Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1179 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Κυριότητα.




Περίληψη:
Αναίρεση: Λόγοι εκ του 559 αρ. 8, 554 αρ. 10 και 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ. Απορριπτέοι.




Αριθμός 1179/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλυομένου του αρχαιοτέρου της συνθέσεως Αρεοπαγίτη Βασιλείου Φούκα), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανδρέου.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Φωτάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-3-1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/ΤΠ/2000 μη οριστική, 69/ΤΠ/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 232/2010 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-4-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά διάβασε την από 26-3-2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 1033 για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ. εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ιδίου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα είναι νομέας αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 980 Α.Κ., η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Άσκηση νομής προκειμένου για ακίνητο συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι ο κατά της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται αληθή υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή (Α.Π.1882/1999). Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι τα μέσα αμύνης και επιθέσεως δηλαδή οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια όπως είναι και εκείνοι που τείνουν στην κατάλυση του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος με την μορφή ενστάσεως κατά της αγωγής πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνονται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας εκτός εάν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που ώφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων και έτσι δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 201/2008). Εξάλλου δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωμα που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως και όχι ουσιαστικού δικαίου διατάξεως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γιατί το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη επειδή δεν εξειδίκευε το χρόνο και τον τρόπο κτήσεως της νομής του επιδίκου από την δικαιοπάροχό του ούτε τις υλικές πράξεις νομής που την εκδηλώνουν στοιχεία αναγκαία για την πληρότητα του ισχυρισμού του περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ενώ με το δεύτερο μέρος του ίδιου πρώτου λόγου, μέμφεται την απόφαση αυτή για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γιατί το Εφετείο με το να δεχθεί ως αληθή πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν και εξειδικεύουν την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο και ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη νομή χρησικτησίας και τον τρόπο κτήσης του δικαιώματος κυριότητας της δικαιοπαρόχου του που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς αυτά να διαλαμβάνονται στην έφεσή του και στις προτάσεις του, δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και της εφέσεως αυτού, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την από 5-3-1999 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, ισχυρίστηκε ότι είναι κύριος ενός ακινήτου από κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1976 πατέρα του Δ. Σ. την οποία νόμιμα αποδέχθηκε, ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ενέμετο το ακίνητο αυτό διανοία κυρίου από του έτους 1940 μέχρι του θανάτου του και μετέπειτα ενέμετο τούτο ο ίδιος διανοία κυρίου ασκώντας έκαστος τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής καταστάς έτσι κύριος τούτου με έκτακτη χρησικτησία αλλά και με παράγωγο τρόπο. Ζήτησε δε με την αγωγή αυτή να αναγνωρισθεί κύριος και νομέας του επιδίκου ακινήτου. Ο αναιρεσίβλητος προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τις προτάσεις που υπέβαλε ενώπιον αυτού, ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου ισχυριζόμενος ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του αιτία πωλήσεως και δωρεάς, με δύο συμβόλαια αντίστοιχα, τους έτους 1980, εκ μέρους της μητέρας του Κ. Σ. στην οποία είχε περιέλθει τούτο με έκτακτη χρησικτησία αφού αυτή το ενέμετο διανοία κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως από του έτους 1940 μέχρι το έτος 1980 ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, ο ίδιος δε συνέχισε να το νέμεται διανοία κυρίου από τους έτους 1980 και εντεύθεν μέχρι την έγερση της αγωγής ασκώντας και αυτός προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής δηλαδή διατηρώντας επ' αυτού ορνιθώνα και καλλιεργώντας λαχανόκηπο κατ' αρχήν δια της αντιπροσώπου μητέρας του και μετά το θάνατο αυτής το έτος 1998 ο ίδιος αναζητώντας αγοραστές για την εκποίησή του και προβαίνοντας σε εμβαδομετρήσεις τούτου και σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, αποκτήσας το ακίνητο αυτό και με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας με την προσμέτρηση και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου του. Με την υπ' αριθ. 57/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων σε απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής του πραγματικών περιστατικών και ο αναιρεσίβλητος σε απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση της ως άνω ενστάσεώς του πραγματικών περιστατικών. Με την υπ' αριθμ. 69/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας έγινε δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος και απερρίφθη ως ουσιαστικά αβάσιμη η ως άνω ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος. Κατά της αποφάσεως αυτής ο τελευταίος άσκησε έφεση παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη της ως άνω ενστάσεώς του επαναφέροντας, κατ' εκτίμηση του όλου περιεχομένου της, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που είχε προτείνει, προς θεμελίωσή της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε δεκτή την ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος ως και ουσιαστικά βάσιμη και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή δεχόμενο κατ' ουσίαν την έφεση.
Συνεπώς, το Εφετείο όχι παρά το νόμο δέχθηκε την με τον ως άνω τρόπο προβληθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο ακίνητο και δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης και κατά τα δύο σκέλη του με τον οποίον ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση χωρίς να έχει προσκομιστεί καμμία απόδειξη γι' αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για τα εν λόγω πράγματα. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτει ο αναιρεσείων στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ. ως εκ του ότι η παραδοχή της αποφάσεως αυτής περί διαθέσεως χρημάτων από την εκποίηση ακινήτων της Α. Σ. για την αγορά της μείζονος έκτασης στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο, δεν διαλαμβάνεται στους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου, έγινε δε δεκτή χωρίς απόδειξη αφού ούτε μάρτυρας αναφέρει κάτι σχετικό σε κατάθεσή του ούτε έγγραφα προσκομίστηκαν για την απόδειξή της. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος καθόσον ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα" υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια αλλά συνιστά πραγματικό επιχείρημα προς ενίσχυση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας που προέβαλε νομίμως ο αναιρεσίβλητος.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση γιατί στερείται νομίμου βάσεως ως εκ του ότι περιλαμβάνει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και συγκεκριμένα, διότι α) το Εφετείο, κατά τρόπο αντίθετο προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, της λογικής και με άγνοια του τρόπου ζωής της μέσης ελληνικής οικογένειας, δέχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων, που μέχρι το έτος 1976 ζούσε με τον σύζυγό της και την οικογένειάς της και μέχρι το θάνατό της με τον αναιρεσείοντα, ασκούσε πράξεις νομής διανοίας κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου χωρίς να ενοχληθεί, β) παραγνωρίζει και αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι στο σχεδιάγραμμα που είναι συνημμένο στο συμβόλαιο το οποίο έχει υπογράψει ο αναιρεσίβλητος, το επίδικο ακίνητο αναφέρεται ως ιδιοκτησία του πατέρα τους, γ) παραγνωρίζει το γεγονός ότι στη δήλωση φόρου κληρονομίας του έτους 1976 που υπογράφει η μητέρα τους ως κληρονόμος του συζύγους της, το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στο δηλωθέν ως οικόπεδο της οικίας, δ) δέχεται αναιτιολόγητα και αναπόδεικτα τη διάθεση χρημάτων από τη μητέρα του, από την πώληση ακινήτων της για την κατασκευή της οικίας του συζύγου της και του αδελφού του πριν τη διανείμουν, αν και αυτός απέδειξε ότι το μοναδικό ακίνητο της μητέρας του ήταν στο προικοσύμφωνο που έγινε στον πατέρα του το έτος 1937 και δεν το είχε πωλήσει. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι περιλαμβανόμενες σε αυτόν αιτιάσεις ανάγονται οι μεν τρεις πρώτες σε επιχειρήματα του αναιρεσείοντος που συνέχονται με την αξιολόγηση των αποδείξεων, η δε τέταρτη ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσίβλητου στη δικαστική του δαπάνη (άρθρα 183 και 176 Κ.Πολ.Δ.)όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Απριλίου 2011 αίτηση του Α. Σ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 232/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή