Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.
Περίληψη:
Απαράδεκτος λόγος κατ' επίφαση από 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά στην πραγματικότητα για ανεπαρκή αιτιολογία. Συνταγματική η πρόβλεψη επιτοκίου 6% για οφειλές ΝΠΔΔ και ως εκ τούτου βάσιμος λόγος. Αναιρεί, κρατεί την υπόθεση, εξαφανίζει εν μέρει και ορίζει το επιτόκιο στο προσήκον ποσοστό.
Αριθμός 2259/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ - Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στα ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Λιούμα.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α. Α. του Σ., κατοίκου ..., 2) Α. Γ. του Γ., 3) Π. Γ. του Α., 4) Π. Λ. του Π., 5) Γ. Λ. του Σ., 6) Δ. Μ. του Σ., κατοίκων ..., 7) Ε. Σ. του Π., κατοίκου ... και 8) Β. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Πολύμερου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-6-2010 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 245/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 224/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-1-2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως προβάλλεται παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 904 ΑΚ, υπό την έννοια ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, αν και ορθώς δέχθηκε ότι οι συμβάσεις εργασίας, δυνάμει των οποίων οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες και εφεσίβλητοι) είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους προς το αναιρεσείον (εναγόμενο και εκκαλούν), ήσαν άκυρες και ότι συνεπεία της ακυρότητας οι αναιρεσίβλητοι, ως εργαζόμενοι, είχαν δικαίωμα να λάβουν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, μόνο την ωφέλεια, την οποία είχε αποκομίσει το αναιρεσείον, ως εργοδότης τους, με το να αποφύγει να καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές σε άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι θα είχαν τα ίδια προσόντα και θα είχαν προσφέρει την ίδια εργασία, υπό τις αυτές εργασιακές και προσωπικές περιστάσεις και τους οποίους θα είχε προσλάβει με έγκυρες συμβάσεις, έσφαλε στη συνέχεια, διότι τα χρηματικά ποσά, τα οποία (κατ' επικύρωση της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου) επιδίκασε για την αιτία αυτή, "δεν έχουν καμιά σχέση με τα ποσά εκείνα", τα οποία θα είχαν καταβληθεί σε άλλους εργαζόμενους με έγκυρες συμβάσεις και "με βάση τις διατάξεις της εν γένει εργατικής νομοθεσίας και των ισχυουσών κλαδικών" συλλογικών συμβάσεων εργασίας (οι εντός εισαγωγικών περικοπές προέρχονται εκ του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως και είναι οι μόνες, περιγραφικές της αιτίασης που προβάλλεται με αυτό). Παρατηρείται, όμως, ότι, ο εξεταζόμενος λόγος, ως αναιρετική πλημμέλεια κατ' άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος, διότι το αναιρεσείον ουδόλως προσδιορίζει ποιες, πέραν αυτής του άρθρου 904 ΑΚ της οποίας παραβίαση δεν προκύπτει, είναι οι διατάξεις που κατά την άποψή του έχουν παραβιασθεί και σε τι συνίσταται η δήθεν παραβίαση αυτών ούτε και το αληθές ύψος των αποδοχών, οι οποίες με ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων θα έπρεπε να καταβληθούν με έγκυρες συμβάσεις εργασίας. Και περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, ως παράπονο για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας κατά την ουσιαστική παραδοχή ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι νόμιμες αποδοχές των εργαζομένων, που θα μπορούσαν να έχουν προσληφθεί με νόμιμες συμβάσεις εργασίας και απασχοληθεί υπό τις αυτές περιστάσεις, είναι ίσες προς τις αποδοχές, τις οποίες οι αναιρεσίβλητοι ζήτησαν με την ένδικη αγωγή, ελέγχεται, επίσης, ως απαράδεκτος, διότι τέτοιος αναιρετικός λόγος, αντίστοιχος προς εκείνον του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, δεν προβλέπεται για τις αποφάσεις των πολυμελών πρωτοδικείων που έχουν εκδοθεί κατ' έφεση επί αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως είναι απαράδεκτος.
2. Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν σε περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, δημόσιου ή κοινωνικού, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 23/2004, ΟλΑΠ 11/2003). Εξ άλλου, τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4-11-1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος, τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (ΝΠΔΔ), στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974 "περί λογιστικού των ΝΠΔΔ", που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10-7-1944), με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, η οποία υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις που αναφέρθηκαν ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου. Και τούτο, διότι η προστασία της περιουσίας του ΝΠΔΔ είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να παραμένει σε θέση να εκπληρώνει, απρόσκοπτα, τους προέχοντες καταστατικούς του σκοπούς και να εξυπηρετεί το γενικότερο δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον (ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 1460/2012, ΑΠ 1228/2012).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974, ανάλογη με το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10-7-1944), αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, λόγω της άνισης, προνομιακής μεταχείρισης, την οποία θεσπίζει υπέρ των ΝΠΔΔ σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους τους και σε σύγκριση με τους λοιπούς οφειλέτες, χωρίς το προνόμιο αυτό (όπως έκρινε το δικαστήριο της ουσίας) να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, δεν εφάρμοσε την πιο πάνω διάταξη, ως αντισυνταγματική. Ακολούθως, απέρριψε κατά το μέρος αυτό την έφεση του αναιρεσείοντος, που επιδίωκε την υπέρ αυτού ισχύ του προνομίου και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου, που είχε αποφανθεί ομοίως. Με την κρίση αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε με ψευδή ερμηνεία τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στην έκταση που καθορίζεται με τον ως άνω δεύτερο λόγο της αιτήσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση".
Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως, ως προς το ζήτημα του υπέρ του αναιρεσείοντος περιορισμού του επιτοκίου υπερημερίας σε ποσοστό 6%, η νομιμότητα του οποίου έχει διαπιστωθεί ήδη, κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, δυνάμει του οποίου η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και η έφεση στην έκταση του αντιστοίχου λόγου αυτής. Κατόπιν, πρέπει να εξαφανισθεί αναλόγως η απόφαση του Ειρηνοδικείου και να υποχρεωθεί το αναιρεσείον, ως εναγόμενο, να καταβάλει στον καθένα από τους αναιρεσίβλητους το ποσό που ήδη επιδικάσθηκε, εντόκως προς 6% ετησίως από την ήδη διαγνωσμένη υπερημερία του. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 224/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ εκ νέου επί της εφέσεως και
ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 245/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων ως προς το κεφάλαιο περί καθορισμού του επιτοκίου του οφειλομένου τόκου υπερημερίας.
ΟΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσό που ήδη επιδικάσθηκε, εντόκως προς 6% ετησίως, από την ήδη διαγνωσμένη υπερημερία του.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ