Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1361 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Θεμελίωση του εγκλήματος αυτού. Αθωωτική απόφαση. Έφεση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Η έφεση αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αιτιολογία της δευτεροβάθμιας καταδικαστικής απόφασης. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων του Δικαστηρίου της ουσίας. Αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής δευτεροβάθμιας απόφασης λόγω απαραδέκτου της έφεσης του Εισαγγελέα και για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Απόρριψη της αίτησης αναίρεση ως κατ' ουσία αβάσιμης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1361/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη, περί αναιρέσεως της 229/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πρεβέζης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μαλέσκο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πρέβεζας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 784/09.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 §1 ΠΚ, όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικό ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται το μεν αλλοτριότητα του φθειρομένου πράγματος, η οποία κρίνεται κατά τις περί κυριότητας διατάξεις του Αστικού Κώδικα, το δε φθορά του ξένου πράγματος και δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και στη βούληση ή αποδοχή της καταστροφής ή της βλάβης του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 229/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πρέβεζας, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Στις 29-11-2002 απογευματινές ώρες, ο πολιτικώς ενάγων, Ψ, άφησε το σκαπτικό μηχάνημα (μπουλντόζα) ιδιοκτησίας του, στο οικόπεδο του ΑΑ στη θέση "..." ..., στο οποίο εκτελούσε χωματουργικές εργασίες. Το πρωί της επομένης 30-11-2002, περί ώρα 09.00' ο ίδιος (πολιτικώς ενάγων) μετέβη στον ίδιο χώρο μαζί με το γιο του και τον ΒΒ και εκεί διαπίστωσαν ότι το μηχάνημα είχε υποστεί δολιοφθορά, συγκεκριμένα δε είχαν τοποθετηθεί εντός της εξάτμισης, της δεξαμενής καυσίμου και του ψυγείου, ποσότητα λιπάσματος θειικής αμμωνίας και ζάχαρη, υλικά τα οποία προκαλούν ζημιές σε κινητήρες εσωτερικής καύσεως, επίσης δε είχε αποκοπεί και ένας ελαστικός σωλήνας τροφοδοσίας καυσίμου. Δίπλα στο μηχάνημα βρέθηκε και μία απόδειξη λιανικής πώλησης του καταστήματος ψιλικών του ΓΓ, που είχε εκδοθεί τη προηγουμένη (29-11-2002) στις 20.58' και αφορά την αγορά δύο ειδών, αξίας 1,90 € και 1,00 € αντίστοιχα. Σε ένορκη κατάθεση στο πλαίσιο αστυνομικής προανάκρισης την ίδια ημέρα (30-11-2002) ο ΓΓ, κατέθεσε ότι η άνω απόδειξη αφορούσε την αγορά περί ώρα 21.00' της προηγουμένης (29-11-2002) από τον κατηγορούμενο ενός κιλού ζάχαρης και πενήντα γραμμαρίων νες καφέ. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δράστης της προπεριγραφείσας δολιοφθοράς στο μηχάνημα έργων του εγκαλούντος είναι ο κατηγορούμενος, η κρίση δε αυτή στηρίζεται στα ακόλουθα: Το σημείο στο οποίο βρισκόταν το μηχάνημα ήταν ερημικό πολύ μακρυά από κάθε οικισμό και χωρίς να υπάρχουν εκεί οικίες ή άλλες εγκαταστάσεις.
Συνεπώς η ύπαρξη της απόδειξης στην ερημική εκείνη τοποθεσία, με ημερομηνία 29-11-2002 και λίγες ώρες πριν το γεγονός, εξηγείται μόνο αν την κατείχε το πρόσωπο που έκανε τη δολιοφθορά το οποίο ήταν και το πρόσωπο που είχε αγοράσει τα είδη της απόδειξης και δη τη ζάχαρη και το πρόσωπο το οποίο τα είχε αγοράσει, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο κατηγορούμενος. Βεβαίως ο καταστηματάρχης ΓΓ, στην κατάθεσή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά της εκκαλουμένης), ανασκεύασε τα όσα είχε καταθέσει προανακριτικά, με το αβάσιμο και αναπόδεικτο επιχείρημα ότι δέχθηκε πιέσεις και απειλές στην αστυνομία (... "μου είπε [ο αστυνόμος] να βάλω μια υπογραφή σώνει και καλά αλλιώς δεν θα έφευγα. Δεν υπέγραψα με τη θέλησή μου"). Από αυτό δε που ο ίδιος κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συγκεκριμένα δηλαδή "όταν κατέθεσα [στην αστυνομία] δεν ήξερα γιατί κατηγορείται ο Χ" (κατηγ/νος), συνάγεται αβίαστα ότι το χρόνο κατάθεσής του στο Αστ. Τμήμα ήταν ειλικρινής, μη γνωρίζοντας ότι στον κατηγ/νο, με τον οποίο συνδέεται φιλικά, αποδιδόταν σοβαρή αξιόποινη πράξη. Ο κατηγορούμενος προέβαλε ίδια δικαιώματα στο ακίνητο του εγκαλούντος, το οποίο ο τελευταίος είχε αποκτήσει με δημοπρασία από τον οικείο Ο.Τ.Α.. Για την προβολή δικαιωμάτων στο ακίνητο αυτό εκ μέρους του κατηγορουμένου είναι σαφείς οι καταθέσεις του εγκαλούντος και του μάρτυρα ..., συνάγεται δε αυτό και από την απολογία του στο παρόν Δικαστήριο κατά την οποία παραδέχθηκε ότι ζήτησε τοπογραφικό της περιοχής από τον οικείο Δήμο, γεγονός που προκύπτει και από το προσκομισθέν αντίγραφο αποσπάσματος πρωτοκόλλου του Δήμου ... που αναγνώσθηκε, δικαιολογηθείς ότι έπραξε τούτο "γιατί κατηγορήθηκα ότι πήγα εγώ", δικαιολογία που δεν στέκει στην κοινή λογική. Περαιτέρω, όπως προέκυψε, λίγες ημέρες μετά το γεγονός ο αδελφός του κατηγορουμένου ΔΔ, επεδίωξε συνάντηση με τον πολιτικώς ενάγοντα και του πρότεινε να ξεκινήσει την επισκευή του μηχανήματος και αυτός θα καλύψει τη δαπάνη. Τη συνάντηση αυτή επιβεβαίωσε ο μάρτυρας ΒΒ που βρισκόταν μαζί με τον πολιτικώς ενάγοντα, χωρίς όμως να ακούσει ο ίδιος τη συνομιλία, αμέσως όμως μετά του είπε το περιεχόμενο της ο τελευταίος, ο οποίος επίσης το χρόνο εκείνο γνωστοποίησε το περιστατικό και στο μάρτυρα ΑΑ. Ενδεικτικό εξάλλου και ενισχυτικό της κρίσης περί ενοχής του κατηγορουμένου είναι και το γεγονός ότι ο ίδιος, απολογούμενος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανέφερε ότι προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τον εγκαλούντα στην αποκατάσταση της ζημίας, γεγονός που και ο τελευταίος επιβεβαίωσε, τούτο δε παρότι ο ίδιος (κατηγ/νος) ήταν ο κύριος ύποπτος για την πρόκληση της ζημίας, γεγονός που αντίκειται στην κοινή λογική. Εξάλλου, ενώ ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του στο παρόν Β'/βάθμιο Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι αναζήτησε αλλά δεν βρήκε το "Ζ" της ταμειακής μηχανής του καταστηματάρχη ΓΓ, απολογούμενος ο ίδιος στο Α'/βάθμιο Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι το έχει στην κατοχή του, γεγονός που καταδεικνύει συνεννόηση και συνεργασία με τον ΓΓ για την απόκρυψη στοιχείων αναφορικά με την αγορά που είχε κάνει το βράδυ εκείνο ο κατηγ/νος. Από όλα τα ανωτέρω το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε βάρος του εγκαλούντος και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα οριζόμενα περαιτέρω στο διατακτικό". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ* αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τ' άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 381 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένη, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων ως και την ανώμοτη εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ.
Ειδικότερα αναφέρεται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης από ποια αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις σε συνδυασμό με την από 29-11-2002 απόδειξη λιανικής πώλησης που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος και συνδυάστηκε με την αγορά προϊόντος εκείνη την ημέρα από τον αναιρεσείοντα από το κατάστημα ψιλικών του ΓΓ) το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση για τον αναιρεσείοντα. Όλες δε οι λοιπές αιτιάσεις αυτού ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον έτσι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 §2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 §3 του ΚΠΔ, που ισχύει από 4-6-1996, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498 ΚΠΔ), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιουμένη αιτιολογία της ασκουμένης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθεται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτουμένη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας, χωρίς να εξετάσει την ουσίας της υπόθεσης, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 9/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 229/2009 απόφαση και τα πρακτικά του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πρέβεζας, κηρύχθηκε αθώος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Αντιεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πρέβεζας (κωλυομένου του Εισαγγελέα της ίδιας Εισαγγελίας) άσκησε την υπ' αριθμ. 107/8-10-2006 έφεσή του. Στην έκθεση αυτή αναφέρονται, κατά λέξη τα ακόλουθα:
"Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την διαδικασία στο ακροατήριο, α) στην περιοχή ..., πλησίον του μηχανήματος (φορτωτή) που υπέστη υλικές φθορές, ιδιοκτησίας του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, βρέθηκε απόδειξη ταμειακής μηχανής ποσού 2,90 ευρώ με ημερομηνία 29-11-02 και ώρα 21.00 ενώ ο χρόνος τέλεσης της πράξης ήταν πρωινές ώρες τις 30-11-02, β) η απόδειξη, από το κατάστημα του ΓΓ, αναφερόταν σε αγορά ζάχαρης, υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την φθορά στο μηχάνημα (πέραν της νατρικής αμμωνίας), γ) ο ΓΓ, καταστηματάρχης στην ..., στον οποίο απευθύνθηκαν πρώτα οι αστυνομικοί του ΑΤ ..., χωρίς να του εξηγήσουν τι ακριβώς είχε συμβεί, σε ερώτησή του πού πώλησε τα αντικείμενα που ανέφερε η απόδειξη, αυθόρμητα ανάφερε το όνομα του κατηγορουμένου, τον οποίο στο ακροατήριο θέλησε να υπερασπιστεί, δ) ο ίδιος ο αδερφός του κατηγορουμένου πληροφορηθείς το περιστατικό, εξεδήλωσε στον ιδιοκτήτη-πολιτικώς ενάγοντα 2-3 ημέρες μετά την πρόθεσή του να καλύψει μέρος της ζημιάς που προκάλεσε ο αδερφός του, ε) ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε λόγο να σταματήσει τις εργασίες στο ακίνητο, διότι το διεκδικούσε, είχε δε απειλήσει τους ιδιοκτήτες μηχανημάτων να μην προβούν σε χωματουργικές εργασίες (βλέπετε καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος και μάρτυρα ΑΑ), στ) ο ίδιος ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, ανέφερε ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει και ο ίδιος χρήματα για την αποκατάσταση της ζημιάς, επειδή λυπήθηκε τον ιδιοκτήτη του φορτωτή, παρόλο που ο ίδιος ήταν ο κύριος υπαίτιος για την πράξη αυτή και όλοι είχαν στραφεί εναντίον του. Ενόψει αυτών, η εκκαλουμένη απόφαση φρονούμε πως πρέπει να τύχει της κρίσης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας), μετά από έφεσή μας κατόπιν σχετικής αίτησης του πολιτικώς ενάγοντα".
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πρέβεζας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε την ως άνω έφεση παραδεκτή, γιατί περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τη διάταξη του άρθρου 486 §3 ΚΠΔ και στη συνέχεια, εξετάζοντας κατ' ουσίαν την υπόθεση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, κατά τα προεκτιθέμενα. Σύμφωνα με αυτά σωστά το Εφετείο εφήρμοσε την ισχυρή και μη αντίθετη στο άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) διάταξη του άρθρου 486 §3, για να καταλήξει σε ορθή κρίση, δεχόμενο ως παραδεκτή την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πρέβεζας, η οποία ασκήθηκε όπως απαιτούν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 474 §2 και 498 εδ. α' ΚΠΔ. Συνακόλουθα, δεν έχει υποπέσει η προσβαλλόμενη απόφαση σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 §1 στοιχ. Η' λόγο αναίρεσης. Γι' αυτό ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από όλα τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Μαΐου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 229/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πρέβεζας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή