Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Απόρριψη έφεσης ως εκπρόθεσμης. Η απόφαση πρέπει να περιέχει τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου και το αποδεικτικό επιδόσεως. Επίδοση ως αγνώστου διαμονής σε κατηγορούμενο γνωστής διαμονής. Λόγοι αναίρεσης. Αιτιολογία. Σε περίπτωση που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκκαλούντος και το άγνωστο της διαμονής του και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, απαιτείται ειδική αιτιολογία. Πρέπει όμως ο εκκαλών να επικαλείται ότι την διαμονή του είχε γνωστοποιήσει στην εισαγγελική αρχή που παράγγειλε την επίδοση ή ότι είχε περιέλθει σε γνώση της κατά κάποιο άλλο τρόπο (ΑΠ 89/2008, ΑΠ 787/2007, ΑΠ 745/2006). Λόγοι έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Με την έκθεση εφέσεως ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλε ορισμένως λόγο δικαιολογούντα την εκπρόθεσμη άσκηση της. Εκτίμηση από το δικαστήριο ως λόγο ανωτέρας βίας. Πλήρης αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1062/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεράσιμο Ποταμιάνο, περί αναιρέσεως της 23397/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1033/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το 38 του ν. 3160/2003, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΑΠΟλ 6/94 και 4/95). Σε περίπτωση δε, που, με το ένδικο μέσο, αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, καθώς και η, από την αιτία αυτή, αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, που ήταν γνωστή στην εισαγγελική αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο κατ' άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση και επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και η επίδοση "ως αγνώστου διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται, εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.. κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 23397/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η υπ' αριθμ. 9797/23-6-2008 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 77404/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ερήμην σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δραχμών, μετατραπείσα προς 1500 δραχμές ημερησίως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Από την σχετική υπ' αριθμ. 9797/23-6-2008 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών, φερόμενος στην έφεση, ως κάτοικος ... επί της οδού ..., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, πρόβαλε με αυτήν τα εξής κατά πιστή μεταφορά: ''τώρα έλαβε γνώση της αποφάσεως''. Δεν είχε δηλαδή προβάλλει με την έφεσή του ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής, διότι τύγχανε γνωστής ή συγκεκριμένους λόγους ανωτέρας βίας, εξ αιτίας των οποίων απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως αναφέρθηκε και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής και ως εκ τούτου η μη γνώση απ' αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως. Δεν αναφέρει, όμως, στην έφεσή του, αν την φερόμενη, ως τελευταία γνωστή κατοικία του, που γνωστοποίησε το πρώτο στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση αυτής, είχε δηλώσει καθ' οιονδήποτε τρόπο στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ή είχε περιέλθει σε γνώση της τελευταίας κατά κάποιο άλλο τρόπο, πράγμα που δεν αναφέρει ούτε και στην έκθεση αναιρέσεως, στην οποία επαναλαμβάνει τα ίδια και αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της. Η προσβαλλομένη απόφαση προκειμένου να απορρίψει ως απαράδεκτη την ασκηθείσα έφεση, διέλαβε την ακόλουθη αιτιολογία: "Ο κατηγορούμενος εξέδωσε στις ... την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή, στην οποία ανέγραφε ο ίδιος ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... στην ..., όπου αναζητήθηκε για την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος και δεν ανευρέθη (βλ. το από 14-4-1999 αποδεικτικό επίδοσης ως αγνώστου διαμονής του Αστυφ. Μ1). Για την επίδοση της εκδοθείσας ερήμην του εκκαλουμένης αποφάσεως αναζητήθηκε στην οδό ..., όπου διατηρούσε επιχείρηση, πλην όμως, δεν ανευρέθη ούτε στη διεύθυνση αυτή, καθώς είχε κλήσει την επιχείρησή του και αναχώρησε προς άγνωση διεύθυνση (βλ. την από 10-4-2000 βεβαίωση του Αστυφ. ... και την από 20-2-2000 βεβαίωση του Αρχιφ. Μ1, ο οποίος διαπίστωσε μετά από έρευνες ότι είχε μετοικήση από την ...στην ..., στην οδό ....
Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει άλλη γνωστή διεύθυνσή του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στις Αστυνομικές Αρχές, νόμιμα του επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 27-4-2000 ως αγνώστου διαμονής στο Δήμο Αθηναίων, όπου βρισκόταν και η τελευταία, γνωστή στις άνω Αρχές, διεύθυνση κατοικίας του. (βλ. το από ίδια ημερομηνία αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφ. ...). Επομένως, η έφεση που ασκήθηκε στις 23-6-2008 ήταν πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 473 §1 ΚΠΔ τριακονθήμερης προθεσμίας είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν απεδείχθη ότι συνέτρεχαν προς τούτο λόγοι απουσίας. Ειδικότερα δεν απεδείχθη ότι ο κατ/νος διέμενε κατά το χρόνο της άνω επίδοσης (27-4-2000) επί της οδού ... Δ' όροφο της εκεί πολυκατοικίας, όπως ο μάρτυράς του ισχυρίζεται ότι διαμένει μέχρι σήμερα αφού ο ίδιος ο κατ/νος δήλωσε στην έκθεση Εφέσεως, ότι διαμένει τουλάχιστον κατά το χρόνο άσκησης αυτής, στην .... Εξ άλλου τέτοιο ισχυρισμό δεν προέβαλε ο κατ/νος με την έφεσή του, όπου βεβαίως δεν ανέφερε και τους λόγους της εκπροθέσμου ασκήσεως της κατά συγκεκριμένο τρόπο, όπως όφειλε για το παραδεκτό της.... ". Δηλαδή, στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, τόσο η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής, το όργανο που ενήργησε την επίδοση, όσο και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως την 23-6-2008, δηλαδή μετά την παρέλευση 8ετίας από την επίδοση της αποφάσεως και την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για άσκησή της. Η ως άνω αιτιολογία της αποφάσεως του δικαστηρίου, που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθεται εις αυτήν όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως και διαλαμβάνει την ημερομηνία εκδόσεως της εκκαλουμένης, το χρόνο της επιδόσεως της, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Περαιτέρω το Δικαστήριο, παρά την μη προβολή με την έκθεση εφέσεως, ορισμένως, συγκεκριμένου λόγου ανωτέρας βίας, εξ αιτίας του οποίου δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως την έφεση, παρότι, ενόψει τούτου δεν είχε τέτοια υποχρέωση, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε, ως αβάσιμο, τον, κατά τη συζήτηση, προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν ισχυρίσθηκε ότι υφίστατο κατά τον χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, ο λόγος ανωτέρας βίας, που στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι η διεύθυνσή του στην οδό ... ήταν γνωστή στον κύκλο του (όχι στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση, όπως θα έπρεπε, κατά τα ανωτέρω), όπου και θα μπορούσε, με την κατάλληλη έρευνα, να ανευρεθεί και να μη γίνει η επίδοση ως αγνώστου διαμονής, με αποτέλεσμα να μη λάβει γνώση της αποφάσεως, υφίστατο, αφού ο ίδιος δήλωσε, στην έκθεση εφέσεως, διαφορετική διεύθυνση κατοικίας στην .... Περαιτέρω, παρότι ο αναιρεσείων ούτε λόγο ακυρότητας της επιδόσεως της αποφάσεως κατά τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής πρόβαλε, ορισμένως, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλομένη, με εκτενή πλήρη αιτιολογία, έκρινε ότι νομίμως η επίδοση της προσβαλλομένης διενεργήθηκε, κατά τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής και έτσι επέφερε κίνηση της προθεσμίας της εφέσεως, αφού δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων αναζητήθηκε από το αστυνομικό όργανο που αναφέρει στην ανωτέρω διεύθυνση και δεν βρέθηκε, αφού είχε παύσει την λειτουργία της επιχειρήσεως που διατηρούσε εκεί στο παρελθόν και είχε αναχωρήσει σε άγνωστη διεύθυνση, οπότε, αφού εν προκειμένω δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 273 ΚΠΔ, αφού δεν είχε διενεργηθεί προανάκριση ή ανάκριση, ούτε είχε εξετασθεί, καθοιονδήποτε τρόπο, από τα αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη όργανα, ορθώς η απόφαση επιδόθηκε κατά τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής και όχι εκείνες περί γνωστής δια θυροκολλήσεως. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της αποφάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως παραπονείται ο αναιρεσείων για εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή από την προσβαλλομένη απόφαση των διατάξεων 111 αριθ. 3 και 113 ΠΚ και μη παύση, κατ άρθρο 370 β ΚΠΔ, οριστικά της ποινικής διώξεως (510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ), λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου της ανωτέρω πράξεως δια παραγραφής, αφού από τότε που φέρεται τελεσθείσα (4-2-1998) μέχρι την εκδίκαση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (18-3-2009) είχε παρέλθει 8ετία. Η αιτίαση αυτή τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα. Τούτο δε διότι τέτοια απόφαση θα μπορούσε να υπάρξει μόνον εφ` όσον κρινόταν αιτιολογημένα ότι η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, οπότε το Δικαστήριο, αφού την έκανε τυπικά δεκτή, θα αποφάσιζε, αυτεπαγγέλτως, για το ζήτημα της οριστικής παύσεως ή μη της ποινικής διώξεως, λόγω παραγραφής, όταν όμως η έφεση απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, όπως εν προκειμένω, δεν νοείται πλέον εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων (ΑΠΟλ3/1995, ΑΠ 18/2010, ΑΠ 896/2006, ΑΠ 1384/2005, ΑΠ 731,885,1039/2003).
Συνεπώς και οι δύο λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό εκθέσεως 49/5-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του ..., για αναίρεση της 23397/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ