Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1678 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Φοροδιαφυγή, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Κλητήριο θέσπισμα. Απαιτείται να περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως. Σχετική ακυρότητα μη καλυφθείσα. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση των άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997 (φοροδιαφυγή με την παράλειψη υποβολής και την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και φοροδιαφυγή με μη απόδοση ΦΠΑ) λόγω μη ακριβούς περιγραφής των πράξεων.





Αριθμός 1678/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Παύλου, περί αναιρέσεως της 5693/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευριπίδης Τσιτσέλης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.9.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1555/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δηλαδή θα πρέπει στο κλητήριο θέσπισμα να περιγράφεται με σαφήνεια και ακρίβεια η πράξη για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ήτοι να καθορίζονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα την υπεράσπισή του. Τα ίδια προβλέπονται και από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και β) να διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Αν δεν περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα ο ακριβής καθορισμός της πράξης για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, τότε αυτό και μαζί του η κλήτευση του τελευταίου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠοινΔ. Την ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 παρ. ΚΠοινΔ). Εξάλλου, ο ν. 253/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΔΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Και τα τρία αυτά αδικήματα φοροδιαφυγής τα διαπλάσσει σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος, αναλόγως με το ύψος του ποσού που αποκρύφθηκε, παρακρατήθηκε ή της αξίας των φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, το άρθρο 17 παρ. 1, 2α του πιο πάνω νόμου, ορίζει ότι "1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει, όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος ........... 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται α) ..... και β) .....". Στην ως άνω διάταξη, περιγράφεται με σαφήνεια η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος φοροδιαφυγής που τελείται με τη μορφή της παράλειψης υποβολής δήλωσης ή με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης. Ειδικότερα, περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος, κατά την οποία η παράλειψη υποβολής ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης στοιχειοθετείται μόνο, αν ο φορολογούμενος ενήργησε "προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος". Από τη χρήση της θέσης "προκειμένου" στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περίπτωση αυτή διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή την παράλειψη της υποβολής δήλωσης, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 17 του ανωτέρω νόμου. Επομένως, θα πρέπει και στο κλητήριο θέσπισμα ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος) να περιγράφεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του άρθρου 17 του ν. 2523/1997. Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του ν. 2523/1997 με σαφήνεια περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος, κατά την οποία η μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών στοιχειοθετείται μόνο αν ο φορολογούμενος ενήργησε "προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών", δηλαδή για να αποφύγει την πληρωμή αυτών. Από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο του νόμου συνάγεται ότι και στην περίπτωση αυτή διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με δόλο α' βαθμού (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης για την Απόδοση στο Δημόσιο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, να μην αποδίδει ΦΠΑ γνωρίζοντας, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του. Επομένως, θα πρέπει και στο κλητήριο θέσπισμα ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγή πληρωμής ΦΠΑ και λοιπών φόρων) αφενός να εξειδικεύεται (σκοπός αποφυγής πληρωμής ΦΠΑ ή Φόρου Κύκλου Εργασιών ή παρακρατουμένων και επιρριπτόμενων φόρων) και αφετέρου να περιγράφεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 18 του ν. 2523/1997. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγω αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το από 9.12.2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της παράλειψης υποβολής και υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος κατ' εξακολούθηση και με τη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του ν. 2523/1997. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη είχε προτείνει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πιο πάνω Δικαστήριο ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σ' αυτήν από 9.12.2004 κλητηρίου θεσπίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ, και για το λόγο ότι δεν υπήρχε σ' αυτό ακριβής καθορισμός των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνταν και συγκεκριμένα όσον αφορά μεν το αδίκημα της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής και υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος κατ' εξακολούθηση, λόγω μη αναφοράς στο συγκεκριμένο στοιχείο του "σκοπού αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος" που συνιστά στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, όσον αφορά δε το αδίκημα της φοροδιαφυγής με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης για μη απόδοση ΦΠΑ, λόγω μη αναφοράς στο συγκεκριμένο στοιχείο του "σκοπού αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ", αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την παρεμπίπτουσα υπ' αριθ. 10726/2006 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ακολούθως δίκασε την υπόθεση και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη των αποδοθεισών σε αυτήν αξιοποίνων πράξεων της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής και την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, κατ' εξακολούθηση και της φοροδιαφυγής με μη απόδοση ΦΠΑ (άρθρα 17 και 18 του ν. 2523/1997). Κατά της απόφαης αυτής η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε έφεση, με λόγο της οποίας παραπονέθηκε, εκτός άλλων, και για την απόρριψη της νομοτύπως προβληθείσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο ενστάσεώς του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατά το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ. Από την επισκόπηση του αντίτυπου του κλητηρίου θεσπίσματος που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία παραδεκτώς προβαίνει ο Άρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 παρ. 5 του ΚΠοινΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου ακυρότητάς του, προκύπτει ότι τούτο διέλαβε στο περιεχόμενό του ότι "...... Στη Θεσσαλονίκη, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους στα πλαίσια λειτουργίας ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία "......", με έδρα ......... με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Συγκεκριμένα: α) Την 20.04.2000, την 28.02.2001 και στις αρχές του 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις φόρου, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος αλλά και σε μία περίπτωση) παρέλειψε να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος, διαπράττοντας έτσι το αδίκημα της φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος, ο δε φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Ειδικότερα: 1) Την 20.04.2000 υπέβαλε την με αριθμό ..... δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη διαχειριστική περίοδο 1-1/31-12-1999, με βάση την οποία το φορολογητέο εισόδημα που δηλώθηκε ανερχόταν στο ποσό των 10.206.912 δρχ. με αναλογούντα φόρο 2.310.240 δρχ., ενώ από τον έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι το φορολογητέο εισόδημα ανερχόταν στο ποσό των 24.615.072 δρχ., ο δε φόρος που αναλογεί στο εισόδημα αυτό ανέρχεται στο ποσό των 8.492.507 (24.922,98 ευρώ), όπως αναφέρεται στο με αριθμό .... οριστικό φύλλο ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος. 2) Την 28.02.2001 υπέβαλε την με αριθμό ...... δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη διαχειριστική περίοδο 1-1/31-12-2001, με βάση την οποία το φορολογητέο εισόδημα που δηλώθηκε ανερχόταν στο ποσό των 21.798.309 δρχ. με αναλογούντα φόρο 7.218.239 δρχ., ενώ από τον έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι το φορολογητέο εισόδημα ανερχόταν στο ποσό των 112.186.685 δρχ., ο δε φόρος που αναλογεί στο εισόδημα αυτό ανέρχεται στο ποσό των 47.893.008 δρχ. (140.551,75 ευρώ), όπως αναφέρεται στο με αριθμό .... οριστικό φύλλο ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος. 3) Περί τις αρχές του έτους 2002, παρέλειψε να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη διαχειριστική περίοδο 1-1/31-05-2001 (οπότε και έγινε διακοπή των εργασιών της επιχείρησης), από τον έλεγχο δε που διενεργήθηκε προέκυψε ότι το φορολογητέο εισόδημα της περιόδου αυτής ανερχόταν στο ποσό των 78.680.000 δρχ., με αναλογούντα φόρο 27.174.122 δρχ. (79.747,97 ευρώ), όπως αναφέρεται στο με αριθμό ..... οριστικό φύλλο ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος. Β) Κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2001 έως 31.05.2001, με πρόθεση υπέβαλε ανακριβή δήλωση για την απόδοση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), διαπράττοντας έτσι το αδίκημα της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ΦΠΑ, το δε ποσό του φόρου αυτού που δεν απέδωσε υπερβαίνει σε ετήσια βάση τις τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ. Ειδικότερα, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι υπέβαλε ανακριβή δήλωση απόδοσης του ΦΠΑ, με αποτέλεσμα τον προσδιορισμό του οφειλόμενου φόρου στο ποσό των 14.631.229 δρχ. (42.938,31 ευρώ), όπως αναφέρεται (με την ένδειξη "χρεωστικό υπόλοιπο ελέγχου") στην με αριθμό ... οριστική πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο αποτελεί μέρος του παρόντος. Ενόψει τούτων είναι προφανές ότι στο κλητήριο θέσπισμα δεν περιγράφονται με σαφήνεια και ακρίβεια οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, δηλαδή σ' αυτό δεν καθορίζονται επακριβώς τα εγκλήματα κατά τα πραγματικά περιστατικά που τα συνιστούν και τα κατά το νόμο συστατικά αυτών στοιχεία, προκειμένου η κατηγορουμένη να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ' αυτήν κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα την υπεράσπισή της. Ειδικότερα, στο κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων και δη όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής και την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος, δεν αναγράφεται το στοιχείο "του σκοπού αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος", όσον αφορά δε το έγκλημα της φοροδιαφυγής με μη απόδοση ΦΠΑ δεν αναγράφεται το στοιχείο του "σκοπού αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ". Άρα, το επιδοθέν στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη από 9.12.2004 κλητήριο θέσπισμα ήταν άκυρο και έπρεπε να κηρυχθεί ως τέτοιο, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό τούτης. Όμως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5693/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία η αναιρεσείουσα εγκαίρως είχε προβάλει στον πρώτο βαθμό και μετά την απόρριψή της κατ' ουσίαν, την επανέφερε στο Δικαστήριο αυτό με την έφεση. Ακολούθως, το Δικαστήριο τούτο προχώρησε, με βάση το ανωτέρω άκυρο κλητήριο θέσπισμα, στη συζήτηση της υποθέσεως και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη των πράξεων, της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής και την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος κατ' εξακολούθηση και φοροδιαφυγής με μη απόδοση ΦΠΑ και της επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Έτσι, όμως, που αποφάνθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να αναιρεθούν οι ταυτάριθμες, παρεμπίπτουσα και οριστική, αποφάσεις του, κατά το βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και να κηρυχθεί άκυρο το προσβαλλόμενο από 9.12.2004 κλητήριο θέσπισμα. Μετά την αναίρεση των πιο πάνω αποφάσεων για τον προεκτεθέντα λόγο και ακυρουμένου του κλητηρίου θεσπίσματος, συντρέχει περίπτωση, όπως, αδυνάτου εντεύθεν καθισταμένης της παραπομπής της υποθέσεως προς νέα συζήτηση στο αυτό ή άλλο δικαστήριο κατά το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, παραπεμφθεί η υπόθεση αυτή στον αρμόδιο Εισαγγελέα για την περαιτέρω νόμιμη ενέργεια, σύνταξης και επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 5693/2007 οριστική και την ταυτάριθμη παρεμπίπτουσα αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Κηρύσσει άκυρο το από 9.12.2004 (Β.ΩΡ. ΕΓ8-04/31/2657 κατηγορητήριο του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, και με το οποίο κλήθηκε αυτή στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για να δικαστεί για τις πράξεις της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής και την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος κατ' εξακολούθηση και φοροδιαφυγής με μη απόδοση ΦΠΑ, που φέρονται ότι τελέστηκαν την 20.4.2004, 28.2.2001, αρχές του έτους 2002 και από 1.1.2001 έως 31.5.2001.
Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για την περαιτέρω νόμιμη ενέργεια σύνταξης και επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή