Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πόθεν έσχες, Δικαστηρίου σύνθεση, Πλάνη νομική.
Περίληψη:
Απορρίπτει πρώτη αναίρεση λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, χωρίς να γίνεται επίκληση ανώτερης βίας. Παραδεκτή η δεύτερη που ασκήθηκε προ της καταχωρήσεώς της. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για παράβαση "του πόθεν έσχες" - δήλωση περιουσιακής κατάστασης, από πρόθεση και κατ' εξακολούθηση, με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ενοχή και ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών (ελαφρυντικές περιστάσεις- συγγνωστή νομική πλάνη - απόρριψη αιτήματος αναστολής της ποινής,), β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και γ) της απόλυτης ακυρότητας (έλλειψη ακρόασης - κακή σύνθεση του δικαστηρίου - ταυτότητα των εγγράφων). Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ότι ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ορίστηκε με απόφαση της ολομέλειας, ούτε πως ορίσθηκαν τα λοιπά μέλη. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1853/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικολάου Ζαΐρη-Εισηγητή, Νικολάου Κωνσταντόπουλου, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μυταλούλη, για αναίρεση της 538/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιουνίου 2008, 21 Μαρτίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, ως και στο από 27 Φεβρουαρίου 2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1293/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 10ήμερη και αρχίζει από της εκδόσεώς της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεως της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Π.Δ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Π.Δ, συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρω βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την υπ' αριθμό 538/29-2-2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε για την πράξη της παράβασης ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από πρόθεση και κατ' εξακολούθηση, και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 5000 ευρώ. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 29-2-2008 με παρόντα τον κατηγορούμενο και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 3 Ιουνίου 2008, κατά την, επί του σώματος της αποφάσεως, υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα, με χρονολογία 3 Ιουνίου 2008. Ωστόσο, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης ..., την 17 Ιουνίου 2008, ημέρα της εβδομάδας Τρίτη, δηλαδή μετά την πάροδο της 10ήμερης προθεσμίας, που προβλέπει το άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ, χωρίς σ' αυτήν (έκθεση αναιρέσεως) να επικαλείται ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η από 17-6-2008 αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της. Επειδή, κατά το άρθρο 514 εδ. γ του Κ.Π.Δ, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε εμπροθέσμως στις 21 Μαρτίου 2008, ενώπιον του Διευθυντού του Καταστήματος Κράτησης ..., την από 21-3-2008 αίτηση αναιρέσεως, κατά της υπ' αριθμό 538/29-2-2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας αποφάσεως.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται, προ της καταχωρήσεώς της, στο τηρούμενο προς τούτο ειδικό βιβλίο, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από τη Γραμματεία του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στις 3 Ιουνίου 2008, και πρέπει μετά ταύτα να εξετασθεί. Επειδή στο άρθρο 17 υπό στοιχείο Β' του ν. 1756/1988, που περιλαμβάνει τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ορίζονται στην παρ. 1 "σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση και στην παρ. 3 "ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα ... στην εισαγγελία εφετών α) ... β) όλων των αντεισαγγελέων από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών εφετείων", ενώ στην παρ. 4 "με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός ... . Τέλος, στην παρ. 10 ορίζεται "Η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως". Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, συνιστάμενη στο γεγονός ότι σ' αυτήν (απόφαση), δεν αναγράφεται ότι ο Πρόεδρος του δικαστηρίου, ορίσθηκε με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών, να προεδρεύει επί μια διετία, καθώς επίσης, δεν αναγράφεται ότι και οι σύνεδροι δικαστές ορίσθηκαν μετά από κλήρωση. Ο σχετικός, όμως, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, γιατί, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν απαιτείται η αναγραφή του τρόπου με τον οποίο ορίσθηκε τόσον ο Πρόεδρος του δικαστηρίου, όσο και τα λοιπά μέλη αυτού. Σε κάθε όμως περίπτωση, εκτός από το ότι δεν υπάρχει ανάλογη υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση, ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Τέτοια όμως πρόταση δεν επικαλείται ο αναιρεσείων, ούτε από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι προβλήθηκε. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ), όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, που εξέδωσε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το μεν γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο να απολογηθεί, το δε γιατί δεν του δόθηκε επίσης ο λόγος επί της ποινής, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο Πρόεδρος κάλεσε τον κατηγορούμενο, να απολογηθεί και εκείνος απολογήθηκε προσέτι δε από τα ίδια πρακτικά, προκύπτει ότι μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής, ο οποίος ας σημειωθεί πρότεινε προς το δικαστήριο την επιβολή της ποινής φυλακίσεως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 5000 ευρώ, ο κατηγορούμενος ζήτησε να του επιβληθεί το ελάχιστο όριο της ποινής (σελίδα 51 πρακτικών).
Συνεπώς, ο περί απολύτου ακυρότητας προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί η και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1α στοιχ. ι του Ν. 3213/2003, με την οποία ορίζεται "Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία, θεωρούνται ιδίως: 1) Τα έσοδα από κάθε πηγή κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 538/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα από τα πρακτικά της δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος X: "στην ... κατά τους παρακάτω χρόνους τέλεσε με πρόθεση και με περισσότερες από μία πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος την αξιόποινη πράξη της υποβολής δήλωσης περιουσιακής του κατάστασης ("πόθεν έσχες") με ανακριβή στοιχεία και συγκεκριμένα, ενώ ήταν δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος Πρωτοδικών) και λόγω της ιδιότητάς του είχε την υποχρέωση να υποβάλλει κάθε χρόνο δήλωση περιουσιακής κατάστασης ("πόθεν έσχες") στον αρμόδιο για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής τους περιουσιακά στοιχεία και μεταξύ άλλων τις καταθέσεις του σε τρέπεζες ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα τις οικονομικές ενισχύσεις του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, καθώς και τα κάθε χρήσεως οχήματα, εν τούτοις, υπέβαλε στον εν λόγω Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ανακριβείς εν γνώσει του (του κατηγορουμένου) δηλώσεις περιουσιακής του καταστάσεως για τα έτη, 2002, 2003, 2004 και 2005, τις οποίες κατέθεσε στις 27 Μαΐου 2002, 23 Μαΐου 2003, 7 Ιουνίου 2004 και 17 Μαΐου 2005, αντίστοιχα. Ειδικότερα, 1) στη δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης του έτους 2002, την οποία υπέβαλε στις 27 Μαΐου 2002, εν γνώσει του παρέλειψε να δηλώσει τραπεζικές καταθέσεις του που είχε κατά την παραπάνω ημερομηνία, συνολικού ύψους 30,644 ευρώ και πιο συγκεκριμένα, καταθέσεις ύψους 29.130 ευρώ, στο λογαριασμό του με αριθμό ... της Τράπεζας ALPHA BANK και καταθέσεις ύψους 1.514 ευρώ στο λογαριασμό του με αριθμό ... της ίδιας Τράπεζας και ακόμη, στην ίδια δήλωσή του παρέλειψε να δηλώσει οικονομικές ενισχύσεις που έλαβε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, συνολικού ύψους 15.500.000 δραχμών και πιο συγκεκριμένα την οικονομική ενίσχυση ύψους 500.000 δραχμών που έλαβε στις 23 Ιουλίου 2001 από τον ..., την οικονομική ενίσχυση ύψους 5.000.000 δραχμών που έλαβε ... από τον ..., η οποία κατατέθηκε στο λογαριασμό του με αριθμό ... της ALPHA BANK, την οικονομική ενίσχυση ύψους 10.000.000 δραχμών (29.347.03 ευρώ) που έλαβε στις 21 Νοεμβρίου 2001 από τον ..., η οποία κατατέθηκε στο λογαριασμό του με αριθμό ... της ίδιας Τράπεζας (ALPHA BANK) και τέλος, στην ίδια δήλωση εν γνώσει του παρέλειψε να δηλώσει ότι είναι ιδιοκτήτης ιδιωτικής χρήσεως οχήματος και ειδικότερα του ΙΧΕ αυτοκινήτου, με αριθμό κυκλοφορίας ..., 2) στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης του έτους 2003, την οποία υπέβαλε (κατέθεσε) στις 23 Μαΐου 2003, εν γνώσει του παρέλειψε να δηλώσει τραπεζικές καταθέσεις του που διατηρούσε κατά την ημερομηνία, αυτή, συνολικού ύψους 31.117 ευρώ και συγκεκριμένα, καταθέσεις ύψους 27.056 ευρώ στο λογαριασμό του με αριθμό ... της Τράπεζας ALPHA BANK, καταθέσεις ύψους 2086 ευρώ στο λογαριασμό του με αριθμό ... της ίδιας Τράπεζας και καταθέσεις ύψους 2033 ευρώ στο λογαριασμό του με αριθμό ... της ίδιας επίσης Τράπεζας και ακόμη, στην ίδια δήλωση παρέλειψε να δηλώσει οικονομικές ενισχύσεις που έλαβε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και συγκεκριμένα, την οικονομική ενίσχυση ύψους 1500 ευρώ, που έλαβε στις 26 Φεβρουαρίου 2003 από τον Ιωάννη Κούτσικο, η οποία κατετέθη στο λογαριασμό του με αριθμό 00-2101-265917 της Τράπεζας ALPHA BANK και την οικονομική ενίσχυση ύψους 14.674 ευρώ, που έλαβε στις 18 Ιουνίου 2002 από άγνωστο που κατετέθη στον ίδιο λογαριασμό του και τέλος, στην ίδια δήλωση του παρέλειψε εν γνώσει του να δηλώσει ότι είναι ιδιοκτήτης του αναφερθέντος ΙΧΕ αυτοκινήτου, με αριθμό κυκλοφορίας ..., 3) στη δήλωση του περιουσιακής του κατάστασης του έτους 2004, την οποία υπέβαλε στις 7 Ιουνίου 2004, παρέλειψε εν γνώσει του να δηλώσει τραπεζικές καταθέσεις που διατηρούσε κατά την παραπάνω ημερομηνία, συνολικού ύψους 29.943 ευρώ και συγκεκριμένα, καταθέσεις ύψους 25.888 ευρώ, στο λογαριασμό με αριθμό ... της Τράπεζας ALPHA BANK, καταθέσεις ύψους 715 ευρώ στο λογαριασμό του με αριθμό .... της ίδιας Τράπεζας και καταθέσεις ύψους 3.340 ευρώ, στο λογαριασμό του με αριθμό ... της Τράπεζας GENIKI BANK και ακόμη, στην ίδια δήλωση παρέλειψε εν γνώσει του να δηλώσει οικονομική ενίσχυση που έλαβε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και συγκεκριμένα, την οικονομική ενίσχυση ύψους 5.000 ευρώ, την οποία έλαβε στις 4 Ιουνίου 2003 από τον ..., που κατετέθη στο λογαριασμό του με αριθμό ... της Τράπεζας ALPHA BANK και τέλος, στην ίδια δήλωση παρέλειψε εν γνώσει του να δηλώσει ότι είναι ιδιοκτήτης του αναφερθέντος ΙΧΕ αυτοκινήτου με αρ. κυκλ. .., 4) στη δήλωση περιουσιακής του κατάστασης, την οποία υπέβαλε (κατέθεσε) στις 27 Μαΐου 2005, παρέλειψε εν γνώσει του παρέλειψε εν γνώσει οικονομικές ενισχύσεις που έλαβε από τις 27 Οκτωβρίου 2004 έως τις 11 Ιανουαρίου 2005, συνολικού ύψους 38.700 ευρώ και συγκεκριμένα, Ι) την οικονομική ενίσχυση ύψους 5.000 ευρώ, που έλαβε στις 27 Οκτωβρίου 2004 από άγνωστο άτομο που κατετέθη στο λογαριασμό του (του κατηγορουμένου) με αριθμό ... της Τράπεζας ALPHA BANK, με την ένδειξη "Γ.Φ" στην αιτιολογία καταθέσεως. II) την οικονομική ενίσχυση ύψους 3.700 ευρώ, που έλαβε στις 29 Οκτωβρίου 2004 από άγνωστο άτομο στον ίδιο λογαριασμό του, με την ένδειξη "δια υπόθεση" στην αιτιολογία του παραστατικού καταθέσεως, III) την οικονομική ενίσχυση ύψους 5.000 ευρώ, που έλαβε στις 8 Δεκεμβρίου 2004 από τον ..., η οποία κατετέθη στο λογαριασμό του κατηγορουμένου με αριθμό ... της Αγροτικής Τράπεζας, IV) την οικονομική ενίσχυση ύψους 7.000 ευρώ, που έλαβε στις 9 Δεκεμβρίου 2004 από τον ..., η οποία κατετέθη στον αμέσως πιο πάνω λογαριασμό του κατηγορουμένου, V) την οικονομική ενίσχυση 3.000 ευρώ, που έλαβε στις 23 Δεκεμβρίου 2004 από τον ..., η οποία κατάθεση περιλαμβάνεται στον παραπάνω λογαριασμό του κατηγορουμένου και VI) την οικονομική ενίσχυση ύψους 15.000 ευρώ που έλαβε την 11 Ιανουαρίου 2005 από την ..., η οποία κατάθεση περιλαμβάνεται στον προαναφερθέντα λογαριασμό του κατηγορουμένου στην Αγροτική Τράπεζα. Όλα τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύονται από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και ειδικότερα από τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2001 έως 2005, οι οποίες υποβλήθηκαν στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Α.Π, τις φορολογικές δηλώσεις των ιδίων ως άνω ετών που υποβλήθηκαν από τον κατηγορούμενο στην Α' Δ.Ο.Υ Κατερίνης, από τα έγγραφα και τους αναλυτικούς λογαριασμούς του κατηγορουμένου στις Τράπεζες "ALPHA BANK", "ATE bank" και "GENIKI BANK", καθώς και το από 3-2-2006 πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμ. Αντωνακάκη. Εδώ ας σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δεν αρνείται ότι δεν περιέλαβε στις ως άνω δηλώσεις του τα προαναφερόμενα περιουσιακά του στοιχεία. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν έπρεπε να περιληφθούν στις δηλώσεις του, επειδή το στεγαστικό δάνειο που έλαβε φέρονταν στις δηλώσεις του "πόθεν έσχες", αλλά συνιστούν χρηματικά ποσά προς επιστροφή και έτσι δεν υφίσταται μια τέτοια υποχρέωση. Επίσης για τα ποσά που είχε λάβει ως "δώρα", κατ' αυτόν, ισχυρίστηκε ότι θα τα επέστρεφε και δεν αποτελούσαν οικονομική ενίσχυση ώστε να είναι υποχρεωμένος να αναφέρει τα ποσά αυτά στη δήλωση "πόθεν έσχες" και ότι σε κάθε περίπτωση και αν τα ποσά αυτά θεωρηθούν δώρα που δεν επιστρέφονται και πάλι δεν υποχρεούτο να τα δηλώσει βάσει του άρθρου 231 § 2 ΠΚ, αφού κατά την εκδοχή του παραμένει ατιμώρητη η υπόθαλψη εγκληματία, αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του, πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για τον ίδιο (αυτοϋπόθαλψη), επικαλούμενος και το γεγονός ότι για τις περιπτώσεις των συγκεκριμένων καταθέσεων που προέρχονται από "δώρα" έχει ήδη ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστού (άρθρ. 237 του ΠΚ). Όσον αφορά ένα ποσό 1.500 ευρώ που έχει καταθέσει στο λογαριασμό του την 26-2-2003 ο δικηγόρος ... στην Τράπεζα ALPHA BANK ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για χρήματα που είχε καταβάλει στον τελευταίο η σύζυγός του ως αμοιβή για τη συμβιβαστική επίλυση διαφοράς αυτής με την εταιρία "ΝΑΝΑ Α.Ε" που όμως απέτυχε και γι' αυτό επέστρεψε το άνω ποσό καταθέτοντάς το στο λογαριασμό του. Περαιτέρω, για το μη δηλωθέν ΙΧΕ αυτοκίνητό του με αριθμό κυκλοφορίας ... ισχυρίζεται ότι το αυτοκίνητο αυτό ήταν μάρκας LADA και παλαιό και ότι δεν είχε περιουσιακή αξία, καθόσον ήδη από το έτος 1998 είχε συμπληρώσει 20 έτη κυκλοφορίας και γι' αυτό δεν το δήλωσε κατά τα ως άνω έτη, ενώ σε ότι αφορά την επί μέρους πράξη της ανακριβούς υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης η οποία αναφέρεται στην από 27-5-2005 δήλωση "πόθεν έσχες" και αφορά κατάθεση της ... ισχυρίζεται ότι δεν στοιχειοθετείται η συγκεκριμένη πράξη, αφού οι καταθέσεις του στην ΑΤΕ που αναφέρονται στο έτος 2005 θα μπορούσαν να δηλωθούν στη δήλωση "πόθεν έσχες" που θα υπέβαλε το έτος 2006, κάτι το οποίο έπραξε κατά την υποβολή της σχετικής δήλωσης κατά το τελευταίο αυτό έτος. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ουδόλως αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Από τη διάταξη του άρθρου 25 § 1 του Ν. 2429/1996 σαφώς προκύπτει ότι οι υπόχρεοι σε υποβολή δηλώσεων "πόθεν έσχες", μεταξύ των οποίων και ο κατηγορούμενος, οφείλουν να περιλάβουν στις δηλώσεις αυτές όλα τα υπάρχοντα κατά το χρόνο υποβολής κάθε δήλωσης περιουσιακά τους στοιχεία και συγκεκριμένα τις τραπεζικές τους καταθέσεις, τα εισοδήματα και τις οικονομικές ενισχύσεις, περιλαμβανομένων και των δανείων, καθώς και τα ΙΧΕ αυτοκίνητά τους, χωρίς καμία διάκριση σχετικά με την αξία του κάθε αυτοκινήτου και το αν οι τραπεζικές καταθέσεις αποτελούν υπόλοιπο εκείνων που δηλώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη ή υπόλοιπο του μισθού του δηλούντος. Ειδικότερα, ως προς τις τραπεζικές καταθέσεις πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις κι αυτές που αναφέρονται στο ίδιο έτος και μέχρι την υποβολή της δήλωσης. Άλλωστε τα παραπάνω αναγράφονται και στο σχετικό έντυπο που συμπληρώνεται από τους υποχρέους στην υποβολή των δηλώσεων "πόθεν έσχες" και δη στα στοιχεία του εντύπου με τους αριθμούς "Α.1.2", "Β.1.4.1" και "Β.1.5" και με τις ενδείξεις "πλωτά μέσα, εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα", "χρεώγραφα και καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα" και "εισοδήματα και οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή που αποκτήθηκαν το προηγούμενο έτος", αντίστοιχα. Ο κατηγορούμενος που ήταν τότε δικαστικός λειτουργός γνώριζε οπωσδήποτε το ακριβές νόημα των ως άνω διατάξεων και των ενδείξεων του εντύπου δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης που έπρεπε κάθε φορά να συμπληρώσει και επομένως η παράλειψή του να καταγράψει στις επίμαχες δηλώσεις του τα προαναφερθέντα περιουσιακά του στοιχεία ήταν σκόπιμη και έτσι καθιστά τις δηλώσεις του αυτές εν γνώσει του ανακριβείς, όσα δε ανωτέρω ισχυρίστηκε προς ανατροπή της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμα. Ειδικότερα δε πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του ότι άλλως τέλεσε κατ' εξακολούθηση το αξιόποινο αδίκημα της υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ("πόθεν έσχες") με ανακριβή στοιχεία από αμέλεια και όχι από δόλο, δεδομένου μάλιστα ότι αυτός δεν κατηγορείται για παράλειψη υποβολής της ως άνω δήλωσης παντελώς, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, αλλά ακριβώς για με πρόθεση υποβολή της δήλωσης αυτής με ανακριβή στοιχεία. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός του ότι η μερικότερη πράξη της ανακριβούς δήλωσης με την εν γνώσει του παράλειψη της δήλωσης ότι είναι ιδιοκτήτης του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκινήτου έχει υποπέσει στη πενταετή παραγραφή επειδή έχει παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των πέντε (5) ετών από την τέλεση της μερικότερης αυτής πράξης μέχρι την επίδοση προς αυτόν της κλήσεως την 5-6-2006. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι από την τέλεση της μερικότερης αυτής κατ' εξακολούθηση πράξεως την 27-5-2002, 23-5-2003, 7-6-2004 και 27-5-2005, αντίστοιχα, μέχρι την 5-6-2006 δεν παρήλθε πενταετία. Αβάσιμος και απορριπτέος είναι επίσης ο ισχυρισμός ότι δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει τα περιουσιακά του στοιχεία που αποτελούσαν προϊόν του εγκλήματος της δωροληψίας, του έχει ήδη αποδοθεί, και που αφορά τις περιπτώσεις των προαναφερθέντων ποσών του ..., του ..., της ... και ... που κατετέθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς του. Και είναι αβάσιμος και απορριπτέος καθόσον η σχετική διάταξη του άρθρου 231 ΠΚ που τιμωρεί το έγκλημα της υπόθαλψης εγκληματία, δηλαδή τρίτου που τέλεσε κακούργημα ή πλημμέλημα, δεν θεσπίζει κάποιον γενικό λόγο ατιμωρησίας του δράστη άλλου εγκλήματος, όπως το ήδη διωκόμενο της με πρόθεση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με ανακριβή στοιχεία, αλλά προβλέπει με την διάταξη του άρθρου 231 παρ. 2 του Π.Κ. ότι η υπόθαλψη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του και όχι, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, αν ο ίδιος ο υπαίτιος της υπόθαλψης είναι ο δράστης του κακουργήματος ή του πλημμελήματος. Τα ποσά δε που κατατέθηκαν στους λογαριασμούς του από τον ... και τον ... ακόμη και αν ήταν δάνεια και όχι "δώρα" έπρεπε να δηλωθούν, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το ποσό που κατέθεσε η ... στο λογαριασμό του στην Αγροτική Τράπεζα ύψους 15.000 ευρώ κατατέθηκε την 11-1-2005 και επομένως έπρεπε να δηλωθεί στη σχετική δήλωση την 27-5-2005 και δεν έχει σημασία ότι δηλώθηκε στη σχετική δήλωση του 2006, αφού και τότε έπρεπε να δηλωθεί, εφόσον υπήρχε στο λογαριασμό. Επομένως, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της με πρόθεση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με ανακριβή στοιχεία κατ' εξακολούθηση". Στη συνέχεια το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της πράξεως της υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με ανακριβή στοιχεία, από πρόθεση και κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 5000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, ήτοι της υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με ανακριβή στοιχεία, από πρόθεση, κατ' εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 παρ.1, του ΠΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 περ. 1α, 2 παρ.1, 4 παρ.3 εδ. α, β, 5, 9 παρ.5 του ν. 3213/2003, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.4 εδ. β του ν. 3242/2004 και 27 παρ.3 σε συνδ. προς τα άρθρα 24 παρ.1 περ. 1β και 2, 25 παρ. 1, 2, 3 και 28 του ν. 2429/1996, όπως η παρ. 2 του άρθρου 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ.1 του ν. 2836/2000, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, από πρόθεση τέλεσε την αξιόποινη πράξη της υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης "πόθεν έσχες", με ανακριβή στοιχεία. Ειδικότερα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων, όντας δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, και λόγω της ιδιότητας του αυτής, ενώ, είχε την υποχρέωση να υποβάλλει κάθε χρόνο τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία πρέπει να περιέχει τα, κατά το χρόνο της υποβολής της, υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία του δηλούντος, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι καταθέσεις του σε Τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και τις διάφορες οικονομικές ενισχύσεις του, από οποιαδήποτε πηγή προέρχονται αυτές, κατά το αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος, αυτός υπέβαλε, σε γνώση του, ανακριβείς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2002, 2003, 2004 και 2005, που κατέθεσε αντίστοιχα στις 27-5-2002, 23-5-2003, 7-6-2004 και 17-5-2005. Πράγματι, α) στη δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης του έτους 2002, που υπέβαλε την 27-5-2002, από πρόθεση παρέλειψε να δηλώσει τραπεζικές καταθέσεις, που είχε την αντίστοιχη ημερομηνία ύψους 30.644 ευρώ, καθώς και οικονομικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 15.500.000 δραχμών που είχε λάβει την 23-7-2001, την 17-10-2001 και 21-11-2001, όπως επίσης, παρέλειψε να δηλώσει την κυριότητα ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου, β) στην αντίστοιχη δήλωση του έτους 2003, που υπέβαλε την 23-5-2003, παρέλειψε από πρόθεση να δηλώσει τραπεζικές καταθέσεις ύψους 31.117 ευρώ, που διατηρούσε στην ALPHA BANK, καθώς και διάφορες οικονομικές ενισχύσεις ύψους 1500 ευρώ, που είχε λάβει την 26-2-2003 από τον ... και αντίστοιχη ύψους 14.674 ευρώ, που έλαβε την 18-6-2002 από άγνωστο καταθέτη, παραλείποντας επίσης να δηλώσει ότι είναι κύριος του ως άνω αυτοκινήτου, γ) στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης του έτους 2004, που υπέβαλε την 7-6-2004, παρέλειψε από πρόθεση να δηλώσει τραπεζικές καταθέσεις που διατηρούσε την αντίστοιχη ημερομηνία ύψους 29.943 ευρώ, καθώς και οικονομική ενίσχυση ποσού 5000 ευρώ, που έλαβε την 4-6-2003 από τον ..., παραλείποντας επίσης να δηλώσει την κυριότητα του ως άνω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου και δ) στη δήλωση του έτους 2005, που υπέβαλε την 27-5-2005, παρέλειψε από πρόθεση να δηλώσει οικονομικές ενισχύσεις που έλαβε στο χρονικό διάστημα από 27-10-2004 έως 11-1-2005 συνολικού ύψους 38.700 ευρώ που έλαβε από διαφόρους. Σημειώνεται, ότι οι παραδοχές αυτές αιτιολογούνται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν όχι μόνο από το σύνολο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, προσέτι δε και από το πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Αντωνακάκη, όπως επίσης και από την απολογία του ιδίου του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εκτίμησε και αξιολόγησε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε επιλεκτική χρήση αυτών. Αιτιολογείται επίσης, η πρόθεση του αναιρεσείοντος να αποκρύψει περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είχε υποχρέωση να περιλάβει στην εκάστοτε υποβαλλόμενη κατ' έτος απ' αυτόν δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, τα οποία αυτός είχε αποκτήσει, κατά την αντίστοιχη και μέχρι την ημέρα υποβολής της δηλώσεως χρονολογία. Τούτο, προεχόντως, γιατί αυτή καθ' εαυτή η ιδιότητα του ως δικαστικού λειτουργού, αποτελούσε αυτονόητη υποχρέωση και ανάγκη με ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή να περιλαμβάνει εκάστοτε στην υποβαλλόμενη υπό τούτου δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο από εκείνα που επιτάσσουν οι σχετικές διατάξεις. Περαιτέρω, η αιτίαση με την οποία πλήττεται η απόφαση, ότι το ποσό των 1500 ευρώ που κατατέθηκε, σε προσωπικό του λογαριασμό, από το δικηγόρο ..., αφορούσε επιστροφή ποσού που του κατέβαλε η σύζυγος του, ως αμοιβή για ανατεθείσα σε αυτόν εντολή νομικής φύσεως, αποτελεί αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και συνεπώς η απόρριψη του, δεν απαιτούσε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ως εκ τούτου ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ, δέκατος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων είναι απορριπτέος. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως και δη οι τρίτος του κυρίου δικογράφου, πέμπτος, έκτος, έβδομος και δωδέκατος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, η από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 του Π.Κ, ή ύπαρξη συγγνωστής νομικής πλάνης, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο ισχυρισμό. Έτσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξη του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν (Ολ.ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για την πράξη που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω ποινή, είχε ζητήσει κατά τρόπο παραδεκτό να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α και 2ε του Π.Κ, ήτοι του προτέρου εντίμου βίου, και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως, που απορρίφθηκαν με την ακόλουθη αιτιολογία. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα να χορηγηθούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2α και 2ε του Π.Κ, καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτός για μακρότατο χρονικό διάστημα, δεν έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ ήδη, για μακρό διάστημα και δη από την 25-5-2005 είναι κρατούμενος στις φυλακές". Η αιτιολογία που διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση, και με την οποία απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του, για την αναγνώριση των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.ΠΔ, δεδομένου ότι και από το σύνολο των παραδοχών, ενόψει κυρίως της λειτουργικής ιδιότητάς του, ως δικαστικού λειτουργού, η επί σειρά ετών εκδηλωθείσα αξιόποινη συμπεριφορά του, δεν δικαιολογούσε την παραδοχή του αιτήματος για αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, όπως και εκείνου της επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως επιδείξεως από μέρους του, καλής συμπεριφοράς, λόγω της ποινής της καθείρξεως που εξέτιε στις δικαστικές φυλακές, όπου υφίσταται υποχρέωση συμμόρφωσης του κρατούμενου στον κανονισμό των φυλακών. Επομένως, οι σχετικοί τρίτος και ενδέκατος λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, καθώς και ο αντίστοιχος όγδοος περί συνδρομής συγγνωστής νομικής πλάνης, συνιστάμενης στο γεγονός ότι οι οικονομικές ενισχύσεις που έγιναν προς αυτόν, ιδία εκείνες του έτους 2004, δεν δηλώθηκαν από μέρους του, όχι από πρόθεση αλλά από αμέλεια και με τους οποίους πλήττεται η απόφαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενοι ως άνω λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και, πρέπει να απορριφθούν. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων, που δεν είναι βεβαία η ανάγνωση τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας, να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν βέβαια με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της αυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δε αυτός είναι ανεξάρτητος από την πληρότητα ή μη του τίτλου του που ενδεχομένως περιλαμβάνει και το συντάκτη ή τη χρονολογία του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, μεταξύ των οποίων και τα με α.α 1-12 του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων, τα οποία και αναγνώσθηκαν, γεγονός το οποίο δέχεται και ο αναιρεσείων. Από τα πρακτικά, όμως, τη δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, το περιεχόμενο των ως άνω δώδεκα (12) εγγράφων (η υπ' αριθμό 4/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το υπ' αριθμό 2042/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, έξι (6) αντίγραφα δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, το από 13-1-2006 έγγραφο της ΑΤΕ, έγγραφο του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμό πρωτοκόλλου ..., αντίγραφα τραπεζικών του λογαριασμών και αναλυτικό καθολικό της τράπεζας), προκύπτει αναμφισβήτητα από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων και από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζεται η χρονολογία εκδόσεως, ο εκδότης αυτών ή το περιεχόμενο τους. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσείοντα το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω έγγραφα αναγνώσθηκαν και ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος γνώριζε το περιεχόμενο τους, και είχε πλέον τη δυνατότητα προσωπικά ή δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, προς στήριξη της κρίσεως του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του, τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία ναι μεν αναγνώσθηκαν, χωρίς όμως, να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 100Α παρ.1 του Π.Κ, αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 Π.Κ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους. Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος μετά την επιβολή σ' αυτόν υπό του δικαστηρίου της ποινής φυλάκισης των 4 ετών και της χρηματικής ποινής από 5000 ευρώ, υπέβαλε προς το δικαστήριο αίτημα αναστολής της ποινής κατ' εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, που απορρίφθηκε από το δικαστήριο, με την ακόλουθη αιτιολογία "Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100Α παρ.1 του Π.Κ, αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 του Π.Κ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη. Στην προκείμενη περίπτωση το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, που καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η εκτέλεση της επιβληθείσης ποινής είναι απαραίτητη για την αποτροπή του δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων". Η αιτιολογία την οποία διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη του ως άνω αιτήματος του, είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και για την κρίση του αυτή λήφθηκαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση ενός εκάστου από αυτά, κρίση στην οποία άλλωστε κατέληξε το δικαστήριο, εκτιμώντας όχι μόνο την προσωπικότητα του, αλλά και τη συχνά επαναλαμβανόμενη αξιόποινη συμπεριφορά του, η οποία προ παντός άλλου ήλθε σε προφανή αντίθεση με τα λειτουργικά του καθήκοντα, αυτά του δικαστικού λειτουργού.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ιΔ του Κ.Π.Δ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής, από 19-3-2009 πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), για κάθε αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την από 17-6-2008 αίτηση και β) την από 21-3-2008 αίτηση καθώς και τους από 27-2-2009 πρόσθετους λόγους, του X, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ..., για αναίρεση της υπ' αριθμό 538/29-2-2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για κάθε αίτηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ