Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Τρεις αναιρέσεις παραπεμφθέντων για κακουργηματικη πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, από κοινού, πανομοιότυπες και με τους αυτούς λόγους: α) Εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή (άρθρ. 484 §1β ΚΠΔ), β) παραβίαση δεδικασμένου (άρθρ. 484 § 1γ ΚΠΔ), γ) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1δ ΚΠΔ) και υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 484 στ΄ ΚΠΔ). Ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας στην ουσία πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο. Αβάσιμος ο λόγος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων 216, 45 ΠΚ. Αόριστοι όλοι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως. Δεδικασμένο - προϋποθέσεις για την ύπαρξή του (ΑΠ 5/ 2009, 1048/25005). Διάταξη Εισαγγελέως Εφετών κατ' άρθρο 48 ΚΠΔ δεν παράγει δεδικασμένο κατ' άρθρο 57 (ΑΠ 2004/2002). Οι τελεσίδικες αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο στην ποινική δίκη (ΑΠ 1914/2001). Αίτημα των αναιρεσειόντων για να κλητευθούν και εμφανισθούν στο Συμβούλιο. Αόριστο. Σε κάθε περίπτωση δεν συντρέχει λόγος κλητεύσεώς των. Συνεκδίκαση των αναιρέσεων. Απόρριψη των αιτήσεων αναίρεσης.
Αριθμός 2041/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 232/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 2) Ψ1 και 2) Ψ2 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Φ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Μαρτίου 2009 (τρεις) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 522/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή με αριθμό 187/19.05.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., τις υπ'αριθμ. 49,50 και 51/2009 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ3, Χ1, και Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 232/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1471/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση των πλαστών εγγράφων, από κοινού, κατ'εξακολούθηση, από υπαίτιους που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, βλάπτοντας τρίτον (άρθρα 45, 98 § 1 και 216 § § 1 και 3α Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι αναιρεσείοντες αντίστοιχα τις υπ'αριθμ. 295/2008, 292/2008 και 294/2008 εφέσεις τους, επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι εφέσεις αυτές και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Το βούλευμα τούτο επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες με θυροκόλληση στις 14-3-2009, 10-3-2009 και 11-3-2009, αντίστοιχα και στον αντίκλητο δικηγόρο τους Μιχ. Κουρπέλη στις 17-3-2009. 'Ασκησαν δε αυτοί τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης στις 23-3-2009 ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και είναι αυτές νομότυπες, εμπρόθεσμες και παραδεκτές και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη α) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν στο προσβαλλόμενο βούλευμα, β) της παραβίασης του δεδικασμένου, γ) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. και το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και ε) της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484 § ιβ', γ', δ' και στ' Κ.Π.Δ.).
Από τη διάταξη του άρθρου 216 Π.Κ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου , υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες , όπως εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή , διατήρηση , μεταβολή η απόσβεση δικαιώματος η έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε η όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον κατά την παρ.3α του άρθρου 216 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2,β, Ν.2721/99, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του η σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον , αλλά το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. [ΑΠ 35/2008, Σε Συμβούλιο, ΠΧ-ΝΗ-835].
Κατά το άρθρο 45 Π.Κ, αν δύο η περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει η αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται η στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος η ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετοχών , ταυτόχρονες η διαδοχικές. [ΑΠ 945/2006, Σε Συμβούλιο, ΠΧ-ΝΖ-607, ΑΠ 1394/2006, ΠΧ-ΝΖ-621]. Τέλος κατ' εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 Π.Κ) είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις , διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους , που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μια περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. [ ΑΠ 2055/2007 , Σε Συμβούλιο, ΠΧ-ΝΗ-737].
Κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής ουσιαστικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του Κ.Π.Δ. αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ'αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός, αλλιώς αν δηλαδή ασκηθεί, παρά την απαγόρευση, δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (λόγω δεδικασμένου). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια ότι προϋπόθεση του δεδικασμένου είναι, μεταξύ άλλων, ταυτότητα προσώπου, οία νοείται του κατηγορουμένου και ταυτότητα πράξεως, δηλαδή πραγματικών περιστατικών, άσχετα από το νομικό τους χαρακτηρισμό, η οποία (ταυτότητα πράξεως) δεν μπορεί να υπάρχει όταν είναι διαφορετικό το πρόσωπο του παθόντος. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθόλη τη διαδρομή και καθόλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και αξιολογήσει και αυτεπάγγελτα (ΑΠ 411/2007 Π.Χρ. ΝΗ/61). Περαιτέρω από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν.2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § ι δ'του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/06 Π.Χρ.ΝΖ/39, ΑΠ 1151/06 Π.Χρ.ΝΖ/33). Υπέρβαση εξουσίας που συνιστά τον κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική (ΑΠ 347/2007 Π.Χρ. ΝΗ/51). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 232/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέα Εφετών και συμπληρωματική σ'αυτή (πρόταση) δική του αναφορά, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, ότι από το συνολικό ανακριτικό υλικό, το περιεχόμενο της εγχειρισθείσης εγκλήσεως, τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν με επίκλησή τους σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων προκύπτουν τα εξής:
Από την 22.6.2002 συνεκλήθησαν οι έκτακτες γενικές συνελεύσεις των μετόχων των ανωνύμων εταιρειών με τις επωνυμίες " Αγκρονέφ ΑΕ" και "Πύλη Αράχωβας -Τουριστικές Επιχειρήσεις ΑΕ", κατά την διάρκεια των οποίων εμφανίστηκαν ενώπιον των μετόχων δύο εκθέσεις ελέγχου οικονομικών καταστάσεων και ισολογισμού 1ης χρήσης, εκ των οποίων η μία αφορούσε την ανώνυμη εταιρεία "Αγκρονέφ ΑΕ" και ήταν υπογεγραμμένη από τους ελεγκτές Ψ1 και Ξ, η δε άλλη αφορούσε την ανώνυμη εταιρεία " Πύλη Αράχωβας- Τουριστικές Επιχειρήσεις ΑΕ" και ήταν υπογεγραμμένη από τους ελεγκτές Θ και Ξ.
Η από 24.5.2002 έκθεση ελέγχου της εταιρείας " Αγκρονέφ ΑΕ" εμφανίστηκε από τους κατηγορουμένους Χ1, Ζ, Χ2 και Χ3 στις 22.6.2002 και στις 10-19.8.2002, ενώ στο τέλος της εκθέσεως ελέγχου τέθηκαν τα στοιχεία ταυτότητος των φερομένων ως συντακτών αυτής δηλαδή του Ψ1 και Ξ, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου και το υπ' αριθμόν 2/26.6.2002 πρακτικό της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας.
Την 30.6.2002 και την 4.7.2002 Τακτική Γενική Συνέλευση της εταιρείας " Πύλη Αράχωβας- Τουριστικές Επιχειρήσεις" εμφανίστηκε από τους κατηγορουμένους Χ1, Ζ, Χ2 και Χ3 η από 24.5.2002 έκθεση ελέγχου, ενώ στο τέλος της εκθέσεως τέθηκαν τα στοιχεία ταυτότητος των φερομένων ως συντακτών αυτής δηλαδή των Θ και Ξ, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου. Επειδή από τις, με ημερομηνία 5.7.2006, καταθέσεις των μαρτύρων Ξ και Θ, οι οποίοι, ως λογιστές, φέρονται ότι συνέταξαν τις προαναφερθείσες εκθέσεις ελέγχου, ο πρώτος της εταιρείας " Αγκρονέφ ΑΕ" μαζί με τον Ψ1, αμφότεροι δε την έκθεση ελέγχου της εταιρείας " Πύλη Αράχωβας-Τουριστικές Επιχειρήσεις", αλλά και από την από 30.8.2002 εξώδικη απάντηση των Ξ και Θ, στην από 3.7.2002 εξώδικη πρόσκληση- δήλωση του μηνυτή Φ , προκύπτει ότι λογιστές αυτοί δεν είχαν ουδεμία σχέση με τις ανωτέρω εταιρείες, δεν γνώριζαν την ύπαρξη των εταιρειών αυτών και δεν συνέταξαν, ούτε υπέγραψαν τις εκθέσεις ελέγχου των.
Τις ανωτέρω πλαστές εκθέσεις ελέγχου χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την διάρκεια των Γενικών Συνελεύσεων της εταιρείας "Αγκρονέφ ΑΕ" στις 26.6.2002 και στις 10-19.8.2002 για να παραπλανήσουν τους μετόχους ότι δήθεν η εταιρεία παρουσίαζε παθητικό 70.000.000 δρχ. που απαρτίζονταν από ποσό 53.170.800 δρχ. που δαπανήθηκε για την εκχέρσωση 400 στρεμμάτων και από διάφορα μικροποσά οφειλόμενα σε διάφορους πιστωτές και να προσπορίσουν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα ποσό 65.000.000 δρχ. το οποίο θα επιτυγχάνονταν με την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας από 39.100.000 δρχ. σε 100.000.000 δρχ. και της εκχωρήσεως του συνόλου των νέων μετοχών στους ίδιους η εικονικά σε τρίτα πρόσωπα της εμπιστοσύνης τους, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό τον εγκαλούντα καθιστώντας αυτόν από μέτοχο του 1/3 σε μέτοχο του 1/12 περίπου της εταιρείας που η αξία της υπερβαίνει το ποσό των 600.000.000 δρχ.
Το αυτό έπραξαν οι κατηγορούμενοι κατά την διάρκεια της Γενικής Συνελεύσεως της εταιρείας " Πύλη Αράχωβας- Τουριστικές Επιχειρήσεις" την 30.6.2006 και την 4.7.2002 για να παραπλανήσουν τους μετόχους αυτής ότι δήθεν η εταιρεία όφειλε ποσό 71.150.000 δρχ. στους Ζ και ... για να προσπορίσουν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 71.150.000 δρχ. με αντίστοιχη και ισόποση ζημία της εταιρείας " Πύλη Αράχωβας- Τουριστικές Επιχειρήσεις ΑΕ".
Επειδή από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορούνται και συγκεκριμένα , ο εκ των κατηγορουμένων Ζ ο οποίος έχει αποβιώσει, φέρονταν ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος των ανωτέρω εταιρειών ενώ στην πραγματικότητα ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 είχε την ουσιαστική διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων Φ και .... Τις μαρτυρικές αυτές καταθέσεις ενισχύει η από 7.3.2008 απολογία του συγκατηγορουμένου Ψ2, ο οποίος ομολογεί την πλαστογραφία των εκθέσεως ελέγχου πλην όμως κατόπιν υποδείξεως του Χ1.
Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ότι οι υπογραφές- εκτός από την υπογραφή του συγκατηγορουμένου τους Ψ1- στις επίμαχες εκθέσεις ελέγχου τέθηκαν από τον συγκατηγορούμενο τους Ψ2 , ο οποίος δήλωσε ότι υπέγραψε αυτές για λογαριασμό των Ξ και Θ, κατόπιν προφορικής εντολής και εξουσιοδοτήσεως τους δεν μπορεί να ανατρέψουν η να καταλύσουν την σε βάρος τους κατηγορία, κυρίως ενόψει της από 7.3.2008 απολογίας του Ψ2, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι έθεσε τις υπογραφές των Ξ και Θ κατόπιν υποδείξεως του Χ1.
Συνεπώς οι εφέσεις των κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τα αντίθετα ,πρέπει να απορριφθούν ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο Βούλευμα.
Ακόμη το Συμβούλιο Εφετών αναφερόμενο συμπληρωματικά στην εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι, ενώ ο κατηγορούμενος Ζ εμφανιζόταν ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος των πιο πάνω εταιρειών, "εν τοις πράγμασι" ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν αυτός που ανέπτυσσε πρωτοβουλίες ("κινούσε τα νήματα"), υποκρυπτόμενος πίσω από τον αδελφό του Ζ, προφανώς λόγω της ιδιότητας του ως δικαστή. Η εμπλοκή του κατηγορουμένου Χ1 και ο ρόλος του στις προαναφερόμενες εταιρείες προκύπτει, εκτός των άλλων, και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Φ και ..., οι οποίοι κατέθεσαν ότι ιθύνων νους για όλα ήταν ο Χ1. Ειδικότερα, ο τελευταίος εμπλέκεται στις εταιρικές υποθέσεις, έστω και με την ιδιότητα του αντιπροσώπου του συγκατηγορουμένου αδελφού του Ζ, κατά τη συνεδρίαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε." της 26-6-2002, σύμφωνα με την από 18-6-2002 εξουσιοδότηση αυτού (βλ. το υπ' αριθ. 2/26-6-2002 πρακτικό της τακτικής Γ.Σ. των μετόχων της "AGRONEF Α.Ε."). Επίσης, ο κατηγορούμενος Χ2 μετείχε των εταιρικών υποθέσεων άλλοτε ως μέτοχος της εταιρείας "ΠΥΛΗ ΑΡΑΧΩΒΑΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και άλλοτε ως αντιπρόσωπος του μετόχου και συγκατηγορουμένου του Ζ κατά τη συνεδρίαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της "AGRONEF Α.Ε.". Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Χ3, ανιψιός του συγκατηγορουμένου του Χ1, από 26-8-2001 ήταν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "ΠΥΛΗ ΑΡΑΧΩΒΑΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και τελούσε εν γνώσει των υποθέσεων της ως άνω εταιρείας, όλοι δε οι ως άνω κατηγορούμενοι ενήργησαν από κοινού κατά την τέλεση της ως άνω αποδιδόμενης σ' αυτούς αξιόποινης πράξης.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διά της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέως Εφετών και τη συμπληρωματική σ'αυτή (πρόταση) αναφορά του, σε σχέση με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, κατ'εξακολούθηση, από υπαιτίους που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, βλάπτοντας τρίτον, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής (διά της αναφοράς στο συνολικό ανακριτικό υλικό), οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο να δικασθούν για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 45, 98 και 216 §§ 1 και 3α του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να υπερβεί την εξουσία του και αποφάνθηκε την απόρριψη των ανωτέρω εφέσεων των αναιρεσειόντων ως ουσία αβασίμων.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι, όπως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, διότι ανεξαρτήτως του γεγονότος αν προκύπτει ή όχι δεδικασμένο από την απαλλακτική διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών που υπαινίσσονται οι αναιρεσείοντες αφού δεν την προσδιορίζουν κατ'αριθμό, δεν προκύπτει ταυτότητα προσώπων, εν προκειμένω των αναιρεσειόντων και των παθόντων λογιστών, Ξ και Θ, οι υπογραφές των οποίων πλαστογραφήθηκαν κατά τα παραπάνω, ούτε ταυτότητα πράξεων (δείτε τον με στοιχείο Β των αιτήσεων αναιρέσεως, προβαλλόμενο δεύτερο λόγο αναίρεσης).
Κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων, αβάσιμες ελέγχονται στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Να απορριφθεί δε το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας για παροχή διευκρινίσεων, καθόσον αυτοί με το περιεχόμενο των αναιρέσεών τους, πλήρως εξέθεσαν τις απόψεις τους και ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να απορριφθούν ως αβάσιμες οι με αριθμούς 49,50 και 51/2009 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ3, Χ1 και Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 232/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα. Να απορριφθεί δε το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Αθήνα 13 Μαΐου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι 49, 50, 51/23-3-2009 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των Χ3, Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, στρέφονται κατά του αυτού Βουλεύματος 232/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν, ως αβάσιμες, οι εφέσεις τους, κατά του 1471/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο Εφετείο κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση των πλαστών εγγράφων, από κοινού, κατ εξακολούθηση, από υπαιτίους που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, βλάπτοντας τρίτον (άρθρα 45, 98, παρ. 1 και 216 παρ. 1 και 3 α ΠΚ). Οι αναιρέσεις ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (474 παρ 1, 2, 473 παρ. 1 ΚΠΔ) από πρόσωπα που δικαιούνται σε τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (482 παρ. 1 α ΚΠΔ) και πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συναφείας, να γίνουν τυπικά δεκτές. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 § 1 ΚΠοινΔ αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, ενώ κατά την § 2 του ίδιου άρθρου "αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται: α) αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή βούλευμα που αποφαίνεται για την βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για κάποια αξιόποινη πράξη, με τα οποία βέβαια δεν εξομοιώνεται η κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ διάταξη του εισαγγελέως εφετών κατά της κατά το άρθρο 47 του ίδιου κώδικα απορριπτικής της εγκλήσεως διατάξεως του εισαγγελέως πλημ/κων, η οποία και εκ του λόγου αυτού δεν υπόκειται σε αναίρεση (ΑΠ 1445/2006), ούτε παράγει δεδικασμένο κατά την ως άνω διάταξη (ΑΠ 2004/2002), β) ταυτότητα προσώπων (κατηγορουμένων) και γ) ταυτότητα της πράξης, δηλαδή του αυτού ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά και το απ' αυτή αξιόποινο αποτέλεσμα, είτε τούτο συνάπτεται αμέσως με τη δράση (τυπικό έγκλημα), είτε επακολουθεί αυτήν (ουσιαστικό έγκλημα), δηλαδή η νέα κατηγορία πρέπει να συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια κατά τον χρόνο και τον τρόπο τελέσεως ιστορικά γεγονότα, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία αυτής. Για το ορισμένο του λόγου εκ του άρθρου 484 παρ. παρ. 1 γ ΚΠΔ, που ανάγεται στην παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως περί δεδικασμένου, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο τα πραγματικά περιστατικά, ο χρόνος και τόπος τέλεσης, οι πράξεις για τις οποίες ο αναιρεσείων απαλλάχθηκε αμετάκλητα, ώστε να μπορεί να διακριβωθεί η ταυτότητά τους με τις πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Πρέπει επίσης να αναφέρεται η ποινική απόφαση ή το βούλευμα που δημιούργησαν το δεδικασμένο. Στην κρινόμενη περίπτωση, με τον υπό στοιχείο Β' λόγο και των τριών εκθέσεων αναιρέσεως, οι οποίες, όπως λέχθηκε, είναι πανομοιότυπες και περιέχουν τους αυτούς ακριβώς λόγους, πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για παραβίαση των περί δεδικασμένου διατάξεων (άρθρο 484 παρ. 1 γ σε συνδυασμό με 57 ΚΠΔ). Όλα όμως τα εκτιθέμενα στον λόγο αυτό προς θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν περιέχουν τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη στοιχεία για την ύπαρξη δεδικασμένου και συγκεκριμένα δεν αναφέρεται ορισμένη αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή βούλευμα, με το οποίο να έχουν απαλλαγεί και οι αναιρεσείοντες κάποιας πράξης, που να εξειδικεύεται, κατά τα προαναφερθέντα στοιχεία αυτής, για να κριθεί αν υφίσταται ταυτότητα της πράξεως εκείνης με αυτήν για την οποία κατά τα άνω παραπέμφθηκαν με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Τις ελλείψεις αυτές, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν μπορεί να αναπληρώσει η αναφερόμενη στον λόγο αυτό διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, που, κατ εκτίμηση του λόγου αυτού, απέρριψε προσφυγή κατά απορριπτικής εγκλήσεως για ψευδή καταμήνυση των αναιρεσειόντων διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημ/κων (αδόκιμα γίνεται αναφορά στον λόγο αναιρέσεως για "απαλλαγή" των αναιρεσειόντων) και για πλαστογραφία, χωρίς να εξειδικεύονται οι πράξεις αυτές κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά τους στοιχεία, αφού η διάταξη αυτή, όπως λέχθηκε, δεν παράγει δεδικασμένο, κατά το ανωτέρω άρθρο 57 ΚΠΔ. Τέλος τις ελλείψεις αυτές δεν αναπληρώνει ούτε η αναφερόμενη στον ίδιο λόγο απόφαση πολιτικού δικαστηρίου και δη η 64/2006 του Εφετείου Λαμίας, που εκδόθηκε επί αγωγής του εγκαλούντος Φ και κατά των αναιρεσειόντων, αφού η απόφαση αυτή δεν παράγει δεδικασμένο στην παρούσα ποινική υπόθεση (ΑΠ 1914/2001).
Συνεπώς ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος. 3. Κατά τη διάταξη το άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ. 3 εδαφ. α' του ιδίου άρθρου 216 ΠΚ όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το Ν. 2408/4.6.1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 €). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ) από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. (73.000 €). Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξης και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 €), Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευομένης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΑΠΟλ3/2008). Εξάλλου, το έγκλημα της πλαστογραφίας μπορεί να τελεσθεί και από περισσότερους του ενός κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ. Όρος της συναυτουργίας, κατά την έννοια του νόμου, είναι η γνώση του συναυτουργού για την πρόθεση του άλλου να τελέσει την πράξη και η θέληση να συμπράξει με αυτόν (κοινός δόλος). Αρκεί δε στο παραπεμπτικό βούλευμα να αναφέρεται ότι οι δράστες της πλαστογραφίας ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί δηλαδή να αναφέρεται ότι από κοινού έθεσαν εν αγνοία και κατ απομίμηση του φερομένου ως υπογράφοντος το πλαστό έγγραφο την υπογραφή του, χωρίς ειδικότερη εξειδίκευση για τον κάθε ένα συναυτουργό, των ενεργειών του για την πραγμάτωση της πράξεως και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή. (ΑΠΟλ 50/1990, ΑΠ 1897/97). Περαιτέρω η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ` ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ` είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ` επιλογή μερικά εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την απαλλακτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας ή το Συμβούλιο (ΑΠΟλ2/2002, ΑΠΟλ 19/2001).Τέλος λόγο της αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1β ΚΠοινΔ, συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 67/2009). Για το ορισμένο του λόγου αυτού όμως πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια διάταξη παραβιάσθηκε η μορφή της παραβίασή της, αν δηλαδή έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή της η έννοια που δόθηκε σ αυτήν από το συμβούλιο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το συμβούλιο ότι αποδείχθηκαν κατά την γενομένη υπαγωγή τους σ αυτήν (ΑΠ 2397/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με παραδεκτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του εισαγγελέα εφετών, η οποία καλύπτει και τα εκεί μνημονευόμενα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 22.6.2002 συνεκλήθησαν οι έκτακτες γενικές συνελεύσεις των μετόχων των ανωνύμων εταιρειών με τις επωνυμίες "Αγκρονέφ ΑΕ" και "Πύλη Αράχωβας -Τουριστικές Επιχειρήσεις ΑΕ", κατά την διάρκεια των οποίων εμφανίστηκαν ενώπιον των μετόχων δύο εκθέσεις ελέγχου οικονομικών καταστάσεων και ισολογισμού 1ης χρήσης, εκ των οποίων η μία αφορούσε την ανώνυμη εταιρεία "Αγκρονέφ ΑΕ" και ήταν υπογεγραμμένη από τους ελεγκτές Ψ1 και Ξ, η δε άλλη αφορούσε την ανώνυμη εταιρεία "Πύλη Αράχωβας- Τουριστικές Επιχειρήσεις ΑΕ" και ήταν υπογεγραμμένη από τους ελεγκτές Θ και Ξ. Η από 24.5.2002 έκθεση ελέγχου της εταιρείας "Αγκρονέφ ΑΕ" εμφανίστηκε από τους κατηγορουμένους Χ1, Ζ, Χ2 και Χ3 στις 22.6.2002 και στις 10-19.8.2002, ενώ στο τέλος της εκθέσεως ελέγχου τέθηκαν τα στοιχεία ταυτότητος των φερομένων ως συντακτών αυτής δηλαδή του Ψ1 και Ξ, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου και το υπ' αριθμόν 2/26.6.2002 πρακτικό της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας. Την 30.6.2002 και την 4.7.2002 Τακτική Γενική Συνέλευση της εταιρείας "Πύλη Αράχωβας-Τουριστικές Επιχειρήσεις" εμφανίστηκε από τους κατηγορουμένους Χ1, Ζ, Χ2 και Χ3 η από 24.5.2002 έκθεση ελέγχου, ενώ στο τέλος της εκθέσεως τέθηκαν τα στοιχεία ταυτότητος των φερομένων ως συντακτών αυτής δηλαδή των Θ και Ξ, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου. Επειδή από τις, με ημερομηνία 5.7.2006, καταθέσεις των μαρτύρων Ξ και Θ, οι οποίοι, ως λογιστές, φέρονται ότι συνέταξαν τις προαναφερθείσες εκθέσεις ελέγχου, ο πρώτος της εταιρείας "Αγκρονέφ ΑΕ" μαζί με τον Ψ1, αμφότεροι δε την έκθεση ελέγχου της εταιρείας "Πύλη Αράχωβας-Τουριστικές Επιχειρήσεις", αλλά και από την από 30.8.2002 εξώδικη απάντηση των Ξ και Θ, στην από 3.7.2002 εξώδικη πρόσκληση- δήλωση του μηνυτή Φ, προκύπτει ότι λογιστές αυτοί δεν είχαν ουδεμία σχέση με τις ανωτέρω εταιρείες, δεν γνώριζαν την ύπαρξη των εταιρειών αυτών και δεν συνέταξαν, ούτε υπέγραψαν τις εκθέσεις ελέγχου των. Τις ανωτέρω πλαστές εκθέσεις ελέγχου χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την διάρκεια των Γενικών Συνελεύσεων της εταιρείας "Αγκρονέφ ΑΕ" στις 26.6.2002 και στις 10-19.8.2002 για να παραπλανήσουν τους μετόχους ότι δήθεν η εταιρεία παρουσίαζε παθητικό 70.000.000 δρχ. που απαρτίζονταν από ποσό 53.170.800 δρχ. που δαπανήθηκε για την εκχέρσωση 400 στρεμμάτων και από διάφορα μικροποσά οφειλόμενα σε διάφορους πιστωτές και να προσπορίσουν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα ποσό 65.000.000 δρχ. το οποίο θα επιτυγχάνονταν με την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας από 39.100.000 δρχ. σε 100.000.000 δρχ. και της εκχωρήσεως του συνόλου των νέων μετοχών στους ίδιους η εικονικά σε τρίτα πρόσωπα της εμπιστοσύνης τους, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό τον εγκαλούντα καθιστώντας αυτόν από μέτοχο του 1/3 σε μέτοχο του 1/12 περίπου της εταιρείας που η αξία της υπερβαίνει το ποσό των 600.000.000 δρχ. Το αυτό έπραξαν οι κατηγορούμενοι κατά την διάρκεια της Γενικής Συνελεύσεως της εταιρείας "Πύλη Αράχωβας- Τουριστικές Επιχειρήσεις" την 30.6.2006 και την 4.7.2002 για να παραπλανήσουν τους μετόχους αυτής ότι δήθεν η εταιρεία όφειλε ποσό 71.150.000 δρχ. στους Ζ και ... για να προσπορίσουν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 71.150.000 δρχ. μς αντίστοιχη και ισόποση ζημία της εταιρείας "Πύλη Αράχωβας-Τουριστικές Επιχειρήσεις ΑΕ". Επειδή από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορούνται και συγκεκριμένα, ο εκ των κατηγορουμένων Ζ, ο οποίος έχει αποβιώσει, φέρονταν ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος των ανωτέρω εταιρειών ενώ στην πραγματικότητα ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 είχε την ουσιαστική διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων Φ και .... Τις μαρτυρικές αυτές καταθέσεις ενισχύει η από 7.3.2008 απολογία του συγκατηγορουμένου Ψ2, ο οποίος ομολογεί την πλαστογραφία των εκθέσεως ελέγχου πλην όμως κατόπιν υποδείξεως του Χ1. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ότι οι υπογραφές - εκτός από την υπογραφή του συγκατηγορουμένου τους Ψ1 - στις επίμαχες εκθέσεις ελέγχου τέθηκαν από τον συγκατηγορούμενο τους Ψ2, ο οποίος δήλωσε ότι υπέγραψε αυτές για λογαριασμό των Ξ και Θ, κατόπιν προφορικής εντολής και εξουσιοδοτήσεώς τους δεν μπορεί να ανατρέψουν η να καταλύσουν την σε βάρος τους κατηγορία, κυρίως ενόψει της από 7.3.2008 απολογίας του Ψ2, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι έθεσε τις υπογραφές των Ξ και Θ κατόπιν υποδείξεως του Χ1.
Συνεπώς οι εφέσεις των κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο Βούλευμα. Συμπληρωματικά δε προς όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ ο κατηγορούμενος Ζ εμφανιζόταν ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος των πιο πάνω εταιρειών, "εν τοις πράγμασι" ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν αυτός που ανέπτυσσε πρωτοβουλίες ("κινούσε τα νήματα"), υποκρυπτόμενος πίσω από τον αδελφό του Ζ, προφανώς λόγω της ιδιότητάς του ως δικαστή. Η εμπλοκή του κατηγορουμένου Χ1 και ο ρόλος του στις προαναφερόμενες εταιρείες προκύπτει, εκτός των άλλων, και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Φ και ..., οι οποίοι κατέθεσαν ότι ιθύνων νους για όλα ήταν ο Χ1. Ειδικότερα, ο τελευταίος εμπλέκεται στις εταιρικές υποθέσεις, έστω και με την ιδιότητα του αντιπροσώπου του συγκατηγορουμένου αδελφού του Ζ, κατά τη συνεδρίαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε." της 26-6-2002, σύμφωνα με την από 18- 6-2002 εξουσιοδότηση αυτού (βλ. το υπ' αριθ. 2/26-6-2002 πρακτικό της τακτικής Γ.Σ. των μετόχων της "AGRONEF Α.Ε."). Επίσης, ο κατηγορούμενος Χ2 μετείχε των εταιρικών υποθέσεων άλλοτε ως μέτοχος της εταιρείας "ΠΥΛΗ ΑΡΑΧΩΒΑΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και άλλοτε ως αντιπρόσωπος του μετόχου και συγκατηγορουμένου του Ζ κατά τη συνεδρίαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της "AGRONEF Α.Ε.". Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Χ3, ανιψιός του συγκατηγορουμένου του Χ1, από 26-8-2001 ήταν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "ΠΥΛΗ ΑΡΑΧΩΒΑΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και τελούσε εν γνώσει των υποθέσεων της ως άνω εταιρείας, όλοι δε οι ως άνω κατηγορούμενοι ενήργησαν από κοινού κατά την τέλεση της ως άνω αποδιδόμενης σ'αυτούς αξιόποινες πράξης. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις πως οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας που τελέσθηκε και από τους τρεις από κοινού, κατ εξακολούθηση και ότι συνεπώς, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που αποφάνθηκε ομοίως και τους παρέπεμψε με το εκκαλούμενο 1471/2008 βούλευμα του στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και στη συνέχεια απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις κατά του βουλεύματος αυτού εφέσεις τους. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, κατ εξακολούθηση, που τελέσθηκε από κοινού, προβλέπεται δε και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 45, 98 και 216 παρ. 1, 3 εδαφ. α ΠΚ και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πράξεως αυτής, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα παραθέτει όλα τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί του ότι στοιχειοθετείται η πράξη της πλαστογραφίας με την μορφή της εξ υπαρχής καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, που τελέσθηκε από τους αναιρεσείοντες, κατ εξακολούθηση από κοινού και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρει, όπως λέχθηκε, τις επί μέρους υλικές ενέργειες καθενός από τους αναιρεσείοντες με τις οποίες πραγματώθηκε η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί ότι δέχθηκε ότι ενήργησαν με κοινή απόφαση και κοινό δόλο. Περαιτέρω το βούλευμα δέχθηκε ότι την πράξη της πλαστογραφίας με την περαιτέρω προσδιοριζόμενη επακριβώς χρήση των πλαστών τέλεσαν οι κατηγορούμενοι με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 € με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος Φ, το οποίο (περιουσιακό όφελος), όπως και τη βλάβη του εγκαλούντος εξειδικεύει σε τι συνίσταται, όπως επίσης αναφέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και την έννομη συνέπεια που μπορούσαν να έχουν τα πλαστά έγγραφα που αναφέρονται στην κατηγορία, των οποίων και έκαναν χρήση οι αναιρεσείοντες, κατά τον τρόπο που προσδιορίζεται στο βούλευμα. Είναι δε αδιάφορο, όπως λέχθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, για την στοιχειοθέτηση του σκοπού περιουσιακού οφέλους με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, που δεν ήταν αναγκαίο να είναι αυτοί των οποίων πλαστογραφήθηκε η υπογραφή, ότι το περιουσιακό όφελος δεν θα επερχόταν ως άμεση συνέπεια της πράξεως της πλαστογραφίας, αλλά απαιτούνταν και άλλη περαιτέρω ενέργεια των αναιρεσειόντων, τουλάχιστον για την πρώτη μερικότερη πράξη πλαστογραφίας και δη η μετοχοποίηση των φερομένων με την πλαστή έκθεση ελέγχου ως οφειλομένων από την εταιρία ποσών, ανερχομένων συνολικά σε 70.000.000 δραχμές, μετά από αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου και η εκχώρηση των νέων μετοχών στους εαυτούς τους ή σε τρίτα πρόσωπα της μπιστοσύνης τους εικονικά. Κατ ακολουθία οι υπό στοιχεία Α' και Γ' ταυτόσημοι λόγοι και των τριών αναιρέσεων, με τον πρώτο των οποίων πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ποινικών διατάξεων (484 παρ. 1 β ΚΠΔ) και με τον δεύτερο για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (484 παρ. 1 δΚΠΔ), τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι, ανεξάρτητα του ότι υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας με τον δεύτερο από τους ως άνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα για εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των εγγράφων της δικογραφίας. Όμως, όπως λέχθηκε, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, όπως παραπονούνται οι αναιρεσείοντες, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Τέτοιο δε ζήτημα που δεν ελέγχεται αναιρετικά είναι και το τιθέμενο με τον δεύτερο από τους ως άνω λόγους αναιρέσεως ότι, εσφαλμένως, δεν διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, αφού περί τούτου κρίνει κυριαρχικά το Δικαστήριο ουσίας ή το Συμβούλιο. Ο λόγος αναιρέσεως υπό στοιχείο Δ' με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για υπέρβαση εξουσίας (484 παρ. 1ΣΤ' ΚΠΔ) τυγχάνει προεχόντως αόριστος, διότι δεν εκθέτουν οι αναιρεσείοντες σε τι συνίστατο η υπέρβαση εξουσίας του Συμβουλίου και ειδικότερα για ποιο λόγο το Συμβούλιο δεν είχε δικαιοδοσία να αποφανθεί επί των ζητημάτων που αναφέρονται στον λόγο αυτό των αναιρέσεων, αλλά τα ζητήματα αυτά υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Συνεπώς και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του. 4. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τις αναιρέσεις τους ζητούν να κλητευθούν και εμφανισθούν στο Συμβούλιο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, ''κατά την συζήτηση της παρούσας αιτήσεως του αναιρέσεως''. Η αίτηση αυτή, όπως έχει διατυπωθεί, είναι παντελώς αόριστη, αφού δεν αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ζητούν να κλητευθούν και εμφανισθούν στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Σε κάθε πάντως περίπτωση με το πολυσέλιδο (17 σελίδες) δικόγραφο της αναιρέσεως του καθένας των αναιρεσειόντων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του προσβαλλομένου βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρινήσεις. Επομένως πρέπει να απορριφθεί το εν λόγω αίτημα.
Εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος των αναιρέσεων πρέπει αυτές να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί καθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση των αναιρεσειόντων, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.
Απορρίπτει τις 49, 50, 51/23-3-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3, Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του αυτού Βουλεύματος 232/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει καθένα από τους ανωτέρω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ