Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Ακάλυπτη τραπεζική επιταγή. Στοιχεία του εγκλήματος. Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δεν ήταν αναγκαία η ιδιαίτερη αναφορά στην εκ μέρους του κατηγορουμένου γνώση του ακαλύπτου των επίμαχων επιταγών, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, αρκεί ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Πολιτική αγωγή. Στην άσκησή της νομιμοποιείται ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από την παρά το νόμο παράσταση πολιτικής αγωγής. Απορρίπτεται ο λόγος αναίρεσης ως αβάσιμος επειδή και απολογήθηκε ο κατηγορούμενος και δόθηκε ο τελευταίος λόγος στο συνήγορο υπεράσπισης να αναπτύξει την υπεράσπισή του και επί της ενοχής και επί της ποινής. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1721/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της με αριθμό 977/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Γκουρογιάννη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, καθώς και στο από 23 Αυγούστου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 74/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 2.1.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 977/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 23.8.2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, είναι τυπικό και γι'αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αντικειμενικώς, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το νόμο στοιχείων και τη θέση της υπογραφής του εκδότη επί του εντύπου και αφετέρου, έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξία διαθεσίμων κεφαλαίων) και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεώς της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Ειδικότερα, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση όταν περιέχονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη ου εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται στο δικαστήριο της ουσίας είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί συγγνωστής πλάνης που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 του Π.Κ. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) στην Έδεσσα με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν γιατί δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης και πληρωμής και πιο συγκεκριμένα, εξέδωσε στις 30.10.2001 την υπ'αριθμ. ..... επιταγή και στις 30.12.2001 τις υπ' αριθμ. .... και ...... επιταγές της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 5.000.000 δραχμ. εκάστη, σε διαταγή του εγκαλούντος Ψ1, ο οποίος εμφάνισε αυτές, την μεν πρώτη στις 5.11.2001, τις δε λοιπές στις 2.1.2002 στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω ανάκλησης της εντολής προς πληρωμή τους από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι οι επίδικες επιταγές είναι, όπως ισχυρίζεται, προϊόν εκβιασμού και εκδόθηκαν για παράνομη και ανήθικη αιτία και συνεπώς ο εγκαλών δεν υπέστη ζημία από τη μη πληρωμή αυτών. Πλην όμως ο νόμος τιμωρεί αυτόν που προβαίνει στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής χωρίς να εξετάζεται το έγκυρο ή άκυρο ή υποστατό της υποκείμενης σχέσεως και η επέλευση ή μη ζημίας από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής, γιατί το έγκλημα αυτό ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής και συνεπώς, είναι απορριπτέος ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τελούσε σε συγγνωστή νομική πλάνη, διότι πίστευε δικαιολογημένα ότι δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει τις επίδικες επιταγές. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι οι επιταγές ήταν προϊόν εκβιασμού και ότι τις εξέδωσε σε διαταγή του εγκαλούντος - πολιτικώς ενάγοντος προκειμένου να μην καταθέσει η κοινοπραξία που ο τελευταίος εκπροσωπούσε προσφυγή ενώπιον της Τριμελούς Επιτροπής Ελέγχου των πράξεων των συλλογικών οργάνων των ΟΤΑ κατά της απόφασης του Δ.Σ. του Συνδέσμου Καθαριότητας ".......", με την οποία (απόφαση) το έργο "Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) Δήμου και Κοινοτήτων ...." ανατέθηκε στην κοινοπραξία "......", της οποίας εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος, προσφυγή η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση του έργου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς δεν θα μπορούσε το έργο να εκτελεστεί στις προθεσμίες που είχαν ταχθεί. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου όμως ελέγχεται ως αβάσιμος και συνεπώς είναι απορριπτέος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά την τέλεση της πράξης του τελούσε σε συγγνωστή νομική πλάνη, καθώς ο ίδιος ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι εξέδωσε τις επιταγές προκειμένου να προλάβει η κοινοπραξία την προθεσμία του έργου και όχι με σκοπό να τις πληρώσει...". Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτό που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933 ως και του άρθρου 31 παρ. 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) δεν ήταν αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος γνώριζε την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης και πληρωμής των επίμαχων επιταγών, αφού, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη της παρούσας, η αναφορά αυτή σε "γνώση" δεν είναι απαραίτητη πλέον για την πληρότητα της αιτιολογίας, και ειδικότερα για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, για την οποία αρκεί η μνεία ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε από πρόθεση, αφού αρκεί, όπως προαναφέρθηκε, ενδεχόμενος δόλος για την υποκειμενική θεμελίωσή του, β) ουδεμία αντίφαση υπάρχει στην απόφαση εκ του ότι στην αρχή του σκεπτικού αναφέρεται ότι οι επιταγές δεν πληρώθηκαν γιατί δεν είχε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής τους και στη συνέχεια δέχεται ότι δεν πληρώθηκαν λόγω ανάκλησης της εντολής προς πληρωμή τους από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, αφού προσδιορίζεται επακριβώς με την τελευταία παραδοχή ο λόγος της μη πληρωμής των επιταγών, δεδομένου ότι έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων συντρέχει και στην περίπτωση ανακλήσεως από τον εκδότη πριν από την εμφάνιση της επιταγής της εντολής προς πληρωμή. Επίσης, δεν υπάρχει αντίφαση στην απόφαση εκ του ότι, στο μεν σκεπτικό αναφέρεται ότι οι επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους διότι ο κατηγορούμενος "δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής" στο δε διατακτικό "δεν πληρώθηκαν γιατί δεν υπήρχε αντίκρυσμα", διότι με την τελευταία παραδοχή δεν διαφοροποιείται η αιτία της μη πληρωμής των επίμαχων επιταγών και γ) το δικαστήριο ως εκ περισσού αιτιολόγησε τον εκ του άρθρου 31 παρ. 2 ΠΚ ισχυρισμό περί συγγνωστής νομικής πλάνης, δεδομένου ότι με τον ισχυρισμό αυτό ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλει ότι δικαιολογημένα πίστευε ότι εδικαιούτο να μη πληρώσει τις επίμαχες επιταγές και όχι να εκδόσει τις επιταγές, η έκδοση των οποίων αρκεί για τη θεμελίωση του αξιοποίνου της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ. Τέτοια δε ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, δημιουργείται και όταν δεν νομιμοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠοινΔ, ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων. Περαιτέρω, από το ίδιο άρθρο 63 προκύπτει ότι η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό κατά τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ., δηλαδή από εκείνα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. Στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής άμεσα ζημιωθείς είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής, ο οποίος δικαιούται σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του Α.Κ να ασκήσει την πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στο ποινικό δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την με αριθμό 3364/2004 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας) με τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας "εμφανίσθηκε η Μαρία Στολικίδου, δικηγόρος Έδεσσας δυνάμει του υπ' αριθμ. ... πληρεξουσίου και δήλωσε ότι ο Ψ1, κάτοικος....παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του μηνυομένου και ζητεί να υποχρεωθεί να του καταβάλει 40 ευρώ με επιφύλαξη για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε το αδίκημα". Κατά της παράστασης αυτής του πολιτικώς ενάγοντος δεν προβλήθηκε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση πολιτικής αγωγής και επιδίκασε στον άνω πολιτικώς ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 40 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας, όπου ήχθη κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά "εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο ο Ψ1, κάτοικος ..... και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στη δίκη αυτή κατά του κατηγορουμένου, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το αδίκημα και ζητεί να του καταβάλλει ο κατηγορούμενος το ποσό των σαράντα (40) ευρώ, με επιφύλαξη, ως προς το υπόλοιπο ποσό, για τη χρηματική του ικανοποίηση και ότι διορίζει πληρεξούσιά του τη δικηγόρο του Δ.Σ.Έδεσσας Μαρία Στολικίδου". Κατά της εν λόγω παραστάσεως αντέλεξε ο κατηγορούμενος δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του και "ζήτησε την αποβολή της πολιτικής αγωγής, για το λόγο ότι έχει εκδοθεί απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που έκρινε ότι δεν υπάρχει απαίτηση και επομένως δεν έχει υποστεί ηθική βλάβη και συνεπώς δεν δικαιούται να ασκήσει πολιτική αγωγή". Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο εγκαλών πολιτικώς ενάγων Ψ1 άσκησε κατά του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου την από 4.3.2002 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος και με προσωπική του κράτηση να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.000.000 δραχμών (44.020,55 ευρώ) ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη αυτός (πολιτικώς ενάγων) από την αδικοπραξία (έκδοση των επίμαχων τριών ακάλυπτων επιταγών) που τέλεσε σε βάρος του.
Συνεπώς, εφόσον ο άνω εγκαλών πολιτικώς ενάγων με την άνω αγωγή του δεν ζήτησε να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την άνω αδικοπραξία, είχε δικαίωμα να παρασταθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη που έπαθε από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, δεν επηρεάζεται δε το παραδεκτό της δήλωσης πολιτικής αγωγής, ως εκ του ότι η ως άνω αγωγή τούτου (πολιτικώς ενάγοντος) απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη με την υπ' αριθμ. 128/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, η οποία επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 3118/2005 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αφού στην πολιτική δίκη είχε εισαχθεί μόνο η αξίωση του ήδη αναιρεσείοντος πολιτικώς ενάγοντος για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και όχι η απαίτηση τούτου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία είναι απαίτηση διαφορετική κατ' είδος από εκείνη για την οποία εκδόθηκε οριστική απόφαση και περί αυτής δεν έκρινε το πολιτικό δικαστήριο.
Συνεπώς, ορθώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, έκρινε ότι η άνω δήλωση του παθόντος ήταν νομότυπη και απέρριψε τη σχετική ένσταση του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η εμπεριεχομένη στον αυτό λόγο αναιρέσεως αιτίαση, ότι εφόσον η προαναφερόμενη αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία του πολιτικώς ενάγοντος απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, ο τελευταίος δεν υπέστη καμία ζημία ούτε και ηθική βλάβης από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, και επομένως το Δικαστήριο έπρεπε να μη επιδικάσει στον πολιτικώς ενάγοντα για ηθική βλάβη το αιτηθέν χρηματικό ποσό, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, γι' αυτό είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2 και 369 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ο διευθύνων την συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο κατηγορούμενος, επί της ενοχής και έπειτα επί της ποινής. Η παράλειψη του διευθύνοντος τη συζήτηση, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία παράβαση ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η διευθύνουσα την συζήτηση, μετά την ανάγνωση των εγγράφων, κάλεσε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε απολογία και μετά την απολογία τούτου, αφού κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε τελευταία το λόγο στη συνήγορο του αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, η οποία συντάχθηκε με την πρόταση της Εισαγγελέως 9αφού είχε προτείνει την αθώωση του κατηγορουμένου ελλείψει δόλου) και επικουρικά ζήτησε την αναγνώριση των ελαφρυντικών των μη ταπεινών αιτίων στο πρόσωπο του κατηγορουμένου.
Συνεπώς δόθηκε πράγματι ο λόγος στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για να απολογηθεί και για να αναπτύξει την υπεράσπισή του. Περαιτέρω, μετά την απαγγελία της απόφασης επί της ενοχής του κατηγορουμένου και αφού η Εισαγγελέας πρότεινε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, δόθηκε ο λόγος στη συνήγορο του κατηγορουμένου για την επιβλητέα ποινή, η οποία ζήτησε το ελάχιστο όριο της ποινής.
Συνεπώς, δόθηκε πράγματι ο λόγος στον κατηγορούμενο να αναπτύξει την υπεράσπισή του και επί της ποινής. Ακολούθως, εκδόθηκε η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο η προαναφερθείσα ποινή. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, διότι δεν δόθηκε ο λόγος στον αναιρεσείοντα να απολογηθεί, ούτε στη συνήγορό του να αναπτύξει την υπεράσπισή του για την ενοχή, ούτε δόθηκε ο λόγος σ' αυτόν ή στη συνήγορό του επί της ποινής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος νομίμως ως πολιτικώς ενάγοντος, Ψ1 (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2 Ιανουαρίου 2007 αίτηση και τους από 23 Αυγούστου 2007 πρόσθετους επ' αυτής λόγους αναιρέσεως του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 977/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, την οποίαν προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ