Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτεται η αίτηση, διότι η προσβαλλόμενη έχει επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος για αναγνώριση ελαφρυντικών.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1735/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Βασίλειο Καπερνάρο και Γρηγόριο Πανταζή περί αναιρέσεως της 82, 83, 84/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της ..... και ......., ως ασκούσα την γονική μέριμνα, κάτοικο ...., που δεν παραστάθηκε. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 444/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου 299 του Π.Κ., προκύπτει ότι, για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διατάξεως, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της πράξεως, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 299 Π.Κ., για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή, για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας καθείρξεως. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή, τη δυνατότητα σταθμίσεως των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον, δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Β' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 82-83-84/2007 απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι, ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο), της παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας. Ειδικότερα δέχθηκε τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και αναφέρονται ονομαστικώς στα πρακτικά, την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικώς την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχτηκαν τα εξής: Στα ....., την 17.10.2002, σε ανοιχτό χώρο, κοντά στο σπίτι του θύματος, Ψ, είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς αυτού και άλλα άτομα, γείτονες και φίλοι, προκειμένου να συμμετάσχουν στο γεύμα που τους παρέθετε ο οικοδεσπότης, όπως και η ανωτέρω σύζυγός του, η οποία και το παρασκεύαζε. Στην παρέα, συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, και οι Ψα και Ψβ, αδελφοί του κατηγορουμένου, ο ......, πατέρας του θύματος, ο ......., εξάδελφός του, ο Ψγ, γιος του και ο Ψδ, ανιψιός του. Αργότερα προσήλθε και ο κατηγορούμενος και ενσωματώθηκε κανονικά στην παρέα. Αίφνης, ο Ψ αντιλήφθηκε ότι ο μικρός γιος του Ψα, έσπαγε κενά μπουκάλια και, φοβούμενος μήπως αυτός τραυματιστεί από τα γυαλιά, συνέστησε έντονα στον πατέρα του να τον απομακρύνει, προσφωνώντας των "μαλάκα". Ο τελευταίος τότε, εκμανείς, τον χαστούκισε και άρχισε μεταξύ τους φιλονικία. Προκειμένου δε αυτή να μη ενταθεί και να πάρει έκταση, οι Ψγ, Ψδ και η σύζυγός του απομάκρυναν τον Ψ και τον οδήγησαν στο παρακείμενο σπίτι του, όπου τον ακινητοποίησαν. Όμως, αμέσως κατέφθασαν εκεί οι αδελφοί Ψα,Ψβ και ακολούθησε συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας, ο κατηγορούμενος έσυρε από τη μέση του ένα πιστόλι και πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα. Στη συνέχεια δε, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που του επέτρεπε την πλήρη σκέψη, πλησίασε τον Ψ και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του, πράγμα που επιδίωξε αυτός. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των αδίκων πράξεων που του αποδίδονται, της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας, αφού έφερε το προαναφερθέν όπλο, χωρίς να έχει σχετική άδεια από την αρμόδια αστυνομική αρχή και της οπλοχρησίας" Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, που τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κήρυξε τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ένοχο για το ότι αποφάσισε και εκτέλεσε την ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που του επέτρεπε την πλήρη σκέψη, ότι πλησίασε τον παθόντα και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του, πράγμα που επιδίωξε αυτός, δηλαδή ο κατηγορούμενος, αποκλείοντας έτσι τη συνδρομή του βρασμού ψυχικής ορμής. Περαιτέρω, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής στο σκεπτικό, ότι ο αναιρεσείων πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα και, στη συνέχεια, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πλησίασε τον παθόντα και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο πρόσωπο και της αναφοράς στο διατακτικό, ότι πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο πρόσωπο δύο φορές τον παθόντα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, αποδίδοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εμφιλοχωρήσεως ασαφειών, αντιφάσεων και λογικών κενών, αναφορικά με την ως άνω παραδοχή, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την απαιτούμενη αιτιολογία και ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων, ότι έζησε, έως τον χρόνο που τελέστηκαν τα ως άνω εγκλήματα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, είναι απορριπτέο το αίτημα "για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α', δ' και ε' Π.Κ. και δη κατά πλειοψηφία ως προς το εδ. α', δεδομένου ότι δεν επικαλέστηκε αυτός ούτε αποδείχτηκαν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι, πριν την τέλεση των πράξεών του, έζησε πράγματι έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο, μη αρκούσης της έλλειψης καταδίκης στο ποινικό του μητρώο. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, με συγκεκριμένη συμπεριφορά και ενέργειες, τις οποίες και δεν επικαλείται, ενώ, από μόνη τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ως κρατουμένου στις φυλακές και μόνο για το χρονικό διάστημα της κράτησής του, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του, μετά τις πράξεις του, δε μπορεί να θεμελιώσει και να αιτιολογήσει την απαιτούμενη καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά από αυτές". Επομένως, απορριπτέος είναι και ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα. Με τις σκέψεις αυτές και ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 6/5.3.2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, κατά της 82,83,84/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ