Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ΑΝ 86/67. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής λόγω σημαντικών αιτιών στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, για απόλυτη ακυρότητα εκ της μη ασκήσεως από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του των εκ των άρθρων 358 και 368 ΚΠΔ υπερασπιστικών δικαιωμάτων του. Απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών (ελαφρυντικών περιστάσεων) λόγω αοριστίας τους.
Αριθμός 151/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Ιωαννίδου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1993/2008.
Αφού άκουσε
Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά δε τη διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 139 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 εδάφ. Β' του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
Συνεπώς και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, μολονότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι να αναβληθεί η δίκη είναι ανέλεγκτη, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, αν δε το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα της αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης και την καταδίκη του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Όμως το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης για κρείσσονες (ισχυρότερες) αποδείξεις, όταν το αίτημα αυτό είναι αόριστο, όπως όταν δεν διευκρινίζεται η σχέση των ζητουμένων κρεισσόνων αποδείξεων με τη δικαζόμενη κατηγορία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠΔ, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, με το άρθρο 13 του Ν. 3346/2005 επιτρέπεται σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις που αναφέρονται σε αυτό και ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών, ο δε συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι'αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 14.437/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό τον κατηγορούμενο για παράβαση του Α.Ν 86/67, ο εκπροσωπών αυτόν πληρεξούσιος δικηγόρος του "ζήτησε την αναβολή της παρούσης υποθέσεως προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί στη ρύθμιση της οφειλής και στη συνέχεια να προσκομισθεί η σχετική απόφαση ρύθμισης της οφειλής". Το άνω Δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφαση του απέρριψε το αίτημα της αναβολής με την εξής αιτιολογία "όπως προκύπτει απ'τον φάκελο της προκειμένης δικογραφίας και στο παρελθόν είχε δοθεί η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε ρύθμιση της σχετικής οφειλής του (βλ. σχετικώς την υπ' αριθμ. 32783/29-6-2006 απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης) και επειδή δεν είναι δυνατόν να αναβάλλεται συνεχώς η εκδίκαση της υποθέσεως για τον ίδιο λόγο, γιατί στην περίπτωση αυτή το σχετικό δικαίωμα του διαδίκου ασκείται καταχρηστικώς και είναι αντίθετο στο συμφέρον της δικαιοσύνης που συνίσταται στην κατά το δυνατόν ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και την αποφυγή παραγραφής των εγκλημάτων, πρέπει να απορριφθεί το υποβληθέν ως άνω αίτημα αναβολής εκδικάσεως της κρινομένης υποθέσεως". Ακολούθως το δικαστήριο προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως. Η αιτιολογία αυτή που διέλαβε το δικαστήριο, στην απορριπτική του αιτήματος του κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης, απόφασή του, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, αλλά και χωρίς αντιφάσεις οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο οδηγήθηκε στην απορριπτική, του παραπάνω αιτήματος του κατηγορουμένου, παρεμπίπτουσα απόφασή του με τη συνδρομή των οποίων (λόγων) το φερόμενο ως σημαντικό αίτιο που είχε επικαλεσθεί για τη στήριξη του αιτήματός του, δεν ήταν πράγματι ικανό να οδηγήσει στην παραδοχή του αιτήματος και την αναβολή της δίκης. Ειδικότερα, αιτιολογείται πλήρως ο λόγος για τον οποίο ασκείται το δικαίωμα του κατηγορουμένου καταχρηστικά και προς καταστρατήγηση της αρχής της ταχείας, κατά το δυνατόν, εκδίκασης των υποθέσεων, αναφέροντας συνάμα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε την άνω κρίση. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον πρώτο, από το άρθρο 510 παρ.1 στιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 1 του Α.Ν. 86/1967,με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές τιμωρείται όποιος δεν καταβάλλει στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, μέσα σε ένα μήνα αφότου έγιναν απαιτητές, τις εργοδοτικές εισφορές που τον βαρύνουν και τις εργατικές εισφορές που παρακρατεί από τους μισθωτούς που απασχολεί. Επίσης, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 1846/1951, ο εργοδότης ευθύνεται για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων και ο ίδιος, κατά την πληρωμή των μισθών, υποχρεούται να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Εργοδότης κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951 είναι ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους. Περαιτέρω κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία. Αντιστοίχως, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ως χρόνος υπολογισμού των εισφορών ορίζεται ο ημερολογιακός μήνας εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία. Ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επομένου μηνός από τον πιο πάνω οριζόμενο χρόνο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες βαρύνουν τους εργαζόμενους σ' αυτόν, επί πλέον δε να συντρέχει και μη καταβολή των σχετικών ποσών, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά, στον ασφαλιστικό οργανισμό που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη από τον εργοδότη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν αποτελούν στοιχεία για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης των άνω εγκλημάτων, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί και πόσο χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι αποδοχές τους και ποιες ήταν οι ανά εργαζόμενο εργοδοτικές και εργατικές εισφορές. Ο χρόνος απασχόλησης και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με τον χρόνο τέλεσης των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό προς το διατακτικό της, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος διατηρούσε στη ... επιχείρηση καφετέρια, στην οποία απασχολούσε με αμοιβή ως εργοδότης, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ, ήτοι σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφαλίσεως. Κατά το διάστημα των μηνών από 1-2002 μέχρι 9-2003 απασχόλησε μισθωτούς, ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, για τους οποίους έπρεπε να καταβάλει, εντός 30 ημερών από το ημερολογιακό τέλος του κάθε μηνός του διαστήματος αυτού στο οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, ήτοι από 1-3-2002 έως 1-11-2003 α) ασφαλιστικές εισφορές που βάρυναν τον ίδιο (εργοδοτικές), ποσού 5.207,51 ευρώ τις οποίες δεν κατέβαλε και β) ασφαλιστικές εισφορές των ίδιων των εργασθέντων (εργατικές) ποσού 2.603,76 ευρώ, τις οποίες παρακράτησε για να αποδώσει στο ΙΚΑ, αλλά δεν τις απέδωσε. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο παραβάσεως των αρθρ. 1 παρ.1 και 2 του Α.Ν 86/67 και 375 παρ. 1 ΠΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/51 και του επέβαλε για την πρώτη πράξη ποινή φυλάκισης τριών μηνών και χρηματική ποινή πεντακοσίων ευρώ και για τη δεύτερη ποινή φυλάκισης έξι μηνών και χρηματική ποινή πεντακοσίων ευρώ, συνολική δε επτά μηνών φυλάκιση και χρηματική ποινή εφτακοσίων ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Επομένως είναι αβάσιμοι οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ τέταρτος, κατά ένα σκέλος του και έβδομος, λόγοι της αίτησης με τους οποίους πλήττεται η απόφαση για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα: α)η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αλληλοσυμπληρούμενη με το διατακτικό δεν είναι ελλιπής επειδή δεν αναφέρονται σ' αυτήν ο αριθμός των απασχοληθέντων στην επιχείρηση μισθωτών, ποιες ακριβώς ήταν οι αποδοχές καθενός και ποιο ήταν το ακριβές ποσό της εργατικής και εργοδοτικής εισφοράς για κάθε εργαζόμενο, δεδομένου ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν στοιχεία για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης των άνω εγκλημάτων, αφού, ενόψει του περιεχομένου των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, όπως αυτές προεκτέθηκαν, κρίσιμα περιστατικά είναι μόνο η σε συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση με σχέση εξαρτημένης εργασίας του ασφαλισμένου στο ΙΚΑ προσωπικού και τα χρηματικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να καταβάλει στο ΙΚΑ ως εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ΠΕΕ ..., τα οποία δεν κατέβαλε ή παρακράτησε αυτός, τα δε περιστατικά αυτά με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, β) αφού το δικαστήριο δέχεται ότι ο χρόνος απασχόλησης των μισθωτών ήταν η χρονική περίοδος από 1/2002 έως 9/2003 και ο χρόνος καταβολής των εισφορών στο ΙΚΑ ήταν ένας μήνας από το ημερολογιακό τέλος κάθε μηνός, στον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία και ότι ο χρόνος τέλεσης των πράξεων ήταν το χρονικό διάστημα από 1-3-2002 έως 1-11-2003, δεν ήταν αναγκαία περαιτέρω εξειδίκευση του χρόνου που έπρεπε να καταβληθούν οι επιμέρους μηνιαίες εργοδοτικές και παρακρατηθείσες εργατικές εισφορές, διότι τούτο δεν ασκούσε στην προκείμενη περίπτωση επιρροή στην παραγραφή των επίμαχων αξιόποινων πράξεων, δεδομένου ότι, κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, δεν ανέκοπτε ζήτημα εξάλειψης του αξιοποίνου κάποιας από τις μερικότερες πράξεις, αφού από την πάροδο και των 30 ημερών από τη λήξη κάθε μήνα της άνω περιόδου, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία και ο αναιρεσείων είχε υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων εισφορών, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία, γ) με σαφήνεια εκθέτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος διατηρούσε ατομική επιχείρηση- καφετέρια επί της οδού ... και απασχολούσε στην επιχείρησή του, κατά τον άνω χρόνο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι δεν αναγνώσθηκε η ΠΕΕ, την οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι η άνω πράξη επιβολής εισφορών αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της εις βάρος του κατηγορίας, δεν δημιουργεί δε η μη ανάγνωση του απόλυτη ακυρότητα, αφού ο κατηγορούμενος προς αντίκρουση τούτου μπορούσε, κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις αναγκαίες προς τούτο εξηγήσεις. Γι αυτό, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, κατ' ορθό χαρακτηρισμό, τέταρτος, κατά το έτερο σκέλος, λόγος αναιρέσεως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' ΚΠΔ, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που προσήκουν στον κατηγορούμενο αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει, οίκοθεν, εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Από τις διατάξεις, όμως, των άρθρων 333 παρ.2 και 358 η άλλη διάταξη του ΚΠΔ, δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν.
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση ο πέμπτος λόγος της ένδικης αιτήσεως όπως εκτιμάται, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά την έννοια των άρθρων 171 παρ.1 εδ.δ' και 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, από το ότι μετά την εξέταση των μαρτύρων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων δεν δόθηκε ο λόγος, από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, στο συνήγορό του αναιρεσείοντος που τον εκπροσώπησε, αυτεπαγγέλτως και χωρίς αίτησή του για να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις ως προς την κατάθεση του κάθε μάρτυρα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος, αφού κατά τα προεκτεθέντα, δεν καθιερώνεται υποχρέωση του διευθύνοντος να δίδει τον λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως για να ασκήσει το εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ δικαίωμα. Τούτο δε, πέραν και ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στα οποία έχει περιληφθεί η μνεία ότι "ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και το συνήγορο του κατηγορουμένου αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρακρατήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο και αυτοί απάντησαν αρνητικά", τηρήθηκαν τα διατασσόμενα στο άρθρο 358 ΚΠΔ.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πριν ο διευθύνων την συζήτηση κηρύξει το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας "ρώτησε τον Εισαγγελέα και το συνήγορο του κατηγορουμένου αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και αυτοί απήντησαν αρνητικά".
Συνεπώς ο έκτος λόγος της ένδικης αιτήσεως ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύθηκε έτσι ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, διότι ο Πρόεδρος κήρυξε την λήψη της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς προηγουμένως να δώσει το λόγο στο συνήγορο που εκπροσώπησε τον αναιρεσείοντα "για τυχόν συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση", παραβιάζοντας έτσι τη διάταξη του άρθρου 368 ΚΠΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αλλά ανεξαρτήτως αυτών η διάταξη του άρθρου 368 ΚΠΔ, κατά την οποία "αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος και εξετασθεί ο αστικός υπεύθυνος, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση ρωτάει τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση" δεν απαγγέλλει ακυρότητα για την περίπτωση μη τηρήσεώς της, ούτε παρακωλύεται από την παράλειψη αυτή η άσκηση των δικαιωμάτων που προσήκουν στον κατηγορούμενο, διότι αυτός, αν θέλει κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, μπορεί να το ζητήσει, οπότε, αν ο διευθύνων τη συζήτηση την αρνηθεί, επέρχεται ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ, στην προκειμένη δε περίπτωση, από τα αυτά ως άνω πρακτικά δεν προκύπτει ότι ο εκπροσωπήσας τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, συνήγορό του υπέβαλε σχετική αίτηση που δεν ικανοποιήθηκε.
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ.3) και τον ΚΠΔ (άρθρο 139) πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό το. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, μη αρκούσης σχετικώς μόνης της επικλήσεως της διατάξεως νόμου που τους προβλέπει. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου, περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται μεταξύ άλλων (υπό β') "το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε όχι από ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζήτησε δια του συνηγόρου του που τον εκπροσώπησε στη δίκη "να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2β ΠΚ". Ο ισχυρισμός αυτός, έτσι όπως προβλήθηκε, είναι εντελώς αόριστος και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν υπείχε υποχρέωση να απαντήσει σ'αυτόν, στον οποίο εκ περισσού απήντησε. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' με τον οποίο προβάλλεται ότι χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία απορρίφθηκε ο ως άνω ισχυρισμός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές αιτιάσεις αφορούν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, και γι'αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή παραπέμπει στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, ενώ είναι αδιάφορο αν ο κατηγορούμενος ήταν απών κατά την εκδίκαση της υποθέσεως του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν. Επίσης συμμορφώθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο και προς τη διάταξη του άρθρου 80 παρ.1 ΠΚ, αφού ρητώς αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι για την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, που επέβαλε στην αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη και τους οικονομικούς όρους αυτού και των υπ'αυτού συντηρουμένων μελών της οικογενείας του, μη υποχρεούμενο και στην περίπτωση αυτή σε ειδικότερο προσδιορισμό των επί μέρους περιστατικών και των λόγων εκ των οποίων οδηγήθηκε στην κρίση του.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως των ποινών, που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα, φυλακίσεως και χρηματικής. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η άνω αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-11-2008 αίτηση-δήλωση του χ περί αναιρέσεως της υπ'αριθ. 14437/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ