Θέμα
Έγγραφα, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Ακροάσεως έλλειψη, Πλάνη πραγματική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αιτιολογία. Είναι ειδική και εμπεριστατωμένη μολονότι δεν αναφέρεται ειδικώς ότι ελήφθη υπόψη και η χωρίς όρους κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, γιατί είναι ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας και ως τέτοιος εξετάστηκε, δεν αποτελεί δε ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου. Πραγματική πλάνη. Αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Αόριστη επίκληση. Επί συκοφαντικής δυσφημήσεως δεν είχε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1γ ΠΚ (βλ. παρ. 2 άρθρ. 367). Υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτεται ο συναφής λόγος, γιατί τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία εχώρησε η καταδίκη ταυτίζονται (;). Παράληψη αναγνώσεως εγγράφων των οποίων ζητήθηκε η ανάγνωση. Δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1β ΚΠΔ, παρά μόνον, εάν μετά την άρνηση του διευθύνοντος για την ανάγνωση ζητά προσφυγή στο δικαστήριο και αυτό αρνήθηκε να αποφανθεί ή την απέρριψε.
ΑΡΙΘΜΟΣ 82/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Νάκη, περί αναιρέσεως της 4232/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1454/2007.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικός δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν την γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπερισταωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, πρέπει να εκτείνεται και σ’ αυτό. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά όπως συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθρ. 362 ΠΚ) ή της εξύβρισης (άρθ. 361 παρ. 1 ΠΚ), όχι όμως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψή του δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ομοίως αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί πραγματικής πλάνης τοιούτος και πρέπει να απαντηθεί από το δικαστήριο, εφόσον προτείνεται κατά τρόπο ορισμένο και αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, έχει δε, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, ως συνέπεια τον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη, καθώς (αυτοτελής ισχυρισμός είναι) και ο περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων, εφόσον προτείνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 4232/2007 αποφάσεως, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος, μνημονεύει, εκήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχο συκοφαντικής δυσφημήσεως, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Ιούλιο του 1998, ο πατέρας της κατηγορουμένης, με τον Ν1, συμφώνησαν να λειτουργήσουν ένα πρατήριο χονδρικής πώλησης τσιγάρων ως συνεταίροι. Ο Ν1 δεν είχε δικαίωμα να διατηρεί πρατήριο χονδρικής πωλήσεως τσιγάρων, λόγω μεγάλων χρεών του προς τις καπνοβιομηχανίες. Ετσι συμφώνησαν το πρατήριο να λειτουργεί στο όνομα της κατηγορουμένης, η οποία δεν είχε προβλήματα με τις τράπεζες. Ο Ν1 συμφωνήθηκε ότι θα ήταν ο αφανής εταίρος και στην ουσία διαχειριστής της αφανούς εταιρίας, ενώ η κατηγορουμένης, στην αρχή βρισκόταν στην Αγγλία για σπουδές και στο πρατήριο συμμετείχε στην πραγματικότητα ο πατέρας της. Μετά την πάροδο έτους, διαπιστώθηκε ότι η λειτουργία του πρατηρίου ήταν προβληματική και Ν1 είχε δημιουργήσει τεράστια χρέη, στο όνομα της κατηγορουμένης, η οποία εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει και έδιδε εντολές στο δικηγόρο της για την αντιμετώπιση του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί. Αρχικά στράφηκε κατά του πρώην αφανούς συνεταίρου της, ο οποίος δεν διέθετε καμία περιουσία, ούτε είχε τη δυνατότητα να την αποζημιώσει. Στη συνέχεια στράφηκε μεταξύ άλλων και κατά του εγκαλούντος και συγκεκριμένα α) στις 25-7-2000 κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την 6790/2000 αγωγή της, σε βάρος, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος Ψ1, στο περιεχόμενο της οποίας διέδωσε για τον εγκαλούντα ότι "Αυτός, μαζί με τους άλλους εναγομένους, από τον Μάρτιο του 1999, άρχισαν να σκηνοθετούν την καταστροφή της ίδιας και του πρατηρίου της και έτσι, αφού έκαναν, ενεργούντες από κοινού, αυξημένες παραγγελίες προς τις καπνοβιομηχανίες, έδωσαν για εξόφληση πλαστογραφημένες επιταγές, υπογεγραμμένες από τον πρώτο εναγόμενο, αποφασισμένοι να μην τις πληρώσουν κατά τη λήξη τους που ήταν πάντα, μετά από 12 ημέρες τουλάχιστον. Στη συνέχεια, παρέλαβαν αυτοί το εμπόρευμα, το ιδιοποιήθηκαν παράνομα και άφησαν τις επιταγές ακάλυπτες. Την 10-5-1999, παρέλαβαν από το πρατήριο που ήταν στο όνομα της κατηγορουμένης την τελευταία παραγγελία τσιγάρων, εκδίδοντας και τις τελευταίες επιταγές που επίτηδες είχαν αφήσει ακάλυπτες και με κοινή συμφωνία μετέφεραν όλα τα εμπορεύματα που υπήρχαν στο δικό της πρατήριο, στο πρατήριο του Ψ1, παρουσιάζοντας εικονική πώληση, δηλαδή ότι αυτή πώλησε προς αυτόν, τσιγάρα αξίας 11.000.000 δρχ., ενώ η πώληση αυτή δεν ήταν πραγματική. Οι εναγόμενοι, εισέπραξαν το τίμημα πωλήσεως αυτών των τσιγάρων, από τους πελάτες τους, ενώ στην πραγματικότητα αυτά έπρεπε να εισπράξει η κατηγορουμένη στην οποία και ανήκαν. Τα ποσά δηλαδή που εισέπραξαν αντί να τα παραδώσουν είτε στην κατηγορουμένη, είτε στις καπνοβιομηχανίες για την πληρωμή των αντίστοιχων ποσών των επιταγών, δεν τα παρέδωσα και έτσι οι επιταγές σφραγίστηκαν. Τις παραγγελίες αυτές τις εκτελεί πλέον το πρακτορείο του Ψ1 και όλοι μαζί ιδιοποιούνται τα κέρδη που είναι 3.000.000 δρχ. το μήνα". Επίσης αναφέρει στο δικόγραφο αυτό ότι η απάτη και η υπεξαγωγή εγγράφων συνίσταται στο ότι οι καπνοβιομηχανίες εξέδωσαν διαταγές πληρωμής από το Πρωτοδικείο Πειραιώς για την πληρωμή των πλαστογραφημένων επιταγών. Τις διαταγές πληρωμής αυτές κοινοποίησαν στη διεύθυνση του πρατηρίου τσιγάρων της κατηγορουμένης, το οποίο διαχειρίζονταν πλέον αποκλειστικά ο Ν1, ενώ με κοινή συμφωνία τις απέκρυψαν από την κατηγορουμένη. β) την 24-7-2000 η κατηγορουμένη συνέταξε και απέστειλε μία εξώδικη δήλωσή της προς το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, προς τον Πρόεδρο του Συνδέσμου πρατηριούχων τσιγάρων Πειραιώς ......, προς την ....., έμπορο - πρατηριούχο τσιγάρων, προς τους Ν1, Ζ1, Ψ1, Ν2, Ν3, ... και ...... Στην εξώδικο δήλωση αυτή, αφού επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της αγωγής που εκτέθηκε πιο πάνω, επιπλέον ισχυρίστηκε και διέδωσε σε βάρος του εγκαλούντος ότι "ήδη κατέθεσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και κατά του γιού του (Ψ1), ο οποίος αργά διαπίστωσα ότι μετέχει σ’ όλη τη ραδιουργία που πρωτοστατεί ο πατέρας του και κατασπαράσσουν πρατήρια που όπως σας είναι γνωστό, πήρε και τα δύο που σήμερα κατέχει". γ) την 21-7-2000 κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (αριθμ. κατάθεσης 10134/2000) σε βάρος του εγκαλούντα Ψ1 ισχυριζόμενη ότι "Από τα μέσα Μαρτίου 1999, όλοι μαζί (όσοι δηλαδή αναφέρονται στην αγωγή της υπό στοιχείο Α πιο πάνω), άρχισαν να σκηνοθετούν την καταστροφή του πρατηρίου και ειδικότερα τη δική μου, με απώτερο σκοπό να μου το πάρουν για λογαριασμό τους. Οι τρεις Ν1,Ν2,Ν3, λοιπόν, συμφώνησαν σαν αρχή με τον Ζ1 και τον καθ’ ου να υπεξαιρέσουν και να οικειοποιηθούν το τίμημα των παραγγελιών που έμελλε να εκτελέσω προς τους πελάτες του πρατηρίου μου, το πρώτο δεκαήμερο του Μαϊου 1999 και μετά από αυτό να οικειοποιηθούν παράνομα και ίδιο το πρατήριό μου, μεταφέροντας όλους του πελάτες του στο πρατήριο του καθ’ ου". Στη συνέχεια στο δικόγραφο αυτό επαναλαμβάνει κατά γράμμα το περιεχόμενο της πιο πάνω αγωγής της. Όμως όλα τα πιο πάνω γεγονότα, όσον αφορά τον εγκαλούντα είναι παντελώς ψευδή και η κατηγορούμενη γνώριζε την αναλήθειά τους, αλλά τα ισχυρίστηκε προκειμένου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Είναι αληθές ότι το πρατήριο της διαχειριζόταν αποκλειστικά ο Ν1 και όλες τις ενέργειες που αναφέρει στα δικόγραφά της η κατηγορουμένη τις έκανε αυτός, γιαυτό και έχει καταδικαστεί επανειλημμένως. Αυτός υπέγραφε τις επιταγές, που όμως ήταν στο όνομα της κατηγορουμένης και αυτός ασκούσε την εμπορία τσιγάρων. Όταν ο πατέρας της κατηγορουμένης και στη συνέχεια η ίδια, όταν επέστρεψε από το εξωτερικό αντιλήφθηκαν το μέγεθος της ζημίας που είχαν υποστεί, στράφηκαν (και κυρίως η κατηγορουμένη διότι αυτή είχε έννομο συμφέρον) κατά το Ν1. Σύντομα όμως αποκαλύφθηκε ότι αυτός δεν είχε καμία περιουσία, ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι παθόντες και έτσι στράφηκε κατά των λοιπών πρατηριούχων τσιγάρων, ισχυριζόμενη ότι δρούσαν ως ομάδα, προκειμένου να ιδιοποιηθούν την περιουσία της επιχείρησής της. Όμως όλα όσα αυτή ανέφερε ήταν ψευδή και γνώριζε την αναλήθειά τους, διότι εκτός από τον Ν1, κανείς δεν είχε συμμετοχή στις πράξεις που αναφέρει. Αυτοί, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών, είχαν επαγγελματική συνεργασία με αυτόν, τον οποίο θεωρούσαν ως νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης της κατηγορουμένης, νόμιμα συναλλασσόταν με αυτόν, χωρίς να γνωρίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις, Η κατηγορουμένη τους ανέφερε, ψευδώς, ως συμμέτοχους στις εναντίον της παράνομες πράξεις που τέλεσε ο συνεταίρος της, προκειμένου να ικανοποιηθεί οικονομικά, διότι ούτος, δεν διέθετε καμία περιουσία. Σε όλες τις δίκες που επακαλούθησαν, αστικές και ποινικές, ο εγκαλών απαλλάχθηκε, διότι κρίθηκε ότι δεν είχε συμμετοχή στις καταγγελλόμενες από την κατηγορουμένη πράξεις. (βλ. σχετικές αναγνωσθείσες αποφάσεις απαλλακτικές για τον εγκαλούντα). Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι όσα ανέφερε στα δικόγραφά της για τον μηνυτή δικαιολογημένα πίστευε ότι ήταν αληθή και τα ισχυρίστηκε προς άσκηση νομίμου δικαιώματός της και κυρίως διότι κυκλοφορούσαν οι πλαστογραφημένες από τον αφανή συνεταίρο της επιταγές μερικές από τις οποίες εμφάνισε προς πληρωμή ο εγκαλών, πρέπει ν’ απορριφθεί σαν ουσιαστικά αβάσιμος. Η πλαστογραφία επιταγής, ως γνωστόν, προβάλλεται έναντι πάντων και δεν απαιτείται γνώση της πλαστογραφίας από τον κομιστή της. Επομένως δεν ήταν απαραίτητο να ισχυριστεί η κατηγορουμένη συμμετοχή του εγκαλούντος στις παράνομες πράξεις του αφανούς συνεταίρου της, αφού γνώριζε ότι αυτός δεν είχε συμμετοχή. Για το ότι αυτή το γνώριζε, καταθέτουν με σαφήνεια όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας. Μάλιστα καταθέτουν ότι αμέσως μετά την κοινοποίηση του πρώτου δικογράφου, πληροφόρησαν την κατηγορουμένη και τον πατέρα της ότι ο εγκαλών δεν έχει απολύτως καμία συμμετοχή και παρά ταύτα αυτή συνέχισε την κατάθεση δικογράφων και μηνύσεων εναντίον του. Επίσης και ο ισχυρισμός της ότι αυτή απουσίαζε και ο πατέρας της έδιδε τις εντολές για την άσκηση αγωγών μηνύσεων, καθώς και την κατάθεση των δικογράφων, αποδείχθηκε ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι πολλά δικόγραφα υπογράφει η ίδια, ενώ είχε παρασταθεί και σε ορισμένες δίκες. (βλ. αναγνωσθείσες αποφάσεις και πρακτικά). Αντίθετα από όλα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε πλήρως ότι οι αναφερόμενοι στα δικόγραφα της κατηγορουμένης ισχυρισμοί κατά του εγκαλούντος είναι ψευδείς, ότι αυτή τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους και ότι είχε την πρόθεση να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ο οποίος υποβλήθηκε σε μεγάλη ψυχική και οικονομική ταλαιπωρία προκειμένου να απαλλαγεί από τις εις βάρος του αναγγελθείσες κατηγορίες και ν’ απορριφθούν οι σχετικές αγωγές. Των δικογράφων αυτών, έλαβαν γνώση οι δικαστές και γραμματείς των αντίστοιχων δικαστηρίων, όπου αυτά κατατέθηκαν, οι δικαστικός επιμελητής που τα κοινοποίησε και οι δικηγόροι των αντιδίκων μερών. Οσον αφορά την εξώδικη δήλωση, αφού αυτή κοινοποιήθηκε και στα πρόσωπα που αναφέρθηκαν ήδη πιο πάνω, ούτοι έλαβαν γνώση των συκοφαντικών ισχυρισμών που περιλαμβάνονται σ’ αυτή. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362-363 ΠΚ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης) της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των ισχυρισθέντων γεγονότων, αφού ειδικότερα γίνεται δεκτόν ότι αυτή στράφηκε κατά τον εγκαλούντος - μετά την διαπίστωση ότι ο Ν1, κατά του οποίου αρχικώς είχε στραφεί, δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία προς ικανοποίηση της όποιας αξιώσεώς της - προκειμένου να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της από την περιουσία αυτού, ισχυρισθείσα γι’ αυτόν όσα η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται. Προσθέτως με βεβαιότητα προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του: α) την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος - μολονότι δεν κάνει ειδική μνεία εις το προοίμιο του σκεπτικού ότι ελήφθη υπόψη και η χωρίς όρκο κατάθεση αυτού (πολιτικώς ενάγοντος) - και τούτο διότι η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, αλλά και ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας και ως τέτοιας εξετάστηκε, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, η οποία δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, και β) την υπ’ αριθμ. 4551/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώσθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, παρότι το έγγραφο τούτο δεν εξαίρεται ειδικώς στην απόφαση. Περαιτέρω, δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία για την απόρριψη: 1) τον εκ του άρθρου 367 παρ. 1γ’ ΠΚ προβληθέντος από την κατηγορουμένη ισχυρισμού, αφού το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή επί συκοφαντικής δυσφημήσεως (βλ. άρθρ. 367 παρ. 2 α ΠΚ), 2) του τοιούτου (ισχυρισμού) περί πραγματικής πλάνης, γιατί τα επικαλούμενα περιστατικά δεν θεμελιώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό, αλλ’ αποτελούν απλά επιχειρήματα που βάλλουν κατά της κατηγορίας και 3) της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, γιατί και το αίτημα τούτο είχε προβληθεί αορίστως, χωρίς δηλαδή την επίκληση πραγματικών περιστατικών και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Επομένως οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προτείνεται η έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, λόγω μη λήψεως υπόψη της χωρίς όρκο καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος και της υπ’ αριθμ. 4551/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μη αιτιολογίας της γνώσεως της αναιρεσείουσας ως προς την αναλήθεια των υπ’ αυτής ισχυρισθέντων γεγονότων για τον εγκαλούντα, μη παραδοχής του ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης, μη εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1γ’ ΠΚ καθώς και της μη αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τους λόγους αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Εφόσον δε ο περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται, όπως εσημειώθη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη ακροάσεως, λόγω μη απαντήσεως του δικαστηρίου επ’ αυτού.
Συνεπώς, και η ειδικότερη αυτή αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εξετάστηκαν συνολικώς τρεις μάρτυρες, δηλαδή δύο μάρτυρες κατηγορίας (ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 και .....) και ένας μάρτυρας υπερασπίσεως (.....). Αρα, εφόσον στο σκεπτικό της αποφάσεως γίνεται αναφορά, ότι περί της γνώσεως της αναληθείας των υπό της κατηγορουμένης ισχυρισθέντων "καταθέτουν με σαφήνεια όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας", η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως. Η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως προβάλλει την αιτίαση της ελλείψεως της αιτιολογίας λόγω ασάφειας που δημιουργείται εκ του ότι, ενώ εξετάστηκε ένας μόνο μάρτυρας κατηγορίας, ο Ψ1, εν τούτοις η προσβαλλομένη χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό, ομιλούσα για μάρτυρες πλείονες του ενός. Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, εξετάστηκαν δύο μάρτυρες κατηγορίας και όχι ένας. Αλλά ανεξαρτήτως τούτων δεν προκαλείται καμμία ασάφεια και αν ακόμη είχε εξετασθεί ένας μάρτυρας και τιμά ταύτα το δικαστήριο, από προφανή παραδρομή, ανέφερε ότι λήφθηκαν υπόψη μαρτυρικές καταθέσεις πλειόνων μαρτύρων. Η περαιτέρω αιτίαση που διατυπώνεται με τον αυτό λόγο, ότι δηλαδή οι μάρτυρες δεν κατέθεσαν αυτά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, γιατί βάλλει κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως. Υπέρβαση εξουσίας που συνιστά τον κατά τα άρθρα 510 παρ. 14 και 484 παρ. 1 στ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, με βάση τον γενικό κανόνα, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίζει κάτι, το οποίο υποχρεούνται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην εξεταζομένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέστησε χείρονα τη θέση αυτής γιατί την καταδίκασε για δύο επί πλέον πράξεις από ό,τι την είχε καταδικάσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επελθούσης συνάμα και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, κατ’ αμφότερα τα σκέλη του, ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση τόσον της πρωτόδικης όσο και της δευτεροβάθμιας αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία χώρησε η καταδίκη της αναιρεσείουσας τόσον πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, ταυτίζονται. Η παράληψη αναγνώσεως εγγράφων από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, που προσκομίστηκαν από τον συνήγορο υπερασπίσεως και των οποίων εζήτησε την ανάγνωση, δεν συνιστά μόνη αυτή, έλλειψη ακροάσεως κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά περιέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, σε περίπτωση δε αρνήσεως αποφάσεως ή παρά το νόμο απορρίψεως αυτής, τότε υφίσταται έλλειψη ακροάσεως και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 β ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει, ότι κατά την έναρξη της συζητήσεως ο συνήγορος της τότε εκκαλούσας (αναιρεσείουσας), ενεχείρισε στο δικαστήριο και ανέπτυξε προφορικώς "αυτοτελείς", κατ’ αυτόν ισχυρισμούς και συγχρόνως "προσκόμισε" και διάφορα έγγραφα, των οποίων εζήτησε την ανάγνωση. Από την παραδεκτή, όμως, επισκόπηση των αυτών πρακτικών ναι μεν δεν προκύπτει η ανάγνωση των κατά τα άνω εγγράφων, αλλ’ ούτε (προκύπτει) και προσφυγή της αναιρεσείουσας στο δικαστήριο και ότι τούτο αρνήθηκε να αποφανθεί ή την απέρριψε. Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο στηρίζεται ότι εκ της μη αναγνώσεως των ως άνω εγγράφων ιδρύθηκε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Β ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4232/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ