Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Αναιρείται η προσβαλλόμενη από-φαση για συκοφαντική δυσφήμιση, που προϋποθέτει ισχυρισμό η διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και να είναι ψευδές και άμεσο δόλο του δράστη συνιστά-μενο σε ηθελημένη ενέργεια για ισχυρισμό ή διάδοση του ψευδούς γεγονότος ενώπιον τρίτου εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση, διότι δεν έχει την επιβαλλόμενη αιτιολογία καθόσον δεν εκθέτει συγκεκριμένα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν γνώση της αναλήθειας των γεγονότων που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος και περιέχει αντιφατικές παραδοχές στο διατακτικό του σε σχέση με τα αναφερόμενα ως ψευδή γεγονότα.
Αριθμός 170/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κανελλόπουλο, περί αναιρέσεως της 2859/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Τσίκα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουνίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 963/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποια με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 του ιδίου κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτούνται α) ισχυρισμός ή διάδοση για κάποιον άλλον που να έγιναν ενώπιον τρίτου β) το αντικείμενο του ισχυρισμού να είναι γεγονός, το οποίο να δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου προσώπου και γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να είχε γνώση της αναληθείας αυτού. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ακόμη, ότι αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή είχε γι'αυτό αμφιβολίες δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση. Ως γεγονός, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος αλλά απαιτείται άμεσος δόλος.
Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη ή αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός από αυτά. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ'αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή τι προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί του δόλου αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. 'Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως κατά τα ανωτέρω επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ή "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος από μέρος του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών τα οποία δικαιολογούν την γνώση από τον κατηγορούμενο του ψευδούς των γεγονότων που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε.
Εξ άλλου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από τον άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος το έτος 2002 ήταν ιατροδικαστής και περιλαμβανόταν στον πίνακα πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Θήβας. Κατά το έτος αυτό πληροφορήθηκε ότι στο νοσοκομείο ... διενεργούνταν νεκροψίες από τον χειρούργο ιατρό του νοσοκομείου Ζ αντί να καλείται ο ίδιος ως ιατροδικαστής προς διενέργειά των. Πράγματι, ο Ζ πολλές φορές αν και δεν ήταν ιατροδικαστής οριζόταν από την Αστυνομία να διενεργεί νεκροψίες στο νοσοκομείο, χωρίς να υπάρχει σ'αυτό ειδικό χώρος για να γίνονται αυτές. Ο κατηγορούμενος διαμαρτυρήθηκε προς διάφορες υπηρεσίες. Με την από 15-11-2002 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, την οποία απηύθυνε στον ... ως διευθυντή του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου ... και στον εγκαλούντα Ψ, ως Πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής και Διευθυντή των ιατρικών υπηρεσιών του ίδιου νοσοκομείου, ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα γεγονότα που έβλαπταν την τιμή και την υπόληψή του. Η άνω εξώδικη δήλωση επιδόθηκε από δικαστικό επιμελητή στις ... και στις ... στον εγκαλούντα.
Με αυτήν την εξώδικη δήλωση του ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι ο εγκαλών υπό την άνω ιδιότητά του ως διευθυντής των ιατρικών υπηρεσιών του νοσοκομείου ανέχεται και καλύπτει αυθαιρεσίες που αποτελούν παράνομη κατάργηση του καταρτισμένου από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών πίνακα πραγματογνωμόνων, ότι καταργεί παράνομα την ειδικότητα του κατηγορουμένου ως ιατροδικαστή ότι προσβάλλει τη μνήμη τεθνεώτων ότι συνεργεί σε απάτη κατά του δημοσίου και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, ότι προσωποποιεί θέσεις και σχέσεις, ότι προβαίνει σε αντιποίηση ειδικότητας, ότι μεροληπτεί υπέρ προσώπων για να μην διαταραχθούν παράνομα προνόμια, ότι συγκαλύπτει ιατρικές αμέλειες, ότι εξυπηρετεί παράνομα τοπικούς παράγοντες και προβαίνει σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος. Περαιτέρω, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όλα αυτά ήταν ψευδή. Ο εγκαλών δεν είχε καμία αρμοδιότητα να αποφασίσει για τις νεκροψίες ή να απαγορεύει αυτές. Ο Ζ οριζόταν να διενεργήσει τις νεκροψίες με επιστολές της Αστυνομίας που απευθυνόταν σ'αυτόν και για τις οποίες δεν λάμβανε γνώση ο εγκαλών ο οποίος δεν είχε καμία ανάμιξη όχι μόνον στον τρόπο διορισμού του Ζ αλλά ούτε στον τρόπο διενέργειας των νεκροψιών. Ο ίδιος ούτε καταργούσε ούτε ανεχόταν την κατάργηση του πίνακα πραγματογνωμόνων ή την αντιποίηση της ειδικότητας ή τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος ή την εξυπηρέτηση ορισμένων παραγόντων. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ποιες ήταν οι αρμοδιότητες του εγκαλούντος και ότι τα όσα ανέφερε στην εξώδικη δήλωσή του γι'αυτόν ήταν ψευδή. 'Όμως, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, ανέφερε τα πιο πάνω γεγονότα στο εξώδικο γνωρίζοντας ότι αυτά τα γεγονότα αντικειμενικά είναι πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκλήματος όπως και πράγματι συνέβη. Γνώση του περιεχομένου του εξωδίκου έλαβαν ο ..., ο δικαστικός επιμελητής αλλά και παρευρισκόμενοι την ώρα της επιδόσεως εργαζόμενοι. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με βάση τα άνω αναφερόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενη αποφάσεως κήρυξε ένοχο του ήδη αναιρεσείοντα του ότι στη ..., στις 15/11/2002 με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίστηκε για άλλον γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, το γεγονός δε αυτό ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές και συγκεκριμένα συνέταξε την από 15-11-2002 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία προειδοποίηση, με την οποία ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα Ψ, γιατρό και τότε Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας του νοσοκομείου ..., ότι γίνεται αυθαιρεσία με την πλήρη ανοχή και κάλυψή του, η οποία αποτελεί παράλληλα παράνομη ευθεία κατάργηση και δη άνευ νομίμου αιτίας του ήδη υφισταμένου και καταρτισμένου από το αρμόδιο όργανο (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών) Πίνακα Πραγματογνωμόνων, παράνομη αυθαίρετη και αυτόβουλη κατάργηση της ειδικότητας του Ιατροδικαστή, παράβαση γενόμενη συστηματικώς εκ μέρους του, ευθείας προσβολή της μνήμης των τεθνεώτων, ότι η έκνομη αυτή δραστηριότητα συνιστά συνέργεια σε απάτη κατά του δημοσίου και διασπάθιση δημοσίου χρήματος, ότι προσωποποιούνται θέσεις και σχέσεις που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον ότι αμέσως ή εμμέσως αδιαφορεί και προβαίνει σε αντιποίηση ειδικότητας και παράβαση καθήκοντος, συμπεριφερόμενος σαν να είναι άτομο υπεράνω του νόμου, γεγονός που καταλείπει σαφείς υπόνοιες για μεροληψία και προνοητικότητα στο να μη διαταραχθούν "προνόμια" και κεκτημένα αμφίβολης νομιμότητας καθώς και ότι με τη συμπεριφορά του γεννιούνται εύλογα ερωτήματα περί συγκάλυψης ιατρικών αμελειών, εξυπηρέτησης τοπικών παραγόντων και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, το εξώδικο δε αυτό επέδωσε στις 19-11-2002 με δικαστική επιμελήτρια, επομένως ισχυρίστηκε τα ως άνω γεγονότα ενώπιον αυτής, αλλά και των παρευρισκομένων γύρω του κατά την ώρα της επίδοσης, ενώ τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή, καθώς ο εγκαλών προέβη σε τέτοιες πράξεις και ο κατηγορούμενος το γνώριζε αυτό, ενώ παράλληλα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο κατ'αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού του, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν και ακολούθως θεμελιώνουν την από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο γνώση της αναληθείας των γεγονότων που ισχυρίσθηκε αυτός και έλαβαν γνώση τα συγκεκριμένα πρόσωπα που άνω αναφέρονται. Ειδικότερα ως προς το στοιχείο του αμέσου δόλου, δηλαδή της γνώσεως η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό ότι όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος για τον εγκαλούντα στην εξώδικη δήλωσή του γι'αυτόν ήταν ψευδή και εν γνώσει της αναληθείας τους, ανέφερε τα πιο πάνω γεγονότα στο εξώδικό του. Δεν γίνεται μνεία στην απόφαση ποιες ήταν οι αρμοδιότητες του εγκαλούντος στο Νοσοκομείο ... για να δύναται να διαπιστωθεί εάν από την γνώση αυτών από τον κατηγορούμενο (κατά τις παραδοχές της αποφάσεως) προέκυπτε και ότι εν γνώσει της αναλήθειας των διέλαβε στην άνω εξώδικη δήλωση του τα όσα ισχυρίσθηκε αυτός. Επίσης στην αρχή του διατακτικού της αποφάσεως του αναφέρει το Εφετείο ότι το δυνάμενο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του εγκαλούντος γεγονός που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδές και ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές, χωρίς να εκθέσει συγκεκριμένα και να αιτιολογήσει από ποια πραγματικά περιστατικά συνάγεται γνώση του κατηγορουμένου για το ψευδές όσων ισχυρίσθηκε, η οποία δεν προκύπτει ούτε από τις καθόλου παραδοχές και την κύρια αιτιολογία της περί ενοχής του Εφετείου. Επίσης στο τέλος του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται κατά τρόπο που δημιουργεί ασάφειες και αντίφαση ότι τα παραπάνω γεγονότα που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδή "καθώς ο εγκαλών προέβη σε τέτοιες πράξεις και ο κατηγορούμενος το γνώριζε αυτό". Αυτή η τελευταία αιτιολογία είναι αντιφατική καθόσον δεν είναι δυνατό αφενός να είναι ψευδή αυτά που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος με την εξώδικη δήλωσή του που επιδόθηκε στον εγκαλούντα και αφ'ετέρου να προήλθε ο τελευταίος σε τέτοιες πράξεις για τις οποίες γινόταν λόγος στην άνω εξώδικη δήλωση που απηύθυνε προς αυτόν ο κατηγορούμενος. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές αλλά καταλείπονται αμφιβολίες περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών, αλλά στοιχειοθετείται ενδεχομένως το έγκλημα της απλής δυσφημήσεως. Από τις άνω ελλείψεις και αντιφάσεις σε σχέση με όσα δέχθηκε το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση έπεται ότι είναι βάσιμοι τόσο ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσο και ο αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος αφού η ένδικη αίτηση είναι παραδεκτή και περιέχει ορισμένους λόγους αναιρέσεως, (άρθρ. 511 ΚΠοινΔ) λόγος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 363 ΠΚ, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κατά παραδοχή δε των λόγων αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους εκτός εκείνων που εδίκασαν προηγουμένως.
Αναιρουμένης κατά τα προαναφερόμενα της προσβαλλόμενης αποφάσεως παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2859/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιανουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ