Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2109 / 2013    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπερωριακή απασχόληση.




Περίληψη:
Αμοιβή και αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση. Οι περί μερικής καταβολής των αιτουμένων ποσών ισχυρισμός δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά ένσταση του εναγομένου. Η μακροχρόνια αδράνεια του μισθωτού να προβάλει τις απαιτήσεις του, η εξ αυτής διόγκωσή τους και η δια της όψιμης προβολής τους περιαγωγή του εργοδότη σε οικονομική διακινδύνευση δεν αποτελούν περιστατικά που μπορούν να υπαχθούν στην ΑΚ 281, ακόμη και αν συνδυασθούν με το γεγονός ότι κατά τη συνταξιοδότηση του μισθωτού ο εργοδότης κατέβαλε οικειοθελώς την πλήρη και όχι τη μειωμένη αποζημίωση του ν. 3198/1955. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2109/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην …και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Αντωνίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ - ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Χ. Κ. του Σ., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Αναγνωστόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-10-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 684/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1153/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε ο ως άνω αναιρεσίβλητος με την από 15-10-2007 αίτησή του επί της οποίας εκδόθηκε η 965/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την 1153/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 3517/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί τώρα η αναιρεσείουσα με την από 8-9-2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο όπου έχει εγγραφεί μετά την από 12-3-2012 κλήση της αναιρεσείουσας, ύστερα από προηγηθείσα ματαίωση της συζήτησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 14-10-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 287 εδ.α', 416, 648, 904, 914 ΑΚ και 111, 116, 118 περ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης, εναγόμενος από το μισθωτό για την καταβολή είτε του συμφωνημένου μισθού μετά των λοιπών νομίμων προσαυξήσεων που εξομοιώνονται με αυτόν (ΟλΑΠ 40/2002) είτε των αποζημιώσεων που οφείλονται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ως αστική ποινή για την παράνομη απασχόλησή του (ΑΠ 233/2004), έχει την ευχέρεια να αντιτάξει τον ισχυρισμό ότι με προηγηθείσα καταβολή έχει εκπληρώσει εν όλω ή εν μέρει την υποχρέωση, για την οποία ενάγεται. Η προβολή του ισχυρισμού περί ολικής ή μερικής εξοφλήσεως της απαιτήσεως, που ασκείται με την αγωγή, ως ένταση (ΚΠολΔ 262 παρ.1), αποτελεί δικονομικό βάρος του εναγομένου (ΑΠ 1174/2006). Κατά συνέπεια, ο ενάγων μισθωτός, σε περίπτωση που έχει προηγηθεί μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών του με μία ή περισσότερες καταβολές του εργοδότη, υποδεέστερες του, κατά τους ισχυρισμούς του, συνολικού ύψους των, πράγματι, γεγενημένων αξιώσεών του, μόνο ως ανταπόκριση προς το δικονομικό καθήκον της αληθείας υποχρεούται να παραθέσει στην αγωγή του τα ποσά των καταβολών και το χρόνο ή την αιτία εκάστης εξ αυτών και όχι ως κατά νόμο αναγκαίο στοιχείο του παραδεκτού της αγωγής. Εξ άλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί είτε αρκέστηκε σε λιγότερα. Η τυχόν περαιτέρω ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η αναγόμενη στην παράθεση στο δικόγραφο αυτής των περιστατικών τα οποία συγκεκριμενοποιούν την ασκούμενη αξίωση και το προβαλλόμενο αίτημα, ώστε το τελευταίο να εμφανίζεται ως σαφές, λογικό επακόλουθο των ιστορουμένων, ελέγχεται αντίστοιχα ως παράβαση με τους από το άρθρο 559 αρ.8 ή αρ.14 ΚΠολΔ αναιρετικούς λόγους. Στη προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της ένδικης, από 26-10-2005 αγωγής του αναιρεσίβλητου, διότι αυτός, ως ενάγων μισθωτός, ανέφερε μεν στο δικόγραφό της ότι έναντι των, πράγματι, γεγενημένων αξιώσεών του είχε λάβει εκ μέρους της αναιρεσείουσας, ως εναγομένης εργοδότριας, τα "συνολικά ποσά που του εδόθησαν για τις επίδικες αιτίες σε κάθε χρονική περίοδο, χωρίς, όμως, να εξειδικεύει σε τι, ακριβώς, αναφέρονταν τα καταβληθέντα ποσά", με συνέπεια, κατά την άποψή της, η αγωγή να μην περιέχει τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και να πάσχει από αοριστία. Όπως προαναφέρθηκε, όμως, η επίκληση και εξειδίκευση των καταβολών της αναιρεσείουσας έναντι των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσίβλητου αποτελούσε δικονομικό βάρος της πρώτης, ως αμυνόμενης και όχι στοιχείο της αγωγής του δευτέρου. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
2.
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου μπορεί να οδηγήσει στην αποδυνάμωση του δικαιώματος, ώστε η μετά ταύτα άσκησή του να αποβαίνει καταχρηστική, μόνο όταν συνδυάζεται με πρόσθετα περιστατικά, τα οποία ήταν δυνατό να δημιουργήσουν στον υπόχρεο και, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι δημιούργησαν την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν θα ασκηθεί. Οπότε, η όψιμη άσκησή του επιφέρει τόσο έντονη ανατροπή της κατάστασης που παγιώθηκε, προς διατήρηση της οποίας και προς διασφάλιση της κοινωνικής και οικονομικής ειρήνης είναι προτιμότερη η "θυσία" του δικαιώματος. Στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, όπου ο εργοδότης οφείλει να γνωρίζει τις οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντι στον εργαζόμενο και να είναι συνεπής στην εκπλήρωσή τους, η αδράνεια του τελευταίου να τις διεκδικήσει, ακόμη και μακροχρόνια, δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου στην αποδυνάμωση του σχετικού δικαιώματος, αφού, σύμφωνα με την κοινή πείρα, η τυχόν διεκδίκηση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη διατήρηση της θέσεως εργασίας. Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι η εκκαλούσα (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) είχε προβάλλει νομίμως ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας τον ισχυρισμό ότι η άσκηση του δικαιώματος του εφεσίβλητου (ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου), με την ένδικη αγωγή, να απαιτήσει πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις συνολικού ύψους 99.315,39 ευρώ (ποσό, που επιδικάσθηκε), για νόμιμη και παράνομη απασχόλησή του στην υπηρεσία της καθ' υπέρβαση των χρονικών ορίων της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας εντός του διαστήματος από 1-1-1999 μέχρι 31-1-2004, ήταν καταχρηστική. Ότι για τη νομική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού, η εκκαλούσα είχε επικαλεσθεί ότι α) ο εφεσίβλητος, κατά τα 29 έτη της απασχόλησής του στην υπηρεσία αυτής και της προηγούμενης εργοδότριας εταιρίας, την οποία αυτή υποκατέστησε, ουδέποτε έθεσε θέμα ως προς το ύψος των αποδοχών του και, ειδικότερα, ως προς την παροχή πρόσθετης εργασίας για την οποία δεν αμειβόταν, β) ο εφεσίβλητος, κάθε φορά που πληρωνόταν, παραλάμβανε ανεπιφύλακτα τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του, γ) η εκκαλούσα, κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας, κατά την οποία ο εφεσίβλητος είχε συμπληρώσει τις νόμιμες προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, κατέβαλε προς αυτόν το σύνολο της αποζημίωσης που θα δικαιούταν σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ενώ κατά νόμο είχε την ευχέρεια να του καταβάλει μόνο το ήμισυ (άρθρο 8 παρ.2 του ν. 3198/1955), ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε εάν ο εφεσίβλητος είχε προβάλει τις ένδικες αξιώσεις, δ) ο εφεσίβλητος δεν απασχολείτο υπό αυστηρό έλεγχο των χρονικών ορίων εργασίας και ε) η εκκαλούσα, εν όψει και της τρέχουσας κάμψης του κλάδου των τεχνικών έργων, όπου αποκλειστικά δραστηριοποιείται, πρόκειται να αντιμετωπίσει δυσβάστακτο οικονομικό πρόβλημα από την εκ των υστέρων προβολή των ενδίκων αξιώσεων του εφεσίβλητου, οι οποίες έφθασαν σε υπέρογκο ποσό μετά την μακροχρόνια αδράνειά του. Και, τέλος, δέχθηκε το Εφετείο ότι υπό τις περιστάσεις αυτές, υποτιθέμενες αληθινές, η άσκηση του δικαιώματος του εφεσίβλητου δεν αντίκειται στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την προβληθείσα ένσταση της αναιρεσείουσας ως μη νόμιμη. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο προέβη σε ορθή, αποφατική υπαγωγή των ως άνω, επικληθέντων περιστατικών στην περί καταχρήσεως δικαιώματος διάταξη του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, από αυτά, το αναφερόμενο υπό στοιχείο (δ) ήταν από τη φύση του απρόσφορο, διότι συνδέεται με τη γέννηση και όχι με την άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου. Το υπό στοιχείο (γ) αναφερόμενο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την απομείωση του συνολικού ποσού που διεκδικεί ο αναιρεσίβλητος, όχι, όμως, για τον αποκλεισμό της διεκδίκησης, αφού δεν συνδέεται με τη δική του συμπεριφορά. Τα υπόλοιπα συνδέονται, πράγματι, με την προηγούμενη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου σε σχέση με την ασκηθείσα αξίωση, αλλά, ακόμη και εάν ήσαν αληθινά, δεν θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει στην αναιρεσείουσα την εύλογη πεποίθηση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν διατηρεί και δεν θα ασκήσει αξιώσεις εναντίον της. Διότι αυτή, ως εργοδότης, όφειλε να γνωρίζει ότι, εφ' όσον απασχολεί τον εργαζόμενου επί χρόνο υπέρτερο του συμβατικού και νομίμου ωραρίου, έχει την υποχρέωση να του καταβάλλει πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις, τις οποίες δεν είναι δυνατό να αποφεύγει στο διηνεκές, λόγω της εγγενούς δυσχέρειάς του να τις διεκδικήσει, δικαστικώς ή ακόμη και εξωδίκως, από φόβο μήπως τη δυσαρεστήσει και επισύρει την απόλυσή του. Γι' αυτό, η εκ των υστέρων διεκδίκηση ενός ιδιαίτερα μεγάλου ποσού από τον αναιρεσίβλητο και η δι' αυτής διακύβευση της οικονομικής υπόστασης της επιχείρησης της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου επί των κατά νόμο αμοιβών και αποζημιώσεων αυτού. Οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις οφείλονται, προεχόντως και κατά τα εκτιθέμενα στα δικόγραφα της αναιρεσείουσας, στη μακροχρόνια ασυνέπεια της ίδιας απέναντι στις γνωστές σ' αυτήν υποχρεώσεις προς τον αναιρεσίβλητο. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
3.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8-9-2010 αίτηση περί αναιρέσεως της 3517/ 2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακόσιων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 31η Οκτωβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή