Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 93 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Προφορική συζήτηση.




Περίληψη:
Μετά την εξαφάνιση της ερήμην εκδοθείσας πρωτόδικης αποφάσεως κατ΄ άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ. ή συζήτηση είναι προφορική και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 270 του ιδίου κώδικα. Δεν επιτρέπεται λόγω της προφορικότητας της συζήτησης, η παράσταση με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου, κατ΄ άρθρ. 242 παρ. 2. Τέτοια παράσταση έχει ως συνέπεια την ερημοδικία του μη προσηκόντως παρισταμένου διαδίκου και τη μη λήψη υπόψη των ροτάσεων και των περιεχομένων σ΄ αυτές ισχυρισμών καθώς και των αποδεικτικών μέσων, των οποίων γίνεται, με αυτές, επίκληση και προσκομίζονται. Αν ληφθούν υπόψη ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 11β και 8α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.




Αριθμός 93/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δρακούλη Δρακουλόγκωνα, 2) Α. Κ. συζ. Ι., το γένος Γ. Κ., 3) Κ. Κ. του Γ., 4) Γ. Κ. του Γ., και 5) Μ. Κ. του Γ., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ’. Τ. του Π., κατοίκου ..., και 2)Α. Τ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Θεοδωράτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 621/2006 του ιδίου Δικαστηρίου και 63/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/9/2010 αίτησή και τους από 14/9/2012 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε τη συνεκδίκαση της αναίρεσης και των προσθέτων λόγων και την παραδοχή του πρώτου λόγου της αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης, καθώς και των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν με επίκληση από τους διαδίκους, κατά δε τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.α του ίδιου άρθρου, αναίρεση επίσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ.2 και 270 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική, κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 237 παρ.1 και 270 ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το Ν. 2915/2001, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 του ίδιου κώδικα, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παρ.3 του προαναφερθέντος Ν. 2915/2001, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, η δε προσθήκη και αντίκρουση στις προτάσεις αυτές κατατίθενται έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση. Μαζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν με ποινή απαραδέκτου και όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους. Νέα αποδεικτικά μέσα μπορούν να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου μέσα στην προθεσμία των αντικρούσεων. Ενόψει όμως της προφορικότητας της συζήτησης δεν αρκεί μόνο η κατάθεση των προτάσεων, αλλά απαιτείται και επίκληση των περιεχομένων σ'αυτούς ισχυρισμών και αποδείξεων, με αναφορά στις προτάσεις, η οποία (αναφορά) καταχωρίζεται στα πρακτικά (Ολ.ΑΠ 2/2005, ΑΠ 1239/2007). Αν δεν γίνει η επίκληση αυτή, οι περιεχόμενοι στις προτάσεις ισχυρισμοί και τα επικαλούμενα με αυτές και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού από τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ.1 και 346 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλ. της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 353/2011, ΑΠ 39/2008). Ενόψει των προεκτεθέντων και με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 260 παρ.1 κατά την οποία η συζήτηση ματαιώνεται και δεν εμφανισθούν όλοι οι διάδικοι, ο κλητευθείς νομίμως και εμπροθέσμως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου διάδικος, ο οποίος δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανίστηκε αλλά δεν έλαβε νόμιμα μέρος, δικάζεται μεν σαν να ήταν παρών, πλην όμως προτάσεις κ.λπ. που έχει προκαταθέσει, καθόσον ο οριζόμενος χρόνος κατάθεσης στο ακροατήριο δεν εμποδίζει την προκατάθεση αυτών, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού αυτός δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ώστε να αναφερθεί, με επίκληση στους περιεχομένους σ' αυτές ισχυρισμούς του και τα προσκομιζόμενα (με αυτές) αποδεικτικά μέσα. Η άποψη κατά την οποία πρέπει, ενόψει του ότι ο νόμος αναγορεύει σε παρουσία, την απουσία του διαδίκου, να λαμβάνονται υπόψη οι περιεχόμενοι στις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του μη εμφανιζομένου ή του μη νόμιμα παρισταμένου διαδίκου αυτοτελείς ισχυρισμοί και τα σ' αυτές επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεδομένου ότι οι προτάσεις εντάσσονται στο προδικαστικό στάδιο και συνιστούν στοιχείο αυτού, παραβλέπει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 115 παρ.2 και 270 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς και το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, υποχρέωση της προφορικότητας της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό, η οποία επιβάλλει, ενόψει και των άρθρων 346 και 240 του ίδιου κώδικα, όχι μόνο την προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων, αλλά και την επίκλησή τους, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα γίνεται στο ακροατήριο (ΑΠ 214/2007). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 528 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση εφέσεως από το διάδικο, που δικάστηκε σαν να ήταν παρών, συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους προσθέτους λόγους και τη νέα, κατ' αντιμωλία έρευνα της υπόθεσης, επί της οποίας είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, εφαρμοζομένων όλων των διατάξεων του άρθρου 270, και συνακόλουθα οι διάδικοι παρίστανται μετά ή δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου και δεν είναι επιτρεπτή η κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ παράστασή τους με μονομερή ή κοινή δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008). Σε τέτοια περίπτωση, αν ο διάδικος παραστεί με δήλωση θεωρείται ως μη νομίμως παριστάμενος και δικάζεται ερήμην και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω οι προτάσεις του και οι σ'αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 251/2009), ιδρυομένων σε αντίθετη περίπτωση των αναιρετικών λόγων των διατάξεων των αριθμών 11 περ.β και 8 περ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου η απαγόρευση παράστασης με δήλωση αφορά και τους δύο διαδίκους, δηλαδή και αυτόν που παραστάθηκε κανονικά στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 652/2011, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 1326/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατ'εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη της τις προτάσεις των εφεσιβλήτων - εναγόντων και τους με αυτές προταθέντες ισχυρισμούς και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, μολονότι αυτοί είχαν παραστεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, πράγμα το οποίο δεν ήταν νόμιμο, αφού η συζήτηση ήταν προφορική, εφόσον επρόκειτο περί εφέσεως κατά αποφάσεως που είχε εκδοθεί ερήμην, οπότε επιβαλλόταν η παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο μετά ή δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου. Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, καθόσον η επικαλούμενη πλημμέλεια προκύπτει από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.562 παρ.2β ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας ιδρύονται οι εκ των διατάξεων των αριθμών 11 περ.β και 8 περ.α του άρθρου 559 λόγοι αναιρέσεως, αφού η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 63/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών, εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ' αριθμό 621/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η οποία είχε εκδοθεί ερήμην των εναγομένων - εκκαλούντων και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η παράσταση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των εφεσιβλήτων - εναγόντων, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν ήταν νόμιμη και ενόψει τούτου αυτοί, ως μη νομίμως παριστάμενοι, θα έπρεπε να δικασθούν ερήμην και να μη ληφθούν υπόψη οι προτάσεις τους και οι σ' αυτές περιεχόμενοι ισχυρισμοί, καθώς και τα με αυτές επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε και αυτοί θεωρήθηκε ότι παρίστανται νόμιμα και δικασθέντες κατ' αντιμωλία λήφθηκαν υπόψη οι προτάσεις τους κ.λπ. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών, καθώς και των προσθέτων λόγων. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερων δικασάντων. Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 63/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Πατρών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή