Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1220 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.




Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια γιατρού παθολόγου λοιμωξιολόγου (έμφραγμα μυοκαρδίου). Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας - νόμιμης βάσης. Αιτιολόγηση συνδρομής στοιχείων του άρθρου 15 ΠΚ. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση γιατρού. Αιτιολόγηση ως προς το είδος αμέλειας συνειδητής και ασυνείδητης. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 1220/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, περί αναιρέσεως της 1099/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ....., 2) .... και 3) ....., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1130/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές πλημμελήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: α) να μη καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να είχε τη δυνατότητα αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από την έλλειψη της προαναφερθείσας προσοχής, είτε δεν προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν, γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 Π.Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης, από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιό από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια, ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1099/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".... Ο Ψ, τις πρωινές ώρες της 22.12.2001 και ενώ βρισκόταν εντός της ταβέρνας που διατηρούσε στο ...... Θεσσαλονίκης με την επωνυμία "......", αισθάνθηκε αδιαθεσία και ειδοποίησε γι αυτό τον ανεψιό του, που κατοικεί πλησίον αυτής [ταβέρνας] ......, ο οποίος αμέσως μετέβη σ' αυτή, όπου βρήκε τον ως άνω θείο του να μην αισθάνεται καλά και αμέσως ειδοποίησε το ΕΚΑΒ, το οποίο στις 12.12' δίδει σήμα στους .... και ...., πλήρωμα ασθενοφόρου του, να μεταβούν στον ως άνω τόπο προκειμένου να μεταφέρουν τον ασθενή σε εφημερεύον Νοσοκομείο, ο οποίος [ασθενής] παρουσίασε "εμουδία άκρων, ωχρότητα και άλγος στο στήθος" όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο αυτού, κατόπιν ενημερώσεώς του και από τους εν λόγω υπαλλήλους του. Στις 12.40' περίπου, ο ως άνω ασθενής μεταφέρεται στα εξωτερικά ιατρεία του εφημερεύοντος Νοσοκομείου "ΑΧΕΠΑ", στο οποίο, την εν λόγω ημερομηνία, προΐστατο, ως εφημερεύων ιατρός της Μονάδας ειδικών Λοιμώξεων, της Α' Παθολογικής κλινικής του Α.Π.Θ., με την ειδικότητα του ειδικού παθολόγου λοιμωξιολόγου, ο κατηγορούμενος. Ο ασθενής οδηγείται στα εξωτερικά ιατρεία, με καροτσάκι ειδικό, που υπάρχει σ' αυτό, συνοδεία του ως άνω ανεψιού του και, κατόπιν ενημερώσεως που κάνει προς τον κατηγορούμενο ο μάρτυς ...... (υπάλληλος ΕΚΑΒ], παραμένει στο διάδρομο αυτού, προκειμένου να εξετασθεί από τον κατηγορούμενο αφού προηγουμένως δίδεται στον συνοδό του το νούμερο 64 ως αριθμός προτεραιότητας. Η ως άνω κατάσταση του ασθενούς επιδεινωνόταν και ο συνοδός του, βλέποντας ότι δεν εξετάζεται ο ασθενής θείος του από τον κατηγορούμενο, αναγκάζεται να ενοχλήσει αυτόν [κατηγορούμενο] και να του γνωστοποιήσει την κατάσταση του θείου του, που συνεχώς επιδεινωνόταν πλην όμως ο κατηγορούμενος, εξελθών του γραφείου του και αρκεσθείς στην εξ αποστάσεως φυσιογνωμική επισκόπηση του ως άνω ασθενούς, απεφάνθη περί του ότι αυτός είναι "μια χαρά, έχει και χρώμα", εισήλθε και πάλι σ' αυτό [γραφείο του] και άφησε σε αναμονή αυτόν. Όμως ο ασθενής, αφού περίμενε περί τα 25-30 λεπτά της ώρας έτσι, εντελώς αβοήθητος, στο διάδρομο του νοσοκομείου, κατέρρευσε και έτσι επήλθε ο θάνατός του, σε ηλικία 59 ετών, από έμφραγμα του μυοκαρδίου περί ώρα 13.55' αφού προηγούμενα οι προσπάθειες των ιατρών, μετά την πτώση του επί του εδάφους, για ανάνηψη αυτού, απέβησαν άκαρπες. Έτσι, ο κατηγορούμενος επέδειξε αμέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Η αμέλειά του συνίσταται στο ότι, καίτοι του γνωστοποιήθηκε ότι ο ασθενής παρουσιάζει εμουδία άκρων, ωχρότητα, πόνους στο στομάχι, άλγος στο στήθος και συνεχώς επιδεινωνόταν η κατάστασή του, δεν προέβη στην εξέταση αυτού αμέσως, ώστε να διαγνώσει ότι πρόκειται περί καρδιακού επεισοδίου σε εξέλιξη και να τον παραπέμψει αμέσως στο τμήμα εντατικής θεραπείας του καρδιολογικού τμήματος του Νοσοκομείου, παρά ταύτα, τον άφησε εντελώς αβοήθητο, επί 25-30 λεπτά της ώρας περίπου, τα οποία ήταν πολύ κρίσιμα και έτσι επήλθε ο θάνατος του ασθενούς από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ισχυρίζεται βέβαια ο κατηγορούμενος, ότι δεν του γνωστοποιήθηκαν τα ως άνω συμπτώματα του ασθενούς, παρά μόνο ότι έχει ιστορικό γαστρορραγίας. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί ότι πράγματι αυτό του γνωστοποιήθηκε, ο ίδιος έπρεπε, αφού αποδείχθηκε ότι ενοχλείτο από τον ως άνω συνοδό του ασθενούς, περί χειροτερεύσεως της καταστάσεως του τελευταίου, να προβεί αμέσως σε εξέταση του ασθενούς και να διαπιστώσει, με τις ιατρικές του γνώσεις την σοβαρή κατάσταση αυτού, αφού και ένας μέσος άνθρωπος, που δεν έχει σπουδάσει την ιατρική επιστήμη, όταν ακούει ότι κάποιος παρουσιάζει συμπτώματα με αυτά του εν λόγω ασθενούς, αμέσως τη συσχετίζει με πιθανό πρόβλημα, καρδιάς, πολύ δε περισσότερο αυτός [κατηγορούμενος], που έχει την ιδιότητα του ιατρού. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του, ότι εξέτασε τον ασθενή και έκρινε ότι δεν είναι "άκρως επείγον περιστατικό", όπως βεβαιώνεται και σε σχετικό έγγραφο του νοσοκομείου, πρέπει επίσης να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι σε καμμία εξέταση αυτού δεν προέβη, πλην της προαναφερόμενης "εκ του μακρόθεν" θεώρησης του ασθενούς, που μόνο την έννοια της εξέτασης δεν έχει. Άλλωστε, δεν είναι λογικό να εξετάζεται ο ασθενής από τον κατηγορούμενο, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται, να παρουσιάζει κανονικούς σφυγμούς, καλή όψη και μόλις γυρίζει ο γιατρός για να εισέλθει στο ιατρείο, ο ασθενής "να σωριάζεται" στο έδαφος. Βέβαια ο κατηγορούμενος, σε σχετική ερώτηση της έδρας, ομίλησε περί του φαινομένου της "κατάρρευσης", όπως ονομάζεται στην ιατρική επιστήμη. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο για τέτοιο φαινόμενο δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού προέκυψε ότι έχουμε εξέλιξη ενός καρδιακού επεισοδίου τουλάχιστον από 11.30 έως 13.10" περίπου, οπότε και κατέρρευσε ο ασθενής. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι δεν καταβλήθηκε από τον κατηγορούμενο η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μέτριος, συνετός και ευσυνείδητος ιατρός στη συγκεκριμένη περίπτωση θα επεδείκνυε ή όφειλε να επιδείξει, ενώ είχε τη δυνατότητα, με άμεση σχετική εξέταση και λόγω των ιατρικών του γνώσεων, να προβλέψει και να αποφύγει, τουλάχιστον τη στιγμή εκείνη, το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο δεν προέβλεψε ως δυνατό και, συνεπεία της εν λόγω παραλείψεώς του, δημιούργησε την αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος, δηλαδή τον θάνατο, λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου του ασθενούς, και η οποία παράλειψη [μη άμεση εξέταση του ασθενούς] δεν είναι σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας, πληρούται στο πρόσωπό του η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της κατηγορίας που του αποδίδεται, και γι αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής".
Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια, και ειδικότερα του ότι, "από αμέλειά του, επέφερε το θάνατο του Ψ, ηλικίας 59 ετών, κατοίκου, εν ζωή, ....., καθόσον ως ιατρός της Μονάδος Ειδικών Λοιμώξεων της Α1 Παθολογικής Κλινικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, με την ειδικότητα του ειδικού παθολόγου, υπόχρεος και έχων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εκ του επαγγέλματός του σε ιδιαίτερη επιμέλεια, και προσοχή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του. Συγκεκριμένα, έχοντας την ιδιότητα του ειδικού παθολόγου -λοιμοξιωλόγου και ενώ εφημέρευε στο Παθολογικό Ιατρείο του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του άνω Νοσοκομείου, όπου διεκομίσθη ο ασθενής Ψ από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, ως επείγον περιστατικό απόλυτης προτεραιότητας, την 12.40', με συμπτώματα εμφράγματος, παρουσιάζοντας εμουδία άκρων, ωχρότητα και έντονο άλγος στο στήθος, ο κατηγορούμενος, αφενός δεν εξέτασε αυτόν επισταμένως, αφετέρου, δεν του παρείχε τις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες, φροντίζοντας να τον παραπέμψει πάραυτα στο τμήμα εντατικής θεραπείας του Καρδιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου, ούτε διέγνωσε το νόσημα, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παρά άφησε αυτόν να περιμένει εκτός του ιατρείου σε αναπηρικό καρότσι, για εικοσιπέντε με τριάντα κρίσιμα λεπτά της ώρας, παρόλο που τα συμπτώματα γίνονταν όλο και πιο έντονα, γεγονός μάλιστα που του μετέφερε ο συνοδεύων τον ασθενή, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του τελευταίου, ο οποίος κατέληξε εντός ολίγου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου". Για την πράξη του δε αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1β, 28, 84 παρ.2α 302 παρ. 1, Π.Κ., ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (μη συνειδητής), για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας αναφέρει αναλυτικώς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για την εξενεχθείσα κρίση του, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται σαφώς το είδος της αμέλειας (ασυνείδητης) και παρέθεσε αναλυτικώς τα συνιστώντα την παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και τέχνης περιστατικά, ενώ ορθώς εφήρμοσε και την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία της διατάξεως αυτής, αφού συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ως εκ του ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος αποτέλεσε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε της ανθρωποκτονίας που προξένησε, δεδομένου ότι η αμέλειά του, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, συνίσταται στο ότι αυτός έχοντας την ιδιότητα του εφημερεύοντος προϊσταμένου ειδικού παθολόγου -λοιμοξιωλόγου του Παθολογικού Ιατρείου του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του εφημερεύοντος Νοσοκομείου "ΑΧΕΠΑ", όπου διακομίσθηκε ο ασθενής Ψ από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, ως επείγον περιστατικό, απόλυτης προτεραιότητας, με συμπτώματα εμφράγματος και έχοντας ο ίδιος είχε αναλάβει, με την ιδιότητα αυτή, την αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού, αφενός, δεν εξέτασε αυτόν επισταμένως, αφετέρου, δεν του παρείχε τις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες φροντίζοντας να τον παραπέμψει πάραυτα στο τμήμα εντατικής θεραπείας του Καρδιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου, ούτε διέγνωσε το νόσημα, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παρά άφησε αυτόν να περιμένει εκτός του ιατρείου, σε αναπηρικό καρότσι, για εικοσιπέντε με τριάντα κρίσιμα λεπτά της ώρας, παρόλο που τα συμπτώματα γινόταν όλο και πιο έντονα, γεγονός μάλιστα που του μετέφερε ο συνοδεύων τον ασθενή, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του τελευταίου, ο οποίος κατέληξε εντός ολίγου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η ιδιαίτερη δε νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του θανάτου του παθόντος θεμελιώνεται στο γεγονός ότι αυτός, έχοντας το επάγγελμα του γιατρού και την πιο πάνω ιδιότητα και ειδικότητα, ανέλαβε την ιατρική αντιμετώπιση του εν λόγω επείγοντος περιστατικού, κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εντεύθεν, όπως είναι αυτονόητο, την αποτροπή του θανάτου του παθόντος από ιατρικό σφάλμα. Εξάλλου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, ενώ είχε τη δυνατότητα, με άμεση σχετική εξέταση και λόγω των ιατρικών του γνώσεων, να προβλέψει και να αποφύγει, το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο "δεν προέβλεψε ως δυνατό και, συνεπεία της εν λόγω παραλείψεώς του, δημιούργησε την αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος, δηλαδή τον θάνατο, λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου" του παθόντος, παραδοχές, από τις οποίες σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την συνδρομή των προϋποθέσεων μη συνειδητής αμέλειας του κατηγορουμένου . Επομένως, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται περιστατικά που να θεμελιώνουν την ιδιαίτερη αυτού νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος και ότι η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ελλιπής, αναφορικά με την αντικειμενική συνδρομή της παραβάσεως "ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης", κατά τους όρους του άρθρου 15 ΠΚ., καθόσον, όπως υποστηρίζει, ουδόλως διαλαμβάνει περί του άρθρου 15 ΠΚ, και δεν αιτιολογεί την συνδρομή των προϋποθέσεων, που η διάταξη αυτή θέτει. Επίσης είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής, αναφορικά με την υποκειμενική συνδρομή της αμέλειας κατά τους όρους του άρθρου 28 ΠΚ., καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν διερευνήθηκε το είδος της αμέλειας, αφού "δεν διακρίνει μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης αμέλειας, αλλά παραθέτει συλλήβδην τις προϋποθέσεις των δύο διακριτών μορφών αμέλειας..... κατά τρόπο που καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη". Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου ( έλλειψη νόμιμης βάσης), δεν είναι βάσιμοι. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 29/8-6-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατά της. 1099/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή