Θέμα
Αγωγή περί κλήρου , Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Αποδείξεων εκτίμηση.
Περίληψη:
249 ΚΠολΔ. Η περί αναστολής(αναβολής) κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, λόγω υφισταμένης εκκρεμούς δίκης σε άλλο πολιτικό δικαστήριο είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Το οικείο αίτημα δεν αποτελεί «αίτηση» υπό την έννοια της διατάξεως του αρθ 9γ του 559 ΚΠολΔ. Η περί κλήρου αγωγή δεν περιέχει διεκδίκηση, έστω και αν ζητείται η απόδοση στον ενάγοντα του κληρονομουμένου αντικειμένου γι’ αυτό και δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομίας και η κυριότητα των εναγόντων στα αντικείμενα της κληρονομίας. Περί κλήρου αγωγή. Προϋποθέσεις 281 ΑΚ. Δεν αρκεί η αδράνεια. Ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπονται εως τρεις. Οι πέραν του αριθμού αυτού ως υπεράριθμες δε λαμβάνονται υπόψη, μη στοιχειουμένης από την παράλειψη αυτή της αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 11γ του αρ559 ΚΠολΔ
Αριθμός 1374/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1)Μ. χας Ν. Δ., το γένος Κ. Π., 2)Ι. Δ. του Ν., κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Της αναιρεσίβλητης: Κ. συζ. Δ. Α. το γένος Ν. και Μ. Δ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννου Αρχοντάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 169/2013 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-7-2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 21-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. .../11.9.2015 και .../11.9.2015 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Χανίων Μ. Γ., κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσίβλητη, προς τους αναιρεσείοντες, επιδοθέντος σ’ αυτούς, ως εκ περισσού και αντιγράφου της αναιρέσεως (άρθρ. 568 παρ. 4 εδ. 1 ΚΠολΔικ). Εφόσον όμως οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔικ, παρέχεται η δυνατότητα και δεν θεσμοθετείται υποχρέωση αναβολής συζήτησης της υπόθεσης με απόφαση πάντοτε του δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του διαδίκου, εφόσον για προκριματικό ζήτημα της δίκης υφίσταται εκκρεμής δίκη σε άλλο πολιτικό δικαστήριο. Η αναβολή, η οποία μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’ έφεση δίκη, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την προς τούτο απόφασή του, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 9γ του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 9γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατά παραβίαση της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔικ, απέρριψε το αίτημα των εναγομένων αναιρεσειόντων περί αναβολής της ένδικης, περί κλήρου αγωγής, δίκης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα εκκρεμούσα περί κυριότητας για τα ίδια ακίνητα, κατά της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης δίκη, η οποία αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της ένδικης, περί κλήρου, αγωγής. Η αιτίαση αυτή ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορά σε "αίτημα", κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, εφόσον δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, δεν ιδρύει την επικαλουμένη πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 9γ του ΚΠολΔικ περί αδίκαστης αίτησης, αφού το συγκεκριμένο αίτημα ερευνήθηκε και απορρίφθηκε, ενώ ούτε κάποιο άλλο αναιρετικό λόγο ιδρύει, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η οικεία περί αναβολής (αναστολής) ή μη της συζητήσεως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επειδή η περί κλήρου αγωγή του άρθρου 1871 ΑΚ, με την οποία εισάγεται καθολική αξίωση του ενάγοντος με βάση το κληρονομικό του δικαίωμα δεν περιέχει διεκδίκηση του αντικειμένου ως παρακρατουμένου, έστω και αν ζητείται η απόδοση στον ενάγοντα ενός κληρονομιαίου αντικειμένου. Ενόψει τούτων δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της βάσης της περί κλήρου αγωγής η αποδοχή και η μεταγραφή της κληρονομιας και η κυριότητα των εναγόντων στα αντικείμενα της κληρονομίας (ΑΠ 1126/2009, ΑΠ 142/2002). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως. Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον παραπάνω αναιρετικό λόγο, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά παραβίαση των διατάξεων περί αποδοχής της κληρονομίας και μεταγραφής της των άρθρων 1846, 1192, 1193, 1194 και 1198 ΑΚ δέχθηκε, (απορρίπτοντας τον οικείο λόγο εφέσεως και επικυρώνοντας, κατά τούτο, την πρωτόδικη απόφαση), ότι δεν αποτελούσε στοιχείο της ένδικης περί κλήρου αγωγής η αποδοχή και μεταγραφή της ένδικης κληρονομιάς. Ο λόγος αυτός πρέπει, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η περί κλήρου αγωγή δεν έχει ως αντικείμενο την κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος, ώστε αν αυτή προέρχεται από κληρονομική διαδοχή, να απαιτείται αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας των, οποίων κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά την κατοχή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, μόνο η επί μακρόν χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στο περί δικαίου και ηθικής αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 5/2011). Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή και δη τη σωρευομένη περί κλήρου αγωγική βάση, που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατά των αναιρεσειόντων (που είναι μητέρα και αδελφός της αντίστοιχα) και την κατά της αγωγικής αυτής βάσης υποβληθείσα από τους τελευταίους ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του, καταχθέντος σε δίκη, δικαιώματος. "Την 1-5-1992, στην ... Δήμου Πελεκάνου, Νομού Χανίων, πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο Ν. Δ., πατέρας της ενάγουσας και του δευτέρου εναγόμενου και σύζυγος της πρώτης εναγόμενης. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ο Ν. Δ., είχε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του τα κάτωθι ακίνητα, ευρισκόμενα άπαντα εντός της κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πελεκάνου, Νομού Χανίων και ειδικότερα: 1) Στο δημοτικό διαμέρισμα ..., εντός σχεδίου του οικισμού και στην ειδικότερη Θέση "...", ένα οικόπεδο εκτάσεως 2.500 τμ περίπου, που συνορεύει νότια με αιγιαλό, ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Π., δυτικά με ιδιοκτησίες Γ. Κ. Ε. Μ. και βόρεια με δημοτική οδό προς .... Επί του οικοπέδου αυτού υφίσταται μία διώροφη οικοδομή συνολικής επιφάνειας 600 τμ, ήτοι 300 τμ ανά όροφο, μετά του δικαιώματος επεκτάσεως αυτής απεριόριστα καθ’ ύψος, λειτουργούσα ως μονάδα ενοικιαζομένων δωματίων με το διακριτικό τίτλο "...", καθώς και ισόγειο κτίσμα επιφανείας 120 τμ, εκ των οποίων στα 80 τμ λειτουργεί επιχείρηση μπαρ 2) Στην θέση "..." ..., εκτός σχεδίου του οικισμού, οικόπεδο 2.875τμ με οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο όροφο επιφανείας 260 τμ και α’ υπέρ το ισόγειο όροφο επιφανείας 180 τμ, με πισίνα 80 τμ. Το όλο ακίνητο λειτουργεί ως μονάδα ενοικιαζόμενων δωματίων με το διακριτικό τίτλο "..." και συνορεύει νότια με αιγιαλό, ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Μ., δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Δ. και βόρεια με δημοτική οδό προς .... 3) Στην Θέση "..." ..., εκτός σχεδίου του οικισμού, έκταση 1.500 τμ με ισόγεια αποθήκη επιφανείας 30 τμ που συνορεύει νότια με δημοτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Α.. δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Δ. και βόρεια με γκρεμό. 4) Στην Θέση "..." ..., εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 3.500 τμ που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Δ.. ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Κ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Κ. και βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Π.. 5) Στην Θέση "..." ..., εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 1.700 τμ που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Μ. Φ., ανατολικά με ιδιοκτησία Μ. Φ., δυτικά, με δημοτική οδό και βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Φ. 6) Στην Θέση "..." ..., έκτος οικισμού αγρό εκτάσεως 1.500 τμ που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Φ., ανατολή με δημοτική οδό, δυτικά με πρανές και βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Φ. 7) Στην Θέση "..." ...ς, εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 20.000 τμ που συνορεύει νότια με δημοτική οδό και ιδιοκτησία Ι. Κ., ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Π., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Δ. και βόρεια με ιδιοκτησία Ζ.. 8) Στην Θέση "..." ..., εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 100.000 τμ με 500 ελαιόδεντρα που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία Διονυσίου Ζ., ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Ζ., δυτικά με ποταμό και βόρεια με ιδιοκτησία Α. Τ. Κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, πλησιέστεροι συγγενείς του ήταν η σύζυγος του Σ. και τα τρία τέκνα του, Κ. (ενάγουσα), Ι. (δεύτερος εναγόμενος) και Γ., ήδη αποβιώσας. Οι ανωτέρω υπεισήλθαν στην κληρονομιά του Ν. Δ. ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς. Στη συνέχεια, στις 4-11-2003 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη ο αδελφός της ενάγουσας και του δευτέρου εναγόμενου και γιος της πρώτης εναγόμενης, Γ. Δ. του Ν., κάτοικος εν ζωή ... Δήμου Πελεκάνου. Κατά το χρόνο του θανάτου του Γ. Δ., ο οποίος απεβίωσε άγαμος και χωρίς τέκνα, πλησιέστεροι συγγενείς του ήταν τα αδέλφια του (ενάγουσα και δεύτερος εναγόμενος) και η μητέρα του - πρώτη εναγόμενη. Οι ανωτέρω υπεισήλθαν στην κληρονομιά του Γ. Δ., η οποία αποτελείτο από το 1/4 εξ αδιαιρέτου των ανωτέρω ακινήτων που κληρονόμησε αυτός από τον πατέρα του Ν. Δ. και από ένα ακόμα ακίνητο (οικόπεδο) που βρίσκεται στη Θέση "..." του δημοτικού διαμερίσματος ..., του Δήμου Πελεκάνου, επιφάνειας 5.000 τμ, εντός του οποίου υφίσταται μια διώροφη οικοδομή, συνολικής επιφανείας 551 τμ, στην οποία στεγάζεται επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων, με το διακριτικό τίτλο "..." κι επίσης μια ισόγεια οικοδομή με υπόγειο, επιφανείας εκάστου ορόφου 130 τμ και συνολικά 260 τμ, συνορευομένου του όλου ακινήτου νοτίως με αιγιαλό, ανατολικά με ιδιοκτησία Ν. Δ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Δ. και βόρεια με δημοτική οδό κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς. Ενόψει των ανωτέρω, περιήλθε στην ενάγουσα, κατόπιν των διαδοχικών θανάτων του πατέρα της και του αδελφού της Γ., ποσοστό 1/3 ή 4/12 εξ αδιαιρέτου των κληρονομιαίων αυτών ακινήτων (4/12 ή 1/3 εξ’ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα της πλέον ποσοστού 1/12 ή 1/3 επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαιρέτου κληρονόμος του αδελφού της στο ποσοστό που περιήλθε σε αυτόν από την κληρονομιά του πατέρα του και 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω κληρονομιαίου ακινήτου στην θέση "..."). Οι εναγόμενοι από το χρόνο του θανάτου εκάστου των κληρονομουμένων, κατέχουν και νέμονται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως κληρονόμοι, αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας. Ισχυρίζονται προς αντίκρουση της ιστορικής βάσης της υπό κρίση αγωγής ότι τα εν λόγω ακίνητα δεν αποτελούν κληρονομιαία περιουσία, αλλά ο αρχικός δικαιοπάροχος τους Ν. Δ., τα είχε ατύπως μεταβιβάσει λόγω δωρεάς σε αυτούς το έτος 1982 και έκτοτε τα νέμονται κατά τον προορισμό τους, είχε δε ο τελευταίος ικανοποιήσει την πρώτη ενάγουσα με παροχές εν ζωή, ενώ δεν είχε προβεί σε άτυπη μεταβίβαση οποιουδήποτε ακινήτου του προς τον γιό του Γ.. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος Ν. Δ. είχε προχωρήσει εν ζωή σε άτυπη μεταβίβαση της νομής ή της κυριότητας οποιουδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας του προς τους γιους του, πολύ μάλλον δε προς την σύζυγο του, πλην αυτών προς την ενάγουσα, στην οποία πράγματι, δυνάμει των με αριθμ. ... και .../4.3.1988 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Κανδάνου Παγώνας Ζερβουδάκη, παραχώρησε λόγω γονικής παροχής, για να την αποκαταστήσει οικονομικά, εφόσον αυτή δημιούργησε δική της οικογένεια, δύο ακίνητα, διάφορα των επιδίκων, στην Παλαιόχωρα (ένα ακίνητο ενός στρέμματος στη θέση "..." και μια χωριστή ιδιοκτησία στην οικοδομή που στεγάζει την επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων ...). Ας σημειωθεί ότι δεν προβάλλεται εν προκειμένω από τους εναγόμενους ένσταση συνεισφοράς της ενάγουσας στην κληρονομιά του πατέρα τους, καθώς αυτοί πρωτίστως δεν αιτούνται τον καταλογισμό στην κληρονομιά των παροχών που έλαβε ,αλλά και δεν καθορίζουν την αξία των παροχών στον χρόνο που έγιναν, ώστε ακόμη και αν οι συγκεκριμένες παροχές προς αυτήν από τον πατέρα της έγιναν υπό τον όρο του καταλογισμού τους στην κληρονομική της μερίδα, το γεγονός αυτό δεν εξετάζεται. Αντίθετα αποδείχθηκε πλήρως ότι οι διάδικοι μετά τον θάνατο του Ν. Δ. αναμείχθηκαν στην περιουσία του ως κληρονόμοι, ασκώντας επί των κληρονομιαίων ανωτέρω ακινήτων πράξης νομής με την ιδιότητα τους αυτή./ Ενδεικτικό είναι δε το γεγονός ότι ενήργησαν ομού ως συγκύριοι των κληρονομιαίων ακινήτων, ασκώντας ανακοπές και παριστάμενοι ενώπιον των δικαστικών αρχών κατόπιν επισπευδόμενης εκτέλεσης σε βάρος των κληρονομιαίων ακινήτων από την Εθνική Τράπεζα, λόγω οφειλής του πατρός τους - κληρονομουμένου, προερχόμενη από συμβάσεις στεγαστικών δανείων (βλ με αριθμ. 88/1995 και 216/1995 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων εκδοθείσες επί ενδίκων μέσων που ασκήθηκαν από τους διαδίκους κατά της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης) και στην συνέχεια ,με την ιδιότητα πάντα των κληρονόμων, ζήτησαν ρύθμιση εξόφλησης των οφειλών τους αυτών (βλ από 26- 10-2004 αίτηση εναγομένων προς την Εθνική Τράπεζα), αλλά και πέραν τούτων, προηγούμενα, το έτος 1992, δήλωσαν στην Β ΔΟΥ Χανίων έναρξη δραστηριότητας, μαζί με την ενάγουσα και τον Γ. Δ., για την εκμετάλλευση των ενοικιαζόμενων δωματίων στην Παλαιόχωρα (βλ από 15-5- 1992 δήλωση έναρξης δραστηριότητας), ως κληρονόμοι του Ν. Δ.. Αντίθετα, αποδείχθηκε, ότι μέχρι το θάνατο του, ο Ν. Δ., ασκούσε τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής επί όλων των προπεριγραφόμενων ακινήτων του, εκμεταλλευόμενος αυτά σύμφωνα με τον προορισμό τους, ως αγροτικά, ορισμένα, και οικοδομώντας άλλα, προκειμένου να τα εκμεταλλευτεί διαμορφώνοντας επ’ αυτών επιχειρήσεις ενοικιαζόμενων δωματίων. Είναι βέβαια γεγονός ότι ήδη και πριν τον θάνατο του Ν. Δ. και κατά παραχώρηση του τελευταίου, την επιχείρηση δωματίων με τον τίτλο ..., είχε αναλάβει να εκμεταλλεύεται ο δεύτερος εναγόμενος, την επιχείρηση δωματίων με τίτλο ..., είχε αναλάβει να εκμεταλλεύεται η πρώτη εναγόμενη μετά του συζύγου της, ενώ ο αποβιώσας το 2003 Γ. Δ., το έτος 1990 εξέδωσε άδεια οικοδομής στο ακίνητο στη θέση ..., οικοδομώντας το, και άρχισε και εκείνος να εκμεταλλεύεται μέχρι τον θάνατο του επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων επ’ αυτού με τον τίτλο ... Ωστόσο, κανένα από τα προαναφερόμενα ακίνητα δεν είχε εκφύγει της νομής του αρχικού ιδιοκτήτη τους Ν. Δ. μέχρι τον χρόνο θανάτου του, γι’ αυτό άλλωστε προχώρησε ο ίδιος από το έτος 1981 και εντεύθεν σε λήψη από την Εθνική Τράπεζα στεγαστικών δανείων προς οικοδόμηση των ανωτέρω ακινήτων του, αλλά και σε έκδοση, μετά την από 29-6-1983 αίτησή του, οικοδομικής άδειας για το ακίνητο όπου βρίσκεται η επιχείρηση δωματίων με τον τίτλο ... ( βλ με αριθμό ...1988 άδεια της Πολεοδομίας Χανίων) και η προαναφερόμενη κατανομή της διαχείρισης και επίβλεψης των επιμέρους επιχειρήσεων ενοικιαζομένων δωματίων δεν είχε την έννοια της ατύπου διανομής των περιουσιακών στοιχείων του, αλλά έλαβε χώρα με σκοπό την ευελιξία της εκμεταλλεύσεως της οικογενειακής επιχείρησης ως συνόλου. Είναι γεγονός βέβαια ότι οι εναγόμενοι και ο Γ. Δ. μέχρι το θάνατο του συνέχισαν και μετά το θάνατο του πατέρα τους να εκμεταλλεύονται τις επιχειρήσεις αυτές ενοικιαζομένων δωματίων, δαπανώντας για την εκμετάλλευση τους σημαντικά ποσά (βλ. το από 10-1-2008 έγγραφο της Εθνικής τράπεζας περί εξοφλήσεως από τον δεύτερο εναγόμενο στεγαστικών δανείων που είχε λάβει ο κληρονομούμενος, ποσών 36.594,38 ευρώ, 63.686,52 ευρώ και 11.343,41 ευρώ), ωστόσο η εκμετάλλευση αυτή είχε ως συνέπεια και την είσπραξη αντιστοίχων ωφελημάτων. Η ενάγουσα, η οποία δεν είχε αναμιχθεί καθόλου στην διαχείριση και εκμετάλλευση των προσφερόμενων επιχειρήσεων, μετά το θάνατο του πατρός της και μέχρι το θάνατο του αδελφού της Γ., δεν αμφισβήτησε καθοιονδήποτε τρόπο την εκμετάλλευση αυτή των προσοδοφόρων ακινήτων που ελάμβανε χώρα κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι είχε απεκδυθεί των κληρονομικών της δικαιωμάτων επί της πατρικής περιουσίας, ανεξάρτητα από την εν τοις πράγμασι συμμετοχή της ή μη στην οικογενειακή επιχείρηση και τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι στις προαναφερόμενες δίκες ανακοπών κατά της εκτέλεσης που επίσπευσε η Εθνική Τράπεζα επί των κληρονομιαίων ακινήτων μετείχε και αυτή ως κληρονόμος του πατρός της, αλλά και προηγούμενα το έτος 1992, όπως προεκτέθηκε, είχε δηλώσει δραστηριότητα εκμετάλλευσης των ενοικιαζομένων δωματίων και επιπλέον, αμέσως μετά το θάνατο του αδελφού της Γ., αντιλαμβανόμενη ότι οι εναγόμενοι άρχισαν να νέμονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι αυτού το επίδικο ακίνητο στη θέση ..., όπου στεγάζεται η επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων ..., αποκλείοντας την ίδια από την νομή αυτού, απέστειλε προς αυτούς την από 22.10.2004 εξώδικη διαμαρτυρία της. Συνακόλουθα των ανωτέρω αποδειχθέντων, εφόσον οι εναγόμενοι κατακρατούν τα κληρονομιαία επίδικα ακίνητα αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, είναι υποχρεωμένοι να αποδώσουν αυτά κατά το ποσοστό που αντιστοιχεί στην τελευταία και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτούς με τον τέταρτο, έκτο, όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο λόγο της εφέσεως τους, με τους οποίους παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Με τον δέκατο τέταρτο και τελευταίο λόγο της εφέσεως τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη της επικουρικά προβληθείσας ένστασης τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας από την κληρονομιά του πατρός της, με την οποία ειδικότερα ισχυρίζονταν ότι αυτή αδράνησε επί μακρόν χρόνο και με δεδομένο το γεγονός ότι είχε λάβει το μερίδιο της από την πατρική περιουσία με παροχές εν ζωή του πατρός της για την πλήρη ικανοποίησή της, ενώ ιδιαίτερα ο δεύτερος εναγόμενος νεμόταν τα ακίνητα διανοία κυρίου καταβάλλοντος για την οικοδόμηση και εκμετάλλευσή τους μεγάλη οικονομική δαπάνη και επωμιζόμενος στεγαστικά δάνεια, δεν πρόβαλε καμμία αντίρρηση και έτσι εδραιώθηκε σε αυτούς η πεποίθηση ότι; δεν πρόκειται ποτέ να διεκδικήσει την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος και την απόδοση του μεριδίου της. Η ένσταση όμως αυτή (αρθ 281 ΑΚ) είναι αβάσιμη και συνακόλουθα αβάσιμος ο σχετικός λόγος της εφέσεως, διότι αφενός μεν η ενάγουσα δεν αδράνησε αλλά αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, ενεργούσε, ομού μάλιστα μετά των εναγομένων, ως κληρονόμος του πατρός της και αφετέρου οι όποιες δαπάνες προς κατασκευή ενοικιαζόμενων δωματίων από τον δεύτερο εναγόμενο από ‘ τις οποίες προήλθε και αύξηση της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, έγινε για την εξυπηρέτηση επιχείρησης δικής του, η οποία του απέφερε και οφέλη, οι δαπάνες δε αυτές μπορούν να αναζητηθούν από την ενάγουσα υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα α) της αντιποιήσεως από τους εναγομένους - αναιρεσείοντες του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας αναιρεσίβλητης επί των επιδίκων ακινήτων, (τα οποία είναι κληρονομιαία, αφού δεν είχαν εκφύγει της νομής των κληρονομουμένων και δη επί των 4/12 εξ αδιαιρέτου των οκτώ πρώτων επιδίκων ακινήτων και επί του 1/3 εξ αδιαιρέτου του τελευταίου ακινήτου), ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμου του αποβιώσαντος την 1.5.1992 πατέρα της Ν. Δ. και του αποβιώσαντος την 4.11.2003 αδελφού της Γ. Δ. και β)της μη καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας, αφού αυτή δεν επέδειξε αδράνεια, ως προς την άσκηση του δικαιώματός της, ενώ οι δαπάνες επί των κληρονομιαίων, του δευτέρου εναγομένου, από τις οποίες προήλθε και αύξηση της κληρονομιαίας περιουσίας, έγιναν για την εξυπηρέτηση της λειτουργούσας επί κληρονομιαίου ακινήτου επιχειρήσεως, και μπορούν να αναζητηθούν από την ενάγουσα, κατά το ποσοστό που της αναλογεί. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1871 και 281 ΑΚ. Ενόψει τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως. Περαιτέρω οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό πόρισμα από το εξαχθέν α) ως προς την ιδιότητα των επιδίκων ακινήτων ως κληρονομιαίων του πατέρα των διαδίκων, αφού αυτά είχαν εκφύγει της νομής του από το 1992, που τα είχε παραχωρήσει άτυπα στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι είχαν αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητά τους, β)ως προς το υπαρκτό του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας στην κληρονομιά του πατέρα τους, αφού αυτή είχε λάβει από εκείνον από γονική παροχή δύο ακίνητα και είχε απεκδυθεί των δικαιωμάτων της επί των επιδίκων ακινήτων και γ)ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ είναι απαράδεκτες, γιατί υπό το πρόσχημα της ελλείψεως νομίμου βάσεως και της εκ πλαγίου παραβιάσεως των επικαλουμένων κανόνων δικαίου αναφέρονται σε κακή εκτίμηση στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (πέμπτος και έκτος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου, με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ, συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση αυτά που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ κατά την οποία το Εφετείο α) δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι εναγόμενοι αναιρεσείοντες, από του χρόνου του θανάτου του κάθε κληρονομουμένου, κατείχαν ως κληρονόμοι τα κληρονομιαία ακίνητα, αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας αναιρεσίβλητης, καθώς και ότι ο κληρονομηθείς σύζυγος και πατέρας τους, αντίστοιχα, δεν τους είχε παραχωρήσει εν ζωή άτυπα τη νομή και κυριότητα των κληρονομιαίων, ενώ αντίθετα από τις αποδείξεις προέκυπτε ότι η ενάγουσα δεν είχε αναμειχθεί καθόλου στη διαχείριση και εκμετάλλευση των λειτουργούντων στα επίδικα επιχειρήσεων για τις οποίες ο δεύτερος εναγόμενος είχε δαπανήσει σημαντικά ποσά λαμβάνοντας στεγαστικά δάνεια και β) δέχθηκε χωρίς να διατάξει απόδειξη ότι η ενάγουσα μετείχε "ως κληρονόμος στις δίκες ανακοπών κατά της εκτέλεσης που επίσπευδε η Εθνική Τράπεζα επί των κληρονομιαίων ακινήτων" ενώ η συμμετοχή της ήταν τυπική και οφειλόταν στο ότι ο κοινός δικαιοπάροχος τους δεν είχε τίτλους επί των κληρονομιαίων επιδίκων ακινήτων, με αποτέλεσμα η επισπεύδουσα Τράπεζα να στραφεί εναντίον όλων των κληρονόμων μολονότι τα επίδικα, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις είχαν περιέλθει κατά κυριότητα στους εναγομένους αναιρεσείοντες. Ο λόγος αυτός ανεξάρτητα από το ότι είναι απαράδεκτος γιατί δεν αναφέρεται σε απόδειξη "πραγμάτων" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αφού ο πρώτος αφορά σε ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ο δεύτερος σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, είναι προσέτι απαράδεκτος και γιατί αφορά σε ισχυρισμούς που, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, έγιναν δεκτοί, χωρίς η βασιμότητά τους να προκύπτει από τις προσκομισθείσες αποδείξεις. Ενόψει τούτων, και ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση, για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται, σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, από τον διάδικο. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του ΚΠολΔικ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 2915/2001 (αλλά και το Ν. 3994/2011) και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ μέχρι τρεις για κάθε πλευρά και μόνον, αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία και του Πολυμελούς (καθόσον κατά το άρθρο 11 του Ν. 1.../1984 είχαν ήδη εισαχθεί στη διαδικασία του Μονομελούς), καθώς και κάθε δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση από τους διαδίκους, ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβ/φου, ως ιδιαιτέρου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν. 3994/13.7.2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα), εφόσον βέβαια για το αποδεικτικό θέμα επιτρέπονται μάρτυρες. Εφόσον όμως, κατά τα προεκτεθέντα, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ξεχωριστά αποδεικτικά μέσα, μη περιλαμβανόμενες στα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔικ έγγραφα, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση, η οποία (μνεία) αν δεν γίνεται, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι αυτές (ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν υπόψη ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά την κατάστρωση του νομικού του συλλογισμού, δεν έλαβε υπόψη τις υπ’ αριθμ. .../24.11.2009 και .../24.11.2009 ένορκες βεβαιώσεις του Γ. Δ. και του Η. Π., που λήφθηκαν, νομότυπα, ενώπιον της συμβ/φου Καντάνου Παγώνας Ζερβουδάκη-Βαρδουλάκη, από τις οποίες προέκυπτε το ουσία βάσιμο των ισχυρισμών των εναγομένων - αναιρεσειόντων ως προς την ιδιότητα των επιδίκων ακινήτων ως μη κληρονομιαίων και ως προς την ένσταση του 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη γιατί ήταν πέραν του αριθμού των επιτρεπομένων τριών. Ειδικότερα από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι από τις προσκομισθείσες από τους εναγομένους - εκκαλούντες πέντε ένορκες βεβαιώσεις, λήφθηκαν υπόψη, ως το πρώτον προσκομισθέντα ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔικ) οι νόμιμα ληφθείσες, μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως υπ’ αριθμ. .../16.4.2013 ένορκη βεβαίωση του Ο. Λ. και η ένορκη βεβαίωση της Δ. Α. (δεν αναφέρεται ο αριθμός), ενώ από τις τρεις υπ’ αριθμ. .../24.11.2009, .../24.11.2009 και .../24.11.2009 ένορκες βεβαιώσεις των Σ. Α., Γ. Δ. και Π. Ζ. - Β. που είχαν δοθεί μεν νομότυπα, αλλά δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γιατί δεν είχαν προσκομισθεί εμπρόθεσμα εντός των οριζομένων από τα άρθρα 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔικ προθεσμιών, λήφθηκε υπόψη μόνο η πρώτη, ενώ οι δύο άλλες ως υπεράριθμες, ήτοι πέραν του επιτρεπομένου αριθμού των τριών (άρθρ. 270 παρ. 2 εδγ ΚΠολΔικ) δεν λήφθηκαν υπόψη. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος τα επίμαχα αποδεικτικά μέσα ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8.7.2014 αίτηση των Μ. χας Ν. Δ. το γένος Κ. Π. και Ι. Δ. του Ν. κατά της Κ. συζύγου Δ. Α., το γένος Ν. Δ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 169/2013 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ