Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ναρκωτικά, Πρακτικά συνεδρίασης, Προφορική ανάπτυξη.




Περίληψη:
Καταδίκη με την προσβαλλόμενη απόφαση του αναιρεσείοντος για: α) αγορά, β) κατοχή και γ) κατ’ εξακολούθηση πώληση κοκαΐνης. Το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν απαιτείτο για την πληρότητα αυτής ο ακριβής προσδιορισμός: α) του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων της πωλήσεως ναρκωτικών, αφού δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα παραγραφής αυτών και β) του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη πωλήσεως, καθώς και της ταυτότητας των αγοραστών. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι οι προβληθέντες απ’ αυτόν εγγράφως αυτοτελείς ισχυρισμοί περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων, που περιλήφθηκαν στα οικεία πρακτικά, απορρίφθηκαν χωρίς ειδική αιτιολογία είναι απορριπτέα, γιατί οι ισχυρισμοί αυτοί, που ήταν άλλωστε και αόριστοι, δεν προβλήθηκαν παραδεκτώς, αφού από τα εν λόγω πρακτικά δεν προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους και κατά συνέπεια δεν είχε υποχρέωση το Πενταμελές Εφετείο να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Απορριπτέοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ΄ ΚΠΔ περί του αντιθέτου λόγου αναιρέσεως.




Αριθμός 2/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μαραγκό, για αναίρεση της με αριθμό 2475/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 441/2007.

Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 5 παρ, 1 περ. β' και ζ' και παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει, πωλεί και κατέχει ναρκωτικά, αν δε η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους από τους τρόπους αυτούς και αφορά την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, επιβάλλεται στον υπαίτιο μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του. Ως πώληση ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους, αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Η κατοχή πραγματώνεται με τη φυσική επί των ουσιών τούτων εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά τη βούληση του. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς, κατοχής ή πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας (βάρους) τούτων, που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεση τούτων, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη, καθώς και της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών και γ) του χρόνου των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, αν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί έχουν προταθεί απαραδέκτως, όπως όταν περιλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να γίνει και προφορική ανάπτυξη τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους (Ολ. ΑΠ 2/2005), ή αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει, ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2475/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, δρώντας από κοινού μαζί με άλλο άτομο ονομαζόμενο ..., με άγνωστα τα λοιπά στοιχεία του, κατά το από 18/02/2002 μέχρι 08/03/2002 χρονικό διάστημα αγόρασε στην Αθήνα με σκοπό την εμπορία από άγνωστο στην ανάκριση πρόσωπο, 500 γραμμάρια κοκαΐνης, μέρος της οποίας διέθεσε σε διάφορα πρόσωπα έναντι ανταλλάγματος, μεταξύ άλλων δε και στην ..., στην οποία διέθεσε με άγνωστο αντάλλαγμα κατά το προαναφερόμενο τελευταίο χρονικό σημείο 30 γραμμάρια κοκαΐνης, έναντι αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου ανταλλάγματος, το μεγαλύτερο δε τμήμα της προαναφερόμενης μείζονος ποσότητας και ειδικότερα 413 γραμμάρια της ανωτέρω ναρκωτικής ουσίας, πάντοτε από κοινού δρών, και σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις χωρίς να είναι τοξικομανής, κατείχε με σκοπό εμπορίας. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των εις αυτόν αποδιδομένων αξιοποίνων πράξεων άνευ ελαφρυντικών, μετ' απόρριψη των περί του αντιθέτου προβληθέντων ισχυρισμών αυτού ως αβασίμων, κατά τα εις το διατακτικό, αφού δεν αποδεικνύονται πράξεις δηλωτικές ειλικρινούς μεταμέλειας, ούτε επιδειχθείσας καλής συμπεριφοράς". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ... του ότι: "Κατά τους ανωτέρω τόπους και χρόνους, από. κοινού με άλλους αλλά και μεμονωμένα, από πρόθεση ενεργώντας και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπει και τιμωρεί ο νόμος με στερητική της ελευθερίας ποινή και συγκεκριμένα: 1. Από κοινού με άλλο άτομο αγόρασε απαγορευμένη ναρκωτική ουσία κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1729/87, όπως αντικ. με το άρθρο 9 του Ν. 2161/93, χωρίς να είναι τοξικομανής κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ.1 του Ν.1729/87, όπως αντικ. με το άρθρο 15 του Ν. 2161/93, και συγκεκριμένα, κατόπιν συναποφάσεως με άλλον, σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως από 18-2-02 έως 8-3-02 στην Αθήνα και από άγνωστο στην ανάκριση, πρόσωπο ή από τον Αλβανό υπήκοο "..." αγνώστων λοιπών στοιχείων, από κοινού αγόρασε με σκοπό την εμπορία άγνωστη ποσότητα της απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας κοκαΐνης, τουλάχιστον όμως ποσότητα συνολικού βάρους 500 γραμμαρίων, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος. 2. Από κοινού με άλλο άτομο κατείχε απαγορευμένη ναρκωτική ουσία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.1729/87, χωρίς να είναι τοξικομανής, κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ.1 του ιδίου παραπάνω νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 15 του Ν.2161/93, και συγκεκριμένα από κοινού στις 8-3-02 και ώρα 19.00' περΙπου στην επί της οδού ... κατοικία του κατείχε με σκοπό την εμπορία ποσότητα κοκαΐνης, συνολικού βάρους 413 γραμμαρίων, συσκευασμένη σε τρεις νάϋλον συσκευασίες που είχε αποκρύψει στο ντουλάπι της κουζίνας και βρέθηκαν στο σημείο αυτό μετά νόμιμη κατ' οίκον έρευνα των αστυνομικών οργάνων. Η ποσότητα δε αυτή αποτελεί υπόλοιπο της άγνωστης ποσότητας κοκαΐνης που είχε αγοράσει. Και 3. Με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και από κοινού πώλησε απαγορευμένη ναρκωτική ουσία κατά την έννοια του νόμου και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από 18-2-02 έως 8-3-02 και σε μη γνωστές ημερομηνίες που διαλαμβάνονται σ'αυτό, στην περιοχή ..., πώλησε κάθε φορά από κοινού σε μη γνωστά στην ανάκριση πρόσωπα άγνωστες ποσότητες κοκαΐνης αντί αγνώστων χρηματικών ποσών ή αλλού είδους ανταλλαγμάτων, συγκεκριμένα δε στις 8-3-02 και ώρα 18.00 στη συμβολή των οδών ... πώλησε στην ... ποσότητα κοκαΐνης συνολικού βάρους 30 γραμμ. αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος". Στη συνέχεια δε το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων, του επέβαλε ποινή καθείρξεως 14 ετών και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ. 1, 98 Π.Κ. και των άρθρων 4 παρ. 1 και 3, Πιν. Β' αριθ.3, 5 παρ. 1 περ. β', ζ' και 2 του ν.1729/1987, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως η εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε
, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Προς τούτοις, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων της πωλήσεως της πιο πάνω ναρκωτικής ουσίας, αφού δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα παραγραφής τούτων, και β) του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη πωλήσεως, καθώς και της ταυτότητας των αγοραστών. Ο ισχυρισμός δε του αναιρεσείοντος ότι "ουδέποτε τέλεσε πωλήσεις (ναρκωτικών) σε αγνώστους αντί αγνώστων τιμημάτων" δεν είναι αυτοτελής, αλλ' αρνητικός της κατηγορίας και κατά συνέπεια το Πενταμελές Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, ούτε να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προέβαλε εγγράφως δια του συνηγόρου του τους πιο κάτω αυτοτελείς ισχυρισμούς, που περιλήφθηκαν στα πρακτικά αυτά, και συγκεκριμένα ότι: "1). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τou περί ελαφρυντικών περιστάσεων, ενώ, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό, διέμενε εις την Αθήνα επί 10 έτη, είχε φορολογικές δηλώσεις, εργάσθηκε εις την εταιρία "..." με αντικείμενο τις ειδικές υπηρεσίες διακινήσεως προσωπικού κλητήρων και εις την ...(αναφέρεται όνομα τράπεζας) ως εξωτερικός υπάλληλος, προσκομίζει δε γι' αυτό ένσημα ασφαλίσεως στο ΙΚΑ. Προκύπτει δε ότι μέχρι την σύλληψή του έζησε έντιμη οικογενειακή, κοινωνική, επαγγελματική και ατομική ζωή. Εξ όλων των στοιχείων προκύπτει ότι δικαιούται να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ. 2) Επίσης, από τις καταθέσεις του, όπως και από την απολογία του, εις το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, η οποία προκύπτει αφ' ενός μεν εκ της καταθέσεως του μάρτυρα αστυνομικού ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο οποίος κατέθεσε ότι ήταν συνεργάσιμος και έδωσε ό,τι στοιχεία γνώριζε δια τον μη συλληφθέντα συγκατηγορούμενό του ..., ήτοι αριθμό τηλεφώνου του κλπ. Επίσης, το γεγονός ότι ουδέποτε εισέπραξε χρήματα από την τότε συγκατηγορούμενή του δεικνύει ότι δεν επεδίωκε το κέρδος, δεδομένης και της απαλλαγής του δια την κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης του. Όθεν δέον όπως του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας. Και 3) Επίσης, καθ' όλο το χρονικό διάστημα κρατήσεώς του 4.5 ετών επέδειξε άριστη διαγωγή εργαζόμενος και έχει πειθαρχήσει εις τους κανόνες της φυλακής". Η προβαλλόμενη δε αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν χωρίς ειδική αιτιολογία είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί οι ισχυρισμοί αυτοί, που ήταν, άλλωστε και αόριστοι, δεν προβλήθηκαν παραδεκτώς, αφού από τα ανωτέρω πρακτικά δεν προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους και κατά συνέπεια δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι'αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27 Φεβρουαρίου 2007 (υπ' αριθ. πρωτ. 1867/1.3.2007) αίτηση του ... για αναίρεση της 2475/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή