Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1095 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Συναυτουργία, Συνέργεια.




Περίληψη:
Παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστούν η μεν 1η τούτων για απάτη κατ' εξακολούθηση (τετελεσμένη και σε απόπειρα κατά συναυτουργία και μεμονωμένη), από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική τιμή υπερβαίνων το ποσό των 15000 €, οι δε λοιποί κατηγορούμενοι για απλή συνέργεια σε απάτη και απόπειρα απάτης κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από υπαίτιους που διαπράττουν τέτοιες πράξεις απάτης, κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €. Το Συμβούλιο Εφετών, που απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος και επικύρωσε το εν λόγω βούλευμα, διέλαβε το προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει.




Αριθμός 1095/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, όλων κατοίκων ......, περί αναιρέσεως του υπ'αριθ. 1.228/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Ιουνίου 2007, τέσσερις (4) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.208/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία, με τη με αριθμό 441/5.11.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατά τα άρθρα 482 και 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις με αριθμό 136, 137, 138 και 139 από 18.6.2007 αιτήσεις των α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, κατοίκων ......, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 1228/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθησαν κατ'ουσίαν οι υπ'αριθμόν 417/06, 428/06 και 425/06 και 426/06 εφέσεις των κατά του υπ'αριθμόν 2173/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν άπαντες για απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατά συναυτουργία και μεμονωμένα, που τελέσθηκε από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και προσέτι οι ως άνω β-γ-δ αιτούντες για απλή συνέργεια σε απάτη από κοινού, κατ'επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € και εκθέτω τα ακόλουθα: Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα δια της πληρεξουσίας δικηγόρου των κατηγορουμένων και στρέφεται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ.
Συνεπώς είναι παραδεκτές οι άνω αιτήσεις και πρέπει να συνεκδικαστούν και να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι σ'αυτές λόγοι. Οι λόγοι αυτοί συνίστανται στο ότι δεν περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, τα αποδεικτικά μέσα παρατίθενται συλλήβδην στην αρχή του σκεπτικού χωρίς να αξιολογούνται, δεν θεμελιώνονται τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της απάτης "κατ'επάγγελμα".
Επειδή έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους ήχθη στην αποδοχή των ισχυρισμών του μηνυτή και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας το μεν είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, το δε αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους. Απαιτείται ακόμη να προκύπτει ότι συνεκτιμήθησαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Ακόμη περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όχι μόνο όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "'Οποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Ακόμη κατά την παράγραφο 3 εδ. α' του άνω άρθρου, η απάτη λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν τελείται "κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και το συνολικό όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. Ειδικότερα, από το άρθρο 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της απάτης "κατ'επάγγελμα" απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του ως άνω εγκλήματος. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Είναι φανερό ότι τόσο η "κατ'επάγγελμα" όσο και η "κατά συνήθεια" τέλεση αποτελούν νομικές έννοιες των οποίων η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, δι'ο και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να θεμελιώνει σε πραγματικά περιστατικά την αντικοινωνικότητα και τη ροπή του δράστη προς διάπραξη άλλων εγκλημάτων στο μέλλον, διαφορετικά είναι αναιρετέο για έλλειψη αιτιολογίας (Α.Π. 2200/2002 ΠΧ ΝΓ/2003 σελ. 762). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δέχτηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, που λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Τον Ιούλιο του 2001 η Χ1, με σκοπό να επωφεληθεί για δικό της όφελος τα χρήματα που είχε στην κατοχή και διάθεσή του ο ανηψιός της Α και να τον πείσει να της εμπιστευθεί αυτά, του παρέστησε εν γνώσει ψευδών ότι α) λόγω των γνωριμιών που είχε στο χώρο των επενδύσεων η ίδια θα μπορούσε, αν της τα εμπιστευόταν, να έχει πολύ μεγάλη και κερδοφόρα απόδοση των χρημάτων του και β) και η ίδια είχε επιτύχει πολύ καλές τοποθετήσεις με την επένδυση των χρημάτων της οικογενείας της. Τα γεγονότα αυτά επιβεβαίωσαν στον εγκαλούντα και οι λοιποί αναιρεσείοντες και ούτω με τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις ο άνω παθών Α παρέδωσε στην ανωτέρω το συνολικό ποσό των 46.368 €, ποσόν που οφελήθηκε παρανόμως αυτή με αντίστοιχη ζημία του άνω παθόντος, ο οποίος αν γνώριζε την αλήθεια δεν θα παρέδιδε τα χρήματά του στην Χ1. γ) Η ίδια κατηγορουμένη τον Μάρτιο του 2002 παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον Β ότι ο αδελφός της Γ ήταν μεγαλοεισαγωγέας επίπλων και ότι η ίδια λόγω των γνωριμιών της αλλά και με τη μεσολάβηση του αδελφού της είχε τη δυνατότητα να προμηθεύεται από την ...... χειροποίητα έπιπλα σε χαμηλές τιμές. Συνέστησε δε στους Β και Α να συστήσουν επιχείρηση εισαγωγής και πώλησης τέτοιων επίπλων, τα οποία θα πωλούσαν με μεγάλο κέρδος. Μάλιστα για να τους πείσει τους οδήγησε στους ...... σε μία αποθήκη εισαγομένων από την ...... επίπλων, την οποίαν όπως τους ενεφάνισε λειτουργούσε ο αδελφός της και τους επέδειξε τιμολόγια που αφορούσαν αγοραπωλησίες επίπλων από τα οποία προέκυπτε το κερδοφόρο της εν λόγω επιχειρήσεως. Στην πραγματικότητα όμως, την οποίαν γνώριζε η Χ1, ούτε η ίδια είχε δυνατότητα να προμηθεύεται από την ...... φθηνά έπιπλα και να τα μεταπωλεί στην Ελλάδα με μεγάλο κέρδος, ούτε ο αδελφός της ήταν ιδιοκτήτης της άνω επιχειρήσεως στους ...... αλλά απλός υπάλληλος. Με τις άνω ψευδείς παραστάσεις τους έπεισε να δεχθούν να συστήσουν εταιρία με ποσοστό συμμετοχής 1/3 ο καθένας και να καταβάλει σ'αυτήν ο Β για τη συμετοχή του το ποσό των 38.282, 73 €, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε, καθόσον η άνω εταιρία ουδέποτε συστήθηκε και αν ο ίδιος εγνώριζε την αλήθεια δεν θα παρέδιδε τα χρήματά του στην πρώτη αναιρεσείουσα. δ) Τον Σεπτέμβριο του 2002 άπαντες οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι από κοινού δρώντες και κατόπιν συναποφάσεως, παρέστησαν ψευδώς στους Α και Β ότι προκειμένου να αγοράσουν την επιχείρηση εστιατορίου "......" που λειτουργούσε με την επωνυμία "...... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε." και με εταίρους τους β-γ-δ αναιρεσείοντες, έπρεπε να τους καταβάλουν ως "αέρα" για τον ιδιοκτήτη το ποσό των 44.020 €, πράγμα που τελικά οι άνω παθόντες δέχτηκαν, πλην όμως η αγορά της επιχείρησης ματαιώθηκε όταν αυτοί ήλθαν σε επαφή με τον εκμισθωτή του καταστήματος, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι όχι μόνο δεν ζήτησε "αέρα" το άνω ποσόν, αλλά ότι είχε δικαστική διένεξη με τους κατηγορουμένους λόγω μη καταβολής οφειλομένων μισθωμάτων πολλών μηνών. Με βάση όλα τα προεκτιθέμενα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ'ουσίαν τις υπ'αριθμόν 427, 428, 425 και 426/06 εφέσεις των άνω αναιρεσειόντων και επεκύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, δια του οποίου ούτοι παραπέμπονται στο αρμόδιο δικαστήριο, για να δικαστούν για τις άνω πράξεις, τις οποίες φέρονται ότι διέπραξαν "κατ'επάγγελμα".Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το υπ'αριθμόν 1228/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ουδέν διαλαμβάνει περί της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της "κατ'επάγγελμα" τέλεσης των άνω αδικημάτων, η οποία προσδίδει σ'αυτά τον χαρακτήρα του κακουργήματος. Ειδικότερα δεν αναφέρει, ως έδει, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν αντικειμενικά μεν την επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του ως άνω εγκλήματος. Κατά συνέπεια το άνω παραπεμπτικό βούλευμα στερείται αιτιολογίας και θα πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ω 1) να γίνουν τυπικά και ουσιαστικά δεκτές οι υπ'αριθμ. 136, 137, 138 και 139 από 18.6.2007 αιτήσεις των α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, κατοίκων ......, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 1228/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών,
2) να αναιρεθεί το άνω βούλευμα,
3) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Κυριάκος Καρούτσος".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη η ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών η την αθέμιτη απόκρυψη η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του, δράστη να περιποιήσει στον, εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην, επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 εδ. α' του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ, στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1παρ.1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του άρθρου 46 του ίδιου Κώδικα, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως απλή συνέργεια αποτελεί οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αρνητική, παρεχόμενη στον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως, πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση. Προϋπόθεση, δηλαδή, για τη θεμελίωση της ευθύνης του απλού συνεργού είναι ο δόλος του, ο οποίος έγκειται στη γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως και στη θέληση να συμβάλλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Αν για την τέλεση της κύριας πράξεως απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, πρέπει και ο συνεργός τέτοιας πράξεως να πράττει με τον ίδιο δόλο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 49 παρ. 2 του ΠΚ, οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως της απάτης πρέπει να συντρέχει ιδιαίτερα και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του συνεργού για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της συνέργειας (άμεσης ή απλής) κακουργηματικό χαρακτήρα και δεν είναι αρκετό ότι η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει στο πρόσωπο του αυτουργού. Τέλος, ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ ότι "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Και το έγκλημα της απάτης δύναται να τελεσθεί με τη μορφή της απόπειρας (άρθρα 42, 386 Π.Κ., όταν τούτο δεν ολοκληρώθηκε, πλην, όμως άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως με σκοπό αθέμιτο περιουσιακό όφελος του υπαιτίου ή άλλου τρίτου προσώπου με οποιαδήποτε εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, η οποία ως επακόλουθο θα είχε τη βλάβη ξένης περιουσίας. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Και β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, από το άρθρο 139 ΚΠοινΔ συνάγεται σαφώς ότι η αιτιολογία του βουλεύματος ή της αποφάσεως συμπληρώνεται, ως προς τις ελλείψεις που τυχόν υπάρχουν, από το διατακτικό στο οποίο περιέχεται η αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμφθηκε, καταδικάσθηκε ή απαλλάχθηκε ο κατηγορούμενος. Τούτο δε ισχύει, προκειμένου ειδικότερα για βούλευμα, όχι μόνο για το πρωτοβάθμιο αλλά και για το δευτεροβάθμιο, όταν με αυτό επικυρώνεται το πρώτο. Τέλος, κατά το άρθρο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1228/2007 βούλευμά του το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετάαπό εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Τον Ιούλιο του 2001, η πρώτη κατηγορουμένη Χ1, σύζυγος του δευτέρου των κατηγορουμένων Χ2, (οι οποίοι είναι γονείς των τρίτου και τέταρτου των κατηγορουμένων Χ3 και Χ4, αντίστοιχα), πληροφορήθηκε ότι η αδελφή του συζύγου της και μητέρα του πρώτου των εγκαλούντων Α είχε προσφάτως πωλήσει ένα διαμέρισμα ιδιοκτησίας της, το μεγαλύτερο τμήμα του τιμήματος του οποίου είχε δώσει στον εγκαλούντα γιό της. Η κατηγορουμένη με σκοπό να επωφεληθεί για δικό της όφελος τα χρήματα αυτά, ήλθε σε επικοινωνία κατ' επανάληψη με τον εγκαλούντα ανηψιό της, τον οποίο το μεν συμβούλευε να τοποθετήσει σε επενδυτικά προγράμματα επωφελώς τα χρήματα που διέθετε, το δε προσπαθούσε να τον πείσει να της εμπιστευθεί τα χρήματα του, παριστάνοντας του ψευδώς 1) ότι λόγω των γνωριμιών που είχε στο χώρο των επενδύσεων η ίδια θα μπορούσε, αν τα εμπιστευόταν σ'εκείνη, να έχει πολύ μεγάλη και κερδοφόρα απόδοση των χρημάτων του, 2) ότι και η ίδια είχε επιτύχει πολύ καλές τοποθετήσεις με την επένδυση των χρημάτων της οικογενείας της. Περί των γεγονότων μάλιστα αυτών διαβεβαίωναν τον εγκαλούντα και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι με σκοπό να τον πείσουν να εμπιστευθεί στη σύζυγο και μητέρα τους τα χρήματά του. Με τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις τους ο εγκαλών πείσθηκε ότι η πρώτη των κατηγορουμένων θεία του θα τοποθετούσε τα χρήματα του κατά τρόπο, ώοτε να επιτύχει μεγαλύτερη απόδοση, ως προς την οποία (απόδοση/επένδυση) τον διαβεβαίωσαν (όλοι οι κατηγορούμενοι) ότι η πρώτη θα τον ενημέρωνε τακτικά και από τον Ιανουάριο του 2002 θα του κατέβαλε κάθε μήνα το ποσό της απόδοσης του κεφαλαίου που θα της παρέδιδε και έτσι καθ' υπόδειξη της πρώτης κατηγορουμένης κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Τράπεζα ALPHA BANK ο σύζυγος της και θείος του Χ2, σταδιακά από 30-7-2001 έως 10-12-2001 το συνολικό ποσό των 46.368 € (15.800.000 δρχ.) και πιο συγκεκριμένα κατέβαλε : 1) στις 30-7-2001 ποσό 4.000.000 δρχ., 2) στις 17-9-2001 ποσό 500.000 δρχ., 3) στις 21-9-2001 ποσό 7.500.000 δρχ., 4) στις 7-11-2001 ποσό 1.000.000 δρχ.5) στις 4-12-2001 ποσό 2.000.000 δρχ. και 6) στις 10-12-2001 ποσό 800.000 δρχ. συνολικά δε 15.800.000 δρχ. ή 46.368 €. Παρά τα όσα τον είχαν διαβεβαιώσει όμως η 1η κατηγορούμενη δεν τον ενημέρωνε για την πορεία-απόδοση της επένδυσής του, προκειμένου δε να τον καθησυχάσει όταν της εξέφρασε την ανησυχία του, τον διαβεβαίωσε εκ νέου ότι ήταν εξασφαλισμένο τόσο το κεφάλαιο όσο και οι αποδόσεις του και ότι μέχρι το τέλος του έτους 2002 θα του κατέβαλε και το κεφάλαιο και τις αποδόσεις του, άρχισε μάλιστα, να του καταβάλλει τμηματικά μέχρι την 28-5-2002 διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους 3.600 €, ως απόδοση της επενδύσεως που δήθεν είχε κάνει, ενώ γνώριζε ότι χρησιμοποίησε επ' ωφελεία της και μόνο (και κατά τρόπο που δεν προέκυψε) τα χρήματα του εγκαλούντος αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του, Ο δεύτερος εγκαλών Β, φίλος και συνάδελφος του πρώτου εγκαλούντος (εργάζονταν και οι δύο στην εταιρεία INTRACOM) γνωρίστηκε με τους κατηγορουμένους στις αρχές του 2002 στη ...... και συγκεκριμένα στο εστιατόριο με το διακριτικό τίτλο "......", που διατηρούσαν εκεί επί της Λ......, ο θείος και τα ξαδέλφια του 1ου εγκαλούντος (2ος, 3ος και 4ος των κατηγορουμένων (αντίστοιχα), με τον οποίο μετέβη εκεί και το οποίο έκτοτε επισκεπτόταν συχνά με τη μνηστή του Δ, λόγω δε της στενής συγγένειας του πρώτου εγκαλούντος με τους κατηγορουμένους και της φιλίας του 1ου με τον 2ο εγκαλούντα, δημιουργήθηκε μεταξύ του τελευταίου και των κατηγορουμένων μια πιό προσωπική γνωριμία, με βάση την οποία η Δ διευκόλυνε οικονομικά την 1η κατηγορουμένη χορηγώντας της δάνειο ύψους 7.350 €. Τον Μάρτιο του 2002 η 1η κατηγορουμένη πρότεινε στους εγκαλούντες, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, να συστήσουν μια επιχείρηση εισαγωγής και πώλησης χειροποίητων από την ...... στην οποία θα συμμετείχαν και οι τρεις (1η κατηγορούμενη και εγκαλούντες) κατά ποσοστό 1/3 έκαστος. Τους διαβεβαίωσε δε ότι ο αδελφός της Γ ήταν μεγαλοεισαγωγέας επίπλων και ότι η ίδια λόγω των γνωριμιών της αλλά και με τη μεσολάβηση του αδελφού της είχε τη δυνατότητα να προμηθεύεται από την ...... χειροποίητα έπιπλα σε χαμηλές τιμές, τα οποία θα μεταπωλούσαν στην Ελλάδα με μεγάλο κέρδος. Για να τους πείσει δε για τα όσα τους διαβεβαίωνε, τους οδήγησε στους ...... σε μια αποθήκη εισαγομένων από την ...... επίπλων, την οποία, όπως τους ενεφάνισε, λειτουργούσε ο αδελφός της και τους επέδειξε τιμολόγια που αφορούσαν αγοραπωλησίες επίπλων, από τα οποία προέκυπτε το κερδοφόρο της εν λόγω επιχειρήσεως. Στην πραγματικότητα όμως, την οποία γνώριζε η 1η κατηγορουμένη, ούτε η ίδια είχε τη δυνατότητα να προμηθεύεται από την ...... έπιπλα φθηνά και να τα μεταπωλεί στην Ελλάδα με μεγάλο κέρδος, ούτε ο αδελφός της ήταν ο ιδιοκτήτης της ως άνω επιχειρήσεως στους ...... αλλά απλός υπάλληλος, η δε 1η κατηγορουμένη με τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της προς τους εγκαλούντες προσπαθούσε να τους πείσει ότι τους συνέφερε η σύσταση της προαναφερομένης εταιρίας, με σκοπό να τους αποσπάσει χρήματα. Τους έπεισε έτσι, και συμφώνησαν να συστήσουν εταιρεία με ποσοστό συμμετοχής 1/3 ο καθένας, και συμφωνήθηκε ο μεν 1ος εγκαλών Α, για τη συμμετοχή του στην εταιρεία να εισφέρει το ποσό των 46.368 €, (το οποίο είχε παραδώσει στην 1η κατηγορουμένη για να το επενδύσει επωφελώς κατά τα παραπάνω) και το οποίο πριν την συμφωνία αυτή (για τη σύσταση της εταιρείας εισαγωγής επίπλων) είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους κατά τα αναλυτικά προεκτιθέμενα, να της αποδώσει στο τέλος του 2002, ο δε 2ος εγκαλών Β, για τη συμμετοχή του στην επιχείρηση, να εισφέρει σ' αυτήν ποσό ανάλογο μ' εκείνο του Α, καταβάλλοντάς το στην 1η κατηγορουμένη. Έτσι με βάση τα ως άνω συμφωνηθέντα ο Β κατέβαλε στην 1η κατηγορουμένη το συνολικό ποσό των 38.282,73 €, το οποίο, λόγω του ότι ο ίδιος δεν διέθετε χρήματα, τα κατέβαλε ως εξής: Το ποσό των 3.000 € έλαβε από τη μνηστή του Γ και για το υπόλοιπο ποσό των 32.282,73 € δανειοδοτήθηκε από την εταιρία "DAILY FUTURES LΤD", την οποία του υπέδειξε η 1η κατηγορούμενη, η οποία και εισέπραξε από την εταιρία το ποσό του δανείου, η δε εταιρία για την εξασφάλιση του χορηγηθέντος στον 2° εγκαλούντα δανείου ενέγραψε υποθήκη σε ακίνητο της Γ, πεθεράς του 2ου εγκαλούντος. Εν τέλει όμως η παραπάνω εταιρεία δεν συνεστήθη λόγω του ότι το Μάρτιο του 2003 οι μηνυτές διεπίστωσαν ότι ούτε δυνατότητα εισαγωγής φθηνών επίπλων από την ...... υπήρχε, ούτε τα κέρδη εξ αυτής θα ήταν αυτά που τους διαβεβαίωνε η 1η κατηγορουμένη, ούτε ο αδελφός της ήταν μεγαλοεισαγωγέας αλλά απλός υπάλληλος στην εταιρεία που τους οδήγησε η 1η κατηγορουμένη, προσπαθώντας να τους πείσει για την σύσταση της εταιρίας. Συνεπεία των παραπάνω γεγονότων οι εγκαλούντες ζήτησαν από την 1η κατηγορουμένη την επιστροφή των καταβληθέντων. Η 1η κατηγορουμένη, προκειμένου ν αποφύγει την επιστροφή των οφειλομένων χρημάτων στους εγκαλούντες, πρότεινε σ'αυτούς το Μάϊο του 2002 να συμμετάσχουν κατά το 1/3 έκαστος στην επιχείρηση του εστιατορίου "......" που λειτουργούσε ως Ο.Ε. με την επωνυμία "...... & ΣΙΑ Ο.Ε." και με εταίρους τους 2°, 3° και 4° των κατηγορουμένων. Οι μηνυτές-εγκαλούντες αποδέχθηκαν την πρόταση, συμφώνησαν δε για τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση να εισφέρουν το ποσό που είχαν καταβάλλει για τους λόγους που προεκτίθενται στην 1η κατηγορουμένη, καθώς και ποσό 13.755 € ο Α και ποσό 13.760 € ο Β, το οποίο τους ζήτησε η 1η κατηγορουμένη να καταβάλλουν πλέον των ήδη καταβληθέντων για να ανακαινισθεί το εστιατόριο, ποσό το οποίο της κατέβαλαν σταδιακά από αρχές Ιουλίου 2002 έως το Σεπτέμβριο του 2002. Παράλληλα οι εγκαλούντες άρχισαν να εργάζονται καθημερινά στο εστιατόριο, χωρίς να γίνεται όμως καμμία μεταβίβαση μεριδίων, οπότε άρχισαν να πιέζουν για σύσταση καταστατικού, το οποίο όχι μόνο δεν συνετάγη αλλά αντίθετα το Σεπτέμβριο του 2002 οι κατηγορούμενοι πρότειναν στους μηνυτές να τους καταβάλλουν ακόμη 10.000.000 δρχ, ο καθένας και να αγοράσουν ολόκληρη την επιχείρηση, καθώς και 15.000.000 δρχ, συνολικά ως "αέρα" της επιχείρησης που θα κατεβάλλοντο στον εκμισθωτή του καταστήματος. Τελικά, η πώληση της επιχείρησης ματαιώθηκε, όταν οι μηνυτές ήλθαν σε επαφή με τον εκμισθωτή του καταστήματος, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι όχι μόνο δεν είχε ποτέ ζητήσει το ποσό των 15.000.000 δρχ. ως "αέρα", αλλά και ότι είχε δικαστική διένεξη με τους κατηγορουμένους λόγω μη καταβολής οφειλομένων μισθωμάτων πολλών μηνών. Έτσι οι μηνυτές ζήτησαν την επιστροφή των χρημάτων τους, τα οποία όμως δεν επεστράφησαν και οι μηνυτές προσέφυγαν στα αρμόδια δικαστήρια ασκώντας τις σχετικές αγωγές εναντίον των κατηγορουμένων. Οι περί των αντιθέτων των όσων πιο πάνω προέκυψαν ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δεν επιβεβαιώθηκαν από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1228/2007 βούλευμά του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους των αποδιδομένων σ'αυτούς πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων και συγκεκριμένα: Α) από την πρώτη κατηγορουμένη (Χ1) της απάτης κατ' εξακολούθηση (τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατά συναυτουργία και μεμονωμένα), από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και Β) από τους λοιπούς κατηγορουμένους (Χ2, Χ3 και Χ4) της απλής συνέργειας σε απάτη και της απόπειρας απάτης κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από υπαίτιους που διαπράττουν τέτοιες πράξης απάτης (με τη μορφή της απλής συνέργειας και της απόπειρας) κατ'επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, γι' αυτό δε το λόγο απέρριψε τις από τους κατηγορουμένους ασκηθείες κατά του υπ' αριθ. 2173/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεις τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το βούλευμα αυτό, στις παραπεμπτικές διατάξεις του οποίου και αναφέρεται με αυτόν τον τρόπο το Συμβούλιο Εφετών και οι οποίες, κατά πιστή μεταφορά, έχουν ως εξής: "
Παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, κατοίκους ......, για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι: "Α) Η πρώτη κατηγορουμένη Χ1: Στη ......, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο του 2001 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, δρώντας είτε από κοινού με τους συγκατηγορουμένους της είτε μεμονωμένα, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία και επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας άλλους σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα, το δε περιουσιακό όφελος κα η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, α) τον Ιούλιο του 2001 παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή Α ότι έχει τη δυνατότητα και τις γνωριμίες για να επενδύσει τα χρήματα του με υψηλές αποδόσεις και έτσι τον έπεισε να της καταβάλει τμηματικά το χρηματικό ποσό των 46.368 ευρώ και συγκεκριμένα α) στις 30-7-2001 ποσό 4.000.000 δραχμών, β) στις 17-9-2001 ποσό 500.000 δραχμών, γ) στις 21-9-2001 ποσό 7.500.000 δραχμών, δ) στις 7-11-2001 ποσό 1.000.000 δραχμών, ε) στις 4-12-2001 ποσό 2.000.000 δραχμών και στ) στις 10-12-2001 ποσό 800.000 δραχμών, συνολικά δε 15.800.000 δραχμές η 46.368 ευρώ, προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό του και να του καταβάλει κάθε μήνα τις αποδόσεις. Πλην όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, η κατηγορουμένη δεν είχε τη δυνατότητα και τις γνωριμίες για να επενδύσει τα χρήματα του εγκαλούντος, ούτε προέβη σε καμία επένδυση, αντίθετα χρησιμοποίησε τα χρήματα του εγκαλούντος για δικό της όφελος (με άγνωστο τρόπο), αποκομίζοντας παράνομο όφελος ύψους 46.368 ευρώ με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή, εάν δε ο Α γνώριζε την αλήθεια δεν θα παρέδιδε τα χρήματα σ'αυτήν, β) Το Μάρτιο του 2002, παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή Β ότι είχε τις διασυνδέσεις στο χώρο της εισαγωγής φθηνών επίπλων από την ...... και της εμπορίας τους με μεγάλο κέρδος, ότι με το ίδιο αντικείμενο ασχολείτο και ο αδελφός της Γ, ο οποίος ήταν μεγαλοεισαγωγέας και διατηρούσε αποθήκη επίπλων στην περιοχή των ......, και του πρότεινε να συστήσουν επιχείρηση επίπλων μαζί με τον Α με ποσοστό συμμετοχής 1/3 ο καθένας και έτσι τον έπεισε να της καταβάλει αυτός για τη συμμετοχή του στην ανωτέρω επιχείρηση το χρηματικά ποσό των 35.282,73 ευρώ. Πλην όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, η κατηγορουμένη δεν είχε τη δυνατότητα και τις διασυνδέσεις για να κάνει εισαγωγές φθηνών Επίπλων από την ......, τα οποία θα μεταπωλούνταν με μεγάλο κέρδος, ο αδελφός της δεν ήταν μεγαλοεισαγωγέας αλλά απλός υπάλληλος στην επιχείρηση εισαγωγής αιγυπτιακών επίπλων στην περιοχή των ......, εάν δε ο Β γνώριζε την αλήθεια δεν θα κατέβαλε τα χρήματα στην κατηγορουμένη με συνέπεια να ζημιωθεί κατά το ποσό των 35.282,73 ευρώ το οποίο ωφελήθηκε η τελευταία, γ) Το Σεπτέμβριο του 2002, από κοινού δρώντας και κατόπιν συναποφάσεως με τους συγκατηγορουμένους της Χ2, Χ3 και Χ4, παρέστησε ψευδώς στους μηνυτές Α και Β ότι, προκειμένου αυτοί να αγοράσουν την επιχείρηση εστιατορίου με την επωνυμία "......", έπρεπε να της καταβάλουν ως "αέρα" για τον ιδιοκτήτη του καταστήματος το ποσό των 15.000.000 δραχμών ή 44.020 ευρώ, πλην όμως η πράξη της αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική της βούληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά, καθόσον οι εγκαλούντες αναζήτησαν τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι ουδέποτε απαίτησε το παραπάνω ποσό και έτσι δεν της το κατέβαλαν. Με τις ανωτέρω πράξεις της σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο στο ποσό των 125.670,73 ευρώ ήτοι ανώτερο των 15.000 ευρώ, είναι δε άτομο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος.
Β) Οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι, Χ2, Χ3 και Χ4: Στη ......, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο του 2001 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, δρώντας από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, παρείχαν απλή συνδρομή σε απάτη και επιχείρησαν να βλάψουν ξένη περιουσία πείθοντας άλλους σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαπράττουν δε τέτοιες πράξεις απάτης (με τη μορφή της απλής συνέργειας και της απόπειρας) κατ' επάγγελμα, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: α) τον Ιούλιο του 2001, ενεργώντας από κοινού, παρείχαν με πρόθεση στη συγκατηγορουμένη τους Χ1 οποιαδήποτε συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της απάτης, με όφελος που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, που διέπραξε και ειδικότερα, όταν αυτή με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και αυτοί παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, παριστάνοντας ψευδώς στο μηνυτή Α ότι έχει τη δυνατότητα και τις γνωριμίες για να επενδύσει τα χρήματα του με υψηλές αποδόσεις και έτσι τον έπεισε να της καταβάλει τμηματικά το χρηματικό ποσό των 46.368 ευρώ και συγκεκριμένα α) στις 30-7-2001 ποσό 4.000.000 δραχμών, β) στις 17-9-2001 ποσό 500.000 δραχμών, γ) στις 21-9-2001 ποσό 7.500.000 δραχμών, δ) στις 7-11-2001 ποσό 1.000.000 δραχμών, ε) στις 4-12-2001 ποσό 2.000.000 δραχμών και στ) στις 10-12-2001 ποσό 800.000 δραχμών, συνολικά δε 15.800.000 δραχμές η 46.368 ευρώ, προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό του και να του καταβάλει κάθε μήνα τις αποδόσεις. Πλην όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, η Χ1 δεν είχε τη δυνατότητα και τις γνωριμίες για να επενδύσει τα χρήματα του εγκαλούντος, ούτε προέβη σε καμία επένδυση, αντίθετα χρησιμοποίησε τα χρήματα του εγκαλούντος για δικό της όφελος (με άγνωστο τρόπο), αποκομίζοντας παράνομο όφελος ύψους 46.368 ευρώ με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή, εάν δε ο Α γνώριζε την αλήθεια δεν θα παρέδιδε τα χρήματα σ' αυτήν, αυτοί, τελώντας εν γνώσει του ως άνω εγκλήματος της απάτης που τελούσε η άνω συγκατηγορουμένη τους παρείχαν με πρόθεση σ' αυτήν συνδρομή, επιβεβαιώνοντας τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις της και ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη του Α προς αυτήν, γνώριζαν δε ότι με την ενέργεια τους αυτή δίνουν έναυσμα στη συγκατηγορουμένη τους για την τέλεση της πράξης της απάτης και ήθελαν και επεδίωκαν να συμβάλλουν με τη δική τους συνδρομή στην πραγμάτωση αυτής με τον ίδιο με τη συγκατηγορουμένη τους σκοπό. β) Το Σεπτέμβριο του 2002, από κοινού δρώντας και κατόπιν συναποφάσεως μεταξύ τους και με τη συγκατηγορουμένη τους Χ1, παρέστησαν ψευδώς στους μηνυτές Α και Β ότι, προκειμένου αυτοί να αγοράσουν την επιχείρηση εστιατορίου με την επωνυμία "......", έπρεπε να τους καταβάλουν ως "αέρα" για τον ιδιοκτήτη του καταστήματος το ποσό των 15.000.000 δραχμών η 44.020 ευρώ, πλην όμως η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά, καθόσον οι εγκαλούντες αναζήτησαν τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι ουδέποτε απαίτησε το παραπάνω ποσό και έτσι δεν τους το κατέβαλαν. Με τις ανωτέρω πράξεις τους σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο στο ποσό των 90.388 ευρώ, ήτοι ανώτερο των 15.000 ευρώ, είναι δε άτομα που διαπράττουν τέτοιες πράξεις απάτης (με τη μορφή της απλής συνέργειας και της απόπειρας) κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης τους προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την αυτεπαγγέλτως προηγηθείσα προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων (κακουργημάτων), τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27, 42 παρ. 1, 45, 47 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής τους για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τί προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, που συμπληρώνεται, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, από το διατακτικό του επικυρωθέντος με αυτό πρωτοβάθμιου βουλεύματος, με σαφήνεια και πληρότητα ότι η πρώτη κατηγορουμένη Χ1, σύζυγος του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 (οι οποίοι είναι γονείς των τρίτου και τετάρτου των κατηγορουμένων Χ3 και Χ4) με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία και επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας άλλους σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και συγκεκριμένα το μήνα Ιούλιο 2001 παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή ανηψιό της Α ότι έχει τη δυνατότητα και τις γνωριμίες στο χώρο των επενδύσεων για να επενδύσει τα χρήματά του με υψηλές αποδόσεις και έτσι τον έπεισε να της καταβάλει τμηματικά κατά τις αναφερόμενες ημεροχρονολογίες το συνολικό ποσό των 46.368 ευρώ, πλην όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, αφού η εν λόγω κατηγορουμένη δεν είχε τη δυνατότητα και τις γνωριμίες για να επενδύσει τα χρήματα του άνω μηνυτή, τα οποία τελικά χρησιμοποίησε για δικό της όφελος αποκομίζοντας έτσι παράνομο όφελος ύψους 46.468 ευρώ με αντίστοιχη ζημία του ειρημένου Α. Κατά την τέλεση δε της ανωτέρω πράξεως της απάτης παρείχαν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των κατηγορουμένων με πρόθεση στην άνω συγκατηγορουμένη τους συνδρομή, επιβεβαιώνοντας τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις της τελευταίας και ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη του Α προς αυτήν, γνώριζαν δε ότι με την ενέργειά τους αυτή δίνουν έναυσμα στη συγκατηγορουμένη τους για την τέλεση της πράξεως της απάτης και ήθελαν και επιδίωκαν να συμβάλλουν με τη δική τους συνδρομή στην πραγμάτωση αυτής με τον ίδιο με τη συγκατηγορουμένη τους σκοπό. Επίσης, εκτίθεται στην αιτιολογία του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος ότι το μήνα Μάρτιο 2002 η πρώτη κατηγορουμένη παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή Β (φίλο και συνάδελφο του μηνυτή Α) ότι είχε τις διασυνδέσεις στο χώρο της εισαγωγής φθηνών επίπλων από την ...... και της εμπορίας τους με μεγάλο κέρδος και ότι με το ίδιο αντικείμενο ασχολείτο και ο αδελφός της Γ, ο οποίος ήταν μεγαλοεισαγωγέας και διατηρούσε στην περιοχή των ...... αποθήκη επίπλων, του πρότεινε δε να συστήσουν επιχείρηση επίπλων, μαζί με τον Α, με ποσοστό συμμετοχής 1/3 ο καθένας και έτσι τον έπεισε να της καταβάλει αυτός για τη συμμετοχή του στην άνω επιχείρηση το συνολικό ποσό των 35.282,73 ευρώ. Πλην όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, αφού η εν λόγω κατηγορουμένη δεν είχε τη δυνατότητα και τις διασυνδέσεις για να κάνει εισαγωγές φθηνών επίπλων από την ...... , τα οποία θα μεταπωλούνταν με μεγάλο κέρδος, και ο άνω αδελφός της δεν ήταν μεγαλοεισαγωγέας, αλλά απλός υπάλληλος σε επιχείρηση εισαγωγής αιγυπτιακών επίπλων στην περιοχή των ......, με εντεύθεν συνέπεια να ζημιωθεί ο Β κατά το ποσό των 35.282,73 ευρώ, το οποίο ωφελήθηκε η πρώτη κατηγορουμένη. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι όλοι οι κατηγορούμενοι το μήνα Σεπτέμβριο 2002, από κοινού δρώντας, παρέστησαν ψευδώς στους ειρημένους μηνυτές ότι προκειμένου αυτοί να αγοράσουν την επιχείρηση εστιατορίου τους με την επωνυμία "......" έπρεπε να τους καταβάλουν ως "αέρα" για τον ιδιοκτήτη του καταστήματος το ποσό των δρχ. 15.000.000 ή 44.020 ευρώ, πλην όμως η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά, αφού οι μηνυτές αναζήτησαν τον ανωτέρω ιδιοκτήτη, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι ουδέποτε ζήτησε το ανωτέρω ποσό, και έτσι δεν κατέβαλαν αυτό στους κατηγορουμένους. Τέλος, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο όλων των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως της απάτης (με τις άνω μορφές που αναφέρονται για καθένα απ' αυτούς), το Συμβούλιο Εφετών με επαρκή αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως από την οποία προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στις κρινόμενες αιτήσεις διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι'αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρον 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 18 Ιουνίου 2007 αιτήσεις των α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, για αναίρεση του υπ'αριθ. 1.228/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα απ' αυτούς.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008. Και
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή