Θέμα
Πλειστηριασμός , Διαπλαστική απόφαση.
Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου, που επανήλθε στον καθού η εκτέλεση λόγω ακυρώσεως του πλειστηριασμού. Προϋποθέσεις αποζημίωσης κατά 940 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. Επί ακυρώσεως του πλειστηριασμού ο καθού η εκτέλεση θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε την κυριότητα. Διαπλαστική απόφαση. Δεσμευτικότητα και εξ αυτής δεδικασμένο 559 αρ.1 και 19. Αιτιάσεις στηριζόμενες σε εσφαλμένη προϋπόθεση καθιστούν απαράδεκτο το λόγο αναίρεσης 559 αρ. 8 "Πράγματα" είναι και οι λόγοι εφέσεως. Δεν στοιχειοθετείται αν οι λόγοι εφέσεως εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ρητά ή σιωπηρά.
Αριθμός 1725/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Α.Ε." και έδρα την ..., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κούτη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Λευκοσιδηρουργία Μυτιλήνης Ανώνυμη Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία" και έδρα τη ..., που βρίσκεται υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές της, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καραμπογιά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/6/2002 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 96/2011 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Μυτιλήνης). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 21/10/2011 αίτηση και τους από 8/4/2013 προσθέτους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1002 παρ. 1α, 1003 παρ. 1, 1004 παρ.1 και 1005 παρ.1 ΚΠολΔικ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1003, 1192 αρ.2 και 1198 ΑΚ συνάγεται ότι, επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα στον καθού η εκτέλεση η εκ μέρους του υπερθεματιστή καταβολή του πλειστηριάσματος στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, παρέχει σ' αυτόν (υπερθεματιστή) το δικαίωμα να αξιώσει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη χορήγηση της περιλήψεως της σχετικής κατακυρωτικής εκθέσεως, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο δυνάμει του οποίου, από της μεταγραφής, μετατίθεται παραγώγως η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπερθεματιστή. Επέχει δηλαδή θέση συμβολαιογραφικού εγγράφου, δεδομένου ότι αφορά ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία ενεργείται υπό το κύρος και τη συμμετοχή της αρχής και επιφέρει μετάθεση της κυριότητας (ΑΠ 657/2012, ΑΠ 1788/2012). Περαιτέρω αν ο πλειστηριασμός ακινήτου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε καθίσταται νομικά ελαττωματική η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος προς τον υπερθεματιστή και συνακόλουθα ο καθού κύριος τούτου θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε αυτό κατά κυριότητα. Δηλαδή είναι άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον υπερθεματιστή και η περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ως τίτλος μετάθεσης, δια μεταγραφής, κυριότητας ουδέν αποτέλεσμα επάγεται, χωρίς να απαιτείται συμπροσβολή και συνακύρωσή της με την ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού. Τούτο γιατί η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης στην εν λόγω περίπτωση δεν αποτελεί διαδικαστική εκτελεστή πράξη, στα πλαίσια του διενεργουμένου πλειστηριασμού, αλλά ενεργεί στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου, σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου, όταν η αιτία στην οποία στηρίζεται η μεταβίβαση πράγματος είναι άκυρη ή ακυρωθεί μεταγενεστέρως, επηρεάζεται αντιστοίχως και η μεταβίβαση (ΑΠ 2233/2009). Έτσι το πράγμα που πλειστηριάστηκε ανήκει πλέον στον καθού η εκτέλεση, πλην όμως η ακύρωση αυτή δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη περιέλευση του πλειστηριασθέντος πράγματος στον καθού η εκτέλεση, αλλά δημιουργεί ενοχική υποχρέωση του υπερθεματιστή για απόδοση του πράγματος, είτε στον καθού η εκτέλεση, εφόσον όμως ακυρωθεί και η κατάσχεση, είτε στον μεσεγγυούχο (ΑΠ 1119/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3ΚΠολΔικ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του αστικού κώδικα. Παρέχεται δηλαδή στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται στην προαναφερθείσα διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ. Όμως κατά την αληθή έννοια της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 940 παρ 3 ΚΠολΔικ, ερμηνευομένης υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας, αλλά και του άρθρου 20 παρ 1 του Συντάγματος δεν αποκλείεται η έγερση, εκτός από την παρεχόμενη από τη διάταξη αυτή αξίωση αποζημιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτελέσεως (Ολ.ΑΠ 9/2010, ΑΠ 1338/2012). Εξάλλου η διαπλαστική ενέργεια της απόφασης, δηλαδή η αλλοίωση της έννομης σχέσης, η οποία ως δικαιογόνο αιτία έχει την απόφαση και αποτελεί την ηθελημένη συνέπειά της επέρχεται ανάλογα με τη ρύθμιση του ουσιαστικού δικαίου, μετά την έκδοσή της ή την τελεσιδικία της ή το αμετάκλητό της και ισχύει, αν δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στο ουσιαστικό δίκαιο έναντι όλων (ERGA OMNES)και αν ακόμη δεν είναι ορθή η απόφαση, αφού από καμμιά διάταξη η νομική μεταβολή ή γενικώς οι συνέπειες της απόφασης δεν συνδέονται με την ορθότητά της. Η διαπλαστική απόφαση παράγει και δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος της δικαστικής διάπλασης, που ήταν αντικείμενο της δίκης, το οποίο κατ' αντίθεση προς τη διαπλαστική ενέργεια της απόφασης, οριοθετείται στο συγκεκριμένο λόγο και τους συγκεκριμένους διαδίκους ή τους διαδόχους τους. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2013), κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για τν επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2913).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, μετά από εκτίμηση του συνόλου των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανέλεγκτα, ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα δυνάμει των υπ' αριθμ. .../27.7.1983 και .../18.8.1989 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Ελένης Ελευθερίου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία, μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μυτιλήνης στους τόμους 85 και 96, με α.α. ... και ..., αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. .../30-12-1992 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου περί μετατροπής της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΛΕΥΚΟΣΙΔΗΡΟΥΡΠΑ Ι. Λ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΒΕΕ" σε ανώνυμη, απέκτησε κατά κυριότητα ένα ακίνητο, εμβαδού του μεν οικοπέδου 11.465,23 τ.μ, των δε κτιριακών εγκαταστάσεων 2.181,42 τ.μ, που βρίσκεται στη θέση "Πρινερί" ή "Πρινέρι" ή "Λάρσος Γιαλιατσένα", στο ... χλμ. της ΕΟ Μυτιλήνης - Καλλονής, και συνορεύει γύρωθεν με την ΕΟ Μυτιλήνης-Καλλονής και ιδιοκτησίες αδελφών Γ., Τ. Τ. και αδελφών Κ.. Με την υπ' αριθμ. .../31-12-1996 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης ... κατασχέθηκε, ως ανήκον στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, το ως άνω οικόπεδο με τις επ' αυτού κτιριακές εγκαταστάσεις. Στη συνέχεια, με βάση την υπ' αριθμ. .../14-2-1997 Α' επαναληπτική περίληψη της ανωτέρω κατασχετήριας εκθέσεως, το προαναφερόμενο ακίνητο εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε στις 26-3-1997 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Εριφύλης Τατά-Βασιλικάκη, υπό την ιδιότητα της ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από την συνταγείσα για τον εν λόγω πλειστηριασμό υπ' αριθμ. .../1997 έκθεση Α' επαναληπτικού πλειστηριασμού ακινήτου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, υπερθεματίστρια κατ' αυτόν αναδείχθηκε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Α. Α.Ε.", στην οποία κατακυρώθηκε η ως άνω επίδικη ιδιοκτησία αντί πλειστηριάσματος 110.100.000 δραχμών. Στην υπερθεματίστρια αυτήν, η οποία κατέβαλε ολόκληρο το ποσό του πλειστηριάσματος, χορηγήθηκε μετά από αίτηση της η υπ' αριθμ. .../11-4-1997 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, σε εκτέλεση της οποίας η εναγομένη εγκαταστάθηκε στο πλειστηριασθέν ακίνητο, αποβάλλοντας την ενάγουσα, καθ' ομολογία της τελευταίας περί αυτού. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης την από 11-7-1997 και με αριθμό καταθέσεως 1.396/ΤΜ/143/1997 ανακοπή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση, α) της υπ' αριθμ. .../14-2-1997 Α' επαναληπτικής περιλήψεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης ..., β) της υπ' αριθμ. .../26-3-1997 εκθέσεως Α' επαναληπτικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Εριφύλης Τατά- Βασιλικάκη και γ) της υπ' αριθμ. .../11-4-1997 περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως της ίδιας συμβολαιογράφου. Επί της εν λόγω ανακοπής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμ. 149/1998 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία και απορρίφθηκε αυτή, και μετά από έφεση κατ' αυτής του ανακόπτοντος εκδόθηκε, η υπ' αριθμ. 251/2000 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, κατ' αποδοχή της εφέσεως, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η ανακοπή και ακυρώθηκαν ο πλειστηριασμός και η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως. Η ασκηθείσα δε κατ' αυτής της αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου από την καθ' ης η ανακοπή και ήδη εναγομένη -εκκαλούσα από 10-3-2001 αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμό 747/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου και έτσι η εν λόγω απόφαση του Εφετείου έγινε αμετάκλητη. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και λαμβανομένου υπόψη ότι η αμετάκλητη ακύρωση του πλειστηριασμού ισχύει έναντι όλων (erga omnes), η κυριότητα του ως άνω επίδικου ακινήτου επανήλθε αυτοδικαίως στην ενάγουσα".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο αναγνώρισε την αναιρεσίβλητη κυρία του επιδίκου ακινήτου, μετά από απόρριψη της εφέσεως κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης αποφάσεως. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι μετά την αμετάκλητη ακύρωση του πλειστηριασμού και της κατακυρωτικής εκθέσεως, με την υπ' αριθμ. 251/2000 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου της οποίας η διαπλαστική ενέργεια ισχύει έναντι πάντων, η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου επανήλθε στην ενάγουσα-αναιρεσίβλητη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιακηφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 παρ. 2 και 1005 ΚΠολΔικ, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθηκαν στη εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Επομένως οι περί του αντιθέτου και εκ της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 59 ΚΠολΔικ δύο λόγοι του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ οι ίδιοι λόγοι κατά τις αιτιάσεις τους περί εσφαλμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 940 παρ 3 ΚΠολΔικ 914 και 904 ΑΚ είναι απαράδεκτοι, ως στηριζόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως αφού αντικείμενο της ένδικης διαφοράς δεν αποτέλεσαν οι τυχόν, κατά τις εν λόγω διατάξεις και όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στη νομική σκέψη, αξιώσεις αποζημιώσεως της αναιρεσίβλητης -ενάγουσας κατά της επισπεύσασας την εκτέλεση και μη ούσας διαδίκου στην προκειμένη δίκη "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ". Περαιτέρω ενόψει των προεκτεθέντων οι δύο πρώτοι λόγοι του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τους οποίους και υπό την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 16 εδ α του Ν. 2334/1994 και 18 παρ 1 του ΠΔ 456/1984, καθώς και του άρθρου 175 παρ 2 ΑΚ είναι απαράδεκτοι, καθόσον στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει, αφού η μη τήρηση των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών ήταν αντικείμενο της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ακυρώσασα της πράξεις του πλειστηριασμού (πλειστηριασμό και περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης) προαναφερθείσα, υπ' αριθμ. 251/2000 αμετάκλητη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, της οποίας η διαπλαστική ενέργεια ισχύει έναντι όλων, στην δε δεσμευτικότητα αυτής στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει τούτων οι δύο αυτοί πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, ενώ ο τρίτος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως του άρθρου 71 ΚΠολΔικ είναι αβάσιμος, καθόσον η διαπλαστική ενέργεια της προαναφερθείσας και ακυρώσασας τον πλειστηριασμό αποφάσεως, ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, έναντι όλων και ορθά η ένδικη διαφορά στηρίχθηκε στην από αυτήν δεσμευτικότητα . Περαιτέρω το, από την εν λόγω υπ' αριθμ. 251/2000 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος της δικαστικής διάπλασης που ήταν αντικείμενο της δίκης εκείνης οριοθετείται στους μετάσχοντες σ' αυτήν διαδίκους, που ήταν το Ελληνικό Δημόσιο ως εκκαλούν -ανακόπτον και οι εφεσίβλητοι - καθών η ανακοπή αυτή, ήτοι η "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ" (επισπεύδουσα) και οι διάδικοι της παρούσας δίκης, ως καθής η εκτέλεση (αναιρεσίβλητη) και υπερθεματίστριας (αναιρεσείουσας). Η προκειμένη δίκη δεν στηρίχθηκε στην από τη δίκη εκείνη δεδικασμένο, τα υποκειμενικά όρια του οποίου δεν συνέτρεχαν ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης, στην οποία αυτοί είναι αντίδικοι, ενώ στην προηγηθείσα ομόδικοι (άρθρ. 324 ΚΠολΔικ), αλλά στην έναντι όλων ισχύουσα διαπλαστική ενέργεια της παραπάνω αποφάσεως. Ενόψει τούτω ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ (από παραδρομή αναφέρεται ο αριθμός 15) αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δέχθηκε ότι υπάρχει μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο είναι προέχοντως αόριστος, καθόσον δεν γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση ότι ο οικείος ισχυρισμός προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 968/2012, ΑΠ 1098/2011, ΑΠ 1229/2011, ΑΠ 1771/2011), προσέτι δε και αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδεμία ρητή μνεία περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως δεδικασμένου γίνεται,οι δε οικείοι περί δεδικασμένου τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της εφέσεως και πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου αυτής (εφέσεως), απορρίφθηκαν σιωπηρά και συνακόλουθα ούτε ο επικαλούμενος λόγος στοιχειοθετείται (ΑΠ 1205/2012), αλλά ούτε και εκείνος του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (559) καθόσον αφενός μεν οι οικείοι λόγοι εφέσεως απορρίφθηκαν (και συνακόλουθα λήφθηκαν υπόψη), αφετέρου δε οι στηρίζοντες το περιεχόμενό τους ισχυρισμοί ήταν αλυσιτελείς, αφού ενόψει των προεκτεθέντων δεν συνέτρεχαν μεταξύ των διαδίκων τα κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔικ υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και συνακόλουθα το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτούς (ΟλΑΠ 14/20004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 173/2013, ΑΠ 835/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ8 περ β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στην γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, με τους οποίους εκφέρεται παράπονο σχετικό, με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1258/2013). Για μην ίδρυση δηλ. του λόγου πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι σε επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8εδβ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, κατά τον οποίο "η αναιρεσείουσα δικαιωματικά παραμένει στην κατοχή του ακινήτου, καθόσον η υπ' αριθμ. .../9-5-1997 έκθεση αναγκαστικής αποβολής και εγκαταστάσεως του δικαστικού επιμελητή ..., που εκδόθηκε σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. .../11.4.1997 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της συμβ/φου Μυτιλήνης Εριφύλης Τατά - Βασιλικάκη δεν έχει προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι όλοι οι λόγοι της εφέσεως, κύριοι και πρόσθετοι εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι ο επικαλούμενος στην αιτίαση αυτή ισχυρισμός ήταν αλυσιτελής, αφού η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε επί αναγνωριστικής αγωγής που δεν περιελάμβανε αίτημα για απόδοση του πράγματος, ως προς την οποία απόδοση, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η ακύρωση του πλειστηριασμού δημιουργεί ενοχική υποχρέωση, κατ' άρθρο 904 ΑΚ του υπερθεματιστή για απόδοση του πράγματος είτε στον καθού η εκτέλεση, εφόσον όμως ακυρωθεί και η κατάσχεση είτε στον μεσεγγιούχο, πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο έκτος λόγος, κατά τον οποίο και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση του άρθρου 904 ΑΚ δέχθηκε ότι μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού αυτοδίκαια το εκπλειστηριασθέν ακίνητο επανήλθε στην αναιρεσίβλητη - ενάγουσα βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση που ενσωμάτωσε την πρωτόδικη λόγω απορρίψεως της κατ' αυτής εφέσεως (ΑΠ 568/2013, ΑΠ 1259/2013), αφορά σε αναγνώριση κυριότητας και δεν έχει κρίνει επί του μη καταχεθέντος σε δίκη δικαιώματος κατοχής και εγκαταστάσεως στο επίδικο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον δε δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναιρέσεως. Πρέπει αυτή καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-10-2011 αίτηση και τους από 8-4-2013 πρόσθετους λόγους της ΑΕ με την επωνυμία "Α. ΑΕ" κατά της ΑΕ με την επωνυμία "Λευκοσιδηρουργία Μυτιλήνης ΑΒΕΕ" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 96/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 26 Αυγούστου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ