Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1704 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία του εγκλήματος. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για το έγκλημα αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος κατάγγειλε ψευδώς στις αστυνομικές αρχές ότι η εγκαλούσα τον εξύβρισε με βαριές βρισιές και απείλησε τη σωματική του ακεραιτότητα. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1704/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, περί αναιρέσεως της 3958/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Μιχαηλίδη.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1799/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν, στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές, και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ' άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3958/2008 απόφασή του δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα εξής: "Μεταξύ της εγκαλούσας και της οικογένειάς της αφενός και του κατηγορουμένου, του Δήμου Παιανίας αλλά και τρίτων αφετέρου υπάρχει από παλιά αντιδικία για την κυριότητα ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στη θέση "..." στην ..., μέσα στο οποίο ο κατηγορούμενος τοποθέτησε τροχόσπιτο το έτος 1999. Η εγκαλούσα και οι συγγενείς της άσκησαν αγωγή νομής κατά του κατηγορουμένου, η οποία, τελικά, απορρίφθηκε τελεσίδικα με την 716/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αφού κρίθηκε ότι η αξίωση τους έχει υποκύψει στην ετήσια παραγραφή του άρθρου 992 ΑΚ. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας οι σχέσεις των αντιδίκων είχαν διαταραχθεί και οξυνθεί. Στις 28-12-2001 ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και εξέφρασε παράπονα κατά της εγκαλούσας και των αδελφών της ΑΑ και ΒΒ, πλην όμως με σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα παραπέμφθηκε η εξέταση της βασιμότητας των παραπόνων του στο Αστυνομικό Τμήμα ... . Εκεί εμφανίστηκε την επομένη ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατήγγειλε ότι η εγκαλούσα και οι αδελφές της τον εξύβρισαν με βαριές βρισιές και απείλησαν τη σωματική του ακεραιότητα. Οι αστυνομικοί κάλεσαν στις 23-2-2002 την εγκαλούσα και τις αδελφές της για να τους γνωστοποιήσουν τις καταγγελίες του κατηγορουμένου. Η εγκαλούσα δεν πήγε, αφού κατοικεί μόνιμα στα ..., πήγαν όμως οι ως άνω αδελφές της. Όμως όλα τα πιο πάνω γεγονότα είναι παντελώς ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθειά τους, αλλά τα ισχυρίστηκε, προκειμένου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Έλαβαν δε γνώση αυτών των αναληθών γεγονότων αστυνομικοί του Τμήματος ..., προς τους οποίους τα ισχυρίστηκε και οι τελευταίοι, που τα μετέφεραν στις αδελφές της. Αυτά δε τα γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, αφού την εμφανίζουν ως άτομο, που διαπράττει αξιόποινες πράξεις, με σκοπό να επιτύχει την επίλυση αστικής διαφοράς. Το αληθές είναι ότι ουδέποτε η εγκαλούσα εξύβρισε και απείλησε τον κατηγορούμενο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατοικεί μόνιμα στη ... και δεν έχει συναντηθεί ποτέ με αυτόν [κατηγορούμενο]. Ο τελευταίος γνώριζε την αναλήθεια των ως άνω γεγονότων, αφού δεν προσδιόρισε τις ύβρεις και τις απειλές, κανένα μάρτυρα δεν πρότεινε προς απόδειξη τους, ούτε ζήτησε την ποινική δίωξη της εγκαλούσας για τις αξιόποινες πράξεις, που της απέδιδε. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος".
Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ενώπιον των αστυνομικών του Α.Τ. ... για την εγκαλούσα, ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή, ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους, ότι αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης και ότι τα ισχυρίστηκε με αυτόν το σκοπό, επιπλέον δε αναφέρει και τα αληθινά γεγονότα τα οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος. Επομένως οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ), καθώς και τα δικαστικά έξοδα της παρασταθείσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-11-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 3958/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της πολιτικώς εναγούσης, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή