Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Παράβαση του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, όπως αντικ. με άρθρο 8 § 1 του Ν 2336/1995. Πτώχευση εργοδότη πριν από την βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού. Επίκληση του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού στο δικαστήριο της ουσίας. Καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς καμία αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αριθμός 288/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λάσκο, περί αναιρέσεως της 10739/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ........., 2) .........., 3) .........., 4) ..........., 5) ........, 6) ..........., 7) ..........., 8) ........., 9) ........., 10) .........., 11) .......... και 12) .........., που δεν παραστάθηκαν.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1631/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σ' αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή έγκλημα είναι γνήσιο έγκλημα παράλειψης και συντελείται με μόνη την μη εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 655 του Α.Κ. καταβολή των οικείων αποδοχών ή χορηγιών, κατά το ίδιον δε άρθρον (655 ΑΚ) η ημέρα καταβολής του μισθού αποτελεί δήλη ημέρα, με μόνη την παρέλευση της οποίας ο εργοδότης, ή διευθυντής της οποίας ο εργοδότης, ή διευθυντής κ.λ.π. γίνεται, χωρίς όχληση, υπερήμερος οφειλέτης, εκτός αν αυτός αποδείξει γεγονός που αποκλείει την υπερημερία του. Εξ άλλου η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υποχρέου, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι το μεν, κατ' άρθρο 2 του Α.Ν. 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη, ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε, κατ' άρθρο 679 αριθμ. 4 Εμπ. Ν. καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού στην περίπτωση πληρωμής των πιστωτών του μετά την ημέρα παύσεως των πληρωμών. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οικονομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλοι στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά. Η αιτιολογία δε της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης 10739/2007 αποφάσεως τα οποία, ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, ότι ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "........ ΑΒΕΤΕ - Βιομηχανία Γυναικείων Ενδυμάτων" ενώ απασχόλησε τους κατονομαζομένους υπαλλήλους, δεν κατέβαλε εις αυτούς τις επακριβώς προσδιοριζόμενες για τον καθένα αποδοχές, δυνάμει των συμβάσεων εργασίας και ακολούθως κήρυξε ένοχο αυτόν για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου μόνον του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικ. με άρθρο 8 § 1 Ν. 2336/1995 και του επέβαλε, μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2β ΠΚ συνολική ποινή φυλακίσεως 56 μηνών, μετατραπείσαν προς 4,40 Ευρώ ημερησίως. Με βάση όμως τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί το δικαστήριο δεν απάντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, τον οποίο εγγράφως προέβαλε και προφορικώς ανέπτυξε ο συνήγορος που τον εξεπροσώπησε: Ότι δηλαδή η εργοδότις ανώνυμη εταιρεία, με την υπ' αριθμ. 882/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως και ως ημέρα παύσεως των πληρωμών είχε ορισθεί η 30-6-2003 (αλλά και ο ίδιος, ατομικώς είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 714/2004 απόφαση του ιδίου, ως άνω δικαστηρίου και χρόνος παύσεως των πληρωμών του είχε ορισθεί η 30.7.2003) ενώ χρόνος τελέσεως της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε φέρεται μεταγενέστερο χρονικό διάστημα της παύσεως των πληρωμών, δηλαδή (το χρονικό διάστημα) από Ιανουάριο 2004 έως Μάρτιο 2004 και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 679 αριθμ. 4 του Εμπ.Ν., το οποίο προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, τις περιπτώσεις της απλής χρεωκοπίας, απαγορεύονται στον πτωχεύσαντα οι πληρωμές μετά την ημέρα παύσεως των πληρωμών και η απαγόρευση αυτή ενεργεί, ως αναιρετικό στοιχείο του δόλου στην περίπτωση της μη πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων από τον υπεύθυνο για την πληρωμή τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως και πρέπει να γίνει δεκτός να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 517 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 10739/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ