Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Μέχρι ισχύος ΑΚ για την έκτακτη χρησικτησία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΒΡΔ και επί δασών που ανήκαν στο Δημόσιο. Η χρησικτησία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι 12-9-1915. Μετά την ημερομηνία αυτή τα ακίνητα του Δημοσίου είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Τι ισχύει στη Θεσσαλία μετά την προσάρτησή της το 1881 στο Ελληνικό Κράτος. Δάσος: Έννοια κατά προϊσχύσαντες και ισχύοντες νόμους. Με τους αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ προσβάλλονται μόνο τα έγγραφα και όχι τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ.
Αριθμός 2173/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τζιάννη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/12/1987 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/1989 μη οριστική, 604/1997 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 184/2002 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/10/2003 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 51 και ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από καμμιά όμως διάταξη του δικαίου αυτού ή άλλου νεωτέρου νόμου, από αυτές που ίσχυσαν μέχρι της 26.11.1926, οπότε τέθηκε σε ισχύ το ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", συνάγεται ότι τα δημόσια κτήματα και οι δημόσιες γενικά δασικές εκτάσεις ήταν ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσιο εθεωρείτο, κατά πλάσμα του νόμου ότι διατηρεί σ' αυτά νομή, παρά την υλική εξουσίασή τους από τρίτα πρόσωπα, (πράγμα το οποίο συνέβαινε για τις εθνικές βοσκήσιμες εκτάσεις, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2, 3 επ του Ν. ΝΘ/1864 και 3 του Ν ΨΠΖ/1882). Αντίθετα από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν.8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 2 Πανδ (41-4), ν6 πρ. Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ (23.3), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18, 21 του Ν 21-6/6.3.1837 "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, ήταν επιτρεπτή η από, ιδιώτη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος αυτός (ιδιώτης) δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (ν 18, 24 παρ. 1 (41.3), παρ. 9 Εισ. (2-9) ν2 Κωδ. (7.30) Βασ 50.10). Όμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται εφεξής σε καμμιά παραγραφή, η δε παραγραφή που άρχισε δεν έχει καμμιά συνέπεια, εάν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν συμπληρώθηκε η 30ετής κατά τους προϊσχύσαντες νόμους παραγραφή. Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε έκτοτε για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η κτητική παραγραφή, δηλαδή η έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανεστάλει με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν ΔΞΗ/1912 μέχρι της χρονολογίας εκδόσεως του ανωτέρω ΝΔ, έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο κτήμα με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι της 12.9.1915. Οι πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος μετά την ημερομηνία αυτή δεν είχαν καμμιά αξία για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εάν δε η 30ετία δεν έχει συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Περαιτέρω προκειμένου περί των κειμένων στη Θεσσαλία δασών, επί Τουρκοκρατίας η κυριότητά τους ανήκε στο Τούρκικο Δημόσιο, όπως τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του από 7 Ραμαζάν 1274 (1834) Τουρκικού Νόμου περί Γαιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των Οδηγιών της 13 Μουχαρέμ περί εξελέγξεως τίτλων δασών. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, κατά το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, με τη σύμβαση της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου 1881) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με τον Ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητά τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, από του χρόνου όμως αυτού τα εν λόγω δάση υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία εφόσον μέχρι τις 12-9-1915 έχει συμπληρωθεί καλόπιστη 30ετής νομή. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 "Περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", που περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στον Ν 3077/1924 "περί Δασικού Κώδικος", ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία μερικώς ή εξ ολοκλήρου καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά οποιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, ενώ δασικά εδάφη θεωρούνται οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό τους μέρος. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 του Ν 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν.998/1979, που ίσχυσαν μεταγενέστερα, στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, που καλύπτονται από αραιή ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε δασικής διάπλασης, καθώς και οι εντός των εκτάσεων αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικής ή μη. Εξ εταίρου από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ολ ΑΠ 10/2011) Εξετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, από το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την διεκδικητική δασικών εδαφοτεμαχίων αγωγή του αναιρεσιβλήτου Δημοσίου, από την οποία το απέβαλε ο αναιρεσείων-εναγόμενος: " Τα επίδικα ακίνητα ευρίσκονται εις την δασικήν θέση "Σπάντια" του οικισμού Δολιανών της Κοινότητος Κρανιάς Ασπροποτάμου Καλαμπάκας, είναι πραγματικής εκτάσεως 511,35 και 420,90 m2 και συνορεύουν γύρωθεν. το πρώτον τούτων (εμβαδού 511,35 m2) ανατολικώς με έκταση καταληφθείσαν από τον μη διάδικον Μ. Ν. και χορτολιβαδικήν έκταση πέραν της οποίας διέρχεται ο δασικός δρόμος που οδηγεί εις τον οικισμόν Δολιανών, βορείως, δυτικώς και νοτίως με χορτολιβαδικήν έκταση, όπως αυτό αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία 17-18-19-24-25-26-27-28-17 εις το από 29-10-1991, υπό κλίμακα 1:500, τοπογραφικόν διάγραμμα του πραγματογνώμονος Ε. Τ. που συνοδεύει την υπ' αριθμ. 47/1991 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αυτού (και υπό τα στοιχεία 27-28-29-35-112-113-114-130-131-27 εις το από 18-2-1986, υπό κλίμακα: 1: 500, τοπογραφικόν διάγραμμα του δασολόγου Α. Γ. που προσκομίζει το ενάγον και επικα¬λείται διά της αγωγής του) και το δεύτερον τούτων (εμβαδόν 420,90 m2) απ' όλες τις πλευρές του με χορτολιβαδικήν έκταση, πέραν της οποίας, προς βορράν, διέρχεται ο αυτός, ως άνω, δασικός δρόμος, όπως αυτό αποτυπώνεται, υπό τα στοιχεία 12-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12, εις το αυτό, ως άνω, τοπογραφικόν διάγραμμα του πραγματογνώμονας Ε. Τ. (και υπό τα στοιχεία 133-134-135-136-137-138-139-140-162-169-133 εις το αυτό, ως άνω, τοπογραφικόν διάγραμμα του δασολόγου Α. Γ.). Ειδικότερον αυτά, είναι ηπίας κλίσεως, με γόνιμον και βαθύ έδαφος, επιδεκτικόν ως τοιούτον καλλιέργειας και, συμφώνως προς την προαναφερομένην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποτελούν τμήμα ακαλύπτου χορτολιβαδικής εκτάσεως 35.000m2 περίπου, η οποία ευρίσκεται εντός του 5ου συμπλέγματος του δημοσίου δάσους Δολιανών, το οποίον εκτείνεται εις απόσταση 250 περίπου μέτρων από αυτήν και του οποίου αποτελεί αναποσπαστον τμήμα, ως συστατικόν του. Κατά τον χρόνον της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας εις το Εληνικόν Κράτος και της εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Θεσσαλικές επαρχίες (διά τον Ν.ΠΜ/19-20 Μαρτίου 1882), αυτά είχαν και έκτοτε μέχρι σήμερον έχουν τον χαρακτήρα της δασικής εκτάσεως, ως τμήματα της, ως άνω, ασκεπούς χορτολιβαδικής εκτάσεως, η οποία αποτελεί οργανικήν ενότητα με το συνεχόμενον δημόσιον δάσος Δολιανών, που αποτελείται από άγρια ξυλώδη φυτά, εις πυκνήν μορφήν, και ειδικότερον άτομα ελάτης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί του χα-ρακτήρος των επιδίκων, κατά τον, ως άνω, χρόνον μέχρι σήμερον, ως δασικών εκτάσεων συνάγεται τόσον από την προαναφερομένην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, συμφώνως προς την οποίαν αυτά ευρίσκονται εντός χορτολιβαδικής εκτάσεως συνεχόμενης του δάσους Δολιανών, "η οποία εχρησιμοπόιέίτο ως βοσκότοπος και δι' υπαίθριον σταυλισμόν των ζώων", γεγονός το οποίον βεβαιώνεται από την "ύπαρξη πλήθους μονοπατιών και διαβάσεων διά την ελευθέραν διέλευση ζώων και ανθρώπων", όσον και από τις καταθέσεις των προταθέντων από το ενάγον και εξετασθέντων ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτύρων, Ν. Γ. και Α. Ζ., εκ των οποίων ο πρώτος υπήρξε επιστάτης και δασοφύλακας εις την περιοχήν από του έτους 1965 και ο δεύτερος είναι δασοπόνος, υπεύθυνος του συμπλέγματος Ασπροποτάμου και κατά τους οποίους η τοποθεσία "Σπάντια" όπου τα επίδικα, ευρίσκεται "μέσα στο δάσος Δολιανών" και ήταν πάντοτε δημόσια χορτολιβαδική έκταση εις υψόμετρον 1200 μέτρων. Λόγω του τοιούτου χαρακτήρος των, κατά τον ανωτέρω χρόνον, αυτά περιήλθαν εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του τουρκικού (Δημοσίου), εις το οποίον ανήκαν κατά κυριότητα μέχρι του αυτού χρόνου (της προσαρτίσεως της Θεσσαλίας εις το Ελληνικόν Κράτος), εφ'όσον, κατά το Οθωμανικόν Δίκαιον, δεν ανεγνωριζετο η κτήση κυριότητος ακινήτου διά χρησικτησίας. Συμφώνως δε προς τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,20,30,68 του Νόμου "Περί γαιών", της 7 Ραμαζάν 1274 (καθ'ημάς 1856) και του άρθρου 13 του Νόμου περί ταπίων, προκειμένου περί δασών και δασικών εκτάσεων, ως περιλαμβανομένων στις δημόσιες γαίες, ήτο δυνατή μόνον η διά "ταπίου" παραχώρηση εις τους ιδιώτες δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), αντικείμενον της οποίας ήτο η αναφερομένη εις αυτό ωρισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής χρήση του εδάφους, της κυριότητος ανηκούσης εις το Τουρκικόν Δημόσιον. Μετά τον ανωτέρω χρόνον, συμφώνως προς όσα εκτίθενται εις την μείζονα σκέψη, ήτο δυνατή η κτήση κυριότητος επ' αυτών, ως τμημάτων της ανωτέρω εκτάσεως, διά της συμπληρώσεως 30ετούς νομής, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, μέχρι την 12-9-1915. Ο εναγόμενος, διά των εγγράφων προτάσεων του της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ισχυρίσθη ότι ο ίδιος κατέστη συγκύριος των επιδίκων ακινήτων, ως τμημάτων μείζονος εκτάσεως, εμβαδού 10 στρεμμάτων περίπου, εφ' όσον αρχικώς ο απώτερος και άμεσος δικαιοπάροχος του (Θ. και Σ. Ν.) και ακολούθως ο ίδιος και οι λοιποί κληρονόμοι του τελευταίου, Μ. Ν. και Ν. Σ. Ν., ήσκουν διακατοχικές πράξεις επ' αυτών, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας. Όμως, από τα αυτά, ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται, ότι, κατά τον κρίσιμον χρόνον που προανεφέρθη, ο απώτερος δικαιοπάροχος του εναγομένου, πάππος αυτού, Θ. Ν., κατείχε και ενέμετο καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου τα επίδικα ακίνητα, ως τμήματα μεγαλύτερος εκτάσεως δέκα στρεμμάτων. Ειδικότερον, δεν αποδεικνύεται ότι αυτός εκαλλιέργει αυτά με σιτάρι και αραβόσιτον, έκοβε το χόρτον διετήρει ποιμνιοστάσιον και εφύτευε οπωροφόρα δένδρα επ' αυτών μέχρι του κατ' έτος 1910 επισυμβάντος θανάτου του και ότι τις αυτές πράξεις συνέχισε ο κληρονόμος αυτού υιός του, Σ. Ν. καλοπίστως και με την πεποίθηση ότι είναι κύριος, ώστε να δύναται να λεχθή ότι ο τελευταίος, διά της προσμετρήσεως και της προηγηθείσης νομής του δικαιοπαρόχου του, απέκτησε κυριότητα επ' αυτών έναντι του Δημοσίου δι' εκτάκτου χρησικτησίας, η οποία μετά τον κατ' έτος 1954 επισύροντα θάνατον αυτού περιήλθε εις τα τέκνα του Μ. και Ν. Ν. και τον εναγόμενον, ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού, που συνέχισαν τις αυτές διακατοχικές πράξεις. Οι καταθέσεις εις το σημείον αυτό των προταθέντων από τον εναγόμενον και εξετασθέντων, ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, μαρτύρων, Ι. Ζ., γεννηθέντος εις Κρανιά Καλαμπάκας το έτος 1913 και Σ. Χ., γεννηθέντος εις Πολυθέα Τρικάλων το έτος 1927, που εχρημάτισε "τσοπάνος στους Ν. από το 1941 μέχρι το έτος 1943", συμφώνως προς τις οποίες "στην έκταση αυτή (των 10 στρεμμάτων) ήταν ο Σ. Ν. και πριν από αυτόν ο πατέρας του Θ. Ν.", ο οποίος καλλιεργούσε αυτήν με σιτηρά και είχε αλώνια και καλύβες επ' αυτής, δεν κρίνονται πειστικές και επαρκείς διά τον σχηματισμόν πλήρους πεποιθήσεως, περί της ασκήσεως, από τους ανωτέρω Θ. Ν. και Σ. Ν., διακατοχικών πράξεων επί της μείζονος εκτάσεως και των επιδίκων, ως τμημάτων αυτής, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, κατά το προαναφερόμενον χρονικόν διάστημα. Οι ανωτέρω μάρτυρες, ως εκ της ηλικίας των, κατά το κρίσιμον χρονικόν διάστημα, δεν είχαν ιδίαν αντίληψη περί των τοιούτων πράξεων, ενώ οι καταθέσεις των δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικόν στοιχείον. Άλλωστε, η έκταση αυτή και λόγω του υψομέτρου της αλλά και λόγω του ότι εκαλύπτετο διά πολλούς μήνες εκάστου έτους από χιόνια, δεν ήτο επιδεκτική καλλιέργειας με σιτηρά και αραβόσιτον, ενώ από την ερμηνείαν των αεροφωτογραφιών της περιοχής, που ελήφθησαν κατά το έτος 1945, δεν διεπιστώθη η ύπαρξη ιχνών καλλιέργειας ούτε προ πέντε ετών από της λήψεως αυτών, όπως δεν διεπιστώθη και η ύπαρξη οποιουδήποτε είδους δένδρου (βλ. και ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εις την οποίαν γίνεται μνεία περί αυτού). Η ελευθέρα δε βοσκή και ο υπαίθριος σταυλισμός των ζώων τούτων εις την, ως άνω, έκταση, κατά τις καλοκαιρινές κτηνοτροφικές περιόδους, εις την οποίαν προέβαιναν και άλλοι κτηνοτρόφοι της περιοχής, δεν αποδεικνύεται ότι εγένετο από αυτούς καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου και δεν είναι ικανή να οδηγήσει εις κτήση κυριότητος διά χρησικτησίας. Η κρίση του Δικαστηρίου, περί της μη κτήσεως δικαιώματος κυριότητος, διά χρησικτησίας, επί της μείζονος εκτάσεως και των επιδίκων ως τμημάτων αυτής από τους προαναφερομένους, άμεσον και απώτερον, δικαιοπαρόχους, του εναγομένου και επομένως περί μη περιελεύσεως αυτής, διά κληρονομικής διαδοχής εις τον εναγόμενον και τους συγκληρονόμους αυτού, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο εκ των κληρονόμων του Μ. Ν. (υιού του ανωτέρω αναφερομένου αμέσου δικαιοπαρόχου του εναγομένου), Α. Ν., διά της από 28-4-1964 αιτήσεως του προς τον Δασάρχην Προτύπου Δασαρχείου Δασοπονίας Καλαμπάκας, εζήτησε την παραχώρηση εις αυτόν εκτάσεως μέχρι ενός στρέμματος, συμφώνως προς τις διατάξεις του Ν. 857/1937, όπως ετροποποιήθη διά του Ν.Δ 501/1953, από την προαναφερομένην έκταση των δέκα στρεμμάτων, την οποίαν ήδη ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κατείχε με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας ο πάππος αυτού (και προπάππος του ρηθέντος Α. Ν.) και ακολούθως ο Σ. Ν. και οι κληρονόμοι του και της οποίας τμήμα αποτελούν τα επίδικα. Διά της αιτήσεως του αυτής, ο ίδιος (εις τον οποίον, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, περιήλθε η ανωτέρω έκταση, ως κληρονόμον του Μ. Ν.), συνομολογεί, σαφώς, ότι η έκταση αυτή είναι δημοσία δασική "χωρίς όμως σημασίαν από απόψεως δασοπονικής, αλλά κατάλληλος διά την ανέγερση κατοικιών".Διά της υπ' αριθμ. 39/1967 αποφάσεως της, κατ' άρθρου 71 του Αγροτικού Κωδικός, Επιτροπής Απαλλοτριώσεως Τρικάλων, παρεχωρήθη πράγματι εις αυτόν έκταση 300 m2, από την, ως άνω, "δημοσίαν δασικήν έκτασιν, η οποία είναι γυμνή δασικής βλαστήσως", αντί συμβολικού τιμήματος 1000 δραχμών ανά στρέμμα. Είναι προφανές ότι εις την αίτηση αυτή, περί παραχωρήσεως εις αυτόν της ανωτέρω εκτάσεως (και μάλιστα ζώντος του δικαιοπαρόχου του Μ. Ν., συγκληρονόμου του εναγομένου και συγκατόχου της αυτής εκτάσεως, κατά τους ισχυρισμούς τούτου), ο ίδιος δεν θα προέβαινε, εάν ετέλει με την πεποίθηση ότι ανήκε κατά κυριότητα εις τους κληρονόμους του Σ. Ν., μεταξύ των οποίων ο εναγόμενος και ο πατέρας του, Μ. Ν.. Εις την υποβολήν δε ομοίων αιτήσεων, προς το Δασαρχείον Καλαμπάκας προέβησαν, την 2-8-1982, και οι μη διάδικοι, κάτοικοι της Κρανέας Καλαμπάκας, Σ., Α., Χ. και Ν. Κ., διά των οποίων αυτοί, επικαλούμενοι ότι είναι κτηνοτρόφοι, κάτοχοι προβατοποιμνίων, τα οποία βόσκουν ανελλιπώς, κατά τις θερινές κτηνοτροφικές περιόδους, στις λιβαδικές εκτάσεις του Δημοσίου δάσους Δολιανων", στις οποίες υπάγεται και αυτή υπό το όνομα "Σπάντια"...συνορεύουσα πανταχόθεν με δημοσίαν δασικήν έκτασιν...", εζήτησαν την παραχώρηση εις έκαστον τούτων τμήματος της εκτάσεως αυτής, εμβαδού 500m2, διά την εγκατάσταση των ποιμνιοστασίων των και την κατασκευήν ποιμενικής καλύβας, προς επωφελεστέραν εκμετάλλευση των προβατοποιμνίων των, χάριν των ιδίων και της εθνικής οικονομίας (βλ. τις ανωτέρω αιτήσεις που προσκομίζει και επικαλείται το ενάγον). Από το περιεχόμενον των αιτήσεων αυτών, εις ανύποπτον χρόνον, αναιρείται ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί ιδίας κυριότητος επί των επιδίκων ακινήτων, ως τμημάτων της ανωτέρω εκτάσεως και βεβαιώνεται ο χαρακτήρας αυτών, ως δημοσίων δασικών εκτάσεων. Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι η επίδικες εκτάσεις, ως τμήματα της μείζονος χορτολιβαδικής εκτάσεως, εις θέση "Σπάντια" του Δημοσίου δάσους Δολιανων, διεχειριζοντο από το Ελληνικόν Δημόσιον, διά των αρμοδίων υπηρεσιών αυτού και ειδικότερον μέχρι μεν του έτους 1928 διά της οικονομικής Εφορίας Τρικάλων, ακολούθως διά του ιδρυθέντος Δασαρχείου Καλαμπάκας, το οποίον περιελάμβανε την έκταση αυτή στις διαχειριστικές του μελέτες, εφύλασσε και επέβλεπε αυτήν διά των αρμοδίων οργάνων του, ως περιλαμβανομένην εις το 5ον σύμπλεγμα του Δήμου δάσους Δολιανων. Κατά τον μήνα Ιούλιον 1981, ο εναγόμενος κατέλαβε το πρώτον τις επίδικες εκτάσεις, τις οποίες περιέφραξε με ακροσανίδες και εις μεν την πρώτην τούτων κατεσκεύασε πρόχειρον κτίσμα, το οποίον χρησιμοποιεί ως πα-ραθεριστικήν κατοικίαν, εις δε την δευτέραν εφύτευσε οπωροφόρα δένδρα και χρησιμοποιεί αυτήν ως κήπον και βοηθητικόν χώρον (βλ. κατάθεση του μάρτυρος Ν. Γ. και ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εις την οποίαν γίνεται αναφορά περί της υπάρξεως οπωροφόρων δένδρων, ηλικίας, κατά τον χρόνον της συντάξεως αυτής, 6-15 ετών). Διά την κατάληψη αυτή των επιδίκων εκτάσεων, εξεδόθη το υπ' αριθμ. 4/1981 Πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής του Δασάρχου Καλαμπάκας, διά του οποίον ο εναγόμενος απεβλήθη από αυτές. Και είναι μεν αληθές ότι το πρωτόκολλον αυτό, κατόπιν ασκηθείσης κατ' αυτού ανακοπής, ενώ επεκυρωθη διά της υπ' αριθμ. 22/1982 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, ηκυρώθη διά της υπ' αριθμ. 608/1983 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ως δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί δεδικασμένον εις την προκειμένην περίπτωση και δεν εμποδίζει την επιδίωξη των εκατέρωθεν δικαιωμάτων κατά την τακτικήν διαδικασίαν. Επί τη βάσει τούτων, πρέπει η προταθείσα από τον εναγόμενον ένσταση περί ιδίας κυριότητος τούτου επί των επιδίκων εκτάσεων, να απορριφθή, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ωσαύτως, πρέπει να απορριφθή και η προταθείσα από αυτόν ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής από το ενάγον, η οποία ερείδεται επί των αυτών πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλέσθη αυτός, διά την στοιχειοθέτηση της ενστάσεως περί της ιδίας κυριότητος τούτου, διά των εγγράφων προτάσεων του της πρώτης συζητήσεως, ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Επομένως, πρέπει η ένδικος αγωγή να γίνη δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμος, να αναγνωρισθή το ενάγον κύριον των επιδίκων εκτάσεων και να διαταχθή η απόδοση τούτων εις αυτό." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή του αναιρεσίβλητου περί της κυριότητάς του στα επίδικα δασικά εδαφικά τμήματα και της υποχρεώσεώς του αναιρεσείοντος - εναγομένου, του οποίου τις ενστάσεις περί ιδίας κυριότητας και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενδίκου δικαιώματος του ενάγοντος κρίθηκαν απορριπτέες, να τα αποδώσει και στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του ενάγοντος- αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί κυριότητος του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, (στα κείμενα στη θέση "Σπάντα" του οικισμού Δολιανών της Κοινότητας Κρανιάς Ασπροποτάμου Καλαμπάκας Θεσσαλία και έχοντα δασικό χαρακτήρα επίδικα ακίνητα) ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά ούτε και τις περί χρησικτησίας διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του οποίου οι νόμιμες προϋποθέσεις, για την αποδοχή της περί ιδίας κυριότητας ενστάσεως του εναγομένου, δεν συνέτρεξαν. Επομένως, ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής του αναιρεσίβλητου περί κυριότητάς του, ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, στα επίδικα εδαφοτεμάχια, που από της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881) μέχρι σήμερα, είναι δασικά, ως τμήματα μεγαλύτερης επιφανείας 35.000 τμ ασκεπούς χορτολιβαδικής εκτάσεως, η οποία αποτελεί οργανική ενότητα με το συνεχόμενο δημόσιο δάσος Δολιανών, ενώ αντίστοιχα δέχθηκε ότι η κυριότητα αυτή δεν καταλύθηκε από έκτακτη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του εναγομένου, καθόσον δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούσαν την ιστορική βάση της οικείας περί ιδίας κυριότητας ενστάσεως, οι δε παραδοχές αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή ή μη εφαρμογή αντίστοιχα των προδιαληφθεισών διατάξεων.
Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την ένστασης ίδιας κυριότητας του εναγομένου, ενώ αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν, τα οποία ο αναιρεσείων επαναλαμβάνει και που είναι αντίθετα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων του ΒΡΔ και της προσμέτρησης στη νομή του αναιρεσείοντος εκείνης των δικαιοπαρόχων του, πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ είναι ανέλεγκτη. Επίσης για την ίδια αιτία είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, κατά τις οποίες η κρίση του Εφετείου περί του χαρακτήρα ως δασικών των επιδίκων εδαφοτεμαχίων είναι εσφαλμένη, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες οι παραδοχές της αποφάσεως, περί του δασικού χαρακτήρα των επιδίκων, έρχονται σε αντίθεση και παραβίαζαν το λαμβανόμενο, υπόψη, αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 336 ΚΠολΔικ "πασίδηλο", κατά το οποίο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στον ορεινό όγκο της Πίνδου, που από τα μέσα Απριλίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου κάθε έτους, εκατοικείτο από τους ορεινούς πληθυσμούς, που ζούσαν στα χωριά της ως ελεύθεροι πολίτες και ότι συνακόλουθα η ευρύτερη περιοχή, στην οποία ανήκουν και τα επίδικα, ήταν δεκτική εξουσιάσεως, ως δυναμένη να καλλιεργηθεί και να κατοικηθεί και ότι συνεπώς δεν ήταν "Δημόσια Γαία", ώστε να επέλθει ως προς αυτήν διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου, είναι προσεχόντως απαράδεκτες, γιατί προτείνονται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, χωρίς την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ, αλλά και γιατί ως αναφερόμενες σε παραβίαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 336 παρ. 1 ΚΠολΔικ δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο από την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετικό λόγο, ο οποίος αφορά σε εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι η παραβίαση των "πασιδήλων", για την περίπτωση που ευσταθούν, (πράγμα το οποίο, λόγω αοριστίας δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν γίνεται επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 78 του Ν "περί Γαιών" και των οικείων νόμων που ίσχυσαν ως προς τα ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (τεσσαρούφ) μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα), δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο και ειδικότερα τους λόγους των διατάξεων των αριθμών 12 ή 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 του ΚΠολΔικ αποδεικτικά μέσα (ΟΛ. Απ 8/2005). Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς, διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται, ως αποδεικτικά μέσα, από τα άρθρα 339 και 432 του ΚΠολΔικ. Η κατά το άρθρο 383 ΚΠολΔικ γνωμοδότηση των ορισθέντων με δικαστική απόφαση πραγματογνωμόνων, καθώς και η κατά το άρθρο 360 του ίδιου κώδικα έκθεση αυτοψίας, αποτελούν αποδεικτικά μέσα διαφορετικά από εκείνα των εγγράφων. Έτσι η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους, ως μη αφορούσα σε έγγραφα κατά των παραπάνω έννοια δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παρακάτω εγγράφων από τα οποία προέκυπτε η μορφή των επιδίκων ακινήτων και δη α) την υπ' αριθμ. 47/1991 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντα, με την υπ' αριθμ. 329/1990 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως πραγματογνώμονα, δασολόγων Ε. Τ. και β) την υπ' αριθμ. 94/1991 έκθεση αυτοψίας, που σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 4/1989 Πράξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διενήργησε ο έμμισθος Πάρεδρος Νικόλαος Παυλάκης. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αφορά σε "έγγραφα" κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 339 και 432 επ του ΚΠολΔικ, αλλά σε άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν πλήττονται με τον ερευνώμενο λόγο. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, να απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.10.2013 αίτηση του Γ. Σ. Ν. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 184/2002 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ