Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 20 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αποπλάνηση ανηλίκου.




Περίληψη:
Αποπλάνηση ανηλίκου κάτω των δέκα ετών. Επίκληση λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 339 παρ. 1 περ. α ΠΚ). Ορθώς εφαρμόστηκε η διάταξη αυτή και όχι του άρθρου 337 ΠΚ. Απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας λόγω αοριστίας. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 20/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 274/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 224/4.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 9-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, κατά του υπ'αριθμ. 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής:
Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 365/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του αρμοδίως ορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, δια να δικασθή δι'αποπλάνηση παιδιού νεωτέρου των 15 ετών και μη συμπληρώσαντος το δέκατο έτος της ηλικίας του. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ.).
Επειδή, κατά το άρθρ. 339 § 1 Π.Κ., όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήση ή να υποστή τέτοια πράξη τιμωρείται α) αν ο παθών δεν συνεπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, β) αν ο παθών συνεπλήρωσε τα δέκα έτη, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, και γ) αν συνεπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με φυλάκιση. Ως ασελγής πράξη νοείται όχι μόνον η συνουσία αλλά και κάθε άλλη ενέργεια η οποία ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζη ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών, αναλόγως (ΑΠ 1170/1999, εις ΠΧ/Ν'/608). Εξ'άλλου, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 67/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/ 697), εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Την 23-5-2005, περί ώρα 14,15', ο αναιρεσείων, ευρισκόμενος μετά του ηλικίας τριών ετών τέκνου της θετής θυγατέρας του στον χώρο της "παιδικής χαράς" του 'Αλσους ........, πλησίασε την γεννηθείσα την 24-6-1997 Ψ1, που έπαιζε εκεί, και αρχικώς την θώπευσε στα μαλλιά και στην πλάτη. Στην συνέχεια, πήρε την ανωτέρω ανήλικη από το χέρι και την οδήγησε πίσω από υπάρχοντα εκεί δένδρα και, κρυπτόμενος πίσω από αυτά, την αγκάλιασε, την φίλησε στο στόμα και, ακολούθως, αφού κατέβασε το μπλουζάκι που φορούσε, την φίλησε και στο στήθος. Οι πράξεις δε αυτές του αναιρεσείοντος έχουν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα και κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσης. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε την εφαρμοσθείσα ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε, και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ'άλλου, ο άλλος λόγος αναιρέσεως (εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.), διατυπούμενος στην σχετική έκθεση αναιρέσεως με την φράση "Η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι ελλιπής και δεν επαρκεί δια την τελικήν πρότασιν", χωρίς άλλη αναφορά, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζεται εις τί συνίσταται η έλλειψη, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπ'όψη ή δεν εξετιμήθησαν, είναι εντελώς αόριστος και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 417/2006 εις ΠΧ/ΝΣΤ/909). Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθή η από 9-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.


Αθήναι 14 Μαΐου 2007

Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου

Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 24/9 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 365/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικείων Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της αποπλανήσεως ανηλίκου προσώπου νεότερου των 15 ετών και μη συμπληρώσαντος το 13ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 339 παρ. 1 περ. α του ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 περ. α, και 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 3160/2003 "όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β..., γ... ". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύσει την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των 10 κ.λ.π. ετών, η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δεν κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Ετσι, συγκροτεί το έγκλημα αυτό όχι μόνο η συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και καταφίληση στο πρόσωπο ή στο στόμα του ανηλίκου κ.λ.π., εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας. Ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10 κ.λ.π. ετών. Αρκεί όμως, ως προς το σημείο τούτο και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Επειδή λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση,το συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "Την 23-5-2005 και περί ώρα 14.15' η ανήλικη Ψ1, είχε μεταβεί με τη μητέρα της, στην παιδική χαρά του άλσους ......... Ενώ, η μητέρα της ανήλικης κόρης μετέβη προσωρινά σε παρακείμενη καφετέρια, το παιδί της επιδίδονταν με διάφορα παιγνίδια. Την ίδια χρονική στιγμή, ο κατηγορούμενος που ας σημειωθεί διήνυε το 75ον έτος της ηλικίας του, βρισκόταν στο χώρο της παιδικής χαράς του άλσους ........ Αττικής, συνοδεύοντας το ηλικίας 3 ετών τέκνον της θετής κόρης του. Σε δεδομένη χρονική στιγμή, αυτός πλησίασε την ανήλικη Ψ1, ηλικίας 8 ετών, που βρισκόταν στον ίδιο χώρο και, αφού τη ρώτησε εάν είναι μόνη της στο χώρο αυτό, άρχισε να την χαϊδεύει στα μαλλιά και στην πλάτη. Στη συνέχεια και αφού πήρε το ανήλικο κορίτσι, τη Ψ1, από το χέρι, την οδήγησε πίσω από συστάδα δένδρων και, εκμεταλλευόμενος τη φυσική αυτή απόκρυψη, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Ακόμη, της κατέβασε το μπλουζάκι που φορούσε και τη φίλησε στο στήθος. Το ανήλικο κορίτσι άρχισε να κλαίει και κατάφερε να απομακρυνθεί από την αγκαλιά του, καταφεύγοντας στη μητέρα του, στην οποία διηγήθηκε όσα έλαβαν χώρα σε βάρος της, ενώ ο ίδιος απομακρύνθηκε, χωρίς να αναμένει στις εκκλήσεις της μητέρας του ανηλίκου παιδιού και μόνο όταν ακινητοποιήθηκε από τον ......... που προσέτρεξε σε βοήθειά της, αυτός σταμάτησε". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποπλανήσεως ανηλίκου προσώπου, νεότερου των 10 ετών, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένες αυτές πράξεις του αναιρεσείοντος, συνιστούν ασελγείς, κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ, πράξεις, διότι αντικειμενικά προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς, των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας υποκειμενικά δε κατευθύνονται στη διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του αναιρεσείοντος και όχι της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 του ΠΚ). Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο περιεχόμενος στην κρινόμενη αίτηση πρώτος λόγος αναιρέσεως (484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ.), με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπήγαγε τα γενόμενα από αυτό πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, στο κακουργηματικού χαρακτήρα αδίκημα της αποπλανήσεως παιδιού νεότερου των 10 ετών (339 παρ. 1 περ. α του ΠΚ), ενώ έπρεπε, όπως αυτός υποστηρίζει, αυτά να υπαχθούν στο πλημμεληματικού χαρακτήρα αδίκημα του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 474 παρ. 2 του ΚΠΔ, στην έκθεση άσκησης του ένδικου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 462 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων ή βουλευμάτων είναι να περιέχονται σ' αυτήν λόγοι αναιρέσεως από τους αναφερομένους στα άρθρα 510 και 484 αντιστοίχως του ΚΠΔ, οι οποίοι πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, αφού δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Για να είναι δε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί η απλή επίκλησή του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριμένη μνεία των νομικών πλημμελειών σε σχέση με αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, της έλλειψης της, από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και από το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως, η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα). Ειδικότερα δε ο αναιρεσείων, στην αίτηση αναιρέσεως, προς θεμελίωση του λόγου αυτού, περιορίζεται να αναφέρει ότι "η αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι ελλιπής και δεν επαρκεί δια την τελικήν πρότασιν". Όπως όμως διατυπώνεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της παντελούς αοριστίας του, καθόσον δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμό 24/9-2-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή