Θέμα
Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Αναίρεση κατηγορουμένου για παράβαση του αρ. 370Α ΠΚ. Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων (370Α ΠΚ) κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα. Στοιχεία αδικημάτων. Αιτιολογία αθωωτικής απόφασης. Λόγοι αναίρεσης. Ανάγνωση εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και έκθεσης αυτοψίας και κατάσχεσης, χωρίς να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα. Δεν προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη πραγματογνωμοσύνη που αναγνώσθηκε. Το άρθρο 370 Α του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002, είναι δυσμενέστερο, ως προς τις προβλεπόμενες ποινές. Τόσο στο παλαιό κείμενο όσο και το μεταγενέστερο κείμενο της εν λόγω διάταξης τιμωρείται με την αυξημένη ως προς τα ελάχιστα όρια ποινή φυλάκισης, ο ενεργών ιδιωτικές έρευνες, εφόσον ενεργεί κατ’ επάγγελμα ή επ’ αμοιβή. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, διότι το σκεπτικό αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού. Το άρθρο 326 παρ. 1 εδ. α και παρ. 2 του ΚΠΔ, εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη. Ο αρμόδιος εισαγγελέας και ο πολιτικώς ενάγων πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδουν στον κατηγορούμενο κατάλογο των μαρτύρων που θα εξετασθούν. Η επίδοση αυτή γίνεται μια φορά και δεν απαιτείται νέα γνωστοποίηση σε κάθε αναβολή της δίκης. Δεν επάγεται ακυρότητα η ανάγνωση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των εμπεριεχομένων στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου των καταθέσεων των μαρτύρων, αλλά και των απολογιών των συγκατηγορούμενων του εκκαλούντος, που καταδικάστηκαν, χωρίς να ασκήσουν έφεση. Η ανάγνωση στην κατ’ έφεση δίκη των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των περιεχόμενων σ’ αυτά καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν, είναι υποχρεωτική. Απόρριψη όλων των ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Δέχεται αίτηση Εισαγγελέα ΑΠ. Απορρίπτει αίτηση κατηγορούμενου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 590/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει: Α) την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 45α, 66α, 92α, 114, 115, 126, 127, 133, 166, 167, 168, 168α/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, κάτοικο ....., που παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Αλέξιο Κούγια και Νικόλαο Μαυρομάτη.
Β) Την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ2, κατοίκου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομάτη, για αναίρεση της ίδιας ως άνω αποφάσεως. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βγόντζα.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 34/22-5-2008 έκθεση αναιρέσεως η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 981/2008. Την αναίρεση της ίδιας ως άνω αποφάσεως ζητεί και ο δεύτερος των κατηγορουμένων με την από 4 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 26 Σεπτεμβρίου 2008 πρόσθετους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 981/2008.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες 1) 34/ 22-5-2008 και 2) από 4-6-2008 (με αρ. πρωτ. 4935/5-6-08) αιτήσεις αναιρέσεως 1) του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου και 2) του Χ2, κατοίκου ....., μετά των από 26/9/2008 προσθέτων λόγων του δευτέρου, στρεφόμενες κατά της 45α, 66α, 92α, 114, 115, 126, 127, 133, 166, 167, 168 168α/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Α. Ως προς την αναίρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν, την αφαίρεση ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 505 παρ.2 εδ. α του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 (483 παρ.3 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης καταδικαστικής ή αθωωτικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ίδιου Κώδικα απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 τη ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε περί της ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, πρέπει, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, την πραγματογνωμοσύνη, η οποία όμως διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα όμως της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητη ειδική μνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση που προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο από το άρθρο 178 ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη και συνεκτιμάται μαζί με τις λοιπές αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 45°, 66α, 92α, 114, 115, 126, 127, 133, 166, 167, 168, 168α/2008 απόφασή του κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Χ1, μεταξύ άλλων και για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Η κατηγορία συνίστατο στο ότι στον Δήμο ..... στις 19-5-2000 και περί ώρα 10:30, έχοντας αποφασίσει σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επέτρεπε την πλήρη σκέψη, να θανατώσει τον αστυφύλακα Ψ, ευρισκόμενος στον προαύλιο χώρο της Γεωλογικής Σχολής στην Πανεπιστημιούπολη ....., προκειμένου να παρακολουθήσει τις κινήσεις του καθηγητή της ανωτέρω Σχολής Β, για τη διαπίστωση τυχόν εξωσυζυγικής σχέσεως αυτού, κατόπιν εντολής που είχε λάβει από τον θείο του Χ2, που διατηρεί στην Αθήνα στο όνομα της γυναίκας του γραφείο ιδιωτικών ερευνών, κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου από τον παραπάνω αστυφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Ζωγράφου Ψ, που ζήτησε το δελτίο αστυνομικής του ταυτότητας για την εξακρίβωση των στοιχείων του, προκειμένου να αποφύγει τον έλεγχο, αιφνιδίως πυροβόλησε εναντίον του με πιστόλι, που έφερε μαζί του, με ανθρωποκτόνο σκοπό, με αποτέλεσμα να υποστεί ο παραπάνω αστυφύλακας διαμπερές τραύμα στο κεφάλι. Πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, όχι από δική του βούληση, αλλά από λόγους ανεξάρτητους προς αυτήν και συγκεκριμένα γιατί ο παθών διακομίσθηκε αμέσως με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο 404 Γ.Σ.Ν.Α. όπου το τραύμα του αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς και αποφεύχθηκε έτσι ο κατά της ζωής του άμεσος κίνδυνος. Την πράξη του δε αυτή ο κατηγορούμενος αποφάσισε και εξετέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επέτρεπε την πλήρη σκέψη και χωρίς να διατελεί σε βρασμό ψυχικής ορμής. Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, για να στηρίξει την αθωωτική, κατά πλειοψηφία, κρίση του, παρέθεσε την ακόλουθη αιτιολογία: "... Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, υπερασπίσεως και πολιτικής αγωγής και τα υπόλοιπα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, από την απολογία των κατηγορουμένων, απεδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά την πλειοψηφούσα άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο τούτο (τέσσερις ένορκοι) πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Χ1 της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Ψ για τους εξής λόγους: 1. Η μαρτυρική κατάθεση του κ. Γ (νευροχειρούργου) περί της φράσης του κ. Ψ "Τι τον φέρατε αυτόν, πάρτε τον από μπροστά μου", "δεν είναι αυτός, τρέξτε να τον προλάβετε" σημαίνει μη αναγνώριση του κατηγορουμένου κ. Χ1. Το ενδεχόμενο αδυναμίας Ψ να αναγνωρίσει λόγω απώλειας μνήμης δεν αποδείχθηκε. 2. Ενώ ο κ. Β αναγνώριζε 100% τον κατηγορούμενο, ο κ. Δ και η κα. Ε δεν αναγνωρίζουν πλήρως. Μάλιστα η κα. Ε στην προανακριτική δήλωσε ότι δεν είναι βεβαία και στην έκθεση αναγνώρισης δήλωσε ότι νομίζει ότι είναι ο κατηγορούμενος κατά 80%. 3. Η έκθεση της ΕΛΑΣ όφειλε να στοιχειοθετήσει πυροβολισμό με περισσότερα στοιχεία και αφήνει ως εκ τούτου περιθώρια ύπαρξης άλλων λόγων για την αιτιολόγηση των στοιχείων που ανευρέθησαν. 4. Η κατάθεση του κ. Β αναιρείται από την μη αναγνώριση του κ. Ψ στην εντατική. 5. Το γεγονός ότι την συγκεκριμένη ημέρα του συμβάντος δεν υπήρξε παρακολούθηση του κ. Β από το σπίτι του μέχρι το Πανεπιστήμιο, αλλά, όπως ο ίδιος ο κ. Β κατέθεσε, ο ύποπτος υπήρχε ήδη στην είσοδο της Σχολής και μπαίνοντας ο ίδιος στη Σχολή "πέρασε από μπροστά του", όπως και το ότι δεν παρατηρήθηκε καμία περαιτέρω παρακολούθηση του κ. Β μέσα στη Σχολή, στον β' όροφο στο χώρο έξω από το γραφείο του, όπως ήταν η οδηγία της κυρίας Χ3 προς το γραφείο ερευνών του κ. Χ2, δείχνουν πως κάτι άλλο μάλλον συνέβη εκείνη την ημέρα, παρά επρόκειτο για την συγκεκριμένη παρακολούθηση. Επίσης το γεγονός ότι ο κ. Χ1 δεν έχει δίπλωμα οδήγησης, όπως και οι κλήσεις του κινητού του την ώρα του πυροβολισμού με το τηλέφωνο της μητέρας του - αφού μάλιστα δεν εθεάθη ο ύποπτος την ώρα του εγκλήματος να κρατάει κινητό στα χέρια του - συνηγορούν υπέρ της αθώωσης του κ. Χ1. 6. Αν ο κ. Χ1 ήθελε να αποκρύψει τυχόν ευρήματα του πυροβολισμού στα μαλλιά του, θα εκουρεύετο αμέσως μετά το έγκλημα και όχι μετά δύο (2) μέρες. 7. Γενικότερα, ο κ. Χ σαν οπτική εντύπωση και σαν συμπεριφορά μέσα στο δικαστήριο, δεν αρμόζει σε αδίστακτο εγκληματία που διαπράττει έναν φόνο εν ψυχρώ, επειδή του ζητήθηκε ταυτότητα και διέφυγε με τόσο έντεχνο τρόπο με αυτοκίνητο του συγκεκριμένου τύπου, εκπαιδευμένου προφανώς να χειρίζεται όπλα σαν το εν λόγω. 8. Τα ευρήματα μετάλλων στα χέρια του κ. Χ1 δεν καλύπτουν πλήρη απόδειξη για διάπραξη εγκλήματος με όπλο. 9. Ο πρότερος του συμβάντος έντιμος βίος του κ. Χ1, καθώς και η καλή του συμπεριφορά μέχρι την ημέρα της διεξαγωγής της σημερινής δίκης, δεν συνδράμουν με εγκληματία. Αντίθετα, δείχνει άτομο συγκροτημένο, εργατικό, με καλά στοιχεία στην προσωπικότητα του, ήσυχο χαρακτήρα και καθόλου εμπαθή. 10. Ο εύκολα αντιληπτός τρόπος δράσης του κ. Χ1 κατά την πρωταρχική παρακολούθηση του κ. Β από το σπίτι του με τη μηχανή, δεν ταιριάζει στην προσωπικότητα που βλέπουμε στον δράστη του εγκλήματος. 11. Η εμμονή του θύματος κ. Ψ για τον κ. Χ1 ως ένοχο πιθανόν να οφείλεται σε μετατραυματικό στρες ή κάποια άλλη αιτία, αφού λογικά θα έπρεπε να είχε διαβάσει το όνομα στην ταυτότητα και να το θυμάται. Μάλιστα, κατά τον προϊστάμενο του, δεν θα έπρεπε καν να προχωρήσει μόνος του με τον ύποπτο προς το αυτοκίνητο για περαιτέρω έρευνα αν ήταν ή όχι φοιτητής. 12. Από τη δίκη δεν φάνηκε να υπήρχε στα χέρια του κ. Χ1 υλικό παρακολούθησης που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εκβιάσει τον κ. Β, π.χ. για να ζητήσει χρήματα ή να απειλήσει την ζωή του αν δεν του τα δώσει. Προφανώς οι φόβοι για την ασφάλεια της προσωπικής του ζωής δεν στηρίζονται σε κάτι βάσιμο και υπαρκτό. Με την κοινή λογική, κάποιος που στέκεται περίεργα με ένα χάρτη στα χέρια στην είσοδο της Πανεπιστημιακής Σχολής, μπορεί να αφορά οποιονδήποτε ή οτιδήποτε. 13. Κατά την ημέρα της παρακολούθησης του κ. Β από το σπίτι του με τη μηχανή ο κ. Χ1 φόραγε κράνος, πράγμα που καθιστά δύσκολη έως σχεδόν αδύνατη την αναγνώρισή του από τον κ. καθηγητή, όσον αφορά τη διαδρομή. Ουσιαστικά τον είδε μόνο όταν του μίλησε εκείνη την πρώτη ημέρα, έξω από το γραφείο του, που τον ρώτησε τι θέλει, κι εκείνος είπε ένα φίλο μου περιμένω και έφυγε γιατί κατάλαβε πως έγινε αντιληπτός. Άρα πιθανόν την ημέρα του εγκλήματος, που τον είδε από απόσταση 15 μέτρων περίπου μέσα από το γραφείο του στον β' όροφο, ενώ αυτός έστεκε με τον χάρτη μπροστά στο πρόσωπο, να έκανε λάθος. Άλλωστε και ο ίδιος ο κ. Β κατέθεσε 100 τοις 100 σίγουρος, αλλά "δεν είμαι και θεός", που δεν δείχνει 100 τοις 100 σιγουριά. Όπως είπαν και οι μάρτυρες την συγκεκριμένη μέρα κανείς δεν είδε το πρόσωπο αυτουνού που κράταγε τον χάρτη. Έμοιαζε μόνο ο σωματότυπός του με τον κ. Χ1. 14. Αν κάποιος ήθελε να σκοτώσει τον κ. Β, θα μπορούσε να το κάνει οπουδήποτε, δεν είχε λόγο να στέκει στην είσοδο της Σχολής. Λογικά, ένας ύποπτος στην είσοδο της Σχολής, αφορά ίσως την ασφάλεια ολοκλήρου του κτιρίου και όσων βρίσκονται μέσα. Δεν μπορεί να συνδεθεί μόνο με υπόθεση εξωσυζυγικής παρακολούθησης. Είναι υπερβολικό. Κάτι άλλο πιο πιθανόν είναι να συνέβη, ο ύποπτος μάλλον δεν ενδιαφερόταν για τον κ. Β. Κάπου στη δίκη ελέχθη ότι κυκλοφόρησε προκήρυξη που αναλάμβανε την ευθύνη της απόπειρας δολοφονίας του αστυνομικού από τρομοκρατική οργάνωση. Τόσο ο τύπος του όπλου, όσο και του αυτοκινήτου ελέχθη ότι ταιριάζουν για παρόμοια περίπτωση. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας, παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και χρήσεως πλαστού εγγράφου (ο πρώτος κατηγορούμενος)".
ΙΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την αθωωτική για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας απόφασή του (για την αθωωτική απόφασή του, ως προς τις λοιπές πλημμεληματικές πράξεις δεν προσβάλλεται η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου με λόγο αναίρεσης, όπως ρητώς, άλλωστε, αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Ειδικότερα, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά της πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις. Ετσι, δεν καθίσταται σαφές τι ακριβώς δέχθηκε το δικαστήριο ότι συνέβη, δηλαδή, κατά ποίον τρόπο, χρόνο και τόπο, δέχθηκε το Δικαστήριο ότι έλαβε χώρα το περιστατικό της απόπειρας ανθρωποκτονίας του Ψ, έτσι ώστε, ακολούθως, να αιτιολογήσει το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε περί της ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει. Μόνο η επιλεκτική απόκρουση των επιβαρυντικών για τον κατηγορούμενο στοιχείων, ή η προβολή, επίσης επιλεκτικώς, επιχειρημάτων ή στοιχείων που τον οφελούν, χωρίς αυτά να συνδέονται μεταξύ τους. (ορισμένα δε εξ αυτών, όπως τα αναφερόμενα στην παρ. 9, δεν σχετίζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά με την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων), δεν καθιστά σαφές σε τα ποια συγκεκριμένα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αυτά αναφέρονται και δεν συνιστούν την απαιτούμενη, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ούτε βεβαίως, προκειμένου περί αθωωτικής απόφασης, δύνανται οι ελλείψεις αυτές να συμπληρωθούν από τα αναφερόμενα στο διατακτικό, αφού στο διατακτικό δεν αναφέρεται τι αποδείχθηκε, αλλά τι δεν αποδείχθηκε. Επίσης δεν δύνανται οι ελλείψεις αυτές να συμπληρωθούν από τις παραδοχές της μειοψηφίας, αφού τα γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, κατ' ανάγκη διαφέρουν. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το πιο πάνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο Χ κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του " τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, υπερασπίσεως και πολιτικής αγωγής και τα υπόλοιπα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και την απολογία των κατηγορουμένων". Από τα πρακτικά όμως της προσβαλλομένης απόφασης (σελίδες 143 επόμ.) προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν και "... 3) Η υπ' αριθ. ..... ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ..... ... 6) Η από 22-5-2000 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης του ....., Υπαστυνόμου Α', Χημικού, 8) Η από 19-5-2000 έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης του κάλυκα πυροβόλου όπλου 11,65" ... 10) η από 30-5-2000 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης κάλυκα του Αστυνόμου Α' ....., που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της προανακρίσεως, ύστερα από παραγγελία του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου". Για τις πιο πάνω με αριθμούς 3,6 και 10 εκθέσεις, που αποτελούν, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 178 Κ.Π.Δ., ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, δεν γίνεται καμία μνεία στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα. Όμως, τις με αριθμούς 3 και 10 εκθέσεις το Δικαστήριο τις έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών,ότι δηλαδή ο παθών νοσηλεύθηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο,, όπως αναφέρεται στην 3398/22-5-2000 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ....., καθώς επίσης όσα διαπιστώνονται στην από 30-5-2000 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης κάλυκα του Αστυνόμου Α' ....., δεν βρίσκονται σε αντίθεση με τα πορίσματα της αθωωτικής απόφασης. Επίσης η "από 19-5-2000 έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης του κάλυκα πυροβόλου όπλου 11,65"", δεν αποτελεί καθ' εαυτή αποδεικτικό μέσο, αλλά ενέργεια του πιο πάνω προανακριτικού υπαλλήλου σκοπούσα στη συλλογή αποδεικτικού υλικού, η δε συνταχθείσα πιο πάνω έκθεση αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο και σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο, που την ανάγνωσε, την έλαβε υπόψη του, αφού, όπως εξ αυτής προκύπτει, οι παραδοχές της δεν είναι αντίθετες με εκείνες της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντιθέτως, περί της από 22-5-2000 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης του ....., Υπαστυνόμου Α', Χημικού, που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της προανακρίσεως, ύστερα από παραγγελία του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου και αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, όχι μόνο δεν γίνεται καμία μνεία, ούτε στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος τα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά ούτε από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται με βεβαιότητα ότι η έκθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Σύμφωνα δε με τα διατυπούμενα συμπεράσματα της εν λόγω έκθεσης, μετά από εξέταση έξι αυτοκόλλητων ταινιών, που χρησιμοποιούνται για την παραλαβή καταλοίπων πυροβολισμού από δέρμα ανθρώπου και αφορούσαν τα υπάρχοντα συστατικά από το εξωτερικό μέρος των χεριών του κατηγορουμένου Χ1, ανιχνεύθηκαν στοιχεία (κυρίως μόλυβδος, αλλά και χαλκός), που εφόσον - ως προς τον μόλυβδο- δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επαφή του κατηγορουμένου με το εν λόγω στοιχείο , "οφείλεται ή στο ότι πυροβολήσε ή στο ότι βρέθηκε σε περιβάλλον εναπόθεσης καταλοίπων πυροβολισμού". Στη με αριθμό 3 παράγραφο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται μνεία για "έκθεση της ΕΛΑΣ", η οποία, όπως αναφέρεται " όφειλε να στοιχειοθετήσει πυροβολισμό με περισσότερα στοιχεία και αφήνει ως εκ τούτου περιθώρια ύπαρξης άλλων λόγων για την αιτιολόγηση των στοιχείων που ανευρέθησαν", χωρίς όμως να προσδιορίζεται για ποια συγκεκριμένη έκθεση πρόκειται, δεδομένου μάλιστα ότι έγγραφο με τέτοιο προσδιορισμό ταυτότητας δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι αναγνώσθηκε. Ετσι, όχι μόνο δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι η εν λόγω έκθεση αφορά την πιο πάνω από 22-5-2000 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης, αφού τα πορίσματα αυτής δεν αξιολογούνται ουτε εναρμονίζονται με τις παραδοχές της απόφασης, αλλά, επιπλέον, από την πιο πάνω αναφορά, προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του στην αθωωτική για τον εν λόγω κατηγορούμενο κρίση του, έκθεση που δεν φέρεται στα πρακτικά ότι αναγνώστηκε. Το επιχείρημα του αναιρεσιβλήτου ότι το γεγονός ότι στην μειοψηφία γίνεται μνεία της πιο πάνω εκθέσεως σημαίνει ότι αυτές τέθηκαν υπόψη όλων των μελών του Δικαστηρίου κατά τη διάσκεψη που προηγήθηκε της δημοσιεύσεως (και επομένως ότι λήφθηκαν υπόψη και από τους δικαστές της πλειοψηφίας), αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, κρίσιμο δεν είναι αν τέθηκαν υπόψη κατά τη διάσκεψη (άλλωστε αυτή αναγνώστηκε και στο ακροατήριο), αλλά αν λήφθηκε πράγματι υπόψη στην περί αθωότητας του κατηγορουμένου κρίση τους. Ενόψει των ελλείψεων αυτών, η προσβαλλόμενη αθωωτική για τον κατηγορούμενο Χ1 απόφαση, ως προς την πράξη τη απόπειρας ανθρωποκτονίας, στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., μοναδικός λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σ. Γκρόζου, με τους οποίους προβάλλονται οι πιο πάνω πλημμέλειες αυτές της απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Β. Ως προς την αναίρεση και τους προσθέτους λόγους του αναιρεσείοντα Χ2.
Ι. Στο άρθρο 370 Α του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002, στην παράγραφο 1 εδ. α και β αυτού οριζόταν ότι, όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση. Η χρησιμοποίηση από το δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκε με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, οριζόταν ότι, αν ο δράστης, πλην άλλων και της παραγράφου 1 του πιο πάνω άρθρου, είναι ιδιωτικός αστυνομικός ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. Μετά την αντικατάστασή του 370 Α του ΠΚ με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002, η παράβαση της παρ.1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ενώ κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου (μετά τη γενόμενη αναρίθμηση της παραγράφου 4 με την παράγραφο 5), αν ο δράστης, πλην άλλων και της παραγράφου 1 του πιο πάνω άρθρου, ενεργεί ιδιωτικές έρευνες ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Από την αντιπαραβολή των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι η μεταγενέστερη διατύπωση του άρθρου 370Α του ΠΚ είναι δυσμενέστερη για τους δράστες των πιο πάνω πράξεων, αφού οι προβλεπόμενες γι' αυτές ποινές είναι μεγαλύτερες κατά τα ελάχιστα αυτών όρια, ενώ επιπλέον στην επιβαρυντική περίσταση της παρ. 5 εμπίπτει και ο δράστης των πράξεων αυτών που ενεργεί ιδιωτικές έρευνες, έστω και αν δεν ενεργεί κατ' επάγγελμα, ενώ κατά την προϊσχύσασα διατύπωση, έπρεπε ο ενεργών ιδιωτικές έρευνες να είναι ιδιωτικός αστυνομικός ή να τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η προβλέπουσα ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή διάταξη της παραγράφου 4 της εν λόγω διατάξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 45°, 66α, 92α, 114, 115, 126, 127, 133, 166, 167, 168, 168α/2008 απόφασή του, μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτή, κατ' είδος, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής : "... Περαιτέρω, όσον αφορά την αποδιδόμενη στον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 αξιόποινη πράξη της παραβίασης απορρήτου των τηλεφωνημάτων κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα ομόφωνα το δικαστήριο τούτο πρέπει να τον κηρύξει ένοχο, και αυτό γιατί από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ότι αυτός εξακολουθητικά κατά το χρονικό διάστημα από 15-4-2000 έως 20-5-2000 ύστερα από εντολή που είχε λάβει από την Χ3 να παρακολουθεί τον σύζυγό της Β για την διαπίστωση τυχόν εξωσυζυγικής σχέσης αυτού μετέβη στην οικία τούτου επί της οδού ..... (.....) και παγίδευσε την τηλεφωνική του συσκευή με αριθμό κλήσης ....., τοποθετώντας ειδικό μηχάνημα σε άμεση επαφή με την συσκευή (ένα μικρό δημοσιογραφικό κασετόφωνο μάρκας ΟLYMPUS), έναν δέκτη μάρκας Realistic με μαύρη κεραία, ένα μαύρο καλώδιο, μία ηλεκτρονική πλακέτα με 3 κόκκινα καλώδια και 3 ακροδέκτες), με σκοπό να καταγράψει εν αγνοία του καθηγητή Β το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ αυτού και τρίτων λαμβάνοντας ως αμοιβή για την τοποθέτηση των παραπάνω εξαρτημάτων το ποσό των 200.000 δρχ. Επομένως στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το αδίκημα αυτό, το οποίο τελέστηκε από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα την πράξη αυτή, αφού η ενασχόλησή του με το γραφείο ιδιωτικών ερευνών παράλληλα με το επάγγελμα του αστυνομικού, η οργάνωση του και ο εφοδιασμός του με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα για την παγίδευση της τηλεφωνική συσκευής έναντι αμοιβής, υποδηλώνουν ότι έχει διαμορφώσει υποδομή (και δεν ενήργησε ευκαιριακά) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης από την οποία προκύπτει σκοπός του για πορισμό σταθερού και μόνιμου εισοδήματος". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2, κρίθηκε ένοχος με το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ. 2α του ΠΚ, της πράξεως παραβιάσεως του απορρήτου των τηλεφωνημάτων κατ' εξακολούθησιν και κατ' επάγγελμα και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, ήτοι για παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1α, 27, παρ.1 370Α παρ.1,5 του ΠΚ.
ΙΙ. Με τις παραδοχές του αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της παραβιάσεως του απορρήτου των τηλεφωνημάτων κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Οι προβαλλόμενες, ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το σκεπτικό της απόφασης "αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, που με τη σειρά του είναι αντιγραφή εκ του διατακτικού του παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο, κι αυτό με τη σειρά του, αποτελεί αντιγραφή της κατηγορίας... σκεπτικό και διατακτικό, στο μεγαλύτερο τμήμα τους, πλην τόπου και χρόνου, επαναλαμβάνουν απλώς τη φρασεολογία του νόμου", έτσι όπως έχουν διατυπωθεί, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες, έστω με την κατ' αντιγραφή του διατακτικού, παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποία κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποία πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, είναι αόριστες και επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με την επιβαρυντική περίσταση, ως ενεργών κατ' επάγγελμα, "αφού η ενασχόλησή του με το γραφείο ιδιωτικών ερευνών παράλληλα με το επάγγελμα του αστυνομικού, η οργάνωσή του και ο εφοδιασμός του με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα για την παγίδευση της τηλεφωνική συσκευής έναντι αμοιβής, υποδηλώνουν ότι έχει διαμορφώσει υποδομή (και δεν ενήργησε ευκαιριακά) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης από την οποία προκύπτει σκοπός του για πορισμό σταθερού και μόνιμου εισοδήματος". Οι παραδοχές αυτές δεν βρίσκονται σε αντίφαση με τις παραδοχές του διατακτικού, όπου στην αρχή αυτού αναφέρεται, ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πιο πάνω πράξη "κατ' επάγγελμα" και στο τέλος, ότι την ανωτέρω δε πράξη "τέλεσε ενεργώντας ιδιωτικές έρευνες". Οι παραδοχές αυτές αλληλοσυμπληρώνονται και ο αναιρεσείων δεν καταδικάστηκε με νόμο δυσμενέστερο από εκείνο που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως, όπου, στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 370 Α του ΠΚ, δεν υπήρχε η φράση "αν ο δράστης (...) ενεργεί ιδιωτικές έρευνες". Τόσο στο παλαιό κείμενο, όσο και το μεταγενέστερο κείμενο της εν λόγω διάταξης, τιμωρείται με την αυξημένη ως προς τα ελάχιστα όρια ποινή φυλάκισης, ο ενεργών ιδιωτικές έρευνες, εφόσον ενεργεί κατ' επάγγελμα ή επ' αμοιβή. Στην προκειμένη δε περίπτωση, εφόσον στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, δηλαδή ποινή μειωμένη σε σχέση και με την προβλεπόμενη ποινή τουλάχιστον ενός έτους κατά την επιεικέστερη προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 370 παρ.4 του ΠΚ, χωρίς έννομο συμφέρον προβάλει ο αναιρεσείων τις αιτιάσεις ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε την δυσμενέστερη, ως προς το ύψος της ποινής, διάταξη του ισχύοντος άρθρου 370 παρ. 5 του ΠΚ.
ΙΙΙ. Aπό τη διάταξη του άρθρου 326 παρ.1 εδ.α και παρ. 2 του ΚΠΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 500 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι ο αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας που θα εξεταστούν. Την ίδια δε υποχρέωση έχει και ο πολιτικώς ενάγων για τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος. Η επίδοση δε αυτή του καταλόγου των εν λόγω μαρτύρων στον κατηγορούμενο, που σκοπό έχει να λάβει αυτός γνώση των μαρτύρων που θα εξεταστούν και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, γίνεται μια φορά και δεν απαιτείται νέα γνωστοποίηση σε κάθε αναβολή της δίκης. Κατά δε το άρθρο 174 παρ.2 ΚΠΔ η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του καταλόγου των μαρτύρων, καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Εξάλλου και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου για την πρόοδο της δίκης, λόγω μη νομότυπης επίδοσης καταλόγου των μαρτύρων που θα εξετασθούν, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτούν τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, αλλιώς είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 66α/30- 1-2008 παρεμπίπτουσα απόφασή του (βλ σελ. 17 πρακτικών), απέρριψε αντιρρήσεις του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος κατά της εξετάσεως νέων μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, τους οποίους αυτή είχε γνωστοποιήσει στις 27/11/2007, μετά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, με την εξής αιτιολογία: " ... Ο δικαιολογητικός λόγος της εμπροθέσμου επιδόσεως του καταλόγου των μαρτύρων πολιτικής αγωγής σκοπό έχει όπως ο κατηγορούμενος ετοιμάσει την υπεράσπιση του (ΑΠ 480/98 ΠΧ ΜΗ 1092). Εξάλλου, κατά το άρθρο 168 παρ. 1 β' ΚΠΔ, "όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες δεν υπολογίζεται η ημέρα με την οποία συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρατείνεται έως και την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα". Επί του προκειμένου η κρινόμενη υπόθεση όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, μετά από αναβολές, (και τελευταία, λόγω ματαιώσεως της συνεπεία των βουλευτικών εκλογών της 16.9.07) προσδιορίστηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών να εκδικαστεί στη δικάσιμο της 3.12.07, ημέρα Δευτέρα. Πριν τη δικάσιμο αυτή ο πολιτικώς ενάγων Α γνωστοποίησε στους κατηγορουμένους ότι θα εξετάσει ως μάρτυρες πολιτικής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τους διαλαμβανόμενους στον από 27.11.07 κατάλογο μαρτύρων (πρόκειται για 12 συνολικά μάρτυρες). Η γνωστοποίηση αυτή έγινε στον πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο των κατηγορουμένων Νικ. Μαυρομάτη, στον οποίο επιδόθηκε ο κατάλογος των μαρτύρων την 27.11.07 ημέρα Τρίτη, όπως τούτο αποδεικνύεται από το υπάρχον στη δικογραφία και προσκομιζόμενο 747/27.11.07 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..... . Κατά της επίδοσης αυτής ενίστανται οι κατηγορούμενοι διατεινόμενοι μη εμπρόθεσμη επίδοση σ' αυτούς και συγκεκριμένα διότι η τέταρτη και η πέμπτη ημέρα (από την επομένη της επίδοσης) συμπίπτει με την 1/12/07 και 2/12/07, ημέρες Σάββατο και Κυριακή, με συνέπεια η πενθήμερη προθεσμία να παρεκτείνεται να λήγει την επόμενη ημέρα της Κυριακής, ήτοι την 3.12.07, ημέρα Δευτέρα η οποία όμως ήταν η δικάσιμος της υποθέσεως και δεν υπολογίζεται. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, διότι κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 3.12.07 η υπόθεση δεν εκδικάστηκε, αλλά αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο της 21.1.08 (οπότε και άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία), για σημαντικά αίτια (349 Κ.Π.Δ), όπως προκύπτει από την υπάρχουσα στη δικογραφία 525-526/3.12.07 αναβλητική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, όταν άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία την 21.1.08, είχε ήδη συμπληρωθεί η πενθήμερη προθεσμία που τάσσει η ως άνω διάταξη του άρθρου 326 παρ. 2 Κ.Π.Δ. και ως εκ τούτου η όποια πλημμέλεια περί την εμπρόθεσμη επίδοση θεραπεύτηκε, όπως δε προαναφέρθηκε, η υπό του εν λόγω άρθρου εμπρόθεσμη επίδοση σκοπό έχει όπως ο κατηγορούμενος ετοιμάσει την υπεράσπισή του, γνωρίζοντας τους μάρτυρες κατηγορίας που θα εξετάσει ο πολιτικώς ενάγων εναντίον του, και ο σκοπός αυτός επί του προκειμένου εκπληρώθηκε πλήρως, χωρίς να παραβιάζονται ούτε το άρθρο 6 παρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α, ούτε το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα... . Επιπροσθέτως τα αβάσιμο της ενστάσεως προκύπτει και από την ορολογία του άρθρου 316 παρ. 1 ΚΠΔ το οποίο χρησιμοποιεί τον όρο "πριν τη δημόσια συνεδρίαση" (και όχι πριν την ορισθείσα δικάσιμο, όπως κάνει σε άλλες διατάξεις, π.χ. στο άρθρο 167 ΚΠΔ), δηλαδή "πριν την κατ' ουσία εκδίκαση της υπόθεσης", που σημαίνει ότι η γνωστοποίηση των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής νομίμως και εμπροθέσμως γίνεται 5 ημέρας πριν από την κατ' ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης, όπως στην προκειμένη περίπτωση ...". Ετσι έχουσα η πιο πάνω παρεμπίπτουσα απόφαση, αφενός μεν, έχει την απαιτούμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα παραπάνω περιστατικά, αφετέρου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 326 παρ.1 και 2 και 174 παρ.2 του ΚΠΔ, με το να μη δεχθεί την προβληθείσα ένσταση απόλυτης ακυρότητας στο ακροατήριο, λόγω του ότι το Δικαστήριο δέχθηκε να εξετασθούν οι μάρτυρες της πολιτικής αγωγής, αν και δεν είχε κοινοποιηθεί εμπροθέσμως ο σχετικός κατάλογος αυτών. Επομένως, ο αντίθετος, τελευταίος από το άρθρο. 510 παρ.1 στοιχ. Α και Δ ΚΠΔ) λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2, για έλλειψη αιτιολογίας και για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, με τις πιο πάνω αιτιάσεις πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
IV. Κατά το άρθρο 502 παρ.1 ΚΠΔ, "αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στις περιπτώσεις των άρθρων 340 παρ.1 και 501 παρ.3 η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση. Εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στην προδικασία στις περιπτώσεις του άρθρου 365 και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 364". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η ανάγνωση στην κατ' έφεση δίκη των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των περιεχόμενων σ' αυτά καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν είναι υποχρεωτική, πλην όμως η μη ανάγνωση αυτών επάγεται ακυρότητα μόνον αν ζητηθεί η ανάγνωση τους και το δικαστήριο παρά το νόμο δεν επέτρεψε αυτή. Αντίθετα, ουδεμία ακυρότητα επάγεται η ανάγνωση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των εμπεριεχομένων στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου των καταθέσεων των μαρτύρων, αλλά και των απολογιών των συγκατηγορουμένων του εκκαλούντος, που καταδικάστηκαν, χωρίς να ασκήσουν έφεση. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο απόφασή του, αποκλειστικά στην εν λόγω κατάθεση του συγκατηγορουμένου του (211Α ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 48), "ο συνήγορος της πολ. αγωγής Δ. Γκαβέλας ζήτησε να αναγνωστούν περικοπές της απολογίας της τότε κατηγορουμένης Χ3 ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ... ". Ο συνήγορος του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Ν. Μαυρομάτης προέβαλε αντιρρήσεις στην ανάγνωση των περικοπών αυτών, υποστηρίζοντας "... ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας και δεν επιτρέπεται η ανάγνωση των περικοπών αυτών... ". Ακολούθως το Δικαστήριο, με την παρεμπίπτουσα 133/2008 απόφασή του (σελ.155), έκρινε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η ανάγνωση περικοπών της απολογίας της κατηγορουμένης Χ3, ενώ η πλήρης ανάγνωση αυτής από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης "εμπίπτει στα αναγνωστέα έγγραφα, 364 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 502 παρ.1 ΚΠΔ", και απέρριψε τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν, όπως προκύπτει από τα ίδια τα πιο πάνω πρακτικά (σελ. 49). Επομένως, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το Δικαστήριο την πιο πάνω ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, κατά την οποία η διαλαμβανόμενη στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης απολογία της απούσας και ήδη καταδικασμένης συγκατηγορουμένης του, δεν εμπίπτει στα αναγνωστέα έγγραφα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 364 και 502 παρ.1 Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμες. Οι ειδικότερες αιτιάσεις αυτού, κατά τις οποίες, με την ανάγνωση αυτή, παρεμποδίστηκε το δικαίωμά του να υποβάλει απ' ευθείας ερωτήσεις στην συγκατηγορουμένη του, κατ' αρθρ. 358 Κ.Π.Δ., άλλως, με την ανάγνωση και λήψη υπόψη από το δικαστήριο παραβιάστηκε η αρχή άρθρου 211Α Κ.Π.Δ., αφού, όπως υποστηρίζει, ήταν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο επί του οποίου στηρίχτηκε η περί την ενοχή του κρίση του δικαστηρίου για το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε, είναι απορριπτέες, η πρώτη, ως αόριστη, και η δεύτερη ως αβάσιμη. Συγκεκριμένα ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι υπέβαλε αίτημα να αναβληθεί η δίκη, προκειμένου να προσέλθει και να εξετασθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η πιο πάνω συγκατηγορούμενή του κατά την πρωτοβάθμια δίκη, και το Μικτό Εφετείο απέρριψε αναιτιολόγητα τα αίτημά του (αντίθετα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά - σελ.49 - ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, δεν υπέβαλε σαφές προς τούτο αίτημα, αλλά απλώς δήλωσε ότι, αν το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την κατάθεση της εν λόγω συγκατηγορουμένης του, μπορούσε να την καλέσει για να καταθέσει). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δεν στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, μόνο στην εν λόγω απολογία, αλλά στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ μοναδικός πρόσθετος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ2, για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο (171 παρ.1δ του ΚΠΔ), με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
V. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης και των προσθέτων αυτής λόγων του αναιρεσείοντος Χ2, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού μετά των προσθέτων αυτής λόγων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα, (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ,).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις: 1) 34/ 22-5-2008 και 2) από 4-6-2008 (με αρ.πρωτ. 4935/5-6-08) αιτήσεις αναιρέσεως 1) του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου και 2) του Χ2, κατοίκου ....., μετά των από 26/9/2008 προσθέτων λόγων του δευτέρου, στρεφόμενες κατά της 45α, 66α, 92α, 114, 115, 126, 127, 133, 166, 167, 168 168α/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Αναιρεί την 45α, 66α, 92α, 114, 115, 126, 127, 133, 166, 167, 168 168α/2008 απόφαση ου Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, μόνο ως προς την αθωωτική για τον κατηγορούμενο Χ1, διάταξή της, για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει την από 4-6-2008 (με αρ.πρωτ. 4935/5-6-08) αίτηση αναιρέσεως του Χ2, κατοίκου ....., μετά των από 26/9/2008 προσθέτων λόγων, για αναίρεση της 45- 168α αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετεί ου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Χ2 στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ