Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 184 / 2015    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναγνώριση ακυρότητας πειθαρχικής καταδίκης.




Περίληψη:
Κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει ισχύ νόμου, η σύμβαση εργασίας που συνδέει ένα έκαστο των υπαλλήλων με την τράπεζα είναι ορισμένου χρόνου και λύεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, με απόλυση. Η απόλυση επέρχεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, με επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως. Η επιβολή της εν λόγω ποινής, όμως, δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως εργασίας, αλλά προς τούτο απαιτείται η δήλωση βουλήσεως της διοίκησης της τράπεζας, η οποία συνιστά καταγγελία της συμβάσεως για σπουδαίο λόγο. Μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 και την απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας, ελλείπει το έννομο συμφέρον του υπαλλήλου, στον οποίο είχε επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως, να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώριση της ακυρότητας της πειθαρχικής αποφάσεως, η τελεσιδικία της οποίας είχε αποτελέσει το σπουδαίο λόγο της καταγγελίας. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 184 /2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσειοντος: Ν. Λ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Λάμπρου Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ", η οποία διατελεί υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον εκκαθαριστή, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ανδριανόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-3-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαρίσης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 514/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 493/2011 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-12-2011 αίτησή του και τους από 11-10-2012 προσθέτους λόγους επ' αυτής. Ο αναιρεσείων επανέφερε για συζήτηση την ως άνω αίτησή του και τους προσθέτους λόγους με την από 28-12-2013 κλήση, μετά από ματαίωση της συζήτησης που είχε ορισθεί προηγουμένως.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-12-2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων επ' αυτής.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, στον Οργανισμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος είχε εγκριθεί με την 226698/1980 από 6-3-1973 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β' 389/2-4-1973) και επικυρωθεί με το άρθρο 1 του ν.δ. 213/1973, οπότε απέκτησε ισχύ νόμου (ΑΠ 331/2008), μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 29 παρ.2 του ν. 4141/2013, όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα τέθηκε στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, αλλά έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου της ενδίκου διαφοράς, ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 115 παρ.1: "Πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) [...] και στ) οριστική απόλυσις". Άρθρο 123 παρ.10: "α) Αι κατ' έφεσιν εκδιδόμεναι αποφάσεις, ως και αι εις πρώτον βαθμόν εκδοθείσαι τοιαύται καθ' ων δεν ησκήθη έφεσις, είναι τελεσίδικοι. β) Αι συνέπειαι της τελεσιδικίας άρχονται από της εκδόσεως των πειθαρχικών αποφάσεων". Άρθρο 124: "Η υπαλληλική σχέση λύεται: α) Με το θάνατο. β) Με την αποδοχή της παραίτησης. γ) Με την απόλυση. δ) Με την έκπτωση". Άρθρο 127 παρ.1: "Οι τακτικοί υπάλληλοι απολύονται: α) Ένεκα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας. β) Δι' ανικανότητα σωματικήν ή πνευματικήν. γ) Δι' υπηρεσιακήν ανεπάρκειαν. δ) Λόγω μη επαναφοράς εκ της διαθεσιμότητος. ε) Δι' επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως". Άρθρο 127 παρ.2: "α) Οι μόνιμοι υπάλληλοι αποχωρούν αυτοδικαίως της υπηρεσίας, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, [...]". Άρθρο 127 παρ.3: "α) Ένεκα σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος αποκλειούσης την υπό του υπαλλήλου άσκησιν των καθηκόντων του [...], δύναται ν' απολυθή ούτος της υπηρεσίας μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν επιτροπής, [...]". Άρθρο 127 παρ.4: "Ένεκα κρίσεώς του τρις ως μη προακτέου ή λόγω μη επαναφοράς του εκ της διαθεσιμότητος, ο υπάλληλος δύναται ν' απολυθή, [...]". Άρθρο 129: "Η υπαλληλική σχέσις λύεται και αι συνέπειαι της λύσεως άρχονται: 1. Από της επομένης του θανάτου του υπαλλήλου. [...] 4. Από της τελεσιδικίας της γνωματεύσεως της οικείας επιτροπής περί της σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος του υπαλλήλου [...]. 7. Επί διαθεσιμότητος μη ανακληθείσης, από της λήξεως αυτής. 8. Επί επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως, αφ' ης η οικεία απόφασις κατέστη τελεσίδικος".
2. Επειδή, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος συνάγονται τα ακόλουθα: Η σύμβαση εργασίας, η οποία συνδέει έκαστο υπάλληλο με την τράπεζα, είναι ορισμένου χρόνου, διότι έχει ως προκαθορισμένο χρονικό σημείο του πέρατος αυτής τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, το οποίο προσδιορίζεται σε άλλες διατάξεις του Οργανισμού, που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα, ανάλογα προς την κατηγορία ή το βαθμό του υπαλλήλου. Με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, όπως ρητώς ορίζεται στον Οργανισμό, η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως και ο υπάλληλος αποχωρεί από την υπηρεσία, χωρίς περί αυτού να προσαπαιτείται η δήλωση βουλήσεως του οργάνου που διοικεί την τράπεζα. Ανάλογα ισχύουν και στην περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου. Κατά τα λοιπά, όμως, η σύμβαση εργασίας είναι δυνατό να καταγγελθεί, εκτάκτως, μόνο με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου (ΑΚ 672, ΟλΑΠ 43/2002). Στον Οργανισμό προσδιορίζονται, ενδεικτικά, ορισμένες περιστάσεις, οι οποίες, αν και δεν χαρακτηρίζονται ρητώς ως σπουδαίες, υπονοούνται τέτοιες και προβλέπονται ως λόγοι λύσεως της συμβάσεως εργασίας. Ως τέτοιες περιστάσεις αναφέρονται η σωματική ή πνευματική ανικανότητα, που πρέπει να πιστοποιείται από τελεσίδικη γνωμάτευση ειδικής επιτροπής, η υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που πρέπει να προκύπτει από τον επί τρεις φορές χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως μη προακτέου, η μη επαναφορά του υπαλλήλου από την κατάσταση διαθεσιμότητας, στην οποία αυτός είχε τεθεί προηγουμένως με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της τράπεζας, η έκπτωσή του λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης και, τέλος, η εκ μέρους των αρμοδίων πειθαρχικών οργάνων της τράπεζας επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λύση της συμβάσεως εργασίας δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά πρέπει να αποφασισθεί από το όργανο που διοικεί την τράπεζα, στο πλαίσιο [και στην έκταση, δεδομένου του ότι στις περιπτώσεις της ανικανότητας, της ανεπάρκειας ή της μη επαναφοράς από διαθεσιμότητα η απόλυση είναι δυνητική] της εκ μέρους αυτού εφαρμογής των διατάξεων του Οργανισμού. Οπότε, υπό τη συνδρομή κάποιας από τις ως άνω περιστάσεις, είτε αυτή αναφέρεται ρητώς είτε υπονοείται στη σχετική απόφαση, το όργανο που διοικεί την τράπεζα εκφράζει τη βούλησή του να λυθεί ο ενοχικός δεσμός που συνδέει το συγκεκριμένο υπάλληλο με την τράπεζα και, με τον τρόπο αυτό, καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας κατ' άρθρο 672 ΑΚ. Από καμιά διάταξη, βέβαια, δεν εμποδίζεται η τράπεζα, ως εργοδότης, να καταγγείλει τη σύμβαση με την επίκληση κάποιου άλλου λόγου, πέραν των ως άνω αναφερομένων περιστάσεων, τον οποίο η ίδια θεωρεί σπουδαίο. Οπότε, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η σπουδαιότητα του λόγου θα κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.
3. Επειδή, από τα παραπάνω και, ειδικώς, για τα ζητήματα που τίθενται στην ένδικη περίπτωση, συνάγεται ότι η εκ μέρους των πειθαρχικών συμβουλίων της τράπεζας επιβολή της οριστικής απολύσεως, ως πειθαρχικής ποινής, έχει μεν ως συνέπεια τη λύση της συμβάσεως εργασίας από την τελεσιδικία της πειθαρχικής αποφάσεως, η συνέπεια αυτή, όμως, δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά με την έκφραση και περιέλευση της περί αυτής βουλήσεως του οργάνου διοίκησης της τράπεζας προς τον υπάλληλο, η οποία συνιστά καταγγελία. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αξίωση του υπαλλήλου σχετικά με το κύρος της καταγγελίας ή τις εκ της τυχόν ακυρότητος συνέπειες πρέπει να ασκηθεί μέσα στην αποκλειστική και αποσβεστική προθεσμία των τριών μηνών από τη λύση της σχέσεως εργασίας (άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955), ήτοι την περιέλευση της σχετικής βουλήσεως του εργοδότη στον εργαζόμενο (πρβλ. ΑΠ 1091/1993, για την Τράπεζα της Ελλάδος. Η ερμηνεία αυτή δεν αντιφάσκει προς την ΑΠ 2006/ 2014, διότι η τελευταία έκρινε αποκλειστικά με βάση τις τότε παραδοχές του εφετείου). Και περαιτέρω, συνάγεται ότι ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης της τυχόν ακυρότητας της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου (ΑΠ 784/1999), με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως, δεν εμπίπτει στον ως άνω χρονικό περιορισμό (διότι, κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, δεν συνιστά "αξίωση μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας", αφού η πειθαρχική απόφαση δεν αποτελεί καταγγελία, αλλά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της συμβάσεως), πλην, όμως, μετά την απώλεια της προθεσμίας για την παραδεκτή αμφισβήτηση του κύρους της καταγγελίας, απόλλυται και το άμεσο έννομο συμφέρον (ΚΠολΔ 68, πρβλ. ΑΠ 80/2009) για την αναγνώριση της τυχόν ακυρότητας της πειθαρχικής αποφάσεως. Οπότε, για την έλλειψη αυτή, η αγωγή, ακόμη και αν έχει ως μοναδικό αντικείμενο την αναγνώριση της εν λόγω ακυρότητας, καθίσταται απαράδεκτη.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 493/2011 απόφαση, το Εφετείο Λαρίσης δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (εκεί εκκαλών και ήδη αναιρεσείων), την 8-7-1977, είχε προσληφθεί στην υπηρεσία της εναγομένης (εκεί εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης), ως μόνιμος υπάλληλος. Ότι μετά την άσκηση πειθαρχικής αγωγής εναντίον του, εκδόθηκε η 7/21-8-2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου της υπηρεσίας της εναγομένης, με την οποία επιβλήθηκε στον ενάγοντα η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως. Ότι η έφεση, την οποία ο ενάγων άσκησε κατά την εν λόγω αποφάσεως, απορρίφθηκε με την 2/15-10-2007 απόφαση του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου της εναγομένης. Ότι μετά την έκδοση της τελευταίας, από την οποία κατέστη τελεσίδικη η επιβολή της πειθαρχικής ποινής, το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, με την 412/16-10-2007 απόφασή του, αποφάσισε την άρση της αργίας, στην οποία διατελούσε ο ενάγων μέχρι πέρατος της πειθαρχικής διαδικασίας, τη λύση της υπαλληλικής σχέσης αυτού με την τράπεζα και τη διαγραφή του από τα μητρώα των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων αυτής. Ότι η εν λόγω απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου της εναγομένης, που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα την 31-10-2007, με το 161Β/7705/30-10-2007 έγγραφο της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού της εναγομένης, δεν αποτελεί απλή γνωστοποίηση της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως (όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων), αλλά συνιστά μονομερή δήλωση βουλήσεως της εναγομένης εργοδότριας προς τον ενάγοντα εργαζόμενο, η οποία αποτελεί ρητή, έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας που ίσχυε μεταξύ τους, για σπουδαίο λόγο, ήτοι την επιβολή της ως άνω πειθαρχικής ποινής για τα πειθαρχικά παραπτώματα που είχαν διαπιστωθεί κατά την πειθαρχική διαδικασία. Ότι κατόπιν αυτού, η ένδικη, από 4-3-2008 κατατεθείσα αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα α) την αναγνώριση της ακυρότητας της προαναφερθείσας από 15-10-2007 αποφάσεως του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, για τούς λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην αγωγή και β) την επιδίκαση στον ενάγοντα αποδοχών υπερημερίας συνολικού ποσού 33.291,95 ευρώ, εκτιμώμενη ως αγωγή αμφισβήτησης της ισχύος της γενομένης καταγγελίας λόγω ακυρότητας της πειθαρχικής αποφάσεως που αποτέλεσε το σπουδαίο λόγο αυτής, είναι απαράδεκτη, διότι επιδόθηκε (=ασκήθηκε) την 12-3-2008, ήτοι μετά την παρέλευση της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 από την κοινοποίηση της καταγγελίας (31-10-2007). Ότι, άλλως, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι με την ένδικη αγωγή [και κατά το γράμμα αυτής] επιδιώκεται μόνο η αναγνώριση της ακυρότητας της από 15-10-2007 αποφάσεως του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου [παρά το γεγονός ότι ζητούνται και αποδοχές υπερημερίας, ήτοι αξίωση συνδεόμενη εν προκειμένω με την αμφισβήτηση του κύρους της γενομένης καταγγελίας], η άσκησή της γίνεται παρά την έλλειψη αμέσου εννόμου συμφέροντος, δοθέντος ότι μετά την απώλεια του δικαιώματος προσβολής της γενομένης καταγγελίας, που επέφερε τη λύση της συμβάσεως εργασίας και απέκλεισε την περιέλευση της εναγομένης σε υπερημερία εργοδότη, η έκδοση ακόμη και ευνοϊκής αποφάσεως για τον ενάγοντα, δεν τον ωφελεί ως προς τη διεκδίκηση αποδοχών υπερημερίας. Ύστερα από τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας, αντικαθιστώντας εν μέρει τις αιτιολογίες της 514/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, με την οποία η ένδικη αγωγή είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, απέρριψε κατ' ουσίαν την κατ' εκείνης έφεση του ενάγοντος.
5. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, το Εφετείο Λαρίσης ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις ως άνω διατάξεις του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 672 ΑΚ και 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, διότι παρέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα τις ουσιαστικές παραδοχές, που στηρίζουν σ' αυτές τη λύση που έδωσε. Και ακόμη, ουδόλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 412/16-10-2007 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης τράπεζας και του 161Β/7705/30-10-2007 εγγράφου της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού αυτής, το οποίο παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση και ορθώς αξιολόγησε. Επομένως, τόσο οι τρεις λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως όσο και οι συναφείς με αυτούς τρεις λόγοι του προσθέτου δικογράφου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες το άρθρου 559 αρ.1, 19 και 20 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά ταύτα και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορριπτει την από 21-12-2011 αίτηση και τους από 11-10-2012 πρόσθετους λόγους περί αναιρέσεως της 493/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. -Και
Καταδικαζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Φεβρουαρίου 2015. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή