Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή, Αναβολής αίτημα, Κλητήριο θέσπισμα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση κατά διαχειριστή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο που βεβαιώθηκαν πριν και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3220/2004. Ορθή εφαρμογή και ερμηνεία άρθρου 25 ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 § 1 ν. 2523/1997 και 34 §§ 1, 2, 3 ν. 3220/2004. Υπό το κράτος του ν. 3220/2004 δεν απαιτείται να αναφέρεται το είδος των χρεών, ενώ λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ύψος αυτών από οποιαδήποτε αιτία. Ορθή απόρριψη ισχυρισμών περί ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος και μη νόμιμης ασκήσεως της ποινικής διώξεως. Επί μη καταβολής χρεών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλά ούτε και τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Η παραγραφή του εγκλήματος αρχίζει από τότε που βεβαιώθηκε το χρέος η δε υποβολή αιτήσεως να ασκηθεί ποινική δίωξη αναστέλλει την παραγραφή. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1717/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητής, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Λ. Ή Λ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Βασιλειάδου, περί αναιρέσεως της ΓΤ 1067/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 462/2010.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 25 παρ. l του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως, και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι, για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 εδ. β του ίδιου άρθρου, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται, προκειμένου για περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν, αδιάφορα από το λόγο ελλείψεώς τους ή όταν απουσιάζουν αυτοί από την έδρα της εταιρίας χωρίς να είναι γνωστό στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή στο τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένα το χρέη πού ευρίσκονται, σε κάθε εταίρο, σωρευτικά ή μη". Κατά της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, "για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου (ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, κ.λπ.), η ποινική δίωξη ασκείται για χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν, ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή ...". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, "στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: β)... στις περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, οι διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν αυτοί, ο κάθε εταίρος". Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του αυτού N. 2523/1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και, έτσι, οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Όταν δε πρόκειται για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, πρέπει να αναφέρεται ότι το ποινικώς υπεύθυνο πρόσωπο, κατά το χρόνο κατά τον οποίο βεβαιώθηκε το χρέος, είχε την ιδιότητα του διαχειριστή ή, τουλάχιστον, του εταίρου αυτής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του N. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του N. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του N. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεώς του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοσθούν, ως ευμενέστερες γι` αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέ-στερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. ΓΤ-1067/2009 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 4 ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 31.12.2002 έως 30.4.2004, καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών. Συγκεκριμένα, σε βάρος του ως άνω κατηγορουμένου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εταιρίας με την επωνυμία "Λ. Α.-Δ. ΕΠΕ" βεβαιώθηκαν αναλυτικά τα ακόλουθα χρέη, ως αυτά αναφέρονται στον με Α/Α 26/2005 πίνακα χρεών που συνόδευε την υπ' αρ. πρωτ. 20469/15.9.2005 και με αρ. ειδ. Βιβλίου 26/2005 μήνυση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ε' Πειραιά: 1) Με την υπ` αριθ. 2847/26.4.2004 βεβαίωση της ΔΟΥ Ε' Πειραιά βεβαιώθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου...συνολικά ποσό 352,10 ευρώ, ήταν καταβλητέο εφάπαξ στο σύνολό του στις 28.5.2004, 2) με την υπ` αριθ. 10441/27.11.2002 βεβαίωση της ως άνω ΔΟΥ βεβαιώθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου και με την ως άνω ιδιότητά του ως διαχειριστή της προαναφερόμενης εταιρίας ποσό 32.494,82 ευρώ, ως Πρόστιμο Κ.Β.Σ. που αφορούσε στο οικονομικό έτος 2002 από το οποίο εισπράχθηκε ποσό 7.613,27 ευρώ και στη συνέχεια το εναπομείναν υπόλοιπο ποσού 24.881,55 ευρώ, με συνυπολογισμό συνεισπραττομένου ποσού 11.798,96 ευρώ, δηλαδή συνολικά ποσό 36.680,51 ευρώ ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη την 31.12.2002 και η δεύτερη την 31.1.2003, 5)... 44)... Κατά τα λοιπά αποδείχθηκε ότι αν και είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του κατηγορουμένου και με την ιδιότητά του ως διαχειριστή της ως άνω εταιρίας τα προαναφερόμενα χρέη, τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό του 1.018.832,90 ευρώ, ο κατηγορούμενος ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι των ως άνω χρεών του και έτσι καθυστέρησε να καταβάλει πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους τα ως άνω χρέη".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (Δ.Ο.Υ. Ε' Πειραιά), ο χρόνος κατά τον οποίο βεβαιώθηκαν τα χρέη (αναγραφόμενος στην πρώτη στήλη του πίνακα χρεών - 26.4.2004 για το υπ` αριθ. 1, 27.11.2002 για το υπ` αριθ. 2, 4.3.2004 για τα υπ` αριθ. 5 μέχρι 19 και 11.3.2004 για τα υπ` αριθ. 20 μέχρι 44), ότι τα υπ` αριθ. 1 και 5 μέχρι 44 ήταν καταβλητέα εφάπαξ στο τέλος του επομένου μήνα από εκείνον που βεβαιώθηκαν (28.5.2004 το πρώτο και 30.4.2004 τα λοιπά), ενώ το υπ` αριθ. 2 (με το προηγούμενο νομικό καθεστώς), το οποίο προερχόταν από πρόστιμο Κ.Β.Σ. που υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις (31.12.2002 και 31.1.2003), ότι η καταβολή των χρεών καθυστέρησε για χρονικό διάστημα πέραν των τεσσάρων μηνών, ότι το σύνολο των χρεών υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και ότι ο αναιρεσείων ενέχεται ως διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Λ. Α.-Δ. ΕΠΕ". Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείτο να αναφέρονται, ως προς τα υπ` αριθ. 1 και 5 μέχρι 44 χρέη, άλλα στοιχεία και δη το είδος των χρεών, αν δηλ. αυτά αφορούσαν παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή λοιπούς χρόνους και χρέη γενικά, εφόσον αυτά καταλαμβάνονται από τον Ν. 3220/2004, με τον οποίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καταργήθηκε η διάκριση αυτή και η ποινική μεταχείριση του δράστη ρυθμίζεται πλέον ανάλογα με το συνολικό ύψος των χρεών "από οποιαδήποτε αιτία". Παρά ταύτα, και το είδος των χρεών αναφέρεται. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δη γιατί δεν αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι η Αρχή που βεβαίωσε τα χρέη του πίνακα είναι η Δ.Ο.Υ. Ε, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, δεν απαιτείτο αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία προέκυπταν τα περιστατικά που έγιναν δεκτά. Ο αυτός λόγος, κατά το σημείο με το οποίο πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση της καταθέσεως της μάρτυρος κατηγορίας, είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και αυτός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή αυτό δεν περιέχει τα αναγκαία για το κύρος του στοιχεία (άρθρα 173 παρ.1, 174 παρ.2, και 321 παρ.1 και 4 ΚΠοινΔ), καθώς και αυτός για μη νόμιμη άσκηση της ποινικής διώξεως, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορουμένου ή, ενδεχομένως, στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε προβάλει και πρωτοδίκως, ότι α) το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, γιατί δεν προσδιορίζεται σ` αυτό ο ακριβής χρόνος καταβολής των χρεών, που δεν συμπίπτει με το χρόνο που βεβαιώθηκαν, και η μη πληρωμή τους, ενώ δεν εξειδικεύεται εάν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά και β) η άσκηση της ποινικής διώξεως για μη καταβολή επί μέρους χρεών που ανήκουν στην κατηγορία παρακρατουμένων ή επιρριπτομένων φόρων και υπελείποντο των 10.000 ευρώ είναι μη νόμιμη. Οι ισχυρισμοί αυτοί, ως προς τη διάκριση των χρεών, δεν ήταν νόμιμοι για το λόγο που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη (για τα υπ` αριθ. 1 και 5 μέχρι 44 χρέη, που βεβαιώθηκαν υπό το κράτος του Ν. 3220/2004, δεν γίνεται διάκριση και λαμβάνεται υπόψη το σύνολο αυτών, ενώ το υπ` αριθ. 2 υπερέβαινε από μόνο του το, τότε ισχύον, όριο του ανεγκλήτου των παρακρατουμένων ή επιρριπτομένων φόρων, αλλά και των λοιπών φόρων και χρεών γενικά, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ), και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει. Παρά ταύτα, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με την αιτιολογία ότι: "Ο 1ος ισχυρισμός του κατ/νου περί ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος είναι απορριπτέος, διότι στον πίνακα χρεών που έχει επισυναφθεί στο κατηγορητήριο, το οποίο και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την από 15-9-2005 μήνυση του Προϊσταμένου της Ε' ΔΟΥ Πειραιά, ενώ άλλωστε αποτελεί και αναπόσπαστο μέρος του κατηγορητηρίου είναι εγγεγραμμένες όλες οι καταχωρήσεις και τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, η διάκριση των φόρων σε παρακρατούμενους ή σε επιρριπτόμενους ουδεμία επιρροή ασκεί. Επίσης πρέπει να απορριφθεί και ο 2ος ισχυρισμός του κατ/νου, διότι με τη νέα μορφή του ως άνω άρθρου το εν λόγω όριο ποινικής ευθύνης θεσπίζεται επί συνολικής - αθροιστικής μη καταβολής ποσών και με τον ισχυρισμό αυτό προτείνεται στο Δικαστήριο να διαπλάσει το πρώτον μία αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο συνδυάζοντας στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης (θεμελίωση ποινικής ευθύνης εφόσον το κάθε επιμέρους χρέος είναι αξιόποινο) με στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης όπως ισχύει στο χρόνο εκδίκασης (συνολικό όριο ποινικής ευθύνης επί μη καταβολής περισσοτέρων χρεών), κάτι που είναι ανεπίτρεπτο, αφού δεν επιτρέπεται ένας συνδυασμός στοιχείων αντικειμενικών υποστάσεων εγκλημάτων που προβλέπονται από διαφορετικούς νόμους, που θα έχει ως συνέπεια τη διάπλαση από το Δικαστή μιας εντελώς νέας αντικειμενικής υπόστασης που ουδέποτε καταγράφηκε νομοθετικά ως στοιχειοθετούσα έγκλημα". Η αιτιολογία αυτή είναι η απαιτούμενη και ως προς το πρώτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού, αφού, όπως ήδη έχει εκτεθεί, προσδιορίζεται στον πίνακα χρεών, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κλητηρίου θεσπίσματος, τόσο ο ακριβής χρόνος βεβαιώσεως των χρεών, όσο και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε αυτά να καταβληθούν, καθώς και ότι δεν πληρώθηκαν. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως και καθιστά αυτή σε περίπτωση ασκήσεώς της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση, όμως, αυτή δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλά ούτε, σε περιπτώσεις ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος προέβαλε τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου της εναντίον του τελευταίου εγερθείσας ποινικής διώξεως για μη έγκαιρη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο εκ του λόγου ότι για όλα τα επίδικα χρέη έχουν ασκηθεί προσφυγές, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά και, επομένως, δεν μπορούσε να ασκηθεί η ποινική δίωξη. Ο ισχυρισμός αυτός ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απορρίφθηκε, σιωπηρά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού για την άσκηση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο δεν απαιτείται προηγούμενη τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί των προσφυγών που έχουν ασκηθεί, και ο τρίτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος υπέβαλε, δια του συνηγόρου του, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να προσκομιστεί από τη Δ.Ο.Υ. έγγραφο που να αναφέρει για ποια ακριβώς πράξη έχει βεβαιωθεί το υπ` αριθ. 2 χρέος του πίνακα χρεών ή αν αυτό το χρέος έχει προέλθει από εξωλογιστικό προσδιορισμό. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι: "Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα αναβολής περί κρείσσονες αποδείξεις, διότι από το έτος 2005 μέχρι σήμερα, δηλαδή από τότε που συντάχθηκε ο συνημμένος στο κατηγορητήριο πίνακας χρεών μέχρι σήμερα θα έπρεπε ο κατηγορούμενος να έχει ο ίδιος φροντίσει να υποβάλει το αίτημα στην Ε' ΔΟΥ Πειραιά για την έκδοση εγγράφου που να αναφέρει για ποια ακριβώς πράξη έχει βεβαιωθεί η υπό στοιχείο (2) του πίνακα χρεών οφειλή ή αν αυτή η οφειλή έχει προέλθει από εξωλογιστικό προσδιορισμό, ώστε να το προσκομίσει στο παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που δικάζει μετά από ήδη δύο αναβολές (η μία λόγω ασθένειας εκκαλούντος και η άλλη στο πρόσωπο του συνηγόρου του) και όχι να ζητεί το έγγραφο αυτό για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής, αφού, όπως και ανωτέρω έχει εκτεθεί, οι πράξεις που έχουν βεβαιωθεί (και η υπ` αριθ. 2) και η αιτία των χρεών αναφέρονται στον πίνακα χρεών, οπότε δεν απαιτείτο να προσκομισθεί κάποιο περαιτέρω έγγραφο. Επομένως, ο τέταρτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 86 παρ. 1 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους κ.λπ." (που ισχύει από 1-1-1996), "καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμοδία Δ.Ο.Υ. ή το αρμόδιο τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία τοιαύτη βεβαίωση. Κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου, "η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από την λήξη του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη". Επί πλέον, κατά το άρθρο 23 παρ. 7 Ν. 2523/1997, "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος (του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 2523/1997) συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι πράξεις της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο υπέκυψαν σε παραγραφή, γιατί από το χρόνο που τελέσθηκαν (οικονομικά έτη 1993 - 2000) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος, αφού κρίσιμος χρόνος για την έναρξη της παραγραφής είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αυτός, κατά τον οποίο βεβαιώθηκαν τα χρέη και όχι εκείνος κατά τον οποίο φέρονται ότι γεννήθηκαν. Ορθά, λοιπόν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς απέρριψε, σιωπηρά, τον ισχυρισμό αυτόν, αφού τα εν λόγω χρέη του αναιρεσείοντος αναφέρονταν μεν στα οικονομικά έτη 1993 μέχρι 2001 (πλην των υπ` αριθ. 1 και 2 που αναφέρονταν στα οικονομικά έτη 2004 και 2002 αντιστοίχως), πλην, όπως αναφέρθηκε, βεβαιώθηκαν στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. το υπ` αριθ. 2 στις 27.11.2002, το υπ` αριθ. 1 στις 26.4.2004, τα υπ` αριθ. 3 μέχρι 19 στις 4.3.2004 και τα υπ` αριθ. 20 μέχρι 44 στις11.3.2004, ενώ η αίτηση του προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ. για την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος έγινε την 15.9.2005, η δε ποινική δίωξη ασκήθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την 24.10.2005, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας.
Συνεπώς, ενόψει των προεκτεθεισών διατάξεων, η παραγραφή των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, δεν έχει συμπληρωθεί, γιατί αυτή έχει ανασταλεί από την υποβολή αιτήσεως για την άσκηση ποινικής διώξεως και από το χρόνο της βεβαιώσεώς τους δεν έχει παρέλθει ακόμη οκταετία (άρθρο 113 ΠΚ). Επομένως, ο πέμπτος (τελευταίος), από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για (αρνητική) υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι προέβη στην εκδίκαση της υποθέσεως και την έκδοση καταδικαστικής σε βάρος του αναιρεσείοντος αποφάσεως για πράξεις μη καταβολής χρεών που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά τα οικονομικά έτη 1993 - 2000 (πριν από την ισχύ του Ν. 3220/2004) αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 4/26.3.2010 αίτηση του Α. Λ. του Θ., για αναίρεση της υπ` αριθ. ΓΤ1 067/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ