Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1238 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Διάθεση ακατάλληλων τροφίμων και κρεάτων.




Περίληψη:
Παράβαση τροφίμων - κρεάτων, ακαταλλήλων προς βρώση και κατανάλωση. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με εκ πλαγίου παράβαση. Απορρίπτει.




Αριθμός 1238/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Παπαδέα, περί αναιρέσεως της ΑΤ391/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Τ

ο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 463/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 Α παρ. 1 α, Β παρ. 1 του ν. 248/1914, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 2532/1997 και συμπληρώθηκε πρώτο του ν. 4085/1960 και με το άρθρο 15 παρ.3 του ν. 2732/1999, ορίζεται ότι με φυλάκιση ενός μηνός μέχρι δύο ετών, τιμωρούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παράγουν, αποθηκεύουν, επεξεργάζονται, μεταφέρουν ή κατ'άλλο τρόπο χειρίζονται προϊόντα ζωικής προέλευσης, ή διαθέτουν στο εμπόριο ζωικά προϊόντα ή ζώντα ζώα τα οποία δεν έχουν ληφθεί, δεν έχουν ελεγχθεί και δεν έχουν επισημανθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες κτηνιατρικές διατάξεις. Κατά το άρθρο 15 εδ.δ και ε, 22 του π.δ. 40/1977, τα τρόφιμα, αναλόγως των αποτελεσμάτων των κτηνιατρικών επιθεωρήσεων, βάσει της εν γένει υγιεινής και ποιοτικής καταστάσεως στην οποίαν ευρίσκονται και των όρων της ισχύουσας νομοθεσίας, χαρακτηρίζονται: Κατάλληλα προς κατανάλωση, νοούνται τα τρόφιμα τα οποία διατηρούν τους ειδικούς δι' έκαστον εξ' αυτών οργανοληπτικούς χαρακτήρες (χρώμα, σύσταση, οσμή, γεύση), δεν παρουσιάζουν μεταβολές οφειλόμενες σε ασθένειες ή αλλοιώσεις, αποσύνθεση ή μόλυνση και πληρούν τους όρους της σχετικής νομοθεσίας κατά περίπτωση (εδ.α). Ακατάλληλα προς βρώση, νοούνται τα τρόφιμα τα οποία παρουσιάζουν μη κανονικούς τους στην περίπτωση α του παρόντος άρθρου οργανοληπτικούς χαρακτήρες των, ανεξαρτήτως της επιδράσεώς των ή μη επί της υγείας του καταναλωτού.(εδ.δ). Ακατάλληλα προς κατανάλωση ως μη πληρούντα τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, νοούνται τα τρόφιμα τα οποία δεν πληρούν ένα ή περισσότερους όρους της σχετικής νομοθεσίας. (εδ.ε).
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ ΑΠ 1/2005).
Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε στο αιτιολογικό του τα εξής: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε στον ..., στις ... ο κατηγορούμενος, ως υπεύθυνος του κατ/τος κρεοπωλείου, του οποίου είναι ιδιοκτήτης και βρίσκεται στην οδό ..., κατελήφθει να διαθέτει εντός του καταστήματός του 100 κιλά κρέας χοιρινό και μοσχαρίσιο νωπό σε κατάψυξη, τα οποία ήσαν σε πλαστικές σακκούλες, άνευ σημάνσεων, και αυτό ήταν ακατάλληλο προς βρώση και κατανάλωση (βλ. την αρ. πρωτ. ... κτηνιατρική έκθεση κατάσχεσης της Δ/νσης Κτηνιατρικής Πειραιά). Τα ως άνω τρόφιμα την ίδια ημέρα καταστράφηκαν (βλ. το από 14-12-04 πρωτόκολλο καταστροφής προϊόντων ζωϊκής προέλευσης). Τα ανωτέρω περιστατικά προέκυψαν από τα αναγνωστέα έγγραφα της δικογραφίας (κτηνιατρική έκθεση κατάσχεσης και πρωτόκολλο καταστροφής), ενώ δεν αναιρέθηκαν απ' όσα ισχυρίστηκε ο κατ/νος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Πρέπει, συνεπώς, ο κατ/νος να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στον ... στις 11.20 ώρα της ...υπεύθυνος καταστήματος κρεοπωλείου στην οδό ... κατελήφθη να διαθέτει στη κατανάλωση τρόφιμα Α) τα οποία παρουσιάζουν αφενός μη κανονικό οργανοληπτικό χαρακτήρα όσον αφορά το χρώμα, τη σύσταση την οσμή και την γεύση και αφετέρου μεταβολές που οφείλονται σε αλλοίωση τους ανεξαρτήτως της επίδρασης τους η μη επί της υγείας του καταναλωτή. Β) Μη πληρούντα τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίαςειδικότερα. Κατασχέθηκαν 100 κιλά κρέατος χοιρινού καιμοσχαρίσιου νωπού σε κατάψυξη τα οποία ήταν σε πλαστικές σακούλες άνευ σημάνσεως ήτοι τρόφιμα ακατάλληλα προς βρώση και κατανάλωση".
Μετά ταύτα, το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ.
Με βάση τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν και τις άνω παραδοχές στο αιτιολογικό αλλά και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 ΠΚ, 15 εδ. δ και ε, 22 του π.δ. 40/1977, 23 Α παρ. 1 α, Β παρ. 1 του ν. 248/1914, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 2532/1997 και συμπληρώθηκε πρώτο του ν. 4085/1960 και με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 2732/1999, που εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος, ήτοι ότι ο κρεοπώλης κατηγορούμενος κατελήφθη να κατέχει 100 κιλά νωπού κρέατος χοιρινού και μοσχαρίσιου, σε κατάψυξη, μέσα σε πλαστικές σακούλες, άνευ σημάνσεως, τα οποία παρουσίαζαν μη κανονικό οργανοληπτικό χαρακτήρα, όσον αφορά το χρώμα, τη σύσταση, την οσμή και τη γεύση και μεταβολές που οφείλονται σε αλλοίωσή τους, ανεξαρτήτως της επίδρασής τους ή μη επί της υγείας του καταναλωτή, ήτοι τρόφιμα ακατάλληλα προς βρώση και κατανάλωση, όπως προέκυψε από την αναγνωσθείσα κτηνιατρική έκθεση κατάσχεσης και καταστροφής της Διευθύνσεως Κτηνιατρικής Υπηρεσίας Πειραιώς και β) από τις άνω παραδοχές ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση συνάγεται, καθόσον δεν είναι αντιφατικό τα εν λόγω κρέατα να παρουσιάζουν μη κανονικό οργανοληπτικό χαρακτήρα, όσον αφορά το χρώμα, τη σύσταση, την οσμή και τη γεύση και μεταβολές που οφείλονται σε αλλοίωσή τους, οπότε στοιχειοθετείται η παράβαση, ανεξαρτήτως της επιδράσεως ή μη των άνω μεταβολών επί της υγείας του καταναλωτή και ταυτόχρονα να είναι χωρίς σήμανση σε κατάψυξη και ακατάλληλα προς βρώση και κατανάλωση. Ήτοι δεν υπάρχει καμία ασάφεια ή αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο και η προσβαλλόμενη απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσεως.
Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 7/7-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του ..., κατά της με αριθμό ΑΤ 391/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή