Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 261 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
1. Η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία γίνεται δεκτός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος και ακυρώθηκε το σχετικό κλητήριο θέσπισμα, είναι προπαρασκευαστική, αλλά οριστική, επιλύει οριστικά θέμα σχετιζόμενο με την κατηγορία και δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα, ούτε σε ανάκληση, η δε χωρήσασα με την επίδοση του ως άνω άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος αναστολή της παραγραφής δεν ισχύει και πρέπει να γίνει επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, για να ανασταλεί εκ νέου η κύρια διαδικασία, αν δεν έχει ήδη επέλθει παραγραφή και από τη νέα επίδοση πλέον να ανασταλεί και η παραγραφή του διωχθέντος εγκλήματος. 2. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω κρίσεως, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, ότι είναι άκυρο το επιδοθέν στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα, ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και μετέπειτα με άλλη οριστική του απόφαση, λόγω ανατροπής της χωρήσασας με την επίδοση αυτού αναστολής της παραγραφής, προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης, γιατί στο μεταξύ παρήλθε ο από το νόμο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης, ο αρμόδιος εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, έχει δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της άνω οριστικής περί παραγραφής αποφάσεως, αλλά και δικαίωμα να συμπροσβάλλει και την ως άνω προπαρασκευαστική περί ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση και θα κριθεί από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση αυτή από πλευράς ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 321 ΚΠΔ και 113 του ΠΚ. Δέχεται αίτηση αναίρεσης και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 261/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας, περί αναιρέσεως της με αριθμό 2025/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαρίσης. Με κατηγορούμενο τον Ν. Μ. του Δ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Ανδρέου και πολιτικώς ενάγοντα τον J. X. του A., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ.6/16-7-2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Λάρισας Αικατερίνης Αλεξίου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1116/12.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ΚΠΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο εμφανίστηκε στο δικαστήριο ο δικηγόρος Ματθαίος Ανδρέου, ως εκπροσωπών τον πολιτικώς ενάγοντα J. X. και ζήτησε αναβολή της συζήτησης, για το λόγο ότι "ο πελάτης του βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία για να τον νομιμοποιήσει για να παρασταθεί στη δίκη αυτή κατά του αναιρεσείοντος". Το παραπάνω αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος αναβολής δε συνιστά κατά την κρίση του δικαστηρίου ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση που δικαιολογεί την αναβολή. Περαιτέρω, αφού δεν παρέστη ο ανωτέρω συνήγορος του πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες και αντιφάσεις, που στερούν αυτήν από νόμιμη βάση.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, εκτός άλλων, να περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, που προβλέπει την απειλούμενη ποινή. Αν δεν περιέχεται και το στοιχείο αυτό, το κλητήριο θέσπισμα και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ.4 του ΚΠΔ. Έτσι, στην περίπτωση, κατά την οποία ο κατηγορούμενος κατηγορείται για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που τελέστηκε με πράξη ή παράλειψη, το κλητήριο πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης κατά τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά της στοιχεία και τη διάταξη του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την τιμωρεί (άρθρα 28, 302 παρ.1 ΠΚ). Όμως, όταν η αποδιδόμενη σε αυτόν αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, οπότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού, που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί και συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του ΚΠΔ άλλων στοιχείων, πρέπει επί πλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου να ενεργήσει, και σε περίπτωση που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται και ο κανόνας δικαίου αυτός. Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα πρόσθετα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι αυτός είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε αυτό και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του ΚΠΔ. Την ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως ακυρότητα και αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 παρ.1 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.1, 3, 112 και 113 παρ.2, 3 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα.
Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιάφορα αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία, ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής, ήτοι αν ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα από το δικαστήριο, η επίδοσή του δεν έχει διακόψει την παραγραφή. Αν ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα από το δικαστήριο, η επίδοσή του δεν έχει διακόψει την παραγραφή, επανέρχεται η υπόθεση στο στάδιο της προδικασίας και μάλιστα δεν αποκλείεται να μην εισαχθεί πάλι στο ακροατήριο, αν εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα και επομένως η αναστολή της παραγραφής, που επήλθε με την επίδοση της αρχικής κλήσης ή κλητηρίου θεσπίσματος ανατρέπεται. Μετά την επίδοση νέας κλήσης ή νέου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο για εμφάνιση στο ακροατήριο του αρμοδίου πλέον δικαστηρίου, θεωρείται ότι αρχίζει έκτοτε για πρώτη φορά η κύρια διαδικασία, η οποία επιφέρει τώρα πλέον την αναστολή της παραγραφής.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1,4 του ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 138 και 548 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής διώξεως και την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των πρωτοβαθμίων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να είναι δυνατή και η κατ' αυτών άσκηση αναιρέσεως, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Γνήσιες προπαρασκευαστικές και επομένως ανακλητές αποφάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 548 ΚΠΔ, είναι οι αποφάσεις του δικαστηρίου, που εκδίδονται πριν από την τελειωτική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της κατηγορίας, δεν είναι οριστικές και μπορούν πάντοτε να ανακαλούνται. Αντίθετα, μη γνήσιες προπαρασκευαστικές, είναι οι οριστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, με τις οποίες περατώνεται οριστικά η δίκη ή κάποιο αναφυέν ζήτημα. Έτσι, η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία γίνεται δεκτός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος και ακυρώνεται το σχετικό κλητήριο θέσπισμα, είναι οριστική, επιλύει οριστικά θέμα σχετιζόμενο με την κατηγορία και όχι προπαρασκευαστική, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα, ούτε σε ανάκληση, η δε χωρήσασα με την επίδοση του ως άνω ακύρου κλητηρίου θεσπίσματος αναστολή της παραγραφής δεν ισχύει και πρέπει να γίνει επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, για να ανασταλεί εκ νέου η κύρια διαδικασία, αν δεν έχει ήδη επέλθει παραγραφή και από τη νέα επίδοση πλέον αναστέλλεται και η παραγραφή του διωχθέντος εγκλήματος. Στην περίπτωση δε που από παραδρομή ή εσφαλμένη κρίση ακυρώθηκε από το δικαστήριο ένα έγκυρο κλητήριο θέσπισμα, ο αρμόδιος εισαγγελέας μπορεί να επιδώσει εκ νέου στον κατηγορούμενο το ίδιο κλητήριο θέσπισμα, που κατά την κρίση του είναι έγκυρο και την ακυρότητα ή μη ενός δεύτερου πλέον κλητηρίου θεσπίσματος θα κρίνει πάλι το δικαστήριο. Σε αντίθετη περίπτωση, που χωρούσε ανάκληση της αποφάσεως ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, θα είχαμε ανεπίτρεπτη αναβίωση της αναστολής και άρα σε αποτροπή της επελθούσας τη στιγμή ακυρώσεως παραγραφής.
Περαιτέρω, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω κρίσεως, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, ότι είναι άκυρο το επιδοθέν στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα, ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και μετέπειτα με άλλη οριστική του απόφαση, λόγω ανατροπής της χωρήσασας με την επίδοση αυτού αναστολής της παραγραφής, προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης, γιατί στο μεταξύ παρήλθε ο από το νόμο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης, ο αρμόδιος εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, έχει δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της άνω οριστικής περί παραγραφής αποφάσεως, αλλά και δικαίωμα να συμπροσβάλει και την ως άνω προπαρασκευαστική περί ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση και θα κριθεί από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση αυτή από πλευράς ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 321 ΚΠΔ και 113 του ΠΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας, άσκησε εμπρόθεσμα και παραδεκτά την κρινόμενη με αρ. εκθ. 6/16-7-2012 αναίρεση κατά της 2025/6-6-2012 μη καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, πριν τη νόμιμη καταχώρηση αυτής στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, μη δυναμένης να προσβληθεί με έφεση, και με την οποία προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε οριστικά η εναντίον του διωχθέντος για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατηγορουμένου Ν. Μ., (εργατικό ατύχημα), τελεσθείσα με παράλειψη στις 11-2-2007, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, συνεπεία πενταετούς παραγραφής, για το λόγο ότι, με την συμπροσβαλλόμενη προηγούμενη 752/23-2-2012 απόφασή του, το ίδιο δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 15 του ΠΚ, προέβη σε αποδοχή υποβληθέντος σχετικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου και σε εσφαλμένη ακύρωση του νομότυπα επιδοθέντος στον κατηγορούμενο, εντός της πενταετίας, με ΑΜΩ ΕΓΤ-08-466/28-7-2008 κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν αναφέρεται σε αυτό ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο προέκυπτε η ειδική νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου εργοδότη του παθόντος, να ενεργήσει και να φροντίσει για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας που ανέθεσε για καθαρισμό του καυστήρα λεβητοστασίου θερμοκηπίου του, με χρήση ηλεκτρικής μπαλαντέζας φωτισμού, που είχε φθαρμένα και βρεγμένα καλώδια, με αποτέλεσμα να υποστεί ο παθών εργάτης ηλεκτροπληξία και να αποβιώσει. Από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Με το υπ' αριθμ. ΑΜΩ ΕΓΤ-08-466/28-7-2008 κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο Ν. Μ. στις 5-1-2009, αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, για να δικαστεί ως υπαίτιος ανθρωποκτονίας από αμέλεια αλλοδαπού εργάτη, τελεσθείσα στις 11-2-2007 σε εργατικό ατύχημα, δια παραλείψεων αυτού όντος εργοδότη του. Κατά την αρχική εκδίκαση του ανωτέρω πλημμελήματος, στις 23-2-2012, ενώ δηλαδή είχε συμπληρωθεί την ημέρα της δίκης η πενταετής παραγραφή, αλλά είχε ανασταλεί η κύρια διαδικασία επί τριετία με την επίδοση του κλητηρίου αυτού θεσπίσματος κατά την 5-1-2009 και δεν είχε συμπληρωθεί η οκταετής πλέον παραγραφή, ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου και σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠΔ, πρόβαλε δια του συνηγόρου του ακυρότητα του επιδοθέντος σε αυτόν ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν περιείχε, ακριβή καθορισμό της πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με παράλειψη, για την οποία κατηγορείτο και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, και δη για το λόγο ότι δεν αναφερόταν σε αυτό ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο προέκυπτε η ειδική νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου εργοδότη του παθόντος να ενεργήσει και να φροντίσει για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας που ανέθεσε στον από ηλεκτροπληξία θανόντα, για καθαρισμό του καυστήρα λεβητοστασίου θερμοκηπίου του. Η ένσταση αυτή έγινε δεκτή με την παρεμπίπτουσα 752/23-2-2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, χωρίς ταυτόχρονα να ερευνηθεί η τυχόν παραγραφή της πράξης. Από την επισκόπηση του αντιτύπου του ανωτέρω επιδοθέντος στον κατηγορούμενο Ν. Μ. με αριθ. ΑΒΩ ΕΤΤ-08-466-28-7-2008 κλητηρίου θεσπίσματος του εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία παραδεκτά προβαίνει ο Άρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 παρ. 5 του ΚΠΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής νόμου από το δικαστήριο που προέβη σε ακύρωση αυτού λόγω μη ακριβούς περιγραφής της αξιόποινης πράξης και μη αναφοράς των σχετικών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων νόμου, που προβλέπουν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου εργοδότη να λάβει τα δέοντα προφυλακτικά μέτρα ασφαλείας, ώστε να μη συμβεί το επελθόν εργατικό ατύχημα και δη ανθρωποκτονία από αμέλεια εργάτη αυτού και στη συνέχεια σε οριστική παύση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, προκύπτει, ότι το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα έχει το εξής περιεχόμενο: "Στο ... στις 11-2-2007 από αμέλεια, δηλ. από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψής του και επέφερε το θάνατο άλλου, τον οποίο, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει και συγκεκριμένα: Ο κατηγορούμενος διατηρούσε θερμοκήπιο, στο οποίο απασχολούσε ως εργάτες τους Αλβανούς υπηκόους E. X. και L. P., στους οποίους την ανωτέρω ημέρα είχε δώσει εντολή να καθαρίσουν από την στάχτη τον καυστήρα του λεβητοστασίου που χρησιμεύει για την παραγωγή θερμότητας στο θερμοκήπιο, Επειδή ο χώρος του λεβητοστασίου δεν φωτίζονταν επαρκώς, έθεσε στη διάθεσή τους προς χρήση μία μπαλαντέζα φωτισμού, η οποία ξεκινούσε από την πρίζα, ακουμπούσε πάνω σε σωλήνες του λεβητοστασίου, που βρίσκονταν λίγα εκατοστά πάνω από το τσιμεντένιο δάπεδο αυτού, και ήταν κρεμασμένη από τον γάντζο της πάνω σε ένα καλώδιο, το οποίο ήταν πιασμένο σε μεταλλική σωλήνα, η οποία ξεκινούσε από το ύψος του καυστήρα και σχηματίζοντας ένα "Γάμα" κατέβαινε και συνδεόταν με τους άλλους σωλήνες που ήταν χαμηλά στο έδαφος. Το εξωτερικό περίβλημα (καλώδιο) της μπαλαντέζας σε δύο έως τρία σημεία του ήταν φθαρμένο - λιωμένο από την θερμοκρασία που δημιουργείτο μέσα στο λεβητοστάσιο, αφού η μπαλαντέζα ακουμπούσε πάνω σε σωλήνες που είχαν ανεπτυγμένη θερμοκρασία. Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει και τα νερά της βροχής είχαν εισέλθει στο χώρο του λεβητοστασίου από τη λαμαρίνα της καμινάδας με αποτέλεσμα και η σωλήνα, πάνω στην οποία ήταν κρεμασμένη η μπαλαντέζα, να στάζει συνεχώς. Σε κάποια στιγμή που ο πρώτος από τους ανωτέρω εργάτες E. X. ξεκρέμασε την μπαλαντέζα προκειμένου να φωτίσει το εσωτερικό του καυστήρα και να διαπιστώσει εάν υπήρχε και άλλη στάχτη για καθάρισμα εντός αυτού χτυπήθηκε στο αριστερό χέρι από το ρεύμα αυτής, που εξήλθε από κάποιο από τα φθαρμένα σημεία του εξωτερικού περιβλήματός της, και υπέστη ηλεκτροπληξία από την οποία επήλθε ο θάνατός του, τον οποίο ο κατηγορούμενος παρέλειψε να παρεμποδίσει εάν και είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση, εξαιτίας της προηγούμενης επικίνδυνης για τη ζωή των ανωτέρω εργατών ενέργειάς του να θέση στη διάθεσή τους για την εκτέλεση της εργασίας τους ανασφαλές μέσο, δηλ. την φθαρμένη μπαλαντέζα. Επομένως παρέβη τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 17, 18, 26 παρ. 1, 28, 51, 53, 79 και 302 παρ. 1 ΠΚ." Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, δικάζον σε πρώτο βαθμό, με την συμπροσβαλλόμενη 752/23-2-2012 απόφασή του ακύρωσε το παραπάνω κλητήριο θέσπισμα, με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: " Από την επισκόπηση του κλητήριου θεσπίσματος προκύπτει ότι τούτο, σε σχέση με τη βαρύνουσα τον κατηγορούμενο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει και να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, κατά την περιγραφή της πράξης που αποδίδεται στον εν λόγω κατηγορούμενο, διέλαβε στο περιεχόμενό του ότι "... στο ..., στις 11.2.2007 από αμέλεια δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψής του και επέφερε το θάνατο άλλου, τον οποίο είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει και συγκεκριμένα ενώ διατηρούσε θερμοκήπιο, στο οποίο απασχολούσε ως εργάτες τους Αλβανούς υπηκόους E. X. και L. P., στους οποίους την ανωτέρω ημέρα είχε δώσει εντολή να καθαρίσουν από τη στάχτη τον καυστήρα του λεβητοστασίου που χρησιμεύει για την παροχή θερμότητας στο θερμοκήπιο ... επειδή ο χώρος του λεβητοστασίου δεν φωτιζόταν επαρκώς έθεσε στη διάθεσή τους προς χρήση μία μπαλαντέζα φωτισμού, η οποία ξεκινούσε από την πρίζα, ακουμπούσε πάνω σε σωλήνες του λεβητοστασίου ... και ήταν κρεμασμένη από το γάντζο της πάνω σε ένα καλώδιο το οποίο ήταν πιασμένο ... Το εξωτερικό περίβλημα (καλώδιο) της μπαλαντέζας σε δύο έως τρία σημεία του ήταν φθαρμένο- λιωμένο από τη θερμοκρασία που δημιουργείτο μέσα στο λεβητοστάσιο, αφού η μπαλαντέζα ακουμπούσε πάνω σε σωλήνες που είχαν ανεπτυγμένη θερμοκρασία ... το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει και τα νερά της βροχής είχαν εισέλθει στο χώρο του λεβητοστασίου από την λαμαρίνα της καμινάδας ... . Σε κάποια στιγμή που ο πρώτος από τους εργάτες E. X. ξεκρέμασε τη μπαλαντέζα προκειμένου να φωτίσει το εσωτερικό του καυστήρα ... κτυπήθηκε στο αριστερό χέρι από το ρεύμα αυτής και υπέστη ηλεκτροπληξία από την οποία επήλθε ο θάνατός του, τον οποίο ο κατηγορούμενος παρέλειψε να παρεμποδίσει εάν και είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση, εξαιτίας της προηγούμενης επικίνδυνης για τη ζωή των ανωτέρω εργατών ενέργειάς του να θέσει στη διάθεσή τους για την εκτέλεση της εργασίας τους ανασφαλές μέσο δηλαδή τη φθαρμένη μπαλαντέζα". Στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα ως νομικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε να δικαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μνημονεύονται εκείνες των άρθρων 1, 14, 15, 16, 17,18, 26 παρ. 1, 28, 51, 53, 79 και 302 παρ. 1 ΠΚ. Ενόψει τούτων είναι προφανές ότι στο κλητήριο θέσπισμα δεν διαλαμβάνεται, όπως θα έπρεπε, η ιδιαίτερη ειδική, και όχι γενική, νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου και από ποίες διατάξεις (ΠΔ 395/1994, Ν. 1568/85) προέκυπτε η υποχρέωση αυτή, από μόνη την ιδιότητά του ως εργοδότη, να φροντίσει για την ασφαλή εκτέλεση της παραπάνω εργασίας που ανέθεσε στο θανόντα εργαζόμενο E. X.. Περαιτέρω, και πέραν από την παράλειψη αυτή, στο κλητήριο θέσπισμα, δεν περιέχεται επιπλέον, είτε στο κείμενό του για την περιγραφή της πράξης είτε κάτω από αυτό, αναφορά στον επιτακτικό κανόνα δικαίου, από τον οποίο προέκυπτε η ειδική νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να ενεργήσει κατά τα προαναφερθέντα. Συνεπώς το επιδοθέν στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να κηρυχθεί άκυρο, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του."
Περαιτέρω, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη 2025/6-6-2012 οριστική του απόφαση, λόγω ακυρότητας του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος, δέχτηκε ότι δεν έχει αρχίσει η κύρια διαδικασία και ανετράπη η επελθούσα με την επίδοση αυτού αναστολή της παραγραφής της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και δεν είναι ανακλητή η προηγούμενη 752/23-2-2012 οριστική απόφασή του και κατά συνέπεια, εφόσον από το χρόνο τέλεσης της πράξης (11-2-2007) μέχρι την 23-2-2012, που ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα, αλλά και μέχρι τη μεταγενέστερη δικάσιμο της 6-6-2012, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας και μέσα σ' αυτό δεν υφίσταται άλλη νόμιμη επίδοση έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη για τη διωκόμενη αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, λόγω εξάλειψης του αξιόποινου συνεπεία πενταετούς παραγραφής.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω προαναφερθέντα, το ελεγχόμενο κλητήριο θέσπισμα, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, εισαγόμενο δε δίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια, μνημονεύει παραβίαση των άρθρων 1, 14, 15, 16, 17, 18, 26 παρ.1, 28, 51, 53, 79 και 302 παρ.1 του ΠΚ και αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου να ενεργήσει κατηγορουμένου και αναφέρει ρητά ότι πηγή της υποχρέωσής του αυτής είναι η προηγούμενη συγκεκριμένη συμπεριφορά αυτού ως εργοδότη, να εφοδιάσει τον υπ' αυτού προστηθέντα σε καθαρισμό λεβητοστασίου θερμοκηπίου του παθόντα εργάτη, με ανασφαλές μέσο και δη με μπαλαντέζα φωτισμού, με φθαρμένο, λιωμένο εξωτερικό περίβλημα - καλώδιο, από το οποίο έγινε βραχυκύκλωμα και υπέστη θανατηφόρα ηλεκτροπληξία ο θανών. Ήτοι, το επιδοθέν στον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία από αμέλεια κλητήριο θέσπισμα, είναι έγκυρο, περιέχει δε όλα τα κατά το άρθρο 321 του ΚΠΔ, αναγκαία στοιχεία προσδιορισμού της πράξης και τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη αυτή από αμέλεια. Αναφέρεται δε η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος και ότι η υποχρέωσή του αυτή πηγάζει, κατά το μνημονευόμενο σε αυτό άρθρο 15 του ΠΚ, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου εργοδότη του θανόντος εργάτη, από σύμβαση, αλλά και από ορισμένη ως παραπάνω αναφέρθηκε συμπεριφορά του υπαιτίου κατηγορουμένου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος θανάτου από ηλεκτροπληξία και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και άλλοι ειδικότεροι κανόνες δικαίου, (όπως θα μπορούσαν επί πλέον να αναφερθούν στο κλητήριο αυτό θέσπισμα), όπως το άρθρο 23 του ν. 1565/1985, για υγιεινή και ασφάλεια εργαζομένων από ηλεκτρικούς κινδύνους, ή και τα άρθρα 4 και 9 του ΠΔ 395/1994, που προβλέπουν προδιαγραφές εξοπλισμού για την ασφάλεια εργαζομένων από το ηλεκτρικό ρεύμα, όπως διατείνεται ο προβαλών την ακυρότητα κατηγορούμενος και όπως δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο με την συμπροσβαλλόμενη 752/2012 απόφασή του και ακύρωσε το άνω έγκυρο κλητήριο θέσπισμα.
Κατ' ακολουθίαν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που με την συμπροσβαλλόμενη 752/2012 απόφασή του έκρινε ως άκυρο το επιδοθέν στον κατηγορούμενο την 5-1-2009 κλητήριο θέσπισμα και ότι δεν ανεστάλη η κύρια διαδικασία και στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη νέα οριστική 2025/23-2-2012 απόφασή του, λόγω μη αναστολής της πενταετούς παραγραφής, έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για το αποδιδόμενο σε αυτόν πιο πάνω πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, φερόμενο ως τελεσθέν την 11-2-2007, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 321 ΚΠΔ, 15, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ και εκείνες των άρθρων 112 και 113 του ΠΚ.
Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών, πιο πάνω, ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αυτού να γίνει δεκτή, να αναιρεθούν οι δύο ως παραπάνω συμπροσβαλλόμενες αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και αφού, με χρόνο τελέσεως της εν λόγω πλημμεληματικής πράξεως την 11-2-2007, λόγω αναστολής της παραγραφής, επελθούσας με τη γενόμενη την 5-1-2009, εντός της πενταετίας, επίδοση του παραπάνω έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, δεν έχει συμπληρωθεί μέχρι σήμερα οκταετία (5 + 3 έτη), πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τις με αριθ. 752/2012 και 2025/2012 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και
Παραπέμπει την κατά του κατηγορουμένου Ν. Μ. του Δ. υπόθεση, για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή