Θέμα
Κλητήριο θέσπισμα, Εφέσεως απαράδεκτο, Χρηματιστηρίου εγκλήματα.
Περίληψη:
Χειραγώγηση ΧΑΑ - Παράβαση άρθρου 72 παρ. 1 Ν. 1969/1992, 30 ν. 3340/2005 από 1° αναιρεσείοντα και άμεση συνέργεια του 2ου αναιρεσείοντα. 1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 ΚΠΔ, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται' εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Και ναι μεν η διεύθυνση πρέπει, προκειμένου για πόλεις, να εξειδικεύεται με την αναγραφή τόσο της οδού, όσο και του αριθμού, όπου βρίσκεται η κατοικία, στην οποία αναζητήθηκε εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση, πλην, αν η διεύθυνση κατοικίας είναι ανακριβής ή ελλιπής, γιατί λ.χ. ο κατηγορούμενος δήλωσε κάποτε στον μηνυτή οδό με αριθμό πέραν της υφισταμένης αριθμήσεως της συγκεκριμένης οδού και, συνεπώς, ανύπαρκτο, ο τελευταίος πάλι θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, εφόσον δεν πρόκειται για πολύ μικρό δρόμο και δεν μπορεί ο αριθμός να διαγνωσθεί ευχερώς από το όργανο επιδόσεως με επί τόπου μετάβασή του. Αν όμως η επίδοση έγινε ως άγνωστης διαμονής, αναζητηθείς ο κατηγορούμενος σε ανύπαρκτο αριθμό οδού, η επίδοση είναι άκυρη. Αναιρεί και ΠΟΠΔ για 2ο αναιρεσείοντα. 2. Για τον 1ο αναιρεσείοντα. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Για αδικήματα για τα οποία ίσχυσαν από της τελέσεως μέχρι της εκδικάσεώς τους δύο νόμοι, εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, ως επιεικέστερος νόμος αυτός που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ευνοϊκότερα για τον κατηγορούμενο αποτελέσματα, και δη ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτού.
Αριθμός 440/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Γ. Λ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αβραάμ Ιορδανίδη και 2) Ι. Λ. του A., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρος του, Χρήστο Μυλωνόπουλο και Νικόλαο Δημητράτο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4302/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ν.Π.Δ.Δ. "ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ", νομίμως εκπροσωπούμενο και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του ’γγελο Κωνσταντινίδη και Θεόδωρο-Δώρο Λέκα.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Οκτωβρίου 2012 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1095/2012.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινικά δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων λόγω παραγραφής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορού΅ενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί ΅ε επίδοση σ' αυτόν εγγράφου κλητηρίου θεσπίσματος, το οποίο πρέπει, εκτός άλλων, να περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, που προβλέπει την πράξη αυτή και την απειλούμενη ποινή, ώστε να ΅πορεί να προετοι΅άσει την υπεράσπισή του. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 1, 171παρ.1 εδ.δ', 173 παρ. 1, και 174, του ΚΠΔ, οι οποίες δε θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' ΕΣΔΑ προστατευό΅ενα δικαιώ΅ατα του κατηγορου΅ένου, η ακυρότητα από τη ΅η τήρηση των διατάξεων αυτών (320-321 ΚΠΔ) είναι σχετική, ως αναγό΅ενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι' αυτό και αν δεν προβάλλει ο κατηγορούμενος κατά την έναρξη της πρωτόδικης δίκης αντιρρήσεις στην πρόοδο αυτής, η σχετική ακυρότητα καλύπτεται. Εφόσον ό΅ως, ο κατηγορού΅ενος κατ' αυτή δεν ε΅φανίστηκε ή ε΅φανισθείς πρόβαλε την ακυρότητα αυτή, είτε της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε ακυρότητα του ίδιου του κλητηρίου θεσπίσματος και το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισ΅ό του αυτόν, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και ΅πορεί να προταθεί στο δευτεροβάθ΅ιο δικαστήριο, ΅όνο ό΅ως, ΅ε ειδικό λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως. Γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθ΅ό απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υποθέσεως στο πρωτοβάθ΅ιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού ΅έσου ή την όρκιση του πρώτου ΅άρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσ΅ατος καλύπτεται αν ο κατηγορού΅ενος ε΅φανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθ΅ίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθ΅ιο δικαστήριο την απορρίψει, ή αν ο κατηγορούμενος δικασθεί ερήμην στον πρώτο βαθμό, ο κατηγορού΅ενος, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας της επιδόσεως ή της ακυρότητας του ίδιου του κλητηρίου θεσπίσματος και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλα΅βάνοντας στην έφεσή του ειδικό λόγο περί αυτού. Αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για να ΅πορεί να προτείνει παραδεκτά στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισ΅ό και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της εφέσεως από τον εισαγγελέα ή την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού ΅έσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος. Το εφετείο οφείλει να εξετάσει τον προβαλλόμενο με την έφεση ενώπιόν του λόγο ακυρότητας και αν είναι βάσιμος να ακυρώσει την εκκαλούμενη απόφαση και να χωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως, κατ'άρθρο 502 παρ.4 του ΚΠΔ (ΑΠ 143/2011, 454/2010).
Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση (ΑΠ 137/2011). Και ναι μεν η διεύθυνση πρέπει, προκειμένου για πόλεις, να εξειδικεύεται με την αναγραφή τόσο της οδού, όσο και του αριθμού, όπου βρίσκεται η κατοικία, στην οποία αναζητήθηκε εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση, πλην, αν η διεύθυνση κατοικίας είναι ανακριβής ή ελλιπής, γιατί λ.χ. ο κατηγορούμενος δήλωσε κάποτε στον μηνυτή οδό με αριθμό πέραν της υφισταμένης αριθμήσεως της συγκεκριμένης οδού και, συνεπώς, ανύπαρκτο, ο τελευταίος πάλι θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, εφόσον δεν πρόκειται για πολύ μικρό δρόμο και δεν μπορεί ο αριθμός να διαγνωσθεί ευχερώς από το όργανο επιδόσεως με επί τόπου μετάβασή του (ΑΠ 579/2010). Αν όμως η διεύθυνση κατοικίας που αναγράφεται στην μήνυση ή την έγκληση είναι ανακριβής ή ανύπαρκτη και τούτο βεβαιώνεται από το όργανο επιδόσεως, χωρίς, από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, να έχει δοθεί αυτή η διεύθυνση αρχικά στο μηνυτή ή χωρίς να έχει δηλωθεί μεταγενέστερα, δε μπορεί να γίνει επίδοση κατά το άρθρο 156 παρ.2 ΚΠΔ, ως αγνώστου διαμονής, αλλά πρέπει να γίνει η επίδοση, κατά το άρθρο 273 παρ.1 εδαφ. γ του ΚΠΔ, στο γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών, όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προς διερεύνηση της βασιμότητας ή μη σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Ενώπιον του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εισήχθησαν σε δίκη οι δύο αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, δυνάμει του από 16-10-2009 κλητηρίου θεσπίσματος, ο πρώτος Γ. Λ., για διασπορά ψευδών και ανακριβών πληροφοριών, που μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή κινητής αξίας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών και ο δεύτερος Ι. Λ., για άμεση συνδρομή στην άδικη πράξη του πρώτου, με μεθοδευμένες συναλλαγές επί συγκεκριμένης μετοχής, ήτοι για παράβαση των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46 παρ.1β του ΠΚ και άρθρου 72 παρ.1 του ν. 1969/1991, όπως στο κλητήριο θέσπισμα αυτό αναφέρεται. Από την 7568/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταδίκασε τους άνω δύο κατηγορουμένους σε πρώτο βαθμό, προκύπτει ότι ο δεύτερος από αυτούς δικάστηκε ερήμην και ο πρώτος εκπροσωπήθηκε νόμιμα με εξουσιοδοτημένο δικηγόρο, ο οποίος στο δικαστήριο αυτό, αντέλεξε στην πρόοδο της δίκης, λόγω ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίματος, για λόγο αοριστίας αυτού, καθόσον εισαγόταν να δικαστεί, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ.1 του ν. 1969/1991, για πράξη τελεσθείσα το έτος 2004, ενώ η διάταξη αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 30 παρ.1 β του ν. 3340/2005, που ισχύει από 10-7-2005, η δε παράλειψη αναφοράς της τελευταίας αυτής διάταξης που προβλέπει την αξιόποινη πράξη στερεί τον κατηγορούμενο από τη δυνατότητα άμυνας και καθιστά το κλητήριο θέσπισμα άκυρο, για μη ακριβή καθορισμό της πράξης και της ποινικής διάταξης που προβλέπει αυτήν. Η ένσταση αυτή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος του πρώτου κατηγορουμένου, απορρίφθηκε ως αβάσιμη και οι δύο κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο ετών ο καθένας.
Από τις εκθέσεις εφέσεων των δύο καταδικασθέντων κατηγορουμένων, που παραδεκτώς επισκοπούνται προκύπτει ότι και οι δύο πρόβαλαν, πλην άλλων, και ειδικό λόγο εφέσεως για ακυρότητα του επιδοθέντος σε αυτούς κλητηρίου θεσπίσματος, ο δε Ι. Λ. πρόβαλε επί πλέον και ακυρότητα της επιδόσεως σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, ως αγνώστου διαμονής. Οι ενστάσεις όμως, αυτές, που επαναφέρθηκαν νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη 4302/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως αβάσιμες. Από την, από 27-7-2009, συναφή με ΑΒΜ δ09/6176 μήνυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Αθηνών, συνεπεία της οποίας και ασκήθηκε η κατά των κατηγορουμένων ποινική δίωξη, προκύπτει ότι η αναγραφόμενη σε αυτή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου Ι. Λ., είναι η οδός ... αρ. 33 στο ..., η οποία και αναγράφηκε στο εκδοθέν Δ09/6176 κλητήριο θέσπισμα. Από το, από 23-10-2009, αποδεικτικό επιδόσεως του άνω κλητηρίου θεσπίσματος με κλήση για συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 12-2-2010, προκύπτει ότι η κατά την 23-10-2009 γενόμενη επίδοση στον ανωτέρω κατηγορούμενο, έγινε ως άγνωστης διαμονής, καθόσον, όπως βεβαιώνεται από το αρμόδιο εντεταλμένο όργανο, που προέβη στην επίδοση, τον επιμελητή της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ..., η οδός ... αρ. 33 δεν υπάρχει στο Δήμο ..., διότι η αρίθμηση της οδού αυτής περατούται στον αρ. 13. Όμως, σύμφωνα με τα προαναπτυχθέντα, η προς τον κατηγορούμενο Ι. Λ. γενόμενη επίδοση αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως άγνωστης διαμονής, στο Δήμαρχο ..., με διαπίστωση μάλιστα του οργάνου επιδόσεως μετά από έρευνα, ότι δεν υπήρχε στην ανύπαρκτη αυτή διεύθυνση του αρ. 33 της οδού ..., κανένα από τα άλλα πρόσωπα, σύζυγος ή συγγενείς του κατηγορουμένου, είναι άκυρη, αφού ο κατηγορούμενος: α) δεν αναζητήθηκε σε προϋπάρχουσα γνωστή και αληθή διεύθυνση κατοικίας του, από την οποία και να απουσίαζε και να μετώκησε σε άγνωστη διεύθυνση, ώστε να θεωρηθεί κατά το χρόνο επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής, κατ'άρθρο 156 παρ.2 του ΚΠΔ, ως μη δηλώσας τη νέα διεύθυνσή του στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και β) ο κατηγορούμενος δεν προκύπτει ότι ο ίδιος εξετάστηκε προανακριτικά και έδωσε την ανωτέρω ψευδή και ανύπαρκτη στο ... διεύθυνση κατοικίας (... αρ. 33), ούτε ότι ο ίδιος δήλωσε στην μηνύτρια πολιτικώς ενάγουσα Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως διεύθυνση κατοικίας του, την ανωτέρω οδό με τον ψευδή αριθμό 33, που αναγράφεται στην μηνυτήρια αναφορά, αριθμό πέραν της υφισταμένης αριθμήσεως της συγκεκριμένης οδού, αντί του ορθού 13, και συνεπώς ανύπαρκτο, ώστε να θεωρηθεί (ο κατηγορούμενος) ως άγνωστης διαμονής και να επιδοθεί σε αυτόν εγκύρως το άνω κλητήριο θέσπισμα, κατά το άνω άρθρο 156 παρ.2 του ΚΠΔ, με επίδοση στο Δήμαρχο ....
Συνεπώς, μετά τη διαπίστωση του άνω οργάνου επιδόσεως του ανύπαρκτου της ανωτέρω διευθύνσεως, έπρεπε να γίνει επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο Ι. Λ., κατά το άρθρο 273 παρ.1 εδαφ. γ του ΚΠΔ, στο γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη και όπου εκκρεμούσε η υπόθεση.
Επειδή περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ, προκύπτει, ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την έγκυρη επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιάφορα αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο και κηρυχθεί τέτοιο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία, ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδαφ. β, 370 εδαφ. β και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προτείνεται σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον ’ρειο Πάγο. Ο τελευταίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, οφείλει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 370 εδαφ. β του ΚΠΔ. Στην υπόθεση που ερευνάται, η αξιόποινη πράξη, που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Ι. Λ. για άμεση συνδρομή σε αυτή, τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1 Νοεμβρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2004. Από τότε, ενόψει της ως άνω ακυρότητας επιδόσεως στον κατηγορούμενο Ι. Λ. του κλητηρίου θεσπίσματος, ως άγνωστης διαμονής, όπως προκύπτει από το σε χρήση ημερολόγιο, μέχρι της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (12.2.2013), παρήλθε πλήρης πενταετία, χωρίς να έχει αρχίσει η κύρια διαδικασία, ώστε να ανασταλεί η παραγραφή της, αφού στο μεταξύ δεν προκύπτει ότι του επιδόθηκε εντός της πενταετίας άλλο κλητήριο θέσπισμα, ούτε εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπου προκύπτει ότι καταδικάστηκε ερήμην. Έτσι, το αξιόποινο της αναφερόμενης πράξεως του κατηγορουμένου, που φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, εξαλείφθηκε με παραγραφή, παρελθόντος μέχρι σήμερα χρόνου υπερβαίνοντος την πενταετία. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο συναφής πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Ι. Λ. και αναιρουμένης της προσβαλλόμενης αποφάσεως εν μέρει, όσον αφορά αυτόν, διωχθέντα για άμεση συνέργεια στην πράξη του πρώτου συγκατηγορουμένου του Γ. Λ., να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατ' αυτού ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη.
Β. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 72 του ν. 1969/1991, ορίζεται ότι "όποιος διασπείρει εν γνώσει του ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες, δια του Τύπου ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν την τιμή μιας ή περισσοτέρων κινητών αξιών εισηγμένων σε χρηματιστήρια αξιών, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή μέχρι 100.000 δραχμών". Με την παρ.1 του άρθρου 30 του ν. 3340/2005, που άρχισε να ισχύει από 10-7-2005, το άνω άρθρο αντικαταστάθηκε και ορίζεται ότι, "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα ή β) διαδίδει εν γνώσει του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες". Η νεότερη αυτή διάταξη, η οποία ισχύει, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 3340/2005, για τα αδικήματα που διαπράττονται μετά την 10-7-2005, είναι αυστηρότερη από την προηγούμενη μόνον ως προς την απειλούμενη ποινή, ενώ είναι επιεικέστερη από αυτή ως προς τα αναγκαία για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος στοιχεία, γιατί απαιτεί ως πρόσθετο αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του ίδιου αδικήματος και το σκοπό του δράστη να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, που δεν απαιτούσε ο προηγούμενος ν. 1969/1991 στο άρθρο 72 αυτού. Επομένως, για αδικήματα που τελέστηκαν, προ της 10-7-2005, εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, ως επιεικέστερος νόμος, το άνω άρθρο 30 παρ.1 του ν. 3340/2005, που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ευνοϊκότερα για τον κατηγορούμενο αποτελέσματα και δη ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτού.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, α) με το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Λ. Δ09/6176 κλητήριο θέσπισμα , όπως από αυτό προκύπτει, ο εν λόγω κατηγορούμενος εισήχθη σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι: "Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 1 Νοεμβρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2004, ο μεν πρώτος των κατηγορουμένων, Γ. Λ., διέσπειρε, με συγκεκριμένο τρόπο, ψευδείς και ανακριβείς πληροφορίες, οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή κινητής αξίας εισηγμένης σε χρηματιστήριο αξιών. Συγκεκριμένα κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο διενέργησε, υπό την ιδιότητα του βασικού μετόχου και μέλους του δ.σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Τ. Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ" (πρώην "Β. ΚΟΤΤΕΡΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ"), χρησιμοποιώντας τόσο τον δικό-του κωδικό όσο και τους κωδικούς αφενός συγγενικών-του προσώπων, ήτοι της Β. Λ., θυγατέρας - του, Δ. Λ., υιού-του, αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ως άνω ανώνυμης εταιρίας και του Κ. Χ., πατέρα της συζύγου - του, μετόχου της ανώνυμης εταιρίας του ομίλου - του, με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ Α.Ε." και αφετέρου συνεργαζόμενων προσώπων, ήτοι, μεταξύ άλλων, του Δ. Γ., μέλους του δ.σ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Τ. Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ", του Ν. Ρ. και του Θ. Β., οι οποίοι σχετίζονται με την εταιρία "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ Α.Ε." και τον Δ. Λ. και μέσω των ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιριών "G TRADE", "GUARDIAN TRUST", "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ", "Δ.", "ΣΙΓΜΑ" και "Κ.", μεθοδευμένες συναλλαγές επί της μετοχής της "Τ. Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ", που ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, παράγοντας και διαδίδοντας, κατά λογική συνέπεια, με τον τρόπο αυτό, προς το επενδυτικό κοινό, παραπλανητική πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα, την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής και δη ότι υφίσταται έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για αυτή, η οποία (πληροφορία) μπορούσε να επηρεάσει την τιμή της. Ειδικότερα (α) κατά τη διάρκεια της επιμέρους χρονικής περιόδου από 1 Νοεμβρίου 2004 έως 12 Νοεμβρίου 2004 η τιμή της ανωτέρω μετοχής παρουσίασε ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του +92,45% (το ίδιο διάστημα ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. μεταβλήθηκε κατά +4,48%) και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών-της (10 συνεδριάσεις) ανήλθε σε 337.274 μετοχές ενώ το αντίστοιχο προηγούμενο χρονικό διάστημα, από 15 Οκτωβρίου 2004 έως 29 Οκτωβρίου 2004 (10 συνεδριάσεις), είχε ανέλθει σε 88.676 μετοχές, δηλαδή σημειώνοντας αύξηση της τάξης του +280,34%, η ως άνω πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής ήταν αποτέλεσμα μεθόδευσης και, κατά συνέπεια, παραπλανητική καθόσον (αα) το 27% του όγκου των αγορών και το 15,63% του όγκου των πωλήσεων της μετοχής πραγματοποιήθηκε με τη χρήση των κωδικών του κατηγορουμένου και των ως άνω συγγενικών του προσώπων μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "GUARDIAN TRUST", "G TRADE", "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ", "Δ." και "Κ." και επιπλέον οι συναλλαγές αυτές αντιστοιχούν στο 21,32% του συνολικού όγκου συναλλαγών της μετοχής για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, (αβ) το 16,13% του συνολικού όγκου συναλλαγών ήταν προσυνεννοημένες και πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του κατηγορουμένου, των ανωτέρω προσώπων που συνδέονται μαζί του και την Εταιρία καθώς και προσώπων που συνδέονται με την ΑΕΛΔΕ "Κ." και τις λοιπές ΑΕΛΔΕ, (αγ) το 10% των συνολικών αγορών και το 6,56% των πωλήσεων του κατηγορουμένου και των ως άνω συγγενικών του προσώπων, διενεργήθηκαν βάσει εντολών που τοποθετήθηκαν με χρονική διαφορά μικρότερη του ενός λεπτού ("σπάσιμο") και (αδ) σε 8 από τις 10 συνεδριάσεις οι συνολικές αγορές που διενήργησε τόσο ο κατηγορούμενος όσο και τα ως άνω συγγενικά πρόσωπα του, αντιπροσωπεύουν το 20,87% του όγκου των αγορών, ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος των ως άνω συνεδριάσεων ενώ σε 4 από τις 10 συνεδριάσεις οι συνολικές πωλήσεις που διενήργησε τόσο ο κατηγορούμενος όσο και τα ως άνω συγγενικά πρόσωπα του, αντιπροσωπεύουν το 31,46% του όγκου συναλλαγών, ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος της περιόδου. Περαιτέρω (β) κατά τη διάρκεια της επιμέρους χρονικής περιόδου από 13 Νοεμβρίου 2004 έως 24 Νοεμβρίου 2004 η τιμή της ανωτέρω μετοχής παρουσίασε ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -27,45%, (το ίδιο διάστημα ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. μεταβλήθηκε κατά -1,40%) και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών-της (8 συνεδριάσεις) ανήλθε σε 386.170 μετοχές ενώ το αντίστοιχο προηγούμενο χρονικό διάστημα, από 3 Νοεμβρίου 2004 έως 12 Νοεμβρίου 2004 (8 συνεδριάσεις), είχε ανέλθει σε 335.985 μετοχές, δηλαδή σημειώνοντας αύξηση της τάξης του +14,93%, η ως άνω πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής ήταν αποτέλεσμα μεθόδευσης και, κατά συνέπεια, παραπλανητική καθόσον (βα) το 14,71% του όγκου των αγορών και το 18,30% του όγκου των πωλήσεων της μετοχής πραγματοποιήθηκε με τη χρήση των κωδικών του κατηγορουμένου και των ως άνω συγγενικών του προσώπων μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "GUARDIAN TRUST", "G TRADE" και "Δ." και επιπλέον οι συναλλαγές αυτές αντιστοιχούν στο 16,50% του συνολικού όγκου συναλλαγών της μετοχής για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, (ββ) το 16,17% του συνολικού όγκου συναλλαγών ήταν προσυνεννοημένες και πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του κατηγορουμένου, των ανωτέρω προσώπων που συνδέονται μαζί του και την Εταιρία καθώς και προσώπων που συνδέονται με την ΑΕΛΔΕ "Κ." και τις λοιπές ΑΕΛΔΕ, (βγ) το 8,77% των συνολικών αγορών και το 16,45% των πωλήσεων, του κατηγορουμένου και των ως άνω συγγενικών του προσώπων, διενεργήθηκαν βάσει εντολών που τοποθετήθηκαν με χρονική διαφορά μικρότερη του ενός λεπτού ("σπάσιμο") και (βδ) σε 2 από τις 8 συνεδριάσεις οι συνολικές αγορές που διενήργησε τόσο ο κατηγορούμενος όσο και τα ως άνω συγγενικά πρόσωπα του, αντιπροσωπεύουν το 29,35% του όγκου των αγορών, ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος της περιόδου και επιπλέον κατά την συνεδρίαση της 22 Νοεμβρίου 2004 διενεργήθηκαν μέσω του κωδικού της Β. Λ. πωλήσεις που αντιπροσωπεύουν το 44,17% του ημερήσιου όγκου πωλήσεων, ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος της ως άνω περιόδου. Τέλος (γ) κατά τη διάρκεια της επιμέρους χρονικής περιόδου από 25 Νοεμβρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2004 η τιμή της ανωτέρω μετοχής παρουσίασε ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του +40,54% (το ίδιο διάστημα ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. μεταβλήθηκε κατά +8,22%) και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών - της (27 συνεδριάσεις) ανήλθε σε 232.851 μετοχές ενώ το αντίστοιχο προηγούμενο χρονικό διάστημα, από 18 Οκτωβρίου 2004 έως 24 Νοεμβρίου 2004 (27 συνεδριάσεις), είχε ανέλθει σε 270.534 μετοχές, δηλαδή σημειώνοντας μείωση της τάξης του -13,9%, η ως άνω πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής ήταν αποτέλεσμα μεθόδευσης και, κατά συνέπεια, παραπλανητική καθόσον (γα) το 14,55% του όγκου των αγορών και το 14,35% του όγκου των πωλήσεων της μετοχής πραγματοποιήθηκε με τη χρήση των κωδικών του κατηγορουμένου και των ως άνω συγγενικών του προσώπων μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "GUARDIAN TRUST", "G TRADE", "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ", "Δ." και "ΣΙΓΜΑ" και επιπλέον οι συναλλαγές αυτές αντιστοιχούν στο 14,45% του συνολικού όγκου συναλλαγών της μετοχής για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, (γβ) το 19,41% του συνολικού όγκου συναλλαγών ήταν προσυνεννοημένες και πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του κατηγορουμένου, των ανωτέρω προσώπων που συνδέονται μαζί του και την Εταιρία καθώς και προσώπων που συνδέονται με την ΑΕΛΔΕ "Κ." και τις λοιπές ΑΕΛΔΕ, (γγ) το 17% των συνολικών αγορών και το 26,38% των πωλήσεων του κατηγορουμένου και των ως άνω συγγενικών του προσώπων, διενεργήθηκαν βάσει εντολών που τοποθετήθηκαν με χρονική διαφορά μικρότερη του ενός λεπτού ("σπάσιμο") και σε 8 από τις 27 συνεδριάσεις οι συνολικές αγορές που διενήργησε τόσο ο κατηγορούμενος όσο και τα ως άνω συγγενικά πρόσωπα του, αντιπροσωπεύουν το 12,80% του όγκου των αγορών, ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος της περιόδου ενώ σε 4 από τις 27 συνεδριάσεις οι συνολικές πωλήσεις που διενήργησε τόσο ο κατηγορούμενος όσο και τα ως άνω συγγενικά πρόσωπα του, αντιπροσωπεύουν το 12,28% του όγκου συναλλαγών, ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος της περιόδου. Ήτοι, για παράβαση των άρθρων 12, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 46 παρ.1β του ΠΚ και άρθρου 72 παρ.1 του ν. 1969/1991". Κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δίκη ο άνω κατηγορούμενος, παρασταθείς δια εξουσιοδοτημένου συνηγόρου του, πρόβαλε παραδεκτά ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, διατυπωθείσα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 7568/2011 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά πιστή μεταφορά, ως εξής: "Σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1γ' το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορούμαι και να κάνει μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Στην προκειμένη περίπτωση καλούμαι να δικαστώ για πράξη που φέρομαι να τέλεσα το χρονικό διάστημα από 01.11.04-31.12.04, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 Ν. 1969/91, το οποίο αναφέρει "Όποιος διασπείρει πληροφορίες, δια του τύπου ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν την τιμή μιας ή περισσότερων κινητών αξιών, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή μέχρι 100.000.000 δρχ.". Όμως το άρθρο με το οποίο καλούμαι να δικαστώ έχει αντικατασταθεί από 10.7.05 με το άρθρο 30 παρ. 1 β' Ν. 3340/05 και έχει πλέον ως εξής "Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος (α) διενεργεί συναλλαγές ... (β) διαδίδει εν γνώσει ... παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες". Ελλείπει επομένως από το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα το άρθρο με το οποίο καλούμαι να δικασθώ, καθώς δεν αναφέρεται ούτε η φράση "όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 παρ. 1β' Ν. 3340/05 και ισχύει", ή "σε συνδυασμό με το άρθρο 30 παρ. 1/3' Ν. 3340/05". Η έλλειψη αυτή δεν είναι τυπική, αλλά ουσιαστική αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου "Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Ηπιότερος δε νόμος είναι εκείνος, σύμφωνα με τη σαφή διατύπωση του νόμου "που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Αυτό σημαίνει ότι το θέμα κρίνεται, όχι in abstracto και σχηματικά, αλλά in concreto, με βάση τη σαφή και εξειδικευμένη απάντηση που δίνεται στο ερώτημα ποιού από τους περισσότερους νόμους η εφαρμογή οδηγεί στη συγκεκριμένη περίπτωση στο ευνοϊκότερο αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο. Δεν συγκρίνονται συνεπώς μόνο δύο ποινές, αλλά δύο ποινικοί νόμοι, με σκοπό τη διακρίβωση των συνεπειών που έχει καθένας τους για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Για να διαπιστωθεί επομένως ποιος νόμος από τους περισσότερους είναι ο ευμενέστερος πρέπει να λάβουμε υπόψη όλα τα στοιχεία του νόμου, που συγκαθορίζουν το αν θα τιμωρηθεί και με ποια ποινή ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος. Οι ευμενέστερες διατάξεις που κρίνεται ότι θα εφαρμοσθούν, επιβάλλεται να ανήκουν στον ίδιο νόμο.
Στη προκειμένη περίπτωση πρέπει να γίνει σύγκριση των πιο πάνω διατάξεων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα στοιχεία του εγκλήματος του άρθρου 72 παρ. 1 Ν. 1969/91 εμπεριέχονται στη διάταξη του 30 παρ. 1β' Ν. 3340/05, ώστε να κριθεί αν η διωκόμενη πράξη παραμένει αξιόποινη η παράλειψη αναφοράς. Όμως στο κλητήριο θέσπισμα της νεότερης διάταξης, μου στερεί τη δυνατότητα να αμυνθώ, αφού φέρομαι κατηγορούμενος με διάταξη νόμου που έχει αντικατασταθεί, καθιστώντας το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα ελλιπές και ως εκ τούτου άκυρο.".Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως από την παραπάνω απόφασή του προκύπτει, απέρριψε την άνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, με την αιτιολογία ότι αυτό είναι έγκυρο, η δε μη αναφορά σε αυτό του άρθρου 30 του ν. 3340/2005, που αντικατέστησε το αναγραφόμενο άρθρο 72 του ν. 1969/1991, που προβλέπει την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, καθόσον το δικαστήριο αυτεπάγγελτα εφαρμόζει τον ισχύοντα κάθε φορά επιεικέστερο ποινικό νόμο. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 4302/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο ανωτέρω κατηγορούμενος Γ. Λ., επανέφερε και πρόβαλε στο δεύτερο βαθμό, παραδεκτά διότι προκύπτει από την επισκοπούμενη έκθεση εφέσεώς του ότι είχε συμπεριλάβει συναφή ειδικό λόγο εφέσεως, την ίδια ως άνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, με το ίδιο κατά πιστή μεταφορά, περιεχόμενο, που προβλήθηκε και στον πρώτο βαθμό και παρατέθηκε παραπάνω.
Με την προσβαλλόμενη 4302/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε η παραπάνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος με την παρακάτω αιτιολογία: "Στο κλητήριο θέσπισμα είναι καθ'όλα ορισμένο και έγκυρο, καθ' ότι περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης. Η μη αναφορά σ'αυτό του Ν. 3340/2005 που αντικατέστησε το αρθρ.72 παρ.1 του Ν. 1969/1991, ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καθότι, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον ισχύοντα κάθε φορά νόμο. Εξάλλου αν από τον χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης μέχρι τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, ίσχυσαν παραπάνω από ένας νόμοι που ποινικοποιούν συγκεκριμένη συμπεριφορά το Δικαστήριο εφαρμόζει τον ευμενέστερο κάθε φορά νόμο για τον κατηγορούμενο.
Συνεπώς ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος". Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη 4302/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Γ. Λ., κηρύχθηκε, σε δεύτερο βαθμό, ένοχος και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, η οποία ποινή και ανεστάλη επί τριετία. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αυτής 589/2012 αποφάσεως, διαλαμβάνεται ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος (Γ.Λ.) διέσπειρε με συγκεκριμένο τρόπο ψευδείς και ανακριβείς πληροφορίες, οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή κινητής αξίας εισηγμένης σε Χρηματιστήρια αξιών. Συγκεκριμένα στην Αθήνα κατά το διάστημα από 1-11-2004 έως 31-12-2004, διενήργησε υπό την ιδιότητα του βασικού μετόχου και μέλους του Δ.Σ. της εταιρίας "Τ.Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ", χρησιμοποιώντας τόσο τον δικό του κωδικό όσο και τους κωδικούς συγγενικών του προσώπων και συνεργαζόμενων προσώπων και μέσω ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιριών, μεθοδευμένες συναλλαγές επί της μετοχής "Τ.Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ" που ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, παράγοντας και διαδίδοντας με τον τρόπο αυτό, προς το επενδυτικό κοινό παραπλανητική πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και τη ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής και δη ότι υφίσταται έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για αυτή, η οποία (πληροφορία) μπορούσε να επηρεάσει την τιμή της. Ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 12-11-2004 η τιμή της ανωτέρω μετοχής παρουσίασε ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του +92,45% (το ίδιο διάστημα ο γενικός δείκτης του Χ.Α. μεταβλήθηκε κατά +4,48% και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών της ανήλθε σε 337.274 μετοχές ενώ το αντίστοιχο προηγούμενο χρονικό διάστημα από 15-10-2004 έως 29-10-2004 είχε ανέλθει σε 88.676 μετοχές δηλαδή σημειώνοντας αύξηση της τάξης του +280,34%, η ως άνω πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής ήταν αποτέλεσμα μεθόδευσης και κατά συνέπεια παραπλανητική καθόσον μεγάλος όγκος των αγορών και πωλήσεων της μετοχής πραγματοποιήθηκε με τη χρήση των κωδικών του κατηγορουμένου και των συγγενικών του προσώπων και ήταν προσυνενοημένος. Επίσης κατά την χρονική περίοδο 13-11-2004 έως 24-11-2004 η τιμή της μετοχής αυτής παρουσίασε ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -27,45% (το ίδιο διάστημα ο δείκτης του Χ.Α. μεταβλήθηκε κατά -1,40%) και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών της ανήλθε 386.170 μετοχές ενώ το αντίστοιχο προηγούμενο χρονικό διάστημα από 3-11-2004 έως 12-11-2004 είχε ανέλθει σε 335.985 μετοχές δηλ. σημειώνοντας αύξηση της τάξης του +14,93%, η ως άνω πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής ήταν αποτέλεσμα μεθόδευσης και κατά συνέπεια παραπλανητική καθόσον μεγάλο μέρος των αγορών και πωλήσεων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση των κωδικών του κατηγορουμένου και των συγγενικών του προσώπων. Τέλος κατά την περίοδο από 25-11-2004 έως 31-12-2004 η τιμή της ανωτέρω μετοχής παρουσίασε ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του +40,54% (το ίδιο διάστημα ο γενικός δείκτης του Χ.Α. μεταβλήθηκε κατά +8,22%) και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών της ανήλθε σε 232.8... μετοχές ενώ το αντίστοιχο προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε ανέλθει σε 270.534 μετοχές δηλ. σημειώνοντας μείωση του -13,9%, η ως άνω πληροφορία ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα, την προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης μετοχής ήταν αποτέλεσμα μεθόδευσης και κατά συνέπεια παραπλανητική το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών ήταν προσυνεννοημένες και πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του κατηγορουμένου και προσώπων συνδεομένων την εταιρία του ενώ οι συνολικές αγορές του κατηγορουμένου και συγγενικών του προσώπων αντιπροσωπεύουν ποσοστό που διαμορφώνει την τιμή κλεισίματος της περιόδου. Ο δεύτερος κατηγορούμενος εκτέλεσε υπό την ιδιότητα του μετόχου και μέλους του Δ.Σ. της ΑΕΛΔΕ "Κ." μεθοδευμένες συναλλαγές επί της μετοχής της "Τ.Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ" που ήταν εισηγμένη στο Χ.Α. παρέχοντας άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο κατά την παραγωγή και διάδοση προς το επενδυτικό κοινό παραπλανητικών πληροφοριών ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα την προσφορά και τη ζήτηση της άνω μετοχής και δη ότι υφίσταται έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για αυτή, η οποία πληροφορία μπορούσε να επηρεάσει την τιμή της. Ειδικότερα διενήργησε με τη χρήση τόσο προσωπικών του κωδικών όσο και κωδικών πελατών της ΑΕΛΔΕ "Κ." σε πολλές συνεδριάσεις συναλλαγές, που αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών της μετοχής της "Τ.Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ", προσυνεννοημένες συναλλαγές, ήτοι κατάρτισε αγορές και πωλήσεις μέσω των κωδικών πελατών της "Κ. ΑΕΛΔΕ" καθώς και των προσωπικών του κωδικών, μέσω της ίδιας ή περισσότερων χρηματιστηριακών εταιριών με αντισυμβαλλόμενους σε μεγάλο ποσοστό πελάτες της "Κ. ΑΕΛΔΕ" και πελάτες των λοιπών εμπλεκομένων ΑΕΛΔΕ και χρηματιστηριακών εταιριών και αγορές και πωλήσεις κατά το κλείσιμο πολλών συνεδριάσεων μέσω των κωδικών του, ο όγκος των οποίων είναι σημαντικός σε σχέση με τον ημερήσιο όγκο των αγορών και πωλήσεων κλεισίματος. Ως εκ τούτου αποδείχθηκε πλήρως ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Με τις ως άνω μεθοδεύσεις οι κατηγορούμενοι επηρέασαν τεχνητά την τιμή της μετοχής της εταιρίας "Τ.Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ", η οποία μετά την πραγματοποίηση των ως άνω συναλλαγών δεν ήταν αντιπροσωπευτική της πραγματικής αξίας της μετοχής, αφού διαμορφώθηκε από αυτούς τεχνητά. Περαιτέρω με τα πιο πάνω επιτήδεια μέσα που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι ήτοι χρήση κωδικών διαφόρων συγγενικών προσώπων και προσώπων που συνεργαζόταν με τον πρώτο κατηγορούμενο, παρενέβησαν στην απρόσκοπτη λειτουργία του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης δημιουργώντας στο επενδυτικό κοινό την πεπλανημένη εντύπωση της δυναμικής ανόδου της μετοχής, δεδομένου ότι μετά το κλείσιμο των συνεδριάσεων του ΧΑΑ ανακοινώνεται στο δελτίο τιμών του, τόσο ο όγκος των συναλλαγών, όσο και η τιμή κλεισίματος κάθε μετοχής. Αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών των κατηγορουμένων, ήταν να εκδηλωθεί έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον από το επενδυτικό κοινό για τη μετοχή της ως άνω εταιρίας, το οποίο όμως, βασιζόταν σε παραπλανητικές και ανακριβείς πληροφορίες ως προς την τιμή και την εμπορευσιμότητα της μετοχής της, οι οποίες πληροφορίες προήλθαν από τις πιο πάνω μεθοδεύσεις των κατηγορουμένων και είχαν ως αποτέλεσμα την ανοδική πορεία της μετοχής. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στις ως άνω πράξεις τους με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι ή τρίτοι περιουσιακό όφελος, καθότι ο πρώτος κατηγορούμενος αποσκοπούσε σε ίδιο όφελος, που προέκυψε από την άνοδο της μετοχής της εταιρίας, της οποίας αυτός ήταν βασικός μέτοχος, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε όφελος από την προμήθεια που έπαιρνε διενεργώντας τις μεθοδευμένες χρηματιστηριακές συναλλαγές. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ενεργούσε σε συνεννόηση με τον πρώτο. Εξάλλου όλες οι ενέργειες των κατηγορουμένων σκοπούσαν στην διαμόρφωση τεχνητά της τιμής και εμπορευσιμότητας της μετοχής της "Τ.Λ. ΤΕΧ ΑΒΕΕ", καθότι όλες οι συναλλαγές ήταν χρεωστικές, με την έννοια ότι για την αγοραπωλησία των μετοχών που γινόταν με τον κωδικό του πρώτου κατηγορουμένου και των συγγενικών του προσώπων και προσώπων που συνεργαζόταν μαζί του, δεν καταβλήθηκε το αντίστοιχο αντίτιμο, ενώ αν δεν υπήρχαν οι συναλλαγές αυτές δεν θα αυξανόταν σε τόσο μεγάλο βαθμό η αξία και η εμπορευσιμότητα της συγκεκριμένης μετοχής, αφού οι μετοχές της συγκεκριμένης εταιρίας δεν θεωρούνταν στο χρηματιστήριο ισχυρές μετοχές και δεν θα μπορούσε να είχαν τόσο μεγάλη εμπορευσιμότητα. Η αύξηση της εμπορευσιμότητας της εν λόγω μετοχής, οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στις μεθοδευμένες από τους κατηγορουμένους υπό την ιδιότητα του αυτουργού και άμεσου συνεργού μεγάλες διακινήσεις της μετοχής.
Συνεπώς οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων που του αποδίδονται, όπως αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από το αρθρ.72 Ν. 1969/1991, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 30 του Ν. 3340/2005 το οποίο και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως ευμενέστερη διάταξη της αρχικά ισχύουσας κατ'αρθρ.2 του Π.Κ.".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 4302/2012 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων που καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και τις σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 ΠΚ και 72 παρ.1 του ν. 1969/1991, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3340/2005, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και τους αντίστοιχους δύο λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Γ. Λ., σημειώνονται τα ακόλουθα:
α) Το προπαρατεθέν κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον άνω αναιρεσείοντα περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος αυτός και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, που προβλέπει την πράξη αυτή και την απειλούμενη ποινή, ώστε να ΅πορεί να προετοι΅άσει την υπεράσπισή του. Ειδικότερα αναφέρεται μεν μόνον η διάταξη του άρθρου 72 παρ.1 του ν. 1969/1991, αφού η πράξη τελέστηκε τα 2004, πριν τροποποιηθεί αυτή με το άρθρο 30 παρ.1 του ν. 3340/2005, του οποίου η ισχύς άρχισε από 10-7-2005, πλην κατά ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ, αφού από του χρόνου ασκήσεως της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου αυτού μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως, ίσχυσαν ως παραπάνω δύο νόμοι και δη και ο δεύτερος τροποποιητικός ν. 3340/2005, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απλώς εφαρμόζει τον επιεικέστερο και ευμενέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο και ουδεμία αοριστία ή ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος από τη μη αναφορά του ν. 3340/2005 επέρχεται. β) Από τη σύγκριση δε των παραπάνω δύο διατάξεων, το περιεχόμενο των οποίων έχει προπαρατεθεί, προκύπτει ότι η νεότερη αυτή διάταξη, η οποία ισχύει, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 3340/2005, για τα αδικήματα που διαπράττονται μετά την 10-7-2005 , είναι αυστηρότερη από την προηγούμενη του άρθρου 72 παρ.1 του ν. 1969/1991, μόνον ως προς την απειλούμενη ποινή, ενώ είναι επιεικέστερη από αυτή ως προς τα αναγκαία για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος στοιχεία, γιατί απαιτεί ως πρόσθετο αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του ίδιου αδικήματος και τον σκοπό του δράστη να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, που δεν απαιτούσε ο προηγούμενος ν. 1969/1991 στο άρθρο 72 αυτού. Επομένως, για αδικήματα που τελέστηκαν, προ της 10-7-2005, όπως το προκείμενο, ορθά εφαρμόστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, ως επιεικέστερος νόμος, το άνω άρθρο 30 παρ.1 του ν. 3340/2005, που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ευνοϊκότερα για τον κατηγορούμενο αποτελέσματα και δη ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την υποκειμενική υπόσταση αυτού, αφού απαιτεί η δεύτερη διάταξη επί πλέον της πρώτης και "σκοπό του δράστη να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος", ενώ του επιβλήθηκε μικρότερη ποινή φυλακίσεως ενός έτους, αντί της ποινής των δύο ετών, που του είχε επιβληθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
γ) Από το αιτιολογικό, αλλά και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο εν λόγω αναιρεσείων Γ. Λ., κηρύχθηκε ένοχος "για διασπορά ψευδών και ανακριβών πληροφοριών, οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή κινητής αξίας εισηγμένης στο χρηματιστήριο αξιών", όπως εξειδεικεύονται αναλυτικά και όπως προβλεπόταν από την αρχική διάταξη του άρθρου 72 του ν. 1969/1991 και αναδιατυπώθηκε με την τροποποίησή του από το άρθρο 30 παρ.1 του ν. 3340/2005 που ορίζει στο εδάφ. β, ότι τιμωρείται και "όποιος διαδίδει εν γνώσει του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες", στην οποία και ορθά υπήχθη η κατηγορία, όπως διατυπώθηκε με το κλητήριο θέσπισμα και ο αναιρεσείων αυτός δεν καταδικάστηκε, όπως αβάσιμα διατείνεται και για διενέργεια μεθοδευμένων συναλλαγών, που προβλέπεται ειδικότερα στο εδάφ. α της νέας διάταξης, πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο συγκατηγορούμενός του Ι. Λ., ως άμεσος συνεργός αυτού στην παραγωγή και διάδοση προς το επενδυτικό κοινό παραπλανητικών πληροφοριών ως προς την πραγματική εμπορευσιμότητα, την προσφορά και τη ζήτηση συγκεκριμένης μετοχής και ότι υφίσταται έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για αυτή, η οποία πληροφορία μπορούσε να επηρεάσει την τιμή της.
Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και Ε' του ΚΠΔ, δύο λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Γ. Λ., για σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μη καλυφθείσα, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και δη του άρθρου 2 παρ.2 του ΠΚ και του άρθρου 30 παρ.1 του ν. 3340/2005, που τροποποίησε το άρθρο 72 του ν. 1969/1991 και δεν αναφερόταν στο επιδοθέν σε αυτόν κλητήριο θέσπισμα, και για εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων αυτών, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Γ. Λ. πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθ. 4302/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που αφορούν τον κατηγορούμενο Ι. Λ..
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Ι. Λ. του Α., για άμεση συνέργεια στην παράβαση του άρθρου 72 παρ.1 του ν. 1969/1991, όπως τροπ. με το άρθρο 30 του ν. 3340/2005, με φυσικό αυτουργό τον Γ. Λ., πράξη την οποία φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1 Νοεμβρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2004, όπως αυτή περιγράφεται ειδικότερα στην ανωτέρω αναιρούμενη απόφαση.
Απορρίπτει την από 4-10-2012 αίτηση - δήλωση του Γ. Λ. του Δ., περί αναιρέσεως της με αρ. 4302/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Γ. Λ. στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εκ ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ