Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 105 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Φοροδιαφυγή, Τιμολόγια εικονικά.




Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Εικονικά τιμολόγια. Δεν απαιτείται σκοπός του δράστη απόκρυψης φορολογητέας ύλης. Παραγραφή. Αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία ρύθμιση είναι ευμενέστερη του προηγουμένου δικαίου. Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 Ν. 2954/2001 εφαρμόζεται ως επιεικέστερη. Έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 105/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευαγγέλου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Ν. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Λουκία Κατωπόδη, περί αναιρέσεως της 18625/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Απριλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 604/12.
Αφού άκουσε
Την πληρεξουσία δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 2523/ 1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/ 2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ. 2). Εικονικό είναι και το στοιχείο, που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ... (παρ. 4). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση ή αποδοχή των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος (ΑΠ 193/ 2012). Ως προς την παραγραφή ο ως άνω ν. 2523/1997 με την παράγραφο 10 του άρθρου 21 αυτού όριζε αρχικά ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο ενάρξεως της παραγραφής ίσχυσε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου αυτού, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά η ποινική δίωξη ασκείτο άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Διώξεως Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2523/1997, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 2 εδ. 3 του ίδιου άρθρου 21 αυτού, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ, 3 του ν. 2753/1999 και δεν είχε προϋπόθεση όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ιδίου νόμου την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής. Περαιτέρω, με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001 "Περί φορολογικών ρυθμίσεων κλπ" προστέθηκε στην παράγραφο 10 του άνω άρθρου 21 του ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, με το οποίο ορίζεται ότι "Στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Αρχής που διενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, αφού για το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997 αδίκημα της φοροδιαφυγής που διαπράττεται με την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων καθορίζει ως χρόνο ενάρξεως της παραγραφής την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Αρχής που διενήργησε το σχετικό έλεγχο, δηλαδή χρόνο προγενέστερο από εκείνον που όριζε αρχικά για την έναρξη της παραγραφής του ίδιου αδικήματος η παράγραφος 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε και σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Επομένως, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001, εφαρμόζεται ως επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠΚ, και για τα εγκλήματα της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που τελέσθηκαν πριν από το χρόνο ενάρξεως της ισχύος αυτής (2-11-2001) (ΑΠ 776/2012, 775/2012, 1004/2011) λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και διάρκεια της παραγραφής είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.3, 112 και 113 παρ. 1 και 3 του ΠΚ η παραγραφή της πράξεως, η χρονική διάρκεια της οποίας για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη, αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως, (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997), και αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και πάντως η αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από τρία χρόνια, λαμβάνεται δε υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξάλλου, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων δεν είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου και προκύπτει από τις γενόμενες δεκτές ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του (ΑΠ 1004/ 2011). Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 18625/2012 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται σε αυτήν δέχθηκε ανελέγκτως ότι: Στην Αθήνα, την 16/2/2005, χρόνο κατά τον οποίο θεωρήθηκε η συνημμένη από 29/1/2005 έκθεση ελέγχου της διενεργήσασας τον έλεγχο ΣΔΟΕ ΑΤΤΙΚΗΣ και που αποτελεί την έναρξη της παραγραφής του διωκομένου εγκλήματος κατ' άρθρο 2 παρ. 8, 9 Ν. 2954/01, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα 28/5/99 έως 5/12/2000 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής και. ειδικότερα απεδέχθη εικονικά φορολογικά στοιχεία, δηλονότι φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες ,στο σύνολο τους, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Ειδικότερα με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "ΛΕΒΗΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ" ζήτησε, έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της πιο πάνω επιχείρησης τα πιο κάτω αναλυτικά αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία, τα οποία είναι εικονικά, διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος και παρά ταύτα απεδέχθη αυτά με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Τα φορολογικά αυτά στοιχεία είναι τα παρακάτω:
ΧΡΗΣΗ 1999 Α/Α ΕΚΔΟΤΗΣ ΕΙΔΟΣ & ΑΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ
1. ΤΕΧΝΟΜΠΛΟΚ Ε.Π.Ε. Δ.Α.-Τ.Π. (Σ Β') Νο 638/22-12-99 8.750.000 1.575.000 10.325.000
2. " Δ.Α.-Τ.Π. (Σ Β') Νο 639/22-12-99 9.250.000 1.665.000 10.915.000
3. ΣΕΤ ΚΟΜ Ε.Π.Ε. Τ.Π.Υ. Νο 683/28-05-99 4.800.002 864.000 5.664.002
4. " " " Τ.Π.Υ. Νο 685/28-06-99 5.200.002 936.000 6.136.002
5." " " Τ.Π.Υ. Νο 731/17-11-99 10.800.002 1.944.000 12.744.002
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ 38.800.006 6.984.000 45.784.006
ΧΡΗΣΗ 2000 A/ A ΕΚΔΟΤΗΣ ΕΙΔΟΣ & ΑΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ Φ.Π.A. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ
1. Π. Κ. Τ.Π.Υ. No 77/20-09-00 4.200.000 756.000 4.956.000
2. " Τ.Π.Υ. No 83/06-11-00 8.280.000 1.490.000 9.770.400
3. " Δ.Α-Τ. No 117/13-11-00 6.000.000 1.080.000 7.080.000
4. Μ.Ε.Σ.Ε. ΑΤΕΒΕ Δ.Α-Τ. No 11/18-07-00 5.300.000 954.000 6.254.000
5. " Δ.Α-Τ. No 12/19-07-00 4.390.000 790.200 5.180.200
6. " Δ.Α-Τ. No 22/08-11-00 7.260.000 1.306.800 8.566.800
7. " Δ.Α-Τ. No 23/10-11-00 8.500.000 1.530.000 10.030.000
8. " Δ.Α-Τ. No 24/13-11-00 6.582.000 1.184.760 7.766.760
9 " Δ.Α-Τ. No 25/17-11-00 10.520.000 1.893.600 12.413.600
10 " Δ.Α-Τ. No 32/04-12-00 6.050.000 1.089.000 7.139.000
11 " Δ.Α-Τ. No " 35/5-12-00 6.100.000 1.098.000 7.198.000
Τα ως άνω εικονικά στοιχεία της χρήσης του 1999 ανέρχονται σε συνολικό ποσό 134.36,2,45 € και της χρήσης του 2000 σε συνολικό ποσό 253.425,56 €. Περαιτέρω, αναφορικά με την ως άνω ένσταση παραγραφής της συνηγόρου της κατηγορουμένης, λεκτέο είναι το εξής: Η έναρξη της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 ταυτίζεται με το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου (βλ. ΑΠ 81/2011, ΑΠ 105/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η παραγραφή ξεκίνησε στις 16.2.2005 και ως εκ τούτου το αδίκημα για το ο οποίο κατηγορείται ο κατ/νος δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένσταση παραγραφής του κατ/νου να απορριφθεί και να κηρυχθεί αυτός ένοχος της πράξης που του αποδίδεται με τον κατηγορητήριο.
Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της πράξεως της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση με το ακόλουθο διατακτικό: ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ένοχον του ότι: Στην Αθήνα, την 16/2/2005, χρόνο κατά τον οποίο θεωρήθηκε η συνημμένη από 29/1/2005 έκθεση ελέγχου του διενεργηθέντος τον έλεγχο ΣΔΟΕ ΑΤΤΙΚΗΣ και που αποτελεί την έναρξη της παραγραφής του διωκομένου εγκλήματος κατ' άρθρο 2 παρ 8,9 Ν.2954/01, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 28/5/99 έως 5/12/2000 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής και ειδικότερα απεδέχθη εικονικά φορολογικά στοιχεία, δηλονότι φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης.
Ειδικότερα με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "ΛΕΒΗΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ" ζήτησε και έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της πιο πάνω επιχείρησης τα πιο κάτω αναλυτικά αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία, τα οποία είναι εικονικά, διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος και παρά ταύτα απεδέχθη αυτά με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης.
Τα φορολογικά αυτά στοιχεία είναι τα παρακάτω:
ΧΡΗΣΗ 1999 Α/Α ΕΚΔΟΤΗΣ ΕΙΔΟΣ & ΑΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ
1. ΤΕΧΝΟΜΠΛΟΚ Ε.Π.Ε. Δ.Α.-Τ.Π. (Σ Β') Νο 638/22-12-99 8.750.000 1.575.000 10.325.000
2. " Δ.Α.-Τ.Π. (Σ Β') Νο 639/22-12-99 9.250.000 1.665.000 10.915.000
3. ΣΕΤ ΚΟΜ Ε.Π.Ε. Τ.Π.Υ. Νο 683/28-05-99 4.800.002 864.000 5.664.002
4. " " " Τ.Π.Υ. Νο 685/28-06-99 5.200.002 936.000 6.136.002
5. " " " Τ.Π.Υ. Νο 731/17-11-99 10.800.002 1.944.000 12.744.002
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ 38.800.006 6.984.000 45.784.006
ΧΡΗΣΗ 2000 A/ A ΕΚΔΟΤΗΣ ΕΙΔΟΣ & ΑΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ Φ.Π.A. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΑ
1. Π. Κ. Τ.Π.Υ. No 77/20-09-00 4.200.000 756.000 4.956.000
2. " Τ.Π.Υ. No 83/06-11-00 8.280.000 1.490.000 9.770.400
3. " Δ.Α-Τ. No 117/13-11-00 6.000.000 1.080.000 7.080.000
4. Μ.Ε.Σ.Ε. ΑΤΕΒΕ Δ.Α-Τ. No 11/18-07-00 5.300.000 954.000 6.254.000
5. " Δ.Α-Τ. No 12/19-07-00 4.390.000 790.200 5.180.200
6. " Δ.Α-Τ. No 22/08-11-00 7.260.000 1.306.800 8.566.800
7. " Δ.Α-Τ. No 23/10-11-00 8.500.000 1.530.000 10.030.000
8. " Δ.Α-Τ. No 24/13-11-00 6.582.000 1.184.760 7.766.760
9 " Δ.Α-Τ. No 25/17-11-00 10.520.000 1.893.600 12.413.600
10 " Δ.Α-Τ. No 32/04-12-00 6.050.000 1.089.000 7.139.000
11 " Δ.Α-Τ. No " 35/5-12-00 6.100.000 1.098.000 7.198.000
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997, την οποία δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλάβει ειδική αιτιολογία ως προς το δόλο του αναιρεσείοντος αφού αυτός ενυπάρχει σύμφωνα με τα προεκτεθέντα για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ούτε υποχρεούτο να διαλάβει σκέψεις για το σκοπό του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο αιτιολογημένα απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραγραφής των μερικότερων πράξεων που τελέστηκαν πριν την εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/ 2001 ήτοι πριν την 2/11/2001, ορθώς δεχόμενο ως έναρξη της παραγραφής του αδικήματος τούτου το χρόνο διαπίστωσης αυτού, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου του ΣΔΟΕ Αττικής (16/2/2005) καθόσον, κατά τα ανωτέρω η διάταξη του άρθρου 2 παρ 8 του ν. 2954/ 2001 είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης αυτής πράξης του άρθρου 19 εκείνης του προηγουμένου δικαίου, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως τυγχάνει εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέστηκαν προ της ισχύος του άνω άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/ 2001. Κατ' ακολουθίαν ορθώς περαιτέρω το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία και συνεπώς οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άνω ουσιαστικών διατάξεων είναι αβάσιμοι ως και ο τρίτος και τελευταίος λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας καθόσον κατά τα προεκτεθέντα υφίστατο δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να ερευνήσει την υπόθεση αυτή έστω και αν δεν έχει προηγηθεί τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί προσφυγής του. Η διάταξη δε του άρθρου 21 παρ.3 του ν. 2523/1997 που επικαλείται ο αναιρεσείων δεν αφορά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997. Κατ' ακολουθίαν πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμη και επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25/4/2012 αίτηση του Δ. Ν. του Ι., κατοίκου ... για αναίρεση της 18625/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013 Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2013
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή