Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Εκβίαση.
Περίληψη:
Εκβίαση - Αναίρεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ελλείψεως νόμιμης βάσης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 233/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 4941/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενη την Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρίστο Παπαδόπουλο. Και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κανελλόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών , με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 46/31 Ιουλίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Πελαγίας Λόζιου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1360/07.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορουμένης, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της ελλείψεως της, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, που ιδρύει, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, είτε κατά την έκθεση των περιστατικών αυτών στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασής του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει, δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχομένου, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο, δικαιώματος της βούλησής του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά, όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζόμενου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδήλωσης και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή, ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει, είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος, υπό το κράτος της απειλής, επενέργησε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της εκβίασης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ότι " η κατηγορούμενη την 27-6-2001 υποβλήθηκε σε πλαστική εγχείρηση προσθετικής στήθους, την οποία πραγματοποίησε ο εγκαλών Ψ1, πλαστικός χειρουργός. Μετά τρίμηνο από την επέμβαση, εξετάστηκε όπως έπρεπε από τον εγκαλούντα και δεν εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα. Μετά από έξι μήνες, ήτοι τον Δεκέμβριο του 2001, η κατηγορούμενη τον επισκέφθηκε πάλι, παραπονούμενη για θωρακικό άλγος. Με υπόδειξη του εγκαλούντος υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία και, όπως ο ίδιος ο εγκαλών αναφέρει στην από 12-3-2002 προανακριτική κατάθεσή του, περικοπή της οποίας αναγνώσθηκε στο ακροατήριο (βλ. πρακτ. συνεδριάσεως, σ.11), διαπιστώθηκε "ελαφρά αλλαγή (περιστροφή) του αριστερού εμφυτεύματος (εργαστηριακό εύρημα). Κατόπιν αυτού, ο εγκαλών της συνέστησε να υποβληθεί εκ νέου σε χειρουργική επέμβαση διορθωτική, την οποία όμως η ίδια δίσταζε να αποφασίσει μη επιθυμώντας να υποβληθεί πάλι σε χειρουργείο και μάλιστα από τον ίδιο γιατρό στον οποίο δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη. Το θέμα παρέμεινε εκκρεμές και το Μάρτιο του ίδιου έτους, και ενώ η κατηγορούμενη ήταν έγκυος, επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στο ιατρείο του, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, προς διευθέτηση του προβλήματος ενόψει της εγκυμοσύνης της. Εκεί, αφού αρνήθηκε και πάλι να υποβληθεί σε χειρουργική διορθωτική επέμβαση από τον εγκαλούντα, διαμαρτυρήθηκε έντονα και, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις του εγκαλούντος και του μάρτυρα .........., ο πρώτος είχε την πρόθεση να της καταβάλει το ποσό που κόστισε η επέμβαση, περίπου 2.000.000 δραχμές, για να λήξει το ζήτημα. Η κατηγορούμενη όμως θεώρησε ότι τα χρήματα ήσαν λίγα και δεν επαρκούσαν για τη νέα επέμβαση, την οποία είχε την πρόθεση να πραγματοποιήσει στο Λονδίνο και ζήτησε από τον εγκαλούντα 5.000.000 δραχμές για την κάλυψή της. Ο εγκαλών δεν συμφώνησε να δώσει τα χρήματα αυτά και η κατηγορούμενη αποχώρησε εξοργισμένη λέγοντας ότι " θα τον βγάλει στα κανάλια". Στη συνέχεια ο εγκαλών κάλεσε την κατηγορούμενη, μέσω της γραμματέως του, να περάσει την επόμενη από το ιατρείο του για να της καταβάλει δήθεν το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Πράγματι η κατηγορούμενη προσήλθε την επόμενη ημέρα στο ιατρείο του, έλαβε τα ο πιο πάνω χρηματικό ποσό και έδωσε στον εγκαλούντα την από ....... "ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ-ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ" και κατόπιν συνελήφθη από τους παριστάμενους αστυνομικούς. Υπό τα περιστατικά αυτά, κατά την κρίση των πλειοψηφούντων μελών του δικαστηρίου, ήτοι των Εφετών Παναγιώτας Καρυστινού και Εμμανουήλ Καλεντάκη η κατηγορούμενη δεν τέλεσε την πράξη της εκβίασης, εφόσον, με την ενέργειά της αυτή, δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος της περιουσίας του εγκαλούντος, όπως κατηγορείται. Και τούτο, διότι, μετά τα προαναφερόμενα "ευρήματα", κατά την αξονική τομογραφία, αλλά και λόγω της δυσμορφίας που και εξωτερικά παρουσίαζε ο αριστερός μαστός, καθώς και της πρότασης του εγκαλούντος να υποβληθεί εκ νέου σε χειρουργική "διορθωτική" επέμβαση, πίστευε ότι το στήθος της έπρεπε οπωσδήποτε να αποκατασταθεί και ζήτησε το ως άνω χρηματικό ποσό για τη νέα επέμβαση. Ας σημειωθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, έδωσε στον εγκαλούντα, μετά την είσπραξη αυτών, την ως άνω απόδειξη, πράξη την οποία ασφαλώς δεν θα προέβαινε, εάν ενεργούσε ως εκβιαστής, γνωρίζοντας δηλαδή ότι η απαίτησή της, ήταν παντελώς αβάσιμη. Ενόψει αυτών, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της εκβίασης". Η αιτιολογία όμως αυτή που παραθέτει το Δικαστήριο, βάσει της οποίας εξέδωσε κατά πλειοψηφία την αθωωτική για την κατηγορούμενη απόφαση του, ούτε πλήρης είναι, ούτε σαφής και χωρίς αντιφάσεις. Δεν είναι πλήρης, γιατί δεν εκθέτει τα ουσιώδη περιστατικά που αποδείχθηκαν, για να καταδειχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση του εγκλήματος της πλημμεληματικής εκβίασης, για την οποία κηρύχθηκε αθώα κατά πλειοψηφία η κατηγορούμενη. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται ότι η κατηγορούμενη, είχε οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση αποζημιώσεως και από οποιανδήποτε αιτία προερχόμενη κατά του πολιτικώς ενάγοντος και μάλιστα από τη διενεργηθείσα επ' αυτής, από μέρους του τελευταίου χειρουργική επέμβαση. Επίσης, από την παρατιθέμενη ελλιπή αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον αυτή περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Πρώτο,γιατί, ενώ δέχεται ότι το ποσόν των 13.000 ευρώ, που αυτή έλαβε από τον πολιτικώς ενάγοντα, της παραδόθηκε κατά την ελεύθερη βούληση του, προκειμένου αυτή να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση στην αλλοδαπή, ταυτόχρονα δέχεται ευθέως ότι η κατηγορούμενη, η οποία αποχώρησε εξοργισμένη, αξίωσε το ως άνω ποσό, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, που δεν της το καταβάλει, " θα τον βγάλει στα κανάλια". Δεύτερο δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένα, η παραδοχή της αποφάσεως γιατί η κατηγορούμενη, επικαλέστηκε ότι " θα τον βγάλει στα κανάλια", ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό, ότι αυτή(κατηγορούμενη) είχε οποιαδήποτε και πολύ περισσότερο νόμιμη αξίωση, κατά του εγκαλούντος. Τρίτο, δεν αιτιολογείται η πραγματική αιτία και η αναγκαιότητα της καταβολής από μέρους του πολιτικώς ενάγοντος, του ποσού των 5.000.000 δραχμών, για την οποία εκδόθηκε η από ....... απόδειξη εισπράξεως-καταβολής αποζημιώσεως και τέταρτο δεν αιτιολογείται η παραδοχή, με βάση ποια πραγματικά περιστατικά, κατέληξε στην κρίση της η πλειοψηφούσα γνώμη, ότι δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ' αυτή αδίκημα, λόγω ελλείψεως του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου και συγκεκριμένα, ότι η κατηγορούμενη δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, με την ενέργειά της να εισπράξει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, το οποίο ούτε η ίδια αμφισβήτησε ότι εισέπραξε.
Συνεπώς, οι από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη εφαρμογή, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 385 παρ. 1γ του Π.Κ. (έλλειψη νόμιμης βάσης), είναι βάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στη συνέχεια για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 4941/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008 . Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ