Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Κλοπή.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για κλοπή. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας. Έλλειψη πληρεξουσιότητας. Έφεση μετά την ακύρωση της αποφάσεως κατ' άρθρο 341 ΚΠΔ. Εκκαλών απών. Απορρίπτει έφεση ως ανυποστήρικτη.
Αριθμός 1541/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 7131/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1592/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά δε τη διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 139 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 §5 εδάφ. Β' του Ν.2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
Συνεπώς και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, μολονότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι να αναβληθεί η δίκη είναι ανέλεγκτη, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Διαφορετικά, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, αν δε το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα της αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης και την καταδίκη του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Η' ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 7131/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και απέρριψε την υπ' αριθμ. 4121/17-6-2004 έφεση του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Γεώργιος Κωνσταντέλλος, ο οποίος, αφού έλαβε το λόγο, δήλωσε τα εξής: "Ο κατηγορούμενος δεν έχει λάβει γνώση της σημερινής δικασίμου, δεν είναι σε καλή κατάσταση είναι "φυτό" δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω μαζί του, είναι ορφανός μένει μόνος του, εγώ παραστάθηκα στην αίτηση ακυρώσεώς του, και δεν μπορεί να εμφανισθεί στο σημερινό Δικαστήριο και γι' αυτό ζητώ την αναβολή της δίκης". Το Δικαστήριο, αφού ανέγνωσε την υπ' αριθμ. 2934/2009 απόφασή του, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας, που είχε υποβάλλει ο κατηγορούμενος, και είχε αναβληθεί η υπόθεση για την άνω δικάσιμο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα της αναβολής με την εξής αιτιολογία "Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ, το Δικαστήριο, μπορεί να αναβάλλει τη δίκη για σημαντικά αίτια που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα. Στην προκειμένη όμως περίπτωση κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται το κώλυμα που προβάλει ο συνήγορος του κατηγορουμένου το οποίο τον εμποδίζει να εμφανισθεί στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη σημερινή δικάσιμο, αφού ο ίδιος ο συνήγορός του δήλωσε δεν κατέστη δυνατόν να επικοινωνήσει μαζί του για να μεταφέρει κάποιο αίτημα του κατηγορουμένου και συνακόλουθα να αποτελεί σημαντικό αίτιο που δικαιολογεί την αναβολή της δίκης". Η αιτιολογία αυτή που διέλαβε το δικαστήριο, στην απορριπτική του αιτήματος του κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης, απόφασή του, είναι η απαιτουμένη κατά το Σύνταγμα και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, αλλά και χωρίς αντιφάσεις, οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο οδηγήθηκε στην απορριπτική του παραπάνω αιτήματος του κατηγορουμένου κρίση του, με τη συνδρομή των οποίων (λόγων) το φερόμενο ως σημαντικό αίτιο που είχε επικαλεσθεί για τη στήριξη του αιτήματός του, δεν ήταν πράγματι ικανό να οδηγήσει στην παραδοχή του αιτήματος και την αναβολή της δίκης. Ειδικότερα, αιτιολογείται πλήρως ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημα της αναβολής, με την παραδοχή ότι ο υποβαλών το αίτημα δικηγόρος δεν γνώριζε την βούληση του κατηγορουμένου, ο οποίος, μετά την ακύρωση της διαδικασίας κατ' άρθρο 341 Κ.Ποιν.Δ., είχε λάβει γνώση της ορισθείσας ως άνω δικασίμου. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον πρώτο, εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο της ένδικης αιτήσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Από τη διάταξη του άρθρου 501 §1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση αιτήματος εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος-κατηγορουμένου από συνήγορο, φερόμενο ως έχοντα ειδική πληρεξουσιότητα, και απορρίψεως από το δικαστήριο του αιτήματος αυτού και στη συνέχεια της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, είναι επιτρεπτή κατά της αποφάσεως αυτής η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 §1 του ΚΠΔ. Ειδικότερα, αν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από συνήγορο, παρά το ότι ο τελευταίος είχε την ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση, παραβιάζει τις διατάξεις που αφορούν την εμφάνιση και εκπροσώπηση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την άσκηση των δικαιωμάτων του και δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 §1 περ. δ' του ΚΠΔ, εάν δε εν συνεχεία απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' και Η' του ΚΠΔ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 και 42 §2 ΚΠΔ προκύπτει ότι, ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία με συνήγορο, τον οποίο διορίζει με προφορική δήλωσή του ή εγγράφως, η γνησιότητα της υπογραφής του οποίου (στη δεύτερη περίπτωση) βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 7131/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά της υπ' αριθμ. 39663/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, για την πράξη της κλοπής, σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών μετατραπείσα σε χρηματική, μετ' απόρριψη του αιτήματος εκπροσωπήσεώς του στη δίκη από συνήγορο. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απόρριψη, κατά τα ανωτέρω, του αιτήματος αναβολής, ο ίδιος δικηγόρος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ζήτησε να του επιτραπεί να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο, προσκομίσας το από 9-3-2009 "ειδικό πληρεξούσιο-εξουσιοδότηση" το οποίο και αναγνώσθηκε. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος -κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, με την εξής αιτιολογία "στην προκειμένη περίπτωση με το από ... ειδικό πληρεξούσιο που επικαλείται ο δικηγόρος Γεώργιος Κωνσταντέλλος ο οποίος υπέβαλε το αίτημα αναβολής της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα σ' αυτόν, να ασκήσει ένδικο μέσο ή βοήθημα κατά της υπ' αριθμ. 9179/2006 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη και όχι για να τον εκπροσωπήσει κατά τη σημερινή δικάσιμο, κατά τη συζήτηση της ασκηθείσης έφεσής του κατά της εκκαλουμένης απόφασης με αριθμό 39663/2004. Επομένως, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη πληρεξουσιότητας για την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο". Εν συνεχεία το άνω Δικαστήριο απέρριψε την από 17-4-2004 έφεση του αναιρεσείοντος, κατά τα παραπάνω, ως ανυποστήρικτη. Όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 9-3-2009 "ειδικό πληρεξούσιο-εξουσιοδότηση", που παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, ο ως άνω κατηγορούμενος, του οποίου έχει βεβαιωθεί και επικυρωθεί το γνήσιο της επ' αυτού υπογραφής του από δικηγόρο, παρέχει κατά λέξη στον άνω δικηγόρο και την επίσης δικηγόρο Ελένη Συμεωνίδου, την εντολή "να υποβάλλουν και ασκήσουν έφεση, αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατ' άρθρο 497 §7 ΚΠΔ ή αντιρρήσεις περί την εκτέλεση κατ' άρθρα 472 και 565 ΚΠΔ ή αίτηση αναβολής της εκτελέσεως κατ' άρθρο 429 §3 ΚΠΔ ή αίτηση ανακλήσεως κατ' άρθρο 548 ΚΠΔ ή αίτηση αντικαταστάσεως προσωρινής κρατήσεως ή αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας ή αποφάσεως ή οιοδήποτε έτερο τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο και βοήθημα κατά της υπ' αριθμ. 9179/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη ως ανυποστήρικτη η έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 39613/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δέκα (10) μηνών για παράβαση του άρθρου 372 ΠΚ .... Να παρίστανται δε αντ' αυτού κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση πλήρως εκπροσωπούντες αυτόν ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου ...". Από την εξουσιοδότηση αυτή προκύπτει μεν εξουσία του ως άνω συνηγόρου να ασκήσει, παραστεί και υποστηρίξει την αίτηση ακυρώσεως κατά της υπ' αριθμ. 9179/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όχι όμως και εξουσία για να παραστεί και υποστηρίξει την ήδη (τότε) ασκηθείσα έφεση (υπ' αριθμ. 4121/17-6-2004) που είχε απορριφθεί ως ανυποστήρικτη με την εν λόγω 9179/2006 απόφαση, η οποία (έφεση) άλλωστε δεν μνημονεύεται στην εξουσιοδότηση, όπως δεν μνημονεύεται, ούτε η δι' αυτής πληττόμενης απόφαση. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο, με το να απορρίψει την αίτηση εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος από τον άνω δικηγόρο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 171 §1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ούτε εν συνεχεία, απορρίπτοντας την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., κατ' εκτίμησην, και 510 §1 στοιχ. Η' του ίδιου Κώδικα λόγοι της ένδικης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 του Κ. Π. Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3160/2003 "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη". Ορίζει δε η παρ. 2 του άρθρου 340, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 3160/2003 ότι "Σε πταίσματα και πλημμελήματα και κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του ... Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι ' αυτόν". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο εκκαλών, για την υποστήριξη της έφεσής του, εμφανισθείς ενώπιον του Εφετείου όχι αυτοπροσώπως αλλά δια συνηγόρου τον οποίο ο ίδιος έχει διορίσει με έγγραφη δήλωση του, αυτός πλέον θεωρείται ότι είναι παρών. Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 501 του Κ. Π. Δ. που προστέθηκε με το άρθρο 49 παρ. 3 του ν. 3160/2003 "Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στην συνέχεια μετά την έναρξη της συζητήσεως αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 Κ. Π. Δ. αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. (Ολ. ΑΠ 3/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 341 §1 εδ. α' και 2 εδ. α', δ' και στ' του Κ.Ποιν.Δ., αν ο κατηγορούμενος που καταδικάσθηκε, από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια, δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης (άρθρο 349) μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπησή του από συνήγορο. Η αίτηση αυτή επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση. Η αίτηση για ακύρωση εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, την πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προβάλλεται και διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικαστήριο που δικάζει της αίτησης ακυρώσεως της διαδικασίας, ερευνά μόνο εάν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις ακυρώσεως της διαδικασίας, χωρίς να ερευνά την κυρία υπόθεση. Τούτο σαφώς συνάγεται από τη διάταξη του εδ. στ' της §2 του εν λόγω άρθρου σύμφωνα με την οποία μετά την ακύρωση της αποφάσεως διατάσσεται η νέα συζήτηση της υποθέσεως. Έτσι πρώτη συζήτηση της υποθέσεως είναι αυτή που ορίσθηκε μετά την ακύρωση της αποφάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμ. 39663/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, για κλοπή. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε την υπ' αριθμ. 4121/17-6-2004 έφεση, κατά τη συζήτηση της οποίας δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, με συνέπεια να απορριφθεί η έφεσή του ως ανυποστήρικτη με την υπ' αριθμ. 9179/28-11-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Ακολούθως, υπέβαλε, κατ' άρθρο 341 Κ.Ποιν.Δ. την από 9-3-2009 αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας, η οποία έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 2934/2009 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο ακύρωσε την ερήμην του διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω με αριθμό 9179/28-11-2006 απόφασή του και όρισε νέα συζήτηση της υποθέσεως για την 23-9-2009. Κατά τη δικάσιμο αυτή το Δικαστήριο, αφού απέρριψε, κατά τα προεκτεθέντα, το αίτημα αναβολής της δίκης, και εκείνο εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου από συνήγορο, απέρριψε, με την προσβαλλόμενη 7131/2009 απόφασή του, την έφεσή του ως ανυποστήρικτη με την εξής αιτιολογία "Επειδή όπως προκύπτει από το εις τη δικογραφία υπάρχον αντίγραφο της υπ' αριθμ. 2934/2009 ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου που όρισε την σημερινή ρητή δικάσιμο, γνωστοποιήθηκε η σημερινή δικάσιμος από τον Πρόεδρο στον κατηγορούμενο μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του, για να προσέλθει χωρίς κλήτευση και να υποστηρίξει την έφεσή του κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθήνας με αριθμό 39663/04. Επομένως, αφού δεν εμφανίσθηκε, πρέπει να απορριφθεί η έφεσή του ως ανυποστήρικτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326 και 501 Κ.Ποιν.Δ.". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το άρθρο 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν υπερέβη την εξουσία του με το να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού δεν εμφανίσθηκε ο εκκαλών-κατηγορούμενος ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, η δε έφεσή του το πρώτον εισήχθη προς συζήτηση κατά την άνω δικάσιμο, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να μεσολαβήσει αναβολή ή διακοπή της δίκης. Επομένως τα αντίθετα υποστηριζόμενα, κατ' εκτίμηση, με τον τρίτο και τελευταίο εκ των άρθρων 510 §1 στοιχ. Δ' και Η' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο της ένδικης αιτήσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η άνω αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 400/26 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 7131/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ