Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 903 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Ηθική αυτουργία, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε απόπειρες απάτης. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης για: α) Παραβίαση δεδικασμένου από Εισαγγελική διάταξη, β) Έλλειψη αιτιολογίας, γ) Υπέρβαση εξουσίας, δ) Παράβαση άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, ε) Παράβαση Κανονισμού ΕΟΚ.




Αριθμός 903/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Κουρμπέλη, περί αναιρέσεως της 2/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας.

Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 505/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά την διάταξη του άρθρου 46 παράγραφος 1 εδ. α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: 1) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, με πειθώ, φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και 2) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠονΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2/2008 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 1997, ο Φ1, οικονομολόγος, οργανωτής επιχειρήσεων, εκτιμητής ακινήτων, σύμβουλος επιχειρήσεων και επενδύσεων και δικηγόρος που ησχολείτο, όμως, και με γεωργικές εργασίες, γεωργός, ο Φ2 σύμβουλος επιχειρήσεων και ο ήδη εκκαλών, κατηγορούμενος Χ1, δικαστικός λειτουργός (εφέτης διοικητικών Δικαστηρίων) αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν μία εδαφική έκταση 555 στρεμμάτων, που βρισκόταν στη θέση "....." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ..... υπό τη μορφή μιάς - υπό ίδρυση τότε - ανώνυμης εταιρείας, στην οποία αυτοί θα συμμετείχαν, ως εταίροι. Επειδή, όμως, ο κατηγορούμενος Χ1 τότε είχε την ιδιότητα του Δικαστή και δη του Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων (ήδη με το Π.Δ/γμα της 10ης Ιανουαρίου 2002 είχε τεθεί σε προσωρινή αργία) αποφάσισαν να μη συμμετέχει, τυπικώς, αυτός (Χ1) στην ως άνω ανώνυμη εταιρία, αλλά ο αδελφός του Χ2, συνταξιούχος υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και κτηματίας. Προς τούτο, μέσω της εταιρίας D. CARAVANAS ALL SHIPS SUPPLY S.A ήλθαν σε διαπραγματεύσεις αγοράς της ως άνω εδαφικής έκτασης από τους κυρίους, νομείς και κατόχους αυτής ...., ...., ...., .... και .... (βλ. στη δικογραφία την από 30.4.1997 κατ' άρθρο 72 του ν. 998/1979 έγγραφη δήλωση του Φ1, ως πληρεξουσίου δικηγόρου των ανωτέρω φερομένων κυρίων της εκτάσεως αυτής προς το Δασαρχείο ...) στη συνέχεια δε, δυνάμει του με αριθμό ..... προσυμφώνου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου, οι αυτοί ανωτέρω αναφερόμενοι Φ1, Φ2 και Χ1, τυπικώς φερόμενος ο τελευταίος ως πληρεξούσιος του αδελφού του Χ2 , αλλά στην ουσία παριστάμενος ο ίδιος ως εταίρος της υπό ίδρυση ΑΕ, προσυμφώνησαν την αγορά της εδαφικής αυτής έκτασης από τους κυρίους τους...., ..., ...., .... και ....., επ' ονόματι και για λογαριασμό της αγοράστριας, ήτοι της εταιρίας AGRONEF ΓΕΩΡΓΟΔΕΝ-ΔΡΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ - ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΓΕΩΡΓΙΚΕΣ-ΕΙΣΑΓΟΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, της οποίας μέτοχοι θα ήσαν ο Φ1, ο Φ2 και ο Χ2 (ο τελευταίος τυπικώς, ενώ στην πραγματικότητα στη θέση του τελευταίου ουσιαστικός μέτοχος, θα ήταν ο Χ1). Με το ίδιο προσύμφωνο συμβόλαιο, oι εν λόγω πωλητές της ως άνω εδαφικής έκτασης έδιδαν στους προσυμφωνούντες μετόχους και εκπροσώπους της - υπό ίδρυση, τότε, όπως προαναφέρθηκε - αγοράστριας την εντολή και πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσουν με οριστικό συμβόλαιο στην ως άνω εταιρία την έκταση αυτή. Μετά ταύτα, σύμφωνα με τα όσα είχαν ως άνω προφορικώς συμφωνήσει οι Χ1 (υποκρυπτόμένος από τον αδελφό του Χ2 και με τη συναίνεση του τελευταίου), Φ2 και Φ1, με το με αριθμό .....συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Ιωάννη Παπαθέου, το οποίο υποβλήθηκε στη Νομαρχία Αθηνών - Διεύθυνση Α.Ε. - με τη με αριθμό .... αίτηση μαζί με όλα τα απαραίτητα κατά το νόμο δικαιολογητικά έγγραφα για έγκριση και δημοσίευση στο ΦΕΚ σε συνδυασμό και με τη με αριθμό .... πράξη διορθώσεως του καταστατικού της αυτής εταιρίας του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου Παπαθέου, ίδρυσαν την εταιρία με την επωνυμία "AGRONEF ΓΕΩΡΓΟΔΕΝΔΡΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ- ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟ-ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ - ΕΙΣΑΓΟΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και έδρα την Αθήνα, μετοχικό κεφάλαιο 35.000.000 δρχ. διαιρούμενο σε 1755 μετοχές αξίας 20.000 εκάστης, με μετόχους τον Φ2, και 585 μετοχές, που αντιπροσώπευαν κεφάλαια δρχ., τον Χ2 που κατείχε 585 μετοχές, που αντιπροσώπευαν κεφάλαιο 11.700.000 δρχ. και τον εγκαλούντα Φ1, που κατείχε τις υπόλοιπες 585 μετοχές. Στη συνέχεια, μετά την καταβολή του συμφωνηθέντος (εκ δραχμών 35.000.000) τιμήματος αγοράς της ανωτέρω έκτασης, δυνάμει του με αριθμό .... οριστικού συμβολαίου του αυτού αμέσως ανωτέρω Συμβολαιογράφου Αθηνών, οι Χ2, Φ1 και Χ1 (δηλ. ο ήδη εκκαλών) ενεργούντες ως πληρεξούσιοι των ...., ...., ...., ...., και ....., ως πωλητών της ως άνω εδαφικής έκτασης, σε εκτέλεση του ανωτέρω ..... προσυμφώνου πωλήσεως του αυτού συμβολαιογράφου Αθηνών πώλησαν και μεταβίβασαν στην ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία AGRONEF ΓΕΩΡΓΟΔΕΝ-ΔΡΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ - ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΓΕΩΡΓΙΚΕΣ - ΕΙΣΑΓΟΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ (κατωτέρω ονομαζόμενης, χάριν συντομίας, πλέον, ως AGRONEF) εκπροσωπηθείσα από τον Χ2, Φ2, Φ1 την ως άνω εδαφική έκταση των 555 στρεμμάτων. Μετά τη σύναψη του ως άνω οριστικού συμβολαίου αγοράς, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 996/11.2.2000 και στο ΦΕΚ 2867 τ. Ανωνύμων εταιριών και εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης, της 24.4.2000, ανακοίνωση καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων εταιριών των στοιχείων της αυτής, ως άνω, Ανώνυμης εταιρίας AGRONEF. Πριν από την ως άνω καταχώρηση των στοιχείων της τελευταίας στο ΦΕΚ με το με αριθμό 1/2000 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ορίσθηκαν ως μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου της αυτής εταιρίας οι Χ2, Φ2 και Φ1, ενώ με το με αριθμό 1/3.3.2000 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της ορίσθηκαν ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της για το χρονικό διάστημα έως 30.6.2002, οι Φ1, ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της, ο Φ2, ως Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της και ο Χ2, ως Διευθύνων Σύμβουλος περαιτέρω δε ορίσθηκε ως εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας ενώπιον των δημοσίων αρχών, τραπεζών, πιστωτικών ιδρυμάτων, ΝΠΔΔ και τρίτων ο Διευθύνων Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου της, Χ2, ο οποίος, περαιτέρω, με εξουσιοδότησή του θεωρημένη από αστυνομική ή δημοτική αρχή ή με συμβολαιογραφικό έγγραφο πληρεξουσιότητας θα παρέχει το δικαίωμα εκπροσώπησης της αυτής εταιρίας ενώπιον των ανωτέρω αρχών είτε στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου Φ1 είτε στον Αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου Φ2 είτε σε οποιονδήποτε άλλον τρίτο αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζομένων αναγκών και θεμάτων της εταιρίας, ενώ επίσης η εξουσιοδότηση και πληρεξουσιότητα της εταιρίας θα μπορεί να δίδεται από τον διευθύνοντα σύμβουλο Χ2 προς τα ανωτέρω μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και οποιονδήποτε τρίτον και με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας καταχωρημένο στο βιβλίο πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, υπογεγραμμένο από τον διευθύνοντα σύμβουλο Χ2 και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Φ1 και Φ2 και θεωρουμένου του γνησίου των υπογραφών τους από τον διευθύνοντα σύμβουλο Χ2 δια της υπογραφής του και της σφραγίδας της εταιρίας κάτωθεν αυτής. Μετά την αγορά της ανωτέρω εδαφικής έκτασης, οι Χ1, Φ1 και Φ2 αποφάσισαν να σπείρουν τα 400 στρέμματα της εκ 555 στρεμμάτων ανωτέρω εδαφικής έκτασης, με σιτάρι ορισμένου τύπου, επειδή δε η εταιρία αυτή εστερείτο ρευστού χρήματος, οι εκ των εταίρων Φ2 και ο Φ1, αφού συμφώνησαν προφορικώς με τον ήδη κατηγορούμενο Χ1 και με τη συναίνεση του Χ2, ο μεν ο Φ1 έστειλε στον (τυπικώς μόνο) φερόμενο ως μέτοχο και διευθύνοντα της ΑΕ, Χ2 το ποσό των 1.550.000 δρχ., με έμβασμα στον τηρούμενο στο Υποκατάστημα της ..... Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με αριθμό ..... ονομαστικό λογαριασμό του (δηλ. του Χ2) προκειμένου αυτός (Χ2) να αγοράσει σπόρο σιταριού, για να φυτέψουν με σιτάρι 400 στρέμματα από την ως άνω εδαφική έκταση καθώς και να αντιμετωπίσει αυτός για την εταιρία τα έξοδα εκχέρσωσης της ως άνω εδαφικής έκτασης, μάλιστα δε την ίδια ημέρα ο ήδη εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 με την από 28.2.2000 δύο σελίδων χειρόγραφη επιστολή του, που απέστειλε προς τον αδελφό του Χ2, την οποία συνυπέγραψαν, όμως, αυτός καθώς και ο Φ1, κατατόπιζε τον Χ2 για το είδος, ποσότητα, ποιότητα, αξία και πηγή προμήθειας του σπόρου, ταυτοχρόνως δε, με την ίδια αυτή επιστολή του, υπολόγιζε και το αναμενόμενο κέρδος, χωρίς υπολογισμό της αξίας του σίτου που θα παρήγετο από τη φύτευση του σπόρου αυτού. Την ιδιόχειρη εκ μέρους του σύνταξη της ως άνω επιστολής δεν αμφισβήτησε ο ίδιος ο κατηγορούμενος Χ1. Μεταξύ των άλλων, στην ως άνω επιστολή, που συνυπογράφουν ο κατηγορούμενος και ο εγκαλών Φ1, αναφέρονται, επί λέξει, τα εξής: "Δημήτρη, προχώρα στην αγορά σιταριού, δήλωση σποράς για επιδότηση 400 στρεμμάτων και στην σπορά 400 στρεμμάτων. Σου εμβάζομαι (ορθογραφία του συντάκτη της επιστολής) σήμερα στο λογαριασμό ΕΤΕ 1.550.000 δρχ. για αγορά σιταριού κατά τα ανωτέρω και για αντιμετώπιση εξόδων εκχέρσωσης. Τα υπόλοιπα φρόντισε να τα φέρεις βόλτα να σπαρθούν και δηλωθούν 400 στρέμματα". Σε λίγες ημέρες, ήτοι την 17.3.2000, και ο έτερος εταίρος, Φ2 κατέβαλε, επίσης, στον Χ2, μετρητοίς, το ποσό του 1.000.000 δρχ., για την ίδια αιτία, ήτοι για την αγορά σπόρου και φύτευσή του στην ως άνω έκταση, μάλιστα δε, ομοίως, ο Χ1 συνέταξε ιδιοχείρως χειρόγραφο σημείωμα προς τον αδελφό του Χ2 σε σχέση με την καταβολή του αμέσως ανωτέρω ποσού. Μετά τη λήψη των ως άνω ποσών, ο Χ2 αγόρασε σπόρο σιταριού αξίας 600.000 δρχ. (βλ. το με αριθμό ..... τιμολόγιο αγοράς της επιχείρησης ....) - επ' ονόματί του μάλιστα και όχι επ' ονόματι της ΑΓΚΡΟΝΕΦ, ενώ, εξάλλου, αυτός κατέβαλε και το υπόλοιπο ποσό για την πληρωμή αμοιβής διαφόρων χειριστών μηχανημάτων αρρώσεως της ως άνω έκτασης, το δικαίωμα χρήσης των οποίων η αυτή ανωτέρω εταιρία έλαβε δωρεάν από τους διαχειριζόμενους την σε κατάσταση παύσης των πληρωμών επιχείρηση Ε1. Περί του ότι πράγματι απαιτήθηκαν ποσά 1.900.000 περίπου δραχμών (2.500.000 - 600.000 δρχ. για σπόρο = 1.900.000 δρχ.) για την αμοιβή των οδηγών - χειριστών των ως άνω μηχανημάτων και ότι ο κατηγορούμενος Χ2 πράγματι κατέβαλε την αμοιβή τους αυτή από τα χρήματα των 2.500.000, που του είχαν συνολικά καταβάλει επ' ονόματι της AGRONEF, οι Φ2 και Φ1, ρητώς και σαφώς κατέθεσαν ενόρκως εξετασθέντες ενώπιον και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου οι μάρτυρες .... και ...., η αξιοπιστία των καταθέσεων των οποίων δεν κλονίζεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Και ναι μεν το δικαίωμα χρήσης των μηχανημάτων άρρωσης είχε παραχωρηθεί δωρεάν από την επιχείρηση Ε1, όμως είναι βέβαιο, ότι οι οδηγοί χειριστές των μηχανημάτων διαμόρφωσης άρρωσης της ως άνω έκτασης δεν είχαν παραχωρήσει την εργασία τους δωρεάν, (όπως ήταν άλλωστε, φυσικό, για εργαζομένους) αλλά ότι πληρώθηκαν την αμοιβή τους από τον Χ2 με το ποσό των 1.900.000 δρχ. συνολικώς. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδεικνυόμενα, ο Χ2 δεν ιδιοποιήθηκε το ποσό των 2.500.000 δρχ. που του είχαν καταβάλει κατά τα ανωτέρω οι Φ2 και Φ1 επ' ονόματι της εταιρίας ΑΓΚΡΟΝΕΦ, αφού αυτός το κατέβαλε σύμφωνα με τις ανωτέρω εντολές τους για αγορά σπόρου και έξοδα εκχέρσωσης της ως άνω εδαφικής έκτασης και, συνεπώς, ο κατηγορούμενος Χ2 (ήδη αποβιώσας, ως προς τον οποίο, λόγω ήδη θανάτου του, έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη με την ήδη εκκαλουμένη απόφαση) δεν ετέλεσε το έγκλημα της υπεξαίρεσης του ως άνω ποσού και συνεπώς πρέπει, επομένως, κατά νομική αναγκαιότητα, να κηρυχθεί αθώος της κατ' εξακολούθηση ηθικής αυτουργίας σε υπεξαίρεση του ως άνω ποσού, για την οποία κατηγορείται και ο ήδη κατηγορούμενος Χ1. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ήδη αποβιώσας Χ2, αντί να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προς επιδότηση, από την ΕΟΚ και από πόρους αυτής, επ' ονόματι και για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας AGRONEF, αυτός, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος αλλά και χάριν του αδελφού του Χ1 (εκκαλούντος-κατηγορουμένου) παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησε να εισπράξει από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας - Διεύθυνση Υπηρεσίας Αγροτικής Ανάπτυξης (Γραφείο ΟΣΔΕ), που διαχειριζόταν τα αντίστοιχα, σύμφωνα με τον με αριθμό 3508/1992 Κανονισμό του Συμβουλίου της ΕΟΚ το ποσό της αντίστοιχης επιδότησης της ΕΟΚ των 15.000 δρχ. ανά στρέμμα, ήτοι των 6.000.000 δραχμών, όχι στο όνομα της εταιρίας και ως (έστω, ως ανωτέρω τυπικώς) εκπρόσωπός της, αλλά στο δικό του όνομα και για δικό του (και στην ουσία και του κατηγορουμένου) λογαριασμό. Για το σκοπό αυτό ο Χ2 υπέβαλε προς την ανωτέρω Υπηρεσία της Διευθύνσεως Αγροτικής Αναπτύξεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος την από 27.4.2000 αίτησή του, με την οποία αυτός εμφάνιζε στους αρμοδίους για την παραλαβή της κατατεθείσας απ' αυτόν αίτησης και έλεγχο των αντίστοιχων συνημμένων σ' αυτή δικαιολογητικών, τον εαυτό του, ατομικώς ως κύριο, κάτοχο και εκμεταλλευτή - γεωργό της ως άνω εδαφικής έκτασης, συνολικού εμβαδού 400 στρεμμάτων (30,70 και 300 στρεμμάτων) - βλ. στη δικογραφία την από 27.4.2000 αίτησή του - η οποία, όμως, έκταση ανήκε κατά κυριότητα, νομή, κατοχή και γεωργική εκμετάλλευση στην αμέσως ανωτέρω εταιρία, αποκρύπτοντας, έτσι, από τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω Υπηρεσίας ότι την ως άνωέκταση, στην πραγματικότητα, εκμεταλλευόταν, γεωργικώς, η ως άνω κυρία αυτού εταιρία, η οποία μόνη κατά το νόμο και τον ως άνω Κανονισμό της ΕΟΚ εδικαιούτο να επιδοτηθεί. Την αμέσως προαναφερόμενη ενέργεια του Χ2, μόλις, όταν κατά το μήνα Νοέμβριο 2000 πληροφορήθηκε ο εκ των εταίρων της AGRONEF Φ1, έσπευσε με το από μηνός Νοεμβρίου 2000 έγγραφό του να πληροφορηθεί τα διατρέξαντα σε σχέση με την εν λόγω επιδότηση και να καταγγείλει και διαμαρτυρηθεί προς την αρμόδια ανωτέρω Υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, η οποία, στη συνέχεια, ενήργησε τους προσήκοντες επιτόπιους ελέγχους (βλ. στη δικογραφία το από 6.8.2004 έγγραφο του ανωτέρω γραφείου ΟΣΔΕ) και, μετά ταύτα, διέταξε την παρακράτηση της προς τον Χ2 επιδότησης με τη με αριθμό .... απαντητική επιστολή της και, έτσι, από αίτια εξωτερικά και όχι με δική θέληση του Χ2 δεν ολοκληρώθηκε η αξιόποινη πράξη της απάτης και δη δεν κατόρθωσε ο Χ2 να αποσπάσει την εκ δραχμών 6.000.000 επιδότηση, γι' αυτόν (και στην ουσία και για τον αδελφό του Χ1). Λαμβανομένου υπ' όψη ότι αληθινός μέτοχος της ως άνω εταιρίας δεν ήταν ο Χ2 αλλά ο αδελφός του ήδη εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, η εμπλοκή του οποίου εκδηλωνόταν σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της ως άνω εταιρίας ΑΓΚΡΟΝΕΦ ήδη από την αγορά της ως άνω εδαφικής έκτασης, στην οποία παρουσιαζόταν, ως απλός πληρεξούσιος, ενώ στην πραγματικότητα προέβαινε στην ως άνω σύμβαση, ως εταίρος της ΑΓΚΡΟΝΕΦ αλλά και από την αρχή της λειτουργίας της ΑΓΚΡΟΝΕΦ, - όπως έπραξε ο εκκαλών, δίδοντας την εντολή στον αδελφό του, να αγοράσει το σιτάρι για τη σπορά της ανωτέρω εδαφικής έκτασης της ΑΓΚΡΟΝΕΦ -, συνάγεται κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου τούτου, ότι αυτός (Χ1), έχοντας πρόδηλο έκνομο (αφού δεν εδικαιούτο, ως Δικαστής σύμφωνα με το Σύνταγμα και το νόμο να μετέχει στην ως άνω εταιρία) - και όχι έννομο - συμφέρον, ήταν αυτός, που με επίμονες παραινέσεις του και συμβουλές τού προκάλεσε την απόφαση και δη έπεισε τον αδελφό του Χ2 να προβεί στην απόπειρα της ανωτέρω απάτης, ήτοι να εμφανίσει τον εαυτό του ως γεωργό 400 στρεμμάτων και λάβει την αντίστοιχη επιδότηση των 6.000.000 δρχ., ώστε να την καρπωθεί, άνευ δικαιώματος, και σε βάρος της εταιρείας ΑΓΚΡΟΝΕΦ αλλά και της ΕΟΚ, με αντίστοιχη του ανωτέρω ποσού ζημία της ΑΓΚΡΟΝΕΦ και της ΕΟΚ, ζημία που είναι αντικειμενικά μεγάλη, μαζί με τον αδελφό του Χ1. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος ετέλεσε την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας της απόπειρας απάτης, για την οποία κατηγορείται, και πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος αυτής, ενώ το ότι ο Χ2, πράγματι αποδεικνύεται ότι (ο τελευταίος) είχε κάποια κτηματική αγροτική ατομική περιουσία, μόρφωση και κοινωνική πείρα δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα".
Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος, και ήδη αναιρεσείων, κρίθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και σε απόπειρα απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και για τις πράξεις του αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφος 1α, 27, 46 παράγραφος 1α, 94, 386 παράγραφος 1 εδ. β'-α' ΠΚ και άρθρο 4 παράγραφος 1 Ν. 2803/2000, καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, όπως αυτές προκύπτουν από την επιτρεπτή συμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, με πειθώ και φορτικότητα και συγκεκριμένα, έχοντας αυτός πρόδηλα έκνομο, αφού δεν εδικαιούτο, ως Δικαστής, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το νόμο, να μετέχει στην εταιρεία ΑΓΚΡΟΝΕΦ ΑΕ και όχι έννομο συμφέρον, ήταν αυτός, που με επίπονες παραινέσεις και συμβουλές του, προκάλεσε την απόφαση και δη έπεισε τον αδελφό του Χ2 να προβεί στην προαναφερθείσα απόπειρα απάτης, ήτοι να εμφανίσει τον εαυτό του ως γεωργό 400 στρεμμάτων και λάβει την αντίστοιχη επιδότηση των 6.000.000 δρχ., ώστε να την καρπωθεί άνευ δικαιώματος και σε βάρος της ιδιοκτήτριας (των ως άνω στρεμμάτων γης) εταιρείας ΑΓΚΡΟΝΕΦ ΑΕ, αλλά και της ΕΟΚ, με αντίστοιχη ζημία των τελευταίων, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προκάλεσε στον ως άνω αυτουργό αδελφό του, την απόφαση να αποπειραθεί να εκτελέσει τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις. Πέρα από αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο σκεπτικό της προσβαλλομένης έχει προηγηθεί και η παράθεση επί πλέον περιστατικών, με τα οποία εξειδικεύεται, έτι περισσότερο, η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, η οποία ενίσχυσε την εξανεχθείσα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ότι, δηλαδή, ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν την ιδέα να εκμεταλλευτούν μια εδαφική έκταση 555 στρεμμάτων, να συσταθεί, προς τον σκοπό αυτόν, η εταιρεία ΑΓΚΡΟΝΕΦ ΑΕ, που θα αγόραζε την έκταση αυτή και θα την εκμεταλλευόταν στη συνέχεια, να συμμετάσχει, αντ' αυτού, στην εταιρεία αυτή ο αδελφός του, ότι ο ίδιος με μια επιστολή και συναφές σημείωμα προέτρεψε τον αδελφό του να αγοράσει σπόρο και στη συνέχεια να σπείρει την έκταση αυτή και ότι, τελικώς, ο αδελφός του κατηγορουμένου, συνεπεία των προαναφερθεισών παραινέσεων και συμβουλών αυτού, κατέθεσε την από 27.4.2000 αίτησή του και επεδίωξε να εισπράξει την αναφερθείσα επιδότηση. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, όπως "άνευ ουδεμιάς αποδείξεως, με εσφαλμένες αιτιολογία και κατά παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφων ........ο Χ2 προέβηκε αυτογνωμόνως στην πράξη του αυτή ........η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετίμησε και δεν αξιολόγησε ορθώς το περιεχόμενο της αιτήσεως του εγκαλούντος .........ότι στην ως άνω αίτηση ουδαμού αναφέρεται ότι αυτός (κατηγορούμενος) ήταν ηθικός αυτουργός ..........κλπ, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ τρίτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποί προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

ΙΙ.- Κατά την έννοια του άρθρου 57 παράγραφος 1 του ΚΠΔ, δεδικασμένο πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για την βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κ ατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Αντιθέτως, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, με την οποία, κατ' άρθρο 43 παράγραφος 1β ΚΠΔ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 του Ν. 3160/2003), αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Στ' του ΚΠΔ, διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το δεδικασμένο (άρθρο 57 ΚΠΔ), το οποίο παρήχθη από αμετάκλητη Εισαγγελική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, και με την οποία, έπειτα από άλλη μήνυση του ίδιου εγκαλούντος εναντίον του Χ2, ως αυτουργού και κατ' αυτού (κατηγορουμένου), ως ηθικού αυτουργού, κρίθηκε αμετακλήτως (προφανώς υπονοείται ότι τέθηκε στο αρχείο η αναφερόμενη μήνυση για έναν από τους ανωτέρω αναφερθέντες λόγους) ότι το κεφάλαιο της ΑΓΚΡΟΝΕΦ ΑΕ το κατέβαλε ο αδελφός του και ότι ο ίδιος δεν είχε καμμία σχέση με την εταιρεία αυτή. Η αιτίαση αυτή, με τον συναφή λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμη, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν παράγεται δεδικασμένο από την αρχειοθέτηση της μηνύσεως για την πράξη που καταγγέλλεται με αυτήν. Η περαιτέρω αιτίαση, στον ίδιο λόγο αναίρεσης, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο των υπ' αριθ. 2205, 2206 και 2207/2002 αμετακλήτων αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, είναι αβάσιμη, διότι, δεδικασμένο στην ποινική δίκη αποτελούν μόνον αποφάσεις δικαστηρίων που ασκούν ποινική δικαιοδοσία, οι δε αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων επί ζητήματος που έχει σχέση με την ποινική δίκη, δεν δεσμεύουν τον ποινικό δικαστή.

ΙΙΙ.- Υπέρβαση εξουσίας, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας αποφασίζει για κάτι, που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτρέπει σ' αυτό ο νόμος ή όταν το Δικαστήριο της ουσίας λύσει προκαταρκτικό ζήτημα, που υπάρχει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, κατά ρητή διάταξη του νόμου.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθ' υπέρβαση εξουσίας, α) αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπήγετο στη δικαιοδοσία του, δηλαδή έκρινε ότι ο Χ2 δεν ήταν αληθινός μέτοχος της εταιρείας ΑΓΚΡΟΝΕΦ ΑΕ, αλλά ο αναιρεσείων, μολονότι το ζήτημα αυτό υπήγετο στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών", με την προαναφερθείσα παραδοχή της συμμετοχής του Χ2, ως μετόχου, στην ως άνω εταιρεία. Οι αιτιάσεις αυτές και ο συναφής λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμες, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελευθέρως κατ' άρθρον 177 επ. του ΚΠΔ τα αποδεικτικά μέσα, στα πλαίσια που του παρέχει ο νόμος (άρθρο 60 ΚΠΔ) είχε εξουσία να κρίνει την όλη αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, έστω και αν αυτή συνδέεται με ζητήματα αστικής φύσεως. Άλλωστε, η προσβαλλομένη απόφαση, με το να κρίνει και επί του ως άνω, αστικής φύσεως, ζητήματος, δεν έλυσε αυτό οριστικά, αφού η κρίση του αυτή δεν αποτελεί δεδικασμένο, ούτε και δεσμεύει το πολιτικό Δικαστήριο, το οποίο εξακολουθεί να είναι αρμόδιο για την εκδίκασή του. Η περαιτέρω αιτίαση, που περιέχεται στον ίδιο λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με την οποία κακώς έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας για την πολιτική αγωγή του εγκαλούντος, είναι αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ασκήθηκε πολιτική αγωγή, ούτε έκρινε επ' αυτής το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

IV.- Τέλος, αναφορικά με τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ "περί δίκαιης δίκης", καθώς και τις διατάξεις του Κανονισμού της ΕΟΚ και της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, διότι "άνευ ουδεμιάς αποδείξεως δέχθηκε ότι ήταν (ο αναιρεσείων) ηθικός αυτουργός στις πράξεις του Χ2 .............ότι ο Χ2 δεν προέβηκε σε καμμία απολύτως ψευδή δήλωση .........είχε πράγματι καλλιεργήσει αποδεδειγμένα την έκταση των 400 στρεμμάτων .............η εταιρεία δεν ήταν ως νομικό πρόσωπο δικαιούχος επιδοτήσεων ..........ο Χ1 είχε ασκήσει ίδιον αυτού δικαίωμα τόσο ως μέτοχος της εταιρείας και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, όσο και ως κάτοχος της έκτασης των 400 στρεμμάτων ...........κλπ", αυτές είναι απαράδεκτες, αφού, από την διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργείται ιδιαίτερος λόγος αναίρεσης των ποινικών αποφάσεων, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 ΚΠΔ, ενώ η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, τόσο ως προς την φερόμενη παράβαση του ως άνω άρθρου της ΕΣΔΑ, όσο και ως προς την παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού της ΕΚ (44/2001) και της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 162/2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ......, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή