Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση απλη.
Περίληψη:
Απλή δυσφήμηση. Στοιχεία. Έννοια γεγονότος. Πότε αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημιστικής εκδηλώσεως κατ’ άρθρον 367 ΠΚ. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα κατ’ άρθρο 367 ΠΚ και αιτιολογημένη καταδίκη για απλή δυσφήμηση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1853/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Χατζημιχάλη, για αναίρεση της 8754/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και πολιτικώς ενάγοντες τους 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Παπαπετρόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 418/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Για τη θεμελίωση, επομένως, του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως απαιτείται: α)ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού και β) δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το εν λόγω γεγονός. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω από τις διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' αρχήν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξυβρίσεως και της δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπολήψεως άλλου εκδήλωση γίνεται για την εκπλήρωση νομίμου καθήκοντος, όπως είναι και η υποχρέωση του μάρτυρα να καταθέσει στο δικαστήριο κάθε τι που γνωρίζει ή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο, όμως, όρο ότι η εκδήλωση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο, για την εκπλήρωση του νομίμου καθήκοντος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχει περίπτωση συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ενώ η εσφαλμένη εκτίμησή τους από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων και η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά την ανωτέρω έννοια απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο στηριζόμενος στο ανωτέρω άρθρο 367 του ΠΚ, υπό την προϋπόθεση ότι προτάθηκαν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών για απλή δυσφήμηση κατά συρροήν με συνδρομή της κατ' άρθρο 84 § 2α' ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο αιτιολογικό της, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν (για τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του Χ2) τα εξής: "Στις 24-1-2001, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συζητήθηκε η από .... αίτηση του αθλητικού σωματείου ".....", για το διορισμό προσωρινής διοικήσεως στην αθλητική ομοσπονδία "Ελληνική Ομοσπονδία ...." (....), της οποίας είναι μέλος, λόγω λήξεως της θητείας των αιρετών της μελών. Πρόεδρος του αιτούντος σωματείου ήταν τότε ο 1ος κατηγορούμενος Χ2, ο οποίος είχε διατελέσει και αντιπρόεδρος στο απερχόμενο διοικητικό συμβούλιο της ως άνω ομοσπονδίας. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως εξετάστηκε ως μάρτυρας του αιτούντος σωματείου ο 2ος κατηγορούμενος Χ1 (είναι ο αναιρεσείων), ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξεταζόμενος, κατέθεσε και τα ακόλουθα: "...Η διοίκηση αυτή είχε δημιουργήσει μια ομάδα προσώπων που λεγόταν εκτελεστική επιτροπή. Έπαιρναν αποφάσεις ερήμην. Ο κ.Ψ2, ο κ.Ψ1, ο κ.Ψ3, ο κ....... και ο κ......... ήταν μέλη της εκτελεστικής επιτροπής που έπαιρνε παράνομα αποφάσεις και έκανε παράνομη και καταχρηστική διοίκηση... Δεν υπήρχε διαφάνεια. Διαπιστώθηκε με καταγγελία του κ. Χ2, ότι στα ποσά που εισέπραξε η Ομοσπονδία από επιχορηγήσεις το 1999 υπήρχε διαφορά 47 εκατομμυρίων... λείπουν 47 εκατομμύρια και συμπεραίνουμε ότι υπάρχει υπεξαίρεση 47 εκατομμυρίων... Μια επιτροπή 5 ατόμων έπαιρνε αποφάσεις... έπαιρνε αυθαίρετες αποφάσεις η επιτροπή. Έβαλε παράβολο για το δελτίο αθλητή με απόφαση η. εκτελεστική επιτροπή 7.500 δραχμές. Δεν γνωρίζω ότι αυτή είναι απόφαση της γενικής συνέλευσης... η κ. ...... εξέτασε στην Ομοσπονδία και είπε τι διαπιστώθηκε.. .Έχουμε καταστάσεις του ΟΠΑΠ που δείχνουν τις εγκρίσεις και τις εισπράξεις των επιχορηγήσεων... αν στη χρήση του 2000 εμφανιστεί όλο το ποσό που λείπει, είτε η Ομοσπονδία θέλει να καλύψει το κενό, είτε πράγματι όλο το έλλειμμα εισεπράχθη το 2000. Αν έγινε υπεξαίρεση είναι αδύνατο να εμφανιστεί όλο το ποσό...". Αναφορικά με το ως άνω περιεχόμενο της κατάθεσης του 2ου κατηγορουμένου και ειδικότερα σε σχέση με τα περί υπεξαιρέσεως, αποδεικνύεται, ότι η .... επιχορηγείται από τη ΓΤΑ, μέσω της ΟΠΑΠ Α.Ε, για δε το έτος 1999 το ύψος των σχετικών επιχορηγήσεων, που είχαν εγκριθεί προς τούτο ανήλθε στο συνολικό ποσό των 179.350.000 δραχμών. Από το ποσό τούτο, μέσα στο έτος 1999, εκταμιεύθηκε προς την ... και εισπράχθηκε από αυτήν το ποσό των 134.095.000 δραχμών. Έτσι, στον οικείο απολογισμό της ...., αναφορικά με τις επιχορηγήσεις που εισέπραξε το 1999, αναφέρονται τα ποσά των 108.000.000 δραχμών και 26.095.000 δραχμών, δηλαδή συνολικά 134.095.000 δραχμές, ενώ δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 45.255.000 δραχμών, το οποίο εισπράχθηκε μεταγενέστερα, μέσα στο 2000. Μάλιστα, ο εν λόγω απολογισμός εγκρίθηκε με την .... απόφαση του ΓΓΑ. Ο 1ος κατηγορούμενος, έχοντας υπόψη του το .... έγγραφο της ΟΠΑΠ Α.Ε προς το σωματείο ".....", που όμως αναφέρεται στο σύνολο των ως άνω επιχορηγήσεων, καθώς και το ..... έγγραφο της ΓΓΑ προς την ...., με το οποίο την καλούσε να προβεί άμεσα σε απολογισμό, για το έτος 1999, ποσού 47.000.000 δραχμών (παρά το ότι είχε ήδη εγκριθεί από το ΓΓΑ ο απολογισμός για το έτος 1999), υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 18/1/01 μηνυτήρια αναφορά κατά των εγκαλούντων Ψ2, Ψ3 και Ψ1, με αποτέλεσμα να ασκηθεί εναντίον τους ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης από υπαλλήλους ν.π.ι.δ., σε βαθμό κακουργήματος, σχετικά με το ως άνω ποσό των 45.255.000 δραχμών, αλλά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αμετάκλητο 3318/02 βούλευμά του, δεχόμενο τα παραπάνω περιστατικά, ότι δηλαδή το εν λόγω ποσό δεν είχε .εισπραχθεί μέσα στο 1999, αποφάνθηκε, να μη γίνει κατηγορία εναντίον τους. Επίσης, τα ίδια δέχτηκε και το ελεγκτικό συμβούλιο της ΓΓΑ, με την από ..... έκθεση ελέγχου του, μετά από λογιστικό και διαχειριστικό έλεγχο, που διενήργησε στην ...., για το χρονικό διάστημα από 1/1/97 έως 28/2/01, κατόπιν της από 5/2/01 καταγγελίας του σωματείου ".....". Γίνεται δε δεκτό με την ως άνω έκθεση, ότι οι επιχορηγήσεις (τακτικές και έκτακτες) για κάθε ελεγχόμενο έτος πιστοποιήθηκαν ως προς το χρόνο καταβολής από την αρμόδια διεύθυνση του ΟΠΑΠ και συμφωνούν με τα δεδομένα του βιβλίου εσόδων-εξόδων της Ομοσπονδίας. Το ότι ο 2ος κατηγορούμενος σχετίζει το επικαλούμενο γεγονός της υπεξαιρέσεως με τους τρεις ως άνω εγκαλούντες Ψ2, Ψ1 και Ψ3 προκύπτει ευθέως από αυτό τούτο το περιεχόμενο της επίμαχης κατάθεσής του, όπου τους κατονομάζει συγκεκριμένα, ως τα πρόσωπα της διοίκησης, που σαν ομάδα έπαιρναν αποφάσεις και διοικούσαν και στην οποία διοίκηση αποδίδεται το έλλειμμα των 47.000.000 δραχμών από τις επιχορηγήσεις του 1999, επικαλούμενος, μάλιστα, την καταγγελία του 1ου κατηγορουμένου, ο οποίος όπως ήδη αναφέρθηκε καταμήνυσε συγκεκριμένα τους ως άνω εγκαλούντες για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης. Οι επίμαχοι ισχυρισμοί του 2ου κατηγορουμένου, ότι δηλαδή διαπιστώθηκε με καταγγελία του 1ου κατηγορουμένου, πως υπήρχε διαφορά 47.000.000 δραχμών από τις επιχορηγήσεις που εισέπραξε η Ομοσπονδία το 1999 και ότι λείπουν 47.000.000 δραχμές και η με βάση αυτή τη διαπίστωση εκφορά συμπεράσματος, σχετιζόμενου άμεσα με τα παραπάνω, ότι υπάρχει υπεξαίρεση 47.000.000 δραχμών, συνιστούν γεγονότα κατά την έννοια, που αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη. Όμως, οι εν λόγω ισχυρισμοί του 2ου κατηγορουμένου, που διαδόθηκαν ενώπιον τρίτων (δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γραμματέα της έδρας και των άλλων προσώπων, που παρακολουθούσαν τη διεξαγωγή της δίκης), μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω τριών-εγκαλούντων, καθόσον τους εμφάνιζαν, να μετέρχονται παράνομες πράξεις και μάλιστα εκείνη της υπεξαιρέσεως των επιχορηγήσεων της ΓΓΑ, κατά την εκ μέρους τους ενάσκηση της διοικήσεως στην ως άνω ομοσπονδία. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το ότι 2ος κατηγορούμενος, ενόψει των ως άνω περιστάσεων, δικαιούτο να αμφιβάλει για την αλήθεια τούτων, όπως ήδη έγινε δεκτό από την πρωτόδικη απόφαση, ο ίδιος προέβη, με τη θέλησή του, στην κατά τα παραπάνω διάδοσή τους, γνωρίζοντας, ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω τριών εγκαλούντων, ενόψει, μάλιστα, του ότι και εκείνος είχε διατελέσει στο παρελθόν μέλος στην εν λόγω διοίκηση και συνεπώς ήταν σε θέση να γνωρίζει τις δυσμενείς εντυπώσεις που δημιουργεί σε τρίτους η απόδοση, στους διοικούντες τα αθλητικά σωματεία, πράξεων υπεξαιρέσεως των χρημάτων, με τα οποία επιχορηγούνται από το Δημόσιο. Επομένως, στοιχειοθετείται κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία, η αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμισης σε βάρος των ως άνω τριών εγκαλούντων, ως προς το επίμαχο τμήμα της καταθέσεως του 2ου κατηγορουμένου, που αναφέρεται στο διατακτικό και πρέπει, ν' απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο ισχυρισμός του, περί του ότι αυτοί δεν νομιμοποιούνται, να παρασταθούν, ως πολιτικώς ενάγοντες, στην προκείμενη δίκη. Ο 2ος κατηγορούμενος, με αυτοτελή ισχυρισμό που πρόβαλε, ισχυρίστηκε, ότι προέβη στην επίμαχη κατάθεση του, προς εκπλήρωση νόμιμου καθήκοντός του, ως μάρτυρα, που κατέθεσε την αλήθεια και από δικαιολογημένο αθλητικό ενδιαφέρον, καθόσον επί δεκαετία είχε προσφορά στο άθλημα του καράτε, με αποτέλεσμα να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του. Ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός του, αναφορικά με το παραπάνω τμήμα της επίμαχης κατάθεσής του, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, το νόμιμο καθήκον του ως μάρτυρα και η προστασία του εύλογου αθλητικού του ενδιαφέροντος εξαντλούνται με την κατάθεση αληθών περιστατικών και όχι με την έκθεση αναληθών (περί υπεξαιρέσεως), για τα οποία δεν είχε άμεση γνώση και αντίληψη, ενόψει ιδίως και του ότι ήδη ήταν εκκρεμής η σχετική ποινική διαδικασία, η οποία δεν είχε καταλήξει σε αποτέλεσμα, επιβεβαιωτικό των καταγγελιών του 1ου κατηγορουμένου. Έτσι, το τμήμα της καταθέσεώς του, που αναφέρεται στο ότι διαπιστώθηκε με καταγγελία του 1ου κατηγορουμένου, ότι υπήρχε διαφορά 47.000.000 δραχμών από τις επιχορηγήσεις που εισέπραξε η Ομοσπονδία το 1999 και ότι λείπουν 47.000.000 δραχμές και η με βάση αυτή τη διαπίστωση εκφορά συμπεράσματος ότι υπάρχει υπεξαίρεση 47.000.000 δραχμών, συνιστούσε εκδήλωση, που στη συγκεκριμένη περίπτωση υπερέβαινε το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο, για την άσκηση του νομίμου καθήκοντος του ως μάρτυρα και την ικανοποίηση του αθλητικού του ενδιαφέροντος. Επομένως ο 2ος κατηγορούμενος πρέπει, να κηρυχτεί ένοχος, για την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης, σε βάρος των πιο πάνω τριών εγκαλούντων αναφορικά με το ως άνω και στο διατακτικό αναφερόμενο τμήμα της καταθέσεώς του.....".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ενώπιον των μνημονευομένων τρίτων, με τη δοθείσα μαρτυρική κατάθεσή του, ότι από το ταμείο της Ομοσπονδίας .... είχαν υπεξαιρεθεί 47.000.000 δρχ., υπαινισσόμενος ότι οι εγκαλούντες περιλαμβάνονται στον κύκλο των δραστών της υπεξαιρέσεως αυτής, τα οποία, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα απ' τον αναιρεσείοντα, αποτελούν ισχυρισμό περί γεγονότος και όχι έκφραση γνώμης ή κρίση, προσβάλλουν δε την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. Περαιτέρω επαρκώς αιτιολογείται γιατί δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφημήσεως, για την οποία πρόκειται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 367 του ΠΚ, την εφαρμογή του οποίου, προβληθείσα με αυτοτελή ισχυρισμό απ' τον αναιρεσείοντα, ορθώς απέκρουσε το Εφετείο, διότι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο αυτό, για τους λόγους που λεπτομερώς αναφέρονται στην ανωτέρω παρατεθείσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η χρήση, σχετικώς, στην αιτιολογία αυτή της φράσεως "εκφορά συμπεράσματος", αποδιδομένου στον αναιρεσείοντα, δεν δηλώνει παραδοχή του Εφετείου ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων εξέφρασε κρίση περί γεγονότος, αλλά η φράση αυτή, συνεκτιμώμενη με τα συμφραζόμενά της και την αμέσως προηγούμενη αυτής αιτιολογία της αποφάσεως, με την οποία δέχθηκε το δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε το δυσφημιστικό γεγονός της υπεξαιρέσεως 47.000.000 δρχ. από το ταμείο της Ομοσπονδίας ....., δηλώνει παραδοχή ότι ο αναιρεσείων άφησε να εννοηθεί συμπερασματικώς ότι οι εγκαλούντες είχαν σχέση με το έλλειμμα του εν λόγω ταμείου κατά το ανωτέρω ποσόν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το μεν ανάγονται σε αντίθεση, κατ' αυτόν, του περιεχομένου των επισημαινομένων αποδεικτικών μέσων (εγγράφων και μαρτύρων) προς το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία, όμως, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια, αλλά καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του Εφετείου, ως εσφαλμένης, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικώς, το δε πλήττον την υπό του Εφετείου εκτίμηση των αποδείξεων γενικώς, ως εσφαλμένη, η οποία δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως, και μάλιστα σε σχέση με την υπό του αναιρεσείοντος γνώση της αναλήθειας του υπ' αυτού ισχυρισθέντος γεγονότος, η οποία είναι αδιάφορος επί απλής δυσφημήσεως, για την οποία η καταδίκη του αναιρεσείοντος. Κατ' ακολουθίαν, οι αντίθετοι προς τ' ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Ποιν.Δ) και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 8754/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ