοι Δ. Λ. και Ν. Σ. (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), αντίστοιχα, διατηρούσαν συνεργείο επισκευής επιβατηγών αυτοκινήτων στην ..., στο 4° χλμ. της Ε.Ο. Ιωαννίνων - Αθηνών. ... αποδείχθηκε ότι : (Α) Ο 4ος κατηγορούμενος Δ. Λ. ήταν, νομίμως, ιδιοκτήτης του υπ' αριθ. Κυκλοφορίας … ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγού αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου Μ-3, με αριθμό πλαισίου ... Στην κατοχή αυτού είχε περιέλθει, με άγνωστο τρόπο και σε άγνωστο χρόνο, το με ισπανικό αριθμό κυκλοφορίας …, εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου Μ-3 επιβατηγό αυτοκίνητο, με αριθμό πλαισίου ..., χρώματος χρυσαφί. Το τελευταίο αυτοκίνητο είχε κλαπεί στις 25-4-2005 στο … Ισπανίας από την κατοχή του D. A. E. και είχε δηλωθεί η κλοπή από αυτόν στην αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, ήταν δε καταχωρημένο ως κλαπέν με ταυτότητα... Ο ανωτέρω 5ος κατηγορούμενος, αν και γνώριζε ότι το αυτοκίνητο τούτο αποτελεί προϊόν κλοπής, ... κατά το χρονικό διάστημα από 25-7-2005 έως 23-8-2005, στο ως άνω συνεργείο του απέκοψε το τμήμα κάθε αυτοκινήτου στο οποίο ήταν χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου και τον αριθμό πλαισίου του …αυτοκινήτου τον συγκόλλησε στο άλλο αυτοκίνητο, στο οποίο επίσης τοποθέτησε τις πιο πάνω πινακίδες κυκλοφορίας. Με τον τρόπο τούτο του ενσωματώσεως του αριθμού πλαισίου στο δεύτερο αυτοκίνητο, ο 4ος κατηγορούμενος παραποίησε το ανωτέρω αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητάς του, του αριθμού πλαισίου, έτσι που κατέστη αδύνατη, πάντως δε δυσχερής, η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, το οποίο εμφανιζόταν ότι δήθεν είναι εκείνο που εργοστασιακά έχει κατασκευαστεί και έχει τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας του. Επίσης, ο 4ος κατηγορούμενος, νόθευσε την υπ' αριθ … άδεια κυκλοφορίας, που είχε χορηγηθεί στο πρώτο αυτοκίνητο, ώστε τα αναγραφόμενα σ' αυτή στοιχεία να συμπίπτουν με τα στοιχεία του δεύτερου αυτοκινήτου και συγκεκριμένα στα σημεία όπου αναγράφεται ο κυλινδρισμός και η ημερομηνία εκδόσεως 1ης άδειας και στη θέση του κυλινδρισμού ανέγραψε 2895 κ.ε., αντί του αρχικά αναγραφόμενου 1895 κ.ε., απαλείφοντας τον ψηφίο "1" στην αρχή του αριθμού και γράφοντας αντ` αυτού το ψηφίο "2" και στη θέση της ημερομηνίας 1ης άδειας, - αντί της αρχικά αναγραφόμενης 17-1-2000, ανέγραψε 17-2-2000, απαλείφοντας στο μήνα το ψηφίο "1" και γράφοντας αντ` αυτού το ψηφίο "2". Στην πλαστογραφία και αλλοίωση αυτή του αριθμού πλαισίου και της αδείας κυκλοφορίας του δευτέρου αυτοκινήτου προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους τούς τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα για το ότι το αυτοκίνητο αυτό είναι γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και κυκλοφορεί νόμιμα έχοντας την ανωτέρω σχετική άδεια κυκλοφορίας με τον ανωτέρω αριθμό και ειδικότερα τις αρμόδιες αρχές για την νομιμότητα του αυτοκινήτου, με όφελος του ιδίου του 4ου κατηγορουμένου, ισόποσου προς την αξία του αυτοκινήτου, προσδιοριζόμενη σε 11.000 ευρώ, ενόψει του ότι απέκτησε τούτο χωρίς να υποβληθεί στη δαπάνη αγοράς αφού δεν απέδειξε ότι είχε αυτό με νόμιμο τρόπο στην κατοχή του και με τον ως άνω τρόπο της αλλοιώσεως των στοιχείων καθιστούσε αδύνατη την αποκάλυψη του πραγματικού ιδιοκτήτη. Ο κατηγορούμενος Δ. Λ. στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ομολόγησε την πλαστογραφία του ανωτέρω αυτοκινήτου και της άδειας κυκλοφορίας αυτού και καταθέτει ότι αγόρασε τούτο από άγνωστο Αλβανό αντί του ποσού των 15.000 ευρώ σε αντίθεση με όσα προανακριτικά κατέθεσε ότι το είχε φέρει τούτο ο έβδομος κατηγορούμενος Κ. Ν.. Επομένως πρέπει ο 4ος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξεως. ...(Β) Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ..., ότι: Ο 4ος κατηγορούμενος: (1) Είχε στην κατοχή του το με αριθ. κυκλοφορίας …επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής PEUGEOT 206 τύπου ROLLAND GAROSSE με αριθμό πλαισίου .... Επίσης στην κατοχή του περιήλθε άλλο αυτοκίνητο ίδιας μάρκας και τύπου, με άγνωστο τρόπο και αγνώστου αριθμού πλαισίου. Επειδή το πρώτο αυτοκίνητο, προφανώς είχε υποστεί αναποκατάστατες υλικές ζημίες ή οπωσδήποτε ζημίες που δεν συνέφερε οικονομικά η αποκατάσταση τους, ο 4ος κατηγορούμενος απέκοψε το τμήμα του αμαξώματος που ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός πλαισίου του δεύτερου αυτοκινήτου, το οποίο ήταν σε καλή κατάσταση και στη θέση αυτή συγκόλλησε το μεταλλικό τμήμα του αμαξώματος, στο οποίο ήταν χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου του … αυτοκινήτου, επίσης δε τοποθέτησε στο δεύτερο αυτό αυτοκίνητο, στο οποίο επικόλλησε τον αριθμό πλαισίου του …αυτοκινήτου και τις πινακίδες κυκλοφορίας του τελευταίου. Στη συνέχεια ο 4ος κατηγορούμενος πώλησε το δεύτερο αυτό αυτοκίνητο στην Μ. Σ., αντί ποσού 8.500 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό της συγκολλήσεως του αριθμού πλαισίου του με αριθμό κυκλοφορίας …αυτοκινήτου στο άλλο αυτοκίνητο, με τα άγνωστα στοιχεία, ο 4ος κατηγορούμενος παραποίησε το τελευταίο αυτό αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητας του, έτσι που καθίστατο αδύνατη, πάντως δε δυσχερής η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, αφού εμφανιζόταν ότι δήθεν το αυτοκίνητο αυτό είναι εκείνο που εργοστασιακά είχε κατασκευαστεί και είχε τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου (...), ενώ στην πραγματικότητα ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας του. Στην πλαστογραφία αυτή προέβη ο 4ος κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του παραποιημένου αριθμού πλαισίου του δευτέρου αυτοκινήτου τους τρίτους για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αυτός σκόπευε να παραπλανήσει τους τρίτους και ειδικότερα την ως άνω αγοράστρια αυτού και τις αρμόδιες αρχές για το ότι το αυτοκίνητο αυτό ήταν γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και ότι κυκλοφορούσε νόμιμα έχοντας την ανωτέρω σχετική άδεια κυκλοφορίας, με τον ανωτέρω αριθμό (…). Απώτερος σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να αποκομίσει παράνομο όφελος από την πράξη του αυτή, αφού (ι) τελικά πώλησε αυτοκίνητο διαφορετικό από το αναφερόμενο στην άδεια κυκλοφορίας του, πράγμα που απαγορεύεται και (ιι) το πωληθέν αυτό αυτοκίνητο δεν αποδείχθηκε ότι περιήλθε νομίμως στην κυριότητα του 4ου κατηγορουμένου, το οποίο (όφελος) πράγματι και αποκόμισε από την πώληση του στη Μ. Σ., ισόποσο προς το τίμημα της πωλήσεως του αυτοκινήτου, ανερχόμενο σε 8.500 ευρώ. (2) Κατά το χρονικό διάστημα από 26- 4-2005 έως 13-6-2005, με τον ίδιο προαναφερθέντα τρόπο πλαστογράφησε τον αριθμό πλαισίου και άλλου αυτοκινήτου. Συγκεκριμένα από υπ' αριθμ. κυκλοφ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο μάρκας SUZUKI τύπου GRAND VITARA, χρώματος ασημί, ιδιοκτησίας του 4ου κατηγορουμένου, με αριθμό πλαισίου ... και αριθμό κυκλοφορίας ..., εκτιμώμενης αξίας 15.000 ευρώ, απέκοψε το τμήμα του αμαξώματος που έφερε τον ως άνω αριθμό πλαισίου και το συγκόλλησε σε άλλο αυτοκίνητο μάρκας SUZUKI τύπου GRAND VITARA, χρώματος κόκκινου, το οποίο είχε αριθμό πλαισίου ..., τοποθέτησε δε σ' αυτό και τις πινακίδες κυκλοφορίας του πρώτου αυτοκινήτου (...), όπως εκτέθηκε και ανωτέρω υπό (1). (3) Κατά το χρονικό διάστημα από 6-6-2005 έως 14-7-2005 με τον ίδιο προαναφερθέντα τρόπο πλαστογράφησε τον αριθμό πλαισίου άλλου αυτοκινήτου. Συγκεκριμένα απέκοψε από αυτοκίνητο μάρκας BMW, τύπου 318ι, το οποίο είχε αριθμό πλαισίου ... και αριθμό κυκλοφορίας …, το τμήμα του αμαξώματος που ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός πλαισίου και το τμήμα αυτό με τον ως άνω αριθμό πλαισίου το συγκόλλησε σε άλλο αυτοκίνητο της ιδίας μάρκας, με αριθμό πλαισίου ..., εκτιμώμενης αξίας 15.000 ευρώ, τοποθέτησε δε σ' αυτό και τις πινακίδες κυκλοφορίας του πρώτου αυτοκινήτου …, όπως εκτέθηκε κατά τον ανωτέρω υπό (1) τρόπο. Η επέμβαση αυτή στον αριθμό πλαισίου διαπιστώθηκε και από σχετική έρευνα της Δ/νσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ (...). Στις περιπτώσεις των ως άνω αυτοκινήτων υπό στοιχ. (Α) και (Β) (1), (2) και (3), που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο 4ος κατηγορούμενος σκόπευε να παραπλανήσει με την χρήση των πλαστογραφημένων αριθμών πλαισίων των ως άνω αυτοκινήτων τους τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος σκόπευε να παραπλανήσει τους τρίτους και τις αρμόδιες αρχές για το ότι τα αυτοκίνητα αυτά ήταν γνήσια, όπως κατασκευάστηκαν από το εργοστάσιο και ότι κυκλοφορούσαν νόμιμα έχοντας τις ανωτέρω σχετικές άδειες κυκλοφορίας. Απώτερος σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, αφού αυτός θα εφέρετο ως ιδιοκτήτης αυτοκινήτων, των οποίων τα στοιχεία συμφωνούσαν με τα αναγραφόμενα στις άδειες κυκλοφορίας τους, ενώ τα αυτοκίνητα που κατείχε πλέον είχαν παραποιημένο τον αριθμό πλαισίου, ήτοι ήταν διαφορετικά από αυτά που αφορούσαν οι άδειες κυκλοφορίας τους, πράγμα που απαγορεύεται, ισόποσου (του οφέλους) προς την αξία των "νέων" αυτοκινήτων [11.000 + 8.500 + 15.000] 34.500 ευρώ. (4) Τέλος κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2005 έως 4-1-2006 ο 4ος κατηγορούμενος από κοινού με τον 5° κατηγορούμενο Ν. Σ. συναποφάσισαν, γνωρίζοντας καθένας τούτων και αποδεχόμενος την σύμπραξη του άλλου και έχοντας τον ίδιο δόλο με εκείνον για την ολοκλήρωση του εγκλήματος, να πλαστογραφήσουν τον αριθμό πλαισίου και άλλου αυτοκινήτου κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Ο Α. Ρ., ήταν κύριος του με αριθμό κυκλοφορίας …αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής RENAULT τύπου CLIO, έτους κατασκευής 1993, κυβισμού 1800 κ.ε., χρώματος μπλε, το οποίο είχε αριθμό πλαισίου .... Ο ανωτέρω το Σεπτέμβριο του έτους 2005 είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και το αυτοκίνητό του είχε υποστεί σοβαρότατες υλικές ζημίες, που το κατέστησαν κατεστραμμένο από τεχνικής και οικονομικής απόψεως. Ο Α. Ρ. ήταν γνωστός με τον 5° κατηγορούμενο Ν. Σ., μετέφερε δε το κατεστραμμένο αυτοκίνητο του στο συνεργείο του ως άνω κατηγορουμένου και του συνεταίρου του 4ου κατηγορουμένου. Ο 5ος κατηγορούμενος του υπέδειξε ότι μπορεί να βρει όμοιο αυτοκίνητο με το δικό του στο συνεργείο των αδελφών Μ.. Ο Α. Ρ., πήγε στο συνεργείο αυτό και πραγματικά διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχε ένα όμοιας μάρκας και τύπου αυτοκίνητο, με γερμανικές πινακίδες κυκλοφορίας, το οποίο συμφώνησε με ένα εκ των αδελφών Μ. και το αγόρασε αντί τιμήματος 2.500 ευρώ. Το αυτοκίνητο τούτο ήταν σε καλή κατάσταση και οδηγώντας το, ο Α. Ρ. το μετέφερε στο συνεργείο των 4ου και 5ου κατηγορουμένων. Οι τελευταίοι ενημέρωσαν τον Α. Ρ. ότι θα γίνει αντικατάσταση του αριθμού πλαισίου των δύο αυτοκινήτων, αφού το αυτοκίνητο που αυτός κατείχε δεν μπορούσε να επισκευαστεί, ότι δηλαδή ο αριθμός πλαισίου του παλαιού αυτοκινήτου του θα τοποθετηθεί στο νέο αυτοκίνητο. Πράγματι έγινε η αποκοπή του τμήματος του αμαξώματος, που ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός πλαισίου του κατεστραμμένου αυτοκινήτου και ο Α. Ρ. μετέφερε το αυτοκίνητο αυτό εκτός συνεργείου, σε ιδιωτική αποθήκη. Οι 4ος και 5ος κατηγορούμενοι, ενεργούντες από κοινού, συγκόλλησαν το τμήμα του αμαξώματος, που ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός πλαισίου του υπ' αριθμ. κυκλοφ…αυτοκινήτου στη θέση του αριθμού πλαισίου του άλλου οχήματος, το οποίο είχε ο Α. Ρ. από τους αδελφούς Μ.. Επίσης ο Α. Ρ. μετά την ολοκλήρωση της εργασίας αυτής εφοδιάσθηκε, για το παραποιημένο κατά τον αριθμό πλαισίου αυτοκίνητο, με νέα άδεια κυκλοφορίας, με αριθμό …. Όταν αποκαλύφθηκε από την Αστυνομία η ως άνω πλαστογραφία του αριθμού πλαισίου του αγορασθέντος αυτοκινήτου ο Α. Ρ. παρέδωσε τούτο στους αστυνομικούς, οι οποίοι το κατέσχεσαν. Η ως άνω παραποίηση του αριθμού πλαισίου του νέου οχήματος που παρέλαβε ο Α. Ρ. εκ μέρους των ως άνω κατηγορουμένων αποδεικνύεται και από το ότι, όταν άρχισε η έρευνα των διωκτικών αρχών για την παρούσα υπόθεση, ο 5ος κατηγορούμενος Ν. Σ. τηλεφώνησε στον Α. Ρ., τον ενημέρωσε ότι υπάρχει πρόβλημα με το αυτοκίνητο λόγω της αποκαλύψεως της πλαστογραφίας του αριθμού πλαισίου και του ζήτησε να "εξαφανίσει" το αυτοκίνητο, ώστε να μην βρεθεί αυτό και να αποτελεί στοιχείο αποδεικτικό της τελέσεως της αξιόποινης συμπεριφοράς τους. Την ως άνω πλαστογραφία τέλεσαν οι κατηγορούμενοι προκειμένου να λάβουν από τον Α. Ρ. το ποσό των 500 ευρώ ως αμοιβή. Με τον προαναφερθέντα τρόπο της συγκολλήσεως του αριθμού πλαισίου του υπ' αριθμ. κυκλοφ… αυτοκινήτου στο αυτοκίνητο που αγόρασε ο Α. Ρ. από τους αδελφούς Μ., οι ανωτέρω κατηγορούμενοι παραποίησαν το τελευταίο αυτό αυτοκίνητο, ως προς το κρίσιμο τούτο στοιχείο της ταυτότητας του, έτσι που κατέστη αδύνατη, πάντως δε δυσχερής, η διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του οχήματος αυτού, αφού εμφανιζόταν ότι δήθεν το αυτοκίνητο αυτό είναι εκείνο που εργοστασιακά είχε κατασκευαστεί και είχε τον ανωτέρω αριθμό πλαισίου (...), ενώ στην πραγματικότητα ήταν διαφορετικό εκείνου που αναφερόταν στην άδεια κυκλοφορίας του (… αρχικά και μετά την έκδοση της νέας αδείας κυκλοφορίας …). Στην πλαστογραφία αυτή του αριθμού πλαισίου του νέου αυτοκινήτου του Α. Ρ. οι ως άνω κατηγορούμενοι προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση του τους τρίτους για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα οι κατηγορούμενοι σκόπευαν να παραπλανήσουν τους τρίτους και τις αρμόδιες αρχές για το ότι το αυτοκίνητο αυτό ήταν γνήσιο, όπως κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο και ότι κυκλοφορούσε νόμιμα έχοντας την ανωτέρω σχετική άδεια κυκλοφορίας, με τον ανωτέρω αριθμό (… αρχικά και μετά την έκδοση της νέας αδείας κυκλοφορίας …). Απώτερος σκοπός των κατηγορουμένων ήταν αφ' ενός μεν να προσπορίσουν παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου αυτού Α. Ρ., αφού αυτός θα εφέρετο ως ιδιοκτήτης αυτοκινήτου του οποίου τα στοιχεία συμφωνούσαν με τα αναγραφόμενα στην άδεια κυκλοφορίας του, ενώ το αυτοκίνητο που κατείχε πλέον είχε παραποιημένο τον αριθμό πλαισίου, ήτοι ήταν διαφορετικό από αυτό που αφορούσε η άδεια κυκλοφορίας του, πράγμα που απαγορεύεται, ισόποσου (του οφέλους) προς την αξία του νέου αυτοκινήτου (μείον το τίμημα της αγοράς του από τους αδελφούς Μ.), ήτοι το ποσό των (5.000 ευρώ που εκτιμάται η αξία του - 2.500 ευρώ που κατέβαλε για την αγορά του) 2.500 ευρώ, αφετέρου δε να αποκομίσουν και οι ίδιοι όφελος από την πράξη τους αυτή, το οποίο πράγματι και αποκόμισαν, αφού έλαβαν ως αμοιβή από τον Α. Ρ. για την παραποίηση του αριθμού πλαισίου του νέου αυτοκινήτου το ποσό των 500 ευρώ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο τέταρτος κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση, ... διέπραξαν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας των ανωτέρω αυτοκινήτων και έκαναν χρήση τούτων, από κοινού ως προς την υπό στοιχ. (3) πράξη. Επομένως, ..., πρέπει ο 4ος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος όλων των ως άνω πράξεων ..., χωρίς όμως την επιβαρυντική περίπτωση ... (Γ) Περαιτέρω, ..., το αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW Μ-3 με ισπανικό αριθμό κυκλοφορίας (…) και αριθμό πλαισίου (...), που αναφέρθηκε ανωτέρω υπό στοιχ. III. Α, εισήχθη μετά την κλοπή του από άγνωστο άτομο, με άγνωστο τρόπο στην Ελλάδα και από άγνωστο τόπο προελεύσεως, κατά το χρονικό διάστημα από την δηλωθείσα κλοπή του μέχρι την κατά τα προαναφερθέντα εισαγωγή του στο συνεργείο του 4ου (και 5ου) κατηγορουμένου, χωρίς την άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, φόροι, τέλη και λοιπά δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου, που εισπράττονται επί των εισαγομένων από την αλλοδαπή εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 15.276,66 ευρώ. Ο 4ος κατηγορούμενος γνώριζε ότι το αυτοκίνητο αυτό είχε εισαχθεί στην Χώρα χωρίς να καταβληθούν οι προβλεπόμενοι φόροι και δασμοί είχε δε την θέληση να στερήσει από το Δημόσιο το ως άνω αντιστοιχούν στους φόρους και δασμούς αυτούς χρηματικό ποσό. Επομένως, ο 4ος κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της λαθρεμπορίας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, διότι προέβη, όπως προαναφέρθηκε, στην αφαίρεση και αποκόλληση του αριθμού πλαισίου από το ανωτέρω αυτοκίνητο (υπ' αριθμ. κυκλοφ…), το οποίο κατείχε νόμιμα και για το οποίο είχαν καταβληθεί οι προβλεπόμενοι δασμοί και φόροι κατά την εισαγωγή του στη Χώρα και τον συγκόλλησε στο άλλο αυτοκίνητο, με αριθμό πλαισίου ..., το οποίο εισήχθη στη Χώρα από άγνωστο τόπο, κατά τρόπο λαθρεμπορικό ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά 1) τις πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση, που φέρονται ότι τέλεσαν οι αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β. κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα της 10.1.2005 και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση που φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων Δ. Λ. κατά τα χρονικά διαστήματα από 25.7.2005 μέχρι 23.8.2005, από 26.4.2005 μέχρι 13.6.2005, από 6.6.2005 μέχρι 14.7.2005 και από 21.11.2005 μέχρι 4.1.2006 και 2) τα περιστατικά που συνιστούν την πλαστογραφία με χρήση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου LANCIA που φέρονται ότι τέλεσαν οι αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β. (χωρίς προσδιορισμό χρόνου τελέσεως) και την πλαστογραφία με χρήση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου PEUGEOT που φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων Δ. Λ. (χωρίς προσδιορισμό χρόνου τελέσεως), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού: α) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν αναγκαίο το Δικαστήριο να αντικρούσει τα τυχόν αντίθετα πορίσματα των γνωμοδοτήσεων του τεχνικού συμβούλου των αναιρεσειόντων Γ. Α. Κ., ερευνητή - πραγματογνώμονος, ο οποίος διενήργησε και αυτός, μαζί με τους πραγματογνώμονες που είχαν νομίμως διορισθεί, πραγματογνωμοσύνη στα ως άνω οχήματα, γιατί αυτές, οι οποίες, πάντως, μνημονεύονται στο σκεπτικό, δεν θεωρούνται ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά εκτιμώνται ως απλά έγγραφα. β) Το Δικαστήριο, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση για την πλαστογραφία που φέρεται ότι έλαβε χώραν κατά το αμέσως προηγούμενο διάστημα της 10.1.2005 και για την πλαστογραφία του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου LANCIA δεν στηρίχθηκε μόνο στις καταθέσεις των συγκατηγορουμένων των αναιρεσειόντων Α. Μ. και Ι. Μ. , αντιστοίχως, αλλά, όπως ευθέως από τις παραδοχές του προκύπτει, και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα, οπότε δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 211 Α του ΚΠοινΔ. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως των αιτήσεων των Β. Τ. και Κ. Β. και δεύτερος λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Δ. Λ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι περιεχόμενες στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου των αιτήσεων αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, κ.λπ.) και για μη λήψη υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/19/20-9-1974, κατά την οποία "παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του", καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ' όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της διώξεως που ασκήθηκε. Κατ` αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει το δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέραν της αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α και 171 παρ.1 δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τις πράξεις της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β., και της λαθρεμπορίας, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα Δ. Λ., το Πενταμελές Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, και 155 παρ. 1και 2 περ. η του ν. 2960/2001. Συγκεκριμένα, στήριξε την καταδικαστική του, για τις ως άνω πράξεις, κρίση, όπως αναφέρθηκε, στο ότι: α) "Οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι (αναιρεσείοντες Τ. και Β.) γνώριζαν ότι τα ως άνω αυτοκίνητα (...), στα οποία συγκόλλησαν τους αριθμούς πλαισίου των άλλων αυτοκινήτων που νόμιμα κατείχαν οι προαναφερθέντες ιδιοκτήτες τους, τα οποία κατείχαν οι ίδιοι (κατηγορούμενοι) και για τα οποία δεν απέδειξαν ούτε την νόμιμη κατοχή τους, ούτε την νόμιμη εισαγωγή τους στην Ελλάδα, αποτελούσαν προϊόντα παράνομης πράξεως, ήτοι λαθρεμπορίας (...), ... και προκειμένου να συγκαλύψουν την αληθινή τους προέλευση, προέβησαν στην παραποίηση του αριθμού πλαισίου τους κατά τα προεκτεθέντα, δίδοντας έτσι νομιμοφανή υπόσταση στα αυτοκίνητα αυτά". Και β) "το αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW Μ-3 ... εισήχθη μετά την κλοπή του από άγνωστο άτομο, με άγνωστο τρόπο στην Ελλάδα και από άγνωστο τόπο προελεύσεως, ... και χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, φόροι, τέλη και λοιπά δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου, ... Ο 4ος κατηγορούμενος (αναιρεσείων Λ.) γνώριζε ότι το αυτοκίνητο αυτό είχε εισαχθεί στην Χώρα χωρίς να καταβληθούν οι προβλεπόμενοι φόροι και δασμοί, είχε δε την θέληση να στερήσει από το Δημόσιο το ως άνω αντιστοιχούν στους φόρους και δασμούς αυτούς χρηματικό ποσό". Όμως, αφενός δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι τα ως άνω αυτοκίνητα ήταν προϊόντα λαθρεμπορίας και αφετέρου, όσον αφορά τους Τ. και Β., κατά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, η καταδικαστική κρίση στηρίχθηκε στο ότι αυτοί δεν απέδειξαν τη νόμιμη κατοχή των αυτοκινήτων, ενώ δεν είχαν υποχρέωση αυτοί να αποδείξουν την αθωότητά τους, ήτοι ότι κατείχαν τα αυτοκίνητα νομίμως, καθόσον το βάρος αποδείξεως της ενοχής τους ανήκει στα πολιτειακά όργανα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Α του ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος των αιτήσεων των αναιρεσειόντων Τ. και Β. και τρίτος λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Λ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της καταθέσεώς του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο καταθέσεως που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση, όμως, της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων και όχι με την αξιοποίηση όσων ο ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την προδικασία, αποκάλυψε εκουσίως, σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικώς. Παραβίαση της πιο πάνω αρχής δύναται να επέλθει και όταν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα, τα οποία μεταφέρουν στο Δικαστήριο το περιεχόμενο της προανακριτικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, όχι όμως και όταν τα πρόσωπα αυτά απλώς έλαβαν γνώση της εν λόγω καταθέσεως και καταθέτουν περιστατικά, τα οποία δεν έχουν την κατάθεση αυτή ως αποκλειστική πηγή γνώσεως. Στην προκειμένη υπόθεση, ο αναιρεσείων Δ. Λ.ς, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι, δια της επ' ακροατηρίου εξετάσεως ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων των μαρτύρων αστυνομικών, έγινε αποδεικτική αξιοποίηση παρανόμου αποδεικτικού μέσου και ειδικότερα όσων είχε "ομολογήσει" αυτός (και άλλοι συγκατηγορούμενοί του) στους αστυνομικούς, συζητώντας με αυτούς κατά τη μεταφορά του στο Αστυνομικό Τμήμα, πριν, δηλαδή, αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, και, επομένως, εχώρησε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί οι μάρτυρες αστυνομικοί δεν κωλύονταν να καταθέσουν όσα ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος τους αποκάλυψε εκουσίως πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αλλά και πριν αρχίσει η προδικασία.
Περαιτέρω, κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, τα αυτά ως άνω προτείνουν, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου των αιτήσεών τους, και οι αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β., με τη μνεία, όμως, ότι αυτοί, κατά τη μεταφορά τους στο Αστυνομικό Τμήμα, δεν συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ εκείνων που είχαν ομολογήσει στους Αστυνομικούς τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονταν. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί μόνοι δικαιούμενοι να τον προτείνουν ήταν μόνο εκείνοι που φέρονταν να έχουν ομολογήσει στις συζητήσεις τους με τους Αστυνομικούς, όπως και ο ανωτέρω Δ. Λ..
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β`, 511 και 514 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ο δε Άρειος Πάγος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β` του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Η αναφορά του ακριβούς χρόνους τελέσεως της πράξεως στην απόφαση είναι αναγκαία για την έναρξη και τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής. Αν δεν υπάρχει αναφορά, η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ελλιπής και ιδρύεται τόσο ο λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσο και αυτός του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, περίπτωση της οποίας υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Τέλος, θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού συστήματος αποτελεί η αρχή in dubio pro reo, η οποία αντανακλά και στους λόγους εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως, όπως είναι η παραγραφή. Έτσι, εφόσον ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως αυτής που επιδρά στην παραγραφή ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή και, συνεπώς, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται να καθορίσει ακριβέστερα το χρόνο τελέσεως της πράξεως, όπως αυτός προέκυψε από τις αποδείξεις, αρκεί να μην επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξεως ή η τυχόν υπάρχουσα παραγραφή, αλλιώς ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β., μεταξύ άλλων, και του ότι: "Στο συνεργείο αυτοκινήτων που διατηρούσαν, από κοινού, ενεργώντας με κοινό δόλο και μετά από κοινή απόφαση, παραποίησαν τον αριθμό πλαισίου του ΙΧΕ αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής LANCIA τύπου INTEGRALE, ..., αλλοιώνοντας ..., έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση σε τρίτους, ότι ο νέος αυτός αριθμός αποτελούσε τον πραγματικό αριθμό πλαισίου... Στη συνέχεια πώλησαν το παραποιημένο αυτοκίνητο στον Ι. Μ., αντί αγνώστου τιμήματος". Στο δε σκεπτικό, το Πενταμελές Εφετείο, ως προς την πλαστογραφία αυτή, δέχθηκε τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο δεν διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν καθορίζει ακριβώς το χρόνο τελέσεως της εν λόγω πράξεως, η αναφορά του οποίου ήταν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αναγκαία, γιατί αυτός, στην κρινόμενη περίπτωση, ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής και συγκεκριμένα γιατί δεν μπορεί να καθορισθεί αν η πράξη, που φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος, αφού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απαλείφθηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις που της προσέδιδαν τη μορφή κακουργήματος, είχε τελεσθεί πριν από τις 6.6.2004, οπότε στις 6.6.2012 που εκδικάστηκε θα είχε ήδη παραγραφεί λόγω παρελεύσεως οκταετίας, ή μετά. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από την παραδοχή ότι ο Ι. Μ. είχε αγοράσει το αυτοκίνητο αντί τιμήματος που είχε συμφωνηθεί σε δραχμές (δηλ. πριν από την επικράτηση του ευρώ στις συναλλαγές, που έλαβε χώραν κατ` έτος 2002), λίγες δε ημέρες μετά την αγορά του το μετέφερε στο συνεργείο των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, η δε αμοιβή συμφωνήθηκε και πάλι σε δραχμές. Έτσι, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις για την παραγραφή, με αποτέλεσμα να μη μπορεί ο Άρειος Πάγος να κρίνει αν η πράξη έχει παραγραφεί ή όχι και να στερείται η απόφαση νομίμου βάσεως. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως των αιτήσεων των ανωτέρω, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί, ως προς το σημείο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση.
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 511 εδ. α και β του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50§5 του ν.3160/2003, "αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στα στοιχεία Α`, Γ', Δ`, Ε`, ΣΤ` και Η` της παραγράφου 1 του άρθρου 510. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Δ. Λ. καταδικάστηκε, κατά πλειοψηφία, και γιατί: "Στα … στο φανοποιείο αυτοκινήτων (που διατηρεί από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Ν. Σ.), αφαίρεσε - απέκοψε τον άγνωστο αριθμό πλαισίου από ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής PEUGEOT, ..., και στη συνέχεια αντικατέστησε αυτόν με τον αριθμό πλαισίου ... που αντιστοιχεί στο με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση σε τρίτους, ότι ο νέος αυτός αριθμός αποτελούσε τον πραγματικό αριθμό πλαισίου του παραπάνω αυτοκινήτου. Στη συνέχεια πούλησε το παραποιημένο αυτοκίνητο στην Μ. Σ., κάτοικο …, αντί τιμήματος 8.500 ευρώ". Στο δε σκεπτικό, το Πενταμελές Εφετείο, ως προς την πλαστογραφία αυτή, δέχθηκε τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο δεν διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν καθορίζει ακριβώς το χρόνο τελέσεως της εν λόγω πράξεως, η αναφορά του οποίου ήταν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αναγκαία, γιατί αυτός, στην κρινόμενη περίπτωση, ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής και συγκεκριμένα γιατί δεν μπορεί να καθορισθεί αν η πράξη, που φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος, αφού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απαλείφθηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις που της προσέδιδαν τη μορφή κακουργήματος, είχε τελεσθεί πριν από τις 6.6.2004, οπότε στις 6.6.2012 που εκδικάστηκε θα είχε ήδη παραγραφεί λόγω παρελεύσεως οκταετίας, ή μετά. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από το ότι ο συγκατηγορούμενος του ανωτέρω Ν. Σ. φέρεται να έχει τελέσει την ίδια ακριβώς πράξη (χωρίς να αναφέρεται ο όρος "από κοινού") κατά το αμέσως προηγούμενο της 10.3.2004 χρονικό διάστημα, ως προς την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Έτσι, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις για την παραγραφή, με αποτέλεσμα να μη μπορεί ο Άρειος Πάγος να κρίνει αν η πράξη έχει παραγραφεί ή όχι και να στερείται η απόφαση νομίμου βάσεως. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος Δ. Λ. ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α, Δ και Ε του ΚΠοινΔ, ο δε αναιρεσείων εμφανίστηκε στο ακροατήριο (εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο), πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το σημείο αυτό.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β. κηρύχθηκαν ένοχοι και του ότι: "Στο συνεργείο αυτοκινήτων που διατηρούν από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.2003 μέχρι 10.12.2004, ενεργώντας με κοινό δόλο και μετά από κοινή απόφαση, αφαίρεσαν - απέκοψαν τον άγνωστο αριθμό πλαισίου του ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου ... και στη θέση του τοποθέτησαν τον αριθμό πλαισίου ... που αντιστοιχούν στο με αριθμό κυκλοφορίας … (...) αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας ...". Ο ακριβής χρόνος τελέσεως της ένδικης πλαστογραφίας δεν προσδιορίζεται ούτε στο σκεπτικό. Ο μη προσδιορισμός, όμως, του ακριβούς χρόνου τελέσεως της πλαστογραφίας καθιστά αβέβαιο το αν το αξιόποινο της πράξεως των ως άνω αναιρεσειόντων είχε ή όχι εξαλειφθεί με παραγραφή. Επομένως, πρέπει, εφόσον οι κρινόμενες αιτήσεις των αναιρεσειόντων Β. Τ. και Κ. Β. ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α, Δ και Ε του ΚΠοινΔ, οι δε αναιρεσείοντες εμφανίστηκαν στο ακροατήριο (εκπροσωπούμενοι από πληρεξούσιο δικηγόρο), μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το σημείο αυτό. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ενόψει και του ως άνω αξιώματος in dubio pro reo, κατά το οποίο, όταν δεν προσδιορίζεται στο κατηγορητήριο ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως, το δικαστήριο δεν μπορεί να τον προσδιορίσει κατά τρόπο που να επηρεάζεται η παραγραφή, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως της επίδικης πράξεως πλαστογραφίας, η οποία είναι στιγμιαίο έγκλημα, το χρονικό διάστημα από 29.7.2003 μέχρι 5.6.2004 το αργότερο, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 6.6.2012, και, έτσι, η πράξη αυτή θεωρείται ότι, κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είχε υποκύψει στην παραγραφή.
Κατά το άρθρο 100 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 67 παρ. 3 του ν. 3994/2011, "αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 του ΠΚ (μη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνουσα το έτος), είναι υποχρεωμένο, και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος, να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό όρους και μόνο αν δεν δεχθεί την αναστολή αυτή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή της ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, από την οποία ιδρύεται και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν, όπως αναφέρθηκε, σε ποινές φυλακίσεως 4 ετών οι Β. Τ. και Κ. Β. και 3 ετών και 6 μηνών ο Δ. Λ., οι οποίες μετατράπηκαν σε χρηματικές, χωρίς, όμως, το Δικαστήριο να ερευνήσει, προηγουμένως, αν συνέτρεχαν οι όροι της, κατά τα ανωτέρω, αναστολής των ποινών, οι οποίες ήταν μεγαλύτερες από τρία και μικρότερες από πέντε έτη, ούτε να αιτιολογήσει την κρίση του περί της μη αναστολής αυτών υπό όρους, παρά το ότι υποβλήθηκε από τους εκπροσωπούντες αυτούς πληρεξουσίους δικηγόρους τους σχετικό αίτημα (έστω και χωρίς ρητή επίκληση του άρθρου 100 ΠΚ). Έτσι, όμως, με το να μην ελέγξει, δηλαδή, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής των ποινών και να μην αποφανθεί περί αυτής, να απορρίψει δε τα αιτήματα περί αναστολής χωρίς αιτιολογία, ίδρυσε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπερέβη δε και την εξουσία του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τελευταίος λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος. Κατ` ακολουθίαν, πρέπει Α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη α) ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις 1) για την πλαστογραφία με χρήση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής LANCIA, τύπου INTEGRALE, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους Β. Τ. και Κ. Β., 2) για την πλαστογραφία μετά χρήσεως, που αποδίδεται στους ίδιους και φέρεται ότι τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.2003 μέχρι 10.12.2004, 3) για την πλαστογραφία με χρήση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής PEUGEOT, τύπου 206 (ROLLAND GAROSSE), που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Δ. Λ., 4) για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους Β. Τ. και Κ. Β. και 5) για τη λαθρεμπορία που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Δ. Λ., β) αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις περί επιμετρήσεως ποινής για τις πράξεις της πλαστογραφίας κατ` εξακολούθηση, της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και της λαθρεμπορίας και περί καθορισμού συνολικής ποινής ως προς όλους τους αναιρεσείοντες και γ) ως προς τις διατάξεις περί μετατροπής των ποινών που επιβλήθηκαν στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, Β) να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη της πλαστογραφίας που φέρεται ότι τελέστηκε από κοινού από τους αναιρεσείοντες Τ. και Β. κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.2003 μέχρι 10.12.2004, Γ) να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου 1) να κρίνει ποιος είναι ο χρόνος τελέσεως της πλαστογραφίας του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου LANCIA, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες Τ. και Β., και της πλαστογραφίας του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου PEUGEOT που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα Λ. και, αναλόγως προς την κρίση του, είτε να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής γι` αυτές είτε να καταδικάσει και πάλι τους κατηγορουμένους (αφού, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις πράξεις, η απόφαση δεν αναιρείται), 2) να προβεί σε νέα έρευνα της ουσίας των πράξεων της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες Β. Τ. και Κ. Β., και της λαθρεμπορίας, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα Δ. Λ., 3) να προβεί σε νέα επιμέτρηση των ποινών και στον καθορισμό νέας συνολικής ποινής και 4) να κρίνει αν συντρέχουν οι όροι της αναστολής των ως άνω ποινών φυλακίσεως, που έχουν επιβληθεί στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, όπως, με την απόφασή του, θα τις διαμορφώσει, και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να προχωρήσει στην αναστολή εκτελέσεως των ποινών είτε να αποφανθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι αναστολής και Δ) να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ` αριθ. 123/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων και δη α) ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις 1) για τις πλαστογραφίες με χρήση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής LANCIA, τύπου INTEGRALE και αυτής που φέρεται ότι τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.2003 μέχρι 10.12.2004, που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους Β. Τ. και Κ. Β., 2) για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που αποδίδεται στους ίδιους, 3) για την πλαστογραφία με χρήση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής PEUGEOT, τύπου 206 (ROLLAND GAROSSE), που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα Δ. Λ. και 4) για τη λαθρεμπορία, που αποδίδεται στον ίδιο, β) ως προς τις διατάξεις περί επιμετρήσεως ποινών και περί καθορισμού συνολικής ποινής ως προς όλους τους αναιρεσείοντες και γ) ως προς τις διατάξεις περί μετατροπής των ποινών που επιβλήθηκαν στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους.
ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ την ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων Β. Τ. και Κ. Β. για το ότι αυτοί: "Στα Ιωάννινα και στο συνεργείο αυτοκινήτων που διατηρούν από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα από 29.7.2003 έως 10.12.2004, ενεργώντας με κοινό δόλο και μετά από κοινή απόφαση, αφαίρεσαν - απέκοψαν τον άγνωστο αριθμό πλαισίου του ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου 518i, χρώματος μολυβί, κινητήρα τύπου ..., κυλινδρισμού 2.000 κ.ε., που έφερε άγνωστο αριθμό πλαισίου και στη θέση του τοποθέτησαν τον αριθμό πλαισίου ... και τον αριθμό αμαξώματος ..., που αντιστοιχούν στο με αριθμό κυκλοφορίας … (προηγούμενος αριθμός κυκλοφορίας …) ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του Χ. Ν., έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση σε τρίτους, ότι ο νέος αυτός αριθμός αποτελούσε τον πραγματικό αριθμό πλαισίου του παραπάνω αυτοκινήτου. Με τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις τους επεδίωκαν να παραπλανήσουν με την χρήση του ως άνω αυτοκινήτου τους τρίτους και να προσπορίσουν στον εαυτό τους και σε τρίτους παράνομο όφελος". ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, τις από 2 Νοεμβρίου 2012 αιτήσεις (με αριθ. πρωτ. 7314/2012, 7315/2012 και 7316/2012) των Β. Τ. του Γ., Κ. Β. του Ν. και Δ. Λ. του Β., αντιστοίχως, για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ