Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Επίδομα εορτών.
Περίληψη:
Συμβάσεις εργασίας σχολικών φυλάκων στο πλαίσιο προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών, Εργασίας, Εθνικής Παιδείας, Δημόσια Τάξης, του ΟΑΕΔ, της Κεντρικής ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.) οι οποίοι θα συμβληθούν με προγραμματική σύμβαση στα πλαίσια της υπ’ αριθμ 34100/1999 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Κρίση ότι μόνος εργοδότης των ανωτέρω σχολικών φυλάκων είναι ο Δήμος, ο οποίος άλλωστε έχει και τα οφέλη της εργασίας αυτών. Ορισμένη η αγωγή με την οποία ζητείται αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύχτα όταν αναφέρονται σε αυτή η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, η παροχή εργασίας κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές, ο αριθμός αυτών, καθώς και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται και η αναφορά των ωρών νυκτερινής εργασίας.(Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατά της 2725/2013 αποφ. Μ.Εφ.Αθ)
Αριθμός 519/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Χαϊδαρίου" που εδρεύει στο Χαϊδάρι και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσίβλητου: Κ. Π. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ρουπακιώτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. .
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 29-12-2008 αγωγές του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 106/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2725/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-2-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 2-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 21-2-2014 με αριθμ εκθέσεως καταθέσεως 133/25-2-2014 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου Χαϊδαρίου κατά του Κ. Π., περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ 2725/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 10258Β'/27.10.2014 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ..., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο παριστάμενος αναιρεσίβλητος, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 21.2.2014 αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2725/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την κάτω από την αίτηση αυτή πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (13.1.2015) του δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκε με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσιβλήτου που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, στον αναιρεσείοντα νομίμως και εμπροθέσμως. Επομένως, αφού ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε για συζήτηση η υπόθεση με τη σειρά από το πινάκιο, ούτε έχει καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση σαν ήσαν παρόντες οι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή προσαυξήσεων για εργασία που παρασχέθηκε τις Κυριακές και αργίες (ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 και 25825/1951), καθώς και για νυκτερινή απασχόληση (ΥΑ. Οικονομικών και Εργασίας 18310/1946), αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, η παροχή εργασίας κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές, ο αριθμός αυτών, καθώς και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται και η αναφορά των ωρών νυκτερινής εργασίας. Επίσης, για την καταβολή των επιδομάτων εορτών (άρθρο 1 ν. 1082/1980 και ΥΑ 19040/81 και 12921/81), του επιδόματος αδείας και των αποδοχών της ετήσιας αδείας ανάπαυσης (άρθρα 3 παρ. 1 α.ν 539/1945, 1 παρ. 2 του ν.δ. 4547/66 και 3 παρ. 6 του ν. 4506/66) αρκεί να αναγράφεται το χρονικό διάστημα παροχής της εργασίας. Εξάλλου, εργοδότης είναι αυτός, που συνάπτει τη σύμβαση εργασίας με το μισθωτό, δέχεται την εργασία του, ασκώντας επ' αυτού το διευθυντικό δικαίωμα και καταβάλει την αμοιβή του. Δεν παύει να έχει την ιδιότητα αυτή εκείνος, που έχει εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση, προς καταβολή της αμοιβής του μισθωτού από τρίτο πρόσωπο, στα πλαίσια συμφωνίας του με τον τελευταίο, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που, με βάση μια τέτοια συμφωνία, το μισθό έχει αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει απ’ ευθείας στο μισθωτό κάποιος τρίτος. Τέλος, κατά το άρθρο 559, αριθ. 14 του ΚΠολΔ, η απόφαση είναι αναιρετέα, "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Με τον λόγο αυτό ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας και ως προς το εάν ορθά έκρινε την αγωγή ως ορισμένη ή αόριστη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 235771/6211/2008) ο ενάγων - αναιρεσίβλητος ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα (από 1.3.2004 έως 30.11.2006), στα πλαίσια προγράμματος απασχόλησης ανέργων στον τομέα φύλαξης κτιρίων, εργάσθηκε ως φύλακας σχολικών συγκροτημάτων με διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι κατά το επίδικο αυτό χρονικό διάστημα απασχολήθηκε Κυριακές και αργίες και πραγματοποίησε νυκτερινή εργασία, ζητάει να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος - αναιρεσείων να του καταβάλει τα αναφερθέντα στην αγωγή του ποσά, που αντιστοιχούν στις προβλεπόμενες από το νόμο προσαυξήσεις, 75% και 25% αντίστοιχα για την εν λόγω εργασία του, καθώς και στα επιδόματα εορτών και αδείας και στις αποδοχές αδείας, που αρνείται να του καταβάλει. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται με ακρίβεια το επίδικο χρονικό διάστημα και η απασχόληση του ενάγοντα επί είκοσι δύο (22) ημέρες μηνιαίως, το ωράριο εργασίας του σε τρεις βάρδιες ημερησίως των οκτώ ωρών η καθεμία, εκ των οποίων η πρώτη βάρδια (πρωινή) ήταν από 07.00' έως 15.00' ώρα, η δεύτερη βάρδια (απογευματινή) ήταν από 15.00' έως 23.00' ώρα και η τρίτη βάρδια (νυκτερινή) ήταν από 23.00' μέχρι 07.00' ώρα, ενώ στη συνέχεια αναγράφονται αναλυτικά οι ώρες νυκτερινής εργασίας, που πραγματοποίησε κάθε μήνα, ανάλογα με τις βάρδιες που του είχαν ανατεθεί. Επίσης, αναγράφονται αναλυτικά οι ώρες που ο ενάγων εργάστηκε κατά τη διάρκεια Κυριακής ή αργίας, ενώ εκτίθενται ακόμη ότι η πρώτη από τις διαδοχικές συμβάσεις, καταρτίσθηκε την 27.2.2001 με διάρκεια μέχρι 30.6.2002, ακολούθησαν δε δεύτερη σύμβαση με διάρκεια από 1.7.2002 μέχρι 18.2.2003, τρίτη με διάρκεια από 17.7.2003 μέχρι 31.12.2003 και ακολούθως οι του επιδίκου χρόνου, δηλαδή: α) η από 1ης Απριλίου 2004, διάρκειας από 1.1.2004 έως 30.6.2004, β) η από 2ας Αυγούστου 2004, διάρκειας από 1.7.2004 έως 31-12-2004, γ) η από 4ης Φεβρουαρίου 2005, διάρκειας από 1.1. 2005 έως 31.3.2005, δ) η από 28ης Απριλίου 2005, διάρκειας, από 1.4.2005 έως 31.5.2005, ε) η από 12ης Ιουλίου 2005, διάρκειας από 1.6.2005 έως 31.8.2005, στ) η από 27ης Οκτωβρίου 2005, διάρκειας από 1.9.2005 έως 31.12.2005, ζ) η από 16ης Ιανουαρίου 2006, διάρκειας από 1.1.2006 έως 31.3.2006, η) η από 19ης Απριλίου 2006, διάρκειας από 1.4.2006 έως την 30.6.2006 και θ) η από 13ης Ιουλίου 2006, διάρκειας από 1.7.2006 έως 30.11.2006. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία, ειδικότερα δε όσον αφορά τις αποδοχές και τα επιδόματα άδειας του ενδίκου χρονικού διαστήματος, σαφώς εκτίθεται σ' αυτήν ότι είχε προηγηθεί του χρόνου για τον οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγομένου, απασχόληση στον τελευταίο ως εργοδότη, διάρκειας μεγαλύτερης του έτους και ως εκ τούτου το Εφετείο το οποίο απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφασή του τον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη δεν παρέλειψε να κηρύξει ακυρότητα παρά το νόμο και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως αληθώς από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την αοριστία του, είναι αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ’ εκείνων μόνο των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς αυτού που επικαλείται άμεσο έννομο συμφέρον αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης. Εξάλλου το άρθρο 70 ΚΠολΔ ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προστασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής.
Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Έτσι, αφού η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ.1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ’ ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ’ ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Την έννοια των όρων "εργοδότης" και "μισθωτός" απέδωσε το άρθρο 1 του ν. 3239/1955 "περί συλλογικών διαπραγματεύσεων" κατά το οποίο " εργοδότης μεν θεωρείται παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, ως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπερ χρησιμοποιεί την εργασίαν άλλων φυσικών προσώπων, δυνάμει σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μισθωτός δε ο παρέχων εις εργοδότην εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής, υπολογιζομένης, είτε κατά χρονικήν διάρκειαν, είτε κατά μονάδα ή κατ’ αποκοπήν ή ποσοστά". Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από πλείονα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: "Με τη με αριθμό 34100/1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 2131 Β/99), που εκδόθηκε μετά τη με αριθμό 2701/16.11.1999 απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. και σε εφαρμογή των όσων προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 και 15 του ν. 2639/1998, καταρτίστηκε πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στη φύλαξη σχολείων, 2.700 ανέργων, απόφοιτων Λυκείου, ηλικίας 25 έως 64 ετών. Η διάρκεια του προγράμματος, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 4 και 10 της ως άνω Υ.Α. ήταν είκοσι τέσσερις (24) μήνες, διαιρούμενο σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση ήταν διάρκειας έντεκα (11) μηνών, από τους οποίους (μήνες) ο ένας μπορούσε να αφορά θεωρητική και πρακτική ενημέρωση, ενώ οι υπόλοιποι αφορούσαν στην τοποθέτηση σε θέσεις για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Κατά τη φάση αυτή η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από τον Ο.Α.Ε.Δ. Η δεύτερη φάση ήταν διάρκειας δεκατριών (13) μηνών και είχε αντικείμενο την απασχόληση των καταρτισθέντων στη φύλαξη των σχολικών κτιρίων. Κατά τη φάση αυτή η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από το Υπουργείο Εσωτερικών. Δικαιούχοι φορείς του παραπάνω προγράμματος ήσαν οι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, των πρωτευουσών Νομών και των μεγάλων αστικών κέντρων. Στην προαναφερθείσα υπουργική απόφαση ορίσθηκαν μεταξύ των άλλων και τα εξής: α) Το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί με τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών- Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Δημόσιας Τάξης, του Ο.Α.Ε.Δ., της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και της Ελληνικής Εταιρίας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ ΑΕ), οι οποίοι θα συμβληθούν με προγραμματική σύμβαση, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την υλοποίηση του προγράμματος, αφενός για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία, με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και κοινόχρηστων χώρων στους ΟΤΑ, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκει η φύλαξη των σχολικών κτιρίων και αφετέρου για την επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος, όπως αυτού της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών (άρθρο 5). β) Το αντικείμενο του έργου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους ΟΤΑ και επιλογή των ΟΤΑ που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, καθώς και τη συνεχή υποστήριξη και παρακολούθηση του έργου των ΟΤΑ, που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα (άρθρο 6). γ) Ο συντονισμός όλων των ενεργειών, πού απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος, ανατίθεται στην Επιτροπή Παρακολούθησης που θα αποτελείται από ένα εκπρόσωπο καθενός των ανωτέρω επτά αναφερομένων εμπλεκομένων φορέων, η οποία θα αποφασίζει για τα ειδικά κριτήρια επιλογής των ανέργων, τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για την επιλογή και για κάθε αναγκαία ενέργεια, η οποία κρίνεται απαραίτητη για την ορθή υλοποίηση του προγράμματος και θα συντάσσει εκθέσεις ελέγχου της προόδου του έργου και της καλής εκτέλεσης αυτού, και δ) οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα καθενός από τους συνεργαζόμενους φορείς για την υλοποίηση του έργου. Ειδικότερα η ΕΕΤΑΑ ΑΕ και οι Ο.Τ.Α., εκτός των κοινών με τους λοιπούς φορείς αρμοδιοτήτων, δηλαδή της παρακολούθησης του έργου και της συμμετοχής στην Επιτροπή του άρθρου 9 της ΥΑ, είχαν και τις αρμοδιότητες η μεν ΕΕΤΑΑ ΑΕ 1) της οικονομικής διαχείρισης του προγράμματος, 2) της εκπαίδευσης των επιλεγέντων ατόμων για την υλοποίηση του έργου, 3) της δημιουργίας και εφαρμογής πληροφοριακού συστήματος παρακολούθησης του έργου για την τακτική ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και για την έγκαιρη λήψη διορθωτικών αποφάσεων, 4) της παροχής τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης στα επιλεγέντα νομικά πρόσωπα κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου, 5) της παραγωγής υλικού με πλήρη περιγραφή υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα, 6) της παρακολούθησης των φυλάκων, 7) της διοργάνωσης ενημερωτικών συζητήσεων για τον τρόπο υλοποίησης του προγράμματος, και 8) της παράδοσης τελικής έκθεσης αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης, με την ολοκλήρωση του έργου (άρθρο 7ζ), οι δε ΟΤΑ της υποστήριξης για το σχεδιασμό του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας φύλαξης σχολικών κτιρίων (άρθρο 7ε). Στο πλαίσιο της προαναφερομένης Υ.Α., καταρτίστηκαν η από 9.12.1999 "προγραμματική σύμβαση" και στη συνέχεια η από 5.1.2000 τροποποιητική όμοιά της, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΑΕΔ, της ΚΕΔΚΕ και της ΕΕΤΑΑ ΑΕ, με τις οποίες συμφωνήθηκε η υλοποίηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και απασχόλησης συνολικά 3.300 ανέργων για τη φύλαξη σχολικών κτιρίων. Επιπλέον, και στις δύο προγραμματικές συμβάσεις προσδιορίστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός των εμπλεκομένων φορέων, καθώς και των απασχολουμένων στο πρόγραμμα. Ακολούθως, οι ίδιοι ως άνω φορείς εκπόνησαν κανονιστικό πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος, στο οποίο μεταξύ άλλων, όρισαν α) ότι στο πλαίσιο των προγραμματικών συμβάσεων τα συμβαλλόμενα μέρη συγκρότησαν Επιτροπή Παρακολούθησης του προγράμματος, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των φορέων του εταιρικού σχήματος και ότι αυτή (δηλ. η Επιτροπή) έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση του έργου και τη λήψη αποφάσεων εντός των ορίων που ορίζονται από τις προγραμματικές συμβάσεις για την εύρυθμη και άρτια υλοποίησή του και την επίλυση τυχόν προβλημάτων, που θα ανακύψουν από τη διαδικασία αυτή (άρθρο 31 του Κανονισμού Πλαισίου) και β) ότι τα σχολεία, πού θα επιλέξουν οι δικαιούχοι ΟΤΑ, πρέπει να είναι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και η φύλαξη των σχολείων θα γίνεται σε εικοσιτετράωρη βάση σε τρεις βάρδιες και Σαββατοκύριακα και αργίες, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι η πρώτη βάρδια θα διαρκεί από 7.00 έως 15.00 ώρα, η δεύτερη βάρδια από 15.00 έως 23.00 ώρα και η τρίτη βάρδια από 23.00 μέχρι 7.00 ώρα, ο κάθε δε ασκούμενος είναι υποχρεωμένος σε καθημερινή οκτάωρη παρουσία στο σχολικό κτίριο, στο οποίο έχει τοποθετηθεί, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα του δοθεί από τον οικείο ΟΤΑ. Παράλληλα προβλέφθηκε, όπως και στην άνω Υ.Α. το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης των δικαιούχων ανέργων, οι οποίοι θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα και η καταβολή της για είκοσι δύο (22) ημέρες το μήνα. Μετά από αυτά, αφού επιλέχθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 5 των προγραμματικών συμβάσεων, οι εκατόν σαράντα πέντε (145) δικαιούχοι ΟΤΑ, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο εναγόμενος Δήμος Χαϊδαρίου και οι δικαιούχοι άνεργοι, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ενάγων, καταρτίστηκε μεταξύ της ΕΕΤΑΑ και του εναγομένου αφενός και του ενάγοντος αφετέρου, στις 27.2.2001 σύμβαση συνεργασίας, διάρκειας έντεκα (11) μηνών. Με τη σύμβαση αυτή ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρακολουθήσει μία επιμορφωτική συνάντηση για θέματα φύλαξης σχολικών κτιρίων και στη συνέχεια να αποκτήσει εργασιακή εμπειρία, απασχολούμενος ως φύλακας σε βάρδιες, οκτώ (8) ώρες την ημέρα και για είκοσι δύο (22) ημέρες το μήνα, που μπορεί να εμπίπτουν σε αργίες και Σαββατοκύριακα. Επιπλέον, ο εναγόμενος Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση: 1) Να προβεί στην επιλογή των σχολικών κτιρίων, στο πλαίσιο του προγράμματος, να ενημερώσει εγγράφως την ΕΕΤΑΑ ΑΕ και να κατανείμει τους ασκουμένους σ' αυτά, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το πρόγραμμα, 2) να προμηθευτεί τον αναγκαίο εξοπλισμό, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που τέθηκαν από την Επιτροπή Παρακολούθησης του προγράμματος και να τον διαθέσει στους ασκούμενους φύλακες, 3) να διενεργεί τακτικούς ελέγχους για να διαπιστώνεται η παρουσία των ασκουμένων κατά τις ημέρες και ώρες που τελούνται οι βάρδιες στο πλαίσιο του προγράμματος, 4) να ορίσει ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου και ένα στέλεχος αυτού, που θα έχουν την ευθύνη παρακολούθησης του προγράμματος. Ειδικότερα το μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου ανέλαβε την υποχρέωση να παρακολουθεί την εφαρμογή του προγράμματος στα διοικητικό όρια αυτού και να ενημερώνει τον εναγόμενο και το στέλεχός του ανέλαβε την υποχρέωση να συντονίζει και να οργανώνει τις προγραμματισμένες ενημερωτικές συναντήσεις στο πλαίσιο των προδιαγραφών της ΕΕΤΑΑ ΑΕ, να αποστείλει σ' αυτή αρχικά πίνακα με τα στοιχεία των ασκουμένων φυλάκων και στη συνέχεια, ανά δίμηνο, πρόγραμμα σχετικά με τις βάρδιες, που θα ακολουθούνται σε κάθε σχολικό κτίριο, όπου θα αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των φυλάκων και οι βάρδιες, τις οποίες είναι υποχρεωμένοι αυτοί να τηρήσουν και να συντάσσει καθημερινά τα "ημερήσια δελτία παρουσιών", τα οποία θα συμπληρώνουν οι ασκούμενοι, καθώς και το μηνιαίο δελτίο παρουσίας ασκουμένων, το οποίο θα αποστέλλει εντός πέντε ημερών από τη λήξη κάθε διμήνου στην ΕΕΤΑΑ ΑΕ, να έχει τακτική επικοινωνία με τους Διευθυντές των σχολείων για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος και συνεχή συνεργασία με τους ασκούμενους φύλακες για την επίλυση τυχόν προβλημάτων κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, 5) να αναπτύξει και εφαρμόσει ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των εμπλεκομένων φορέων και των κοινωνικών ομάδων, που ωφελούνται από το πρόγραμμα, το δε πρόγραμμα δράσης των συγκεκριμένων ενεργειών θα πρέπει να κοινοποιηθεί στην ΕΕΤΑΑ ΑΕ. Μετά τη λήξη της παραπάνω σύμβασης, συνήφθησαν, μεταξύ των διαδίκων και της ΕΕΤΑΑ ΑΕ, διαρκώς ανανεούμενα "συμφωνητικά συνεργασίας" διάρκειας επίσης ορισμένου χρόνου και ειδικότερα τα από 27.2.2001, 8.2.2002, 1.7.2002, 17.7.2003, 1.4.2004, 2.8.2004, 4.2.2005, 28.4.2005, 12.7.2005, 27.10.2005, 16.1.2006,19.4.2006 και 13.7.2006 συμφωνητικά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά την υπ' αριθ. 6/2005 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΣΕΠ, που αποφάνθηκε ότι οι σχολικοί φύλακες που είχαν προσληφθεί με την προαναφερθείσα διαδικασία, παρείχαν εξηρτημένη εργασία έναντι αμοιβής και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των ΟΤΑ, ο ενάγων, μετά την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, κατετάγη από τον εναγόμενο σε θέση προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 11.9.2006 με την υπ' αριθ. 362/11.9.2006 απόφαση του εναγομένου και αυθημερόν εγκαταστάθηκε και ανέλαβε υπηρεσία με τη νέα σύμβαση. Με το από 23.9.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσεως συμφωνητικού συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, οι συμβαλλόμενοι υπογράφοντες αυτό ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕ, ο εναγόμενος ΔΗΜΟΣ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ ο ενάγων και άλλοι φύλακες, συμφώνησαν τη λύση του μεταξύ τους συναφθέντος από 17.7.2003 συμφωνητικού συνεργασίας, από την ημερομηνία ένταξης καθενός από τους φύλακες στις σχετικές οργανικές θέσεις και ότι εφεξής κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει ούτε διατηρεί ουδεμία αξίωση κατά του άλλου. Καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των ετών από 27.2.2001 έως 11.9.2006, οπότε εντάχθηκε στην οργανική του θέση, ο ενάγων παρείχε, βάσει των προαναφερθεισών συμβάσεων, τακτικά και αδιάλειπτα τις υπηρεσίες του στο σχολείο (3° Λύκειο) του εναγομένου, που είχε τοποθετηθεί, συμπεριλαμβανομένων μάλιστα και των Σαββατοκύριακων και των αργιών, ενταγμένος σε τρεις (3) οκτάωρες βάρδιες (από 07.00 έως 15.00 η πρώτη, από 15.00 έως 23.00 η δεύτερη και από 23.00 έως 07.00 της επομένης ημέρας η τρίτη), με ημερομίσθιο 35,22 ευρώ (άρθρο 4 της σύμβασης). Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ως φορέας της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος, στο πλαίσιο εφαρμογής του συγκεκριμένου προγράμματος, νοείται ο εναγόμενος Δήμος Χαϊδαρίου, ο οποίος και αποτελεί αντισυμβαλλόμενο του ενάγοντα-φύλακα, τόσο κατά την κατάρτιση, όσο και κατά τη λειτουργία των συμβάσεων εργασίας του. Επομένως, σύμφωνα και με τις νομικές διατάξεις, οι οποίες αναλυτικά προεκτέθηκαν, ο εναγόμενος είναι ο εργοδότης του ενάγοντος κατά την έννοια του νόμου, αφού σε αυτόν προσέφερε τις υπηρεσίες του ο ενάγων, καθ' όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του και μέχρι την κατάταξή του στις 11.9.2006 από τον εναγόμενο σε θέση προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως φύλακας στο ως άνω σχολικό κτίριο, στο οποίο τοποθετήθηκε, απασχολούμενος επί οκτώ (8) ώρες σε μία από τις τρεις βάρδιες κάθε ημέρα, υπό τις εντολές και την εποπτεία των ορισθέντων από τον εναγόμενο οργάνων του για το συντονισμό και την παρακολούθηση της εργασία του και στα όργανα αυτά ο ενάγων αναφερόταν για οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε, τελώντας, έτσι, υπό την άμεση εξάρτηση και εποπτεία του εναγομένου ως προς την τακτική και αδιάλειπτη παρεχόμενη εργασία του. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο οποιαδήποτε άλλη σχέση εξαρτήσεως του ενάγοντος με την εταιρεία ΕΕΤΑΑ ΑΕ, που συμμετείχε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά ούτε και με το Ελληνικό Δημόσιο, την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), που επίσης συμμετείχαν στο πρόγραμμα, δεδομένου ότι αυτοί δεν χρησιμοποίησαν με αμοιβή την εργασία του ενάγοντος, ούτε άσκησαν σε αυτόν διευθυντικό δικαίωμα. Επομένως, δεν συντρέχει κανένα στοιχείο για να μπορούν να χαρακτηριστούν ως εργοδότες. Η συμβολή των λοιπών φορέων στην παραπάνω σχέση περιοριζόταν απλώς στη συμβολή τους στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την υλοποίηση του προαναφερθέντος προγράμματος, η οποία, όμως, συμμετοχή τους δεν μπορεί να ασκήσει έννομη επιρροή στην παρούσα περίπτωση, ούτε να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό αυτών ως εργοδοτών. Ειδικότερα, όσον αφορά την ΕΕΤΑΑ ΑΕ, η συμμετοχή αυτής στη ένδικη σύμβαση περιοριζόταν μόνο στη χρηματοδότηση του συγκεκριμένου προγράμματος, στα πλαίσια της δέσμευσής της από τα οριζόμενα στη με αριθμό 34100/1999 ΥΑ, δηλαδή, είχε μόνο τη χρηματοδότηση του σχετικού προγράμματος ως προς την οικονομική του πλευρά, χωρίς καμία απολύτως ωφέλεια από την παροχή της εργασίας του ενάγοντος και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εργοδότης του τελευταίου. Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα παραπάνω, κατά τα επίδικα έτη από 27.2.2001 έως 11.9.2006, οπότε εντάχθηκε στο προσωπικό του εναγομένου, ο ενάγων συνδεόταν με τον εναγόμενο Δήμο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, διότι προσέφερε τις υπηρεσίες του σε αυτόν έναντι αμοιβής (μισθού) και υπόκειτο σε προσωπική εξάρτηση από αυτόν, που εκδηλωνόταν με το δικαίωμά του να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία του και να του δίνει δεσμευτικές οδηγίες ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της, ήταν δε αντισυμβαλλόμενος του ενάγοντος στις σχετικές συμβάσεις, καθώς και στη λύση της σύμβασης. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τον δεύτερο, αλλά και τον πρώτο κατά το αντίστοιχο σκέλος του, λόγους εφέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων προέβαλε έλλειψη της παθητικής του νομιμοποίησης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ορθώς απέρριψε την ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσείοντος, αφού, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αυτός (αναιρεσείων) δια του νομίμου αντιπροσώπου του συμβλήθηκε με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και επόπτευε την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελούσε η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Επομένως το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του KΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί o αναιρεσείων ως ηττηθείς , στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21.2.2014, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 133/25.2.2014 αίτηση του δήμου Χαϊδαρίου Αττικής κατά του Κ. Π. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2725/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των εννιακοσίων (900) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ