Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κλητήριο θέσπισμα, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Μη καταβολή αποδοχών στον επί σχέσει εργασίας απασχοληθέντα μισθωτό, ως υπεύθυνοι εργοδότες επιχείρησης (ΑΕΒΕ). Αιτίαση για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στην οποία αιτιολογημένα απάντησε το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση. Αιτίαση για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου. Δεν αποδεικνύεται από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε τέτοια ένσταση. Λόγος αιτήσεως για έλλειψη απαιτούμενης αιτιολογίας στην απόφαση. Απορρίπτει αιτήσεις αναιρέσεως.
Αριθμός 803/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Χ1, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Οικονομόπουλο, περί αναιρέσεως της 17901/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10.4.2009 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 649/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 10 Απριλίου 2009 ομοίου περιεχομένου, αιτήσεις των αναιρεσειόντων: 1)Χ1 και 2) Χ2, κατά της αυτής αποφάσεως 17901/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καθένας καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο (2) μηνών για παράβαση του α.ν. 690/1945 (όπως ισχύει), είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε ή απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 17901/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι παραβάσεως του α.ν. 690/1945 (όπως ισχύει) και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών σε καθέναν, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία τριετία, για καθέναν. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει την πράξη που τους αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, διότι με την ιδιότητα των υπεύθυνων εργοδοτών της επιχείρησης "ΜΑΡΜΑΡΑ ΝΑΞΟΥ ΑΒΕΕ - ΛΑΤΟΜΕΙΑ - ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΑΡΜΑΡΩΝ", στις 23.3.2005, αν και απασχόλησαν στην επιχείρηση αυτή τον Ζ, ως ηλεκτρολόγο, από Ιανουάριο 2005 έως 21.3.2005 δεν κατέβαλαν μέχρι και τις 23.3.2005 το χρηματικό ποσό των 4.500 ευρώ, που αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου - Μαρτίου (ήτοι 1500 ευρώ καθαρές αποδοχές Χ 3 μήνες), αν και του τα όφειλαν συνεπεία της σύμβασης και της σχέσης εργασίας ως αποδοχές της προαναφερθείσας κατηγορίας".
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες κήρυξε ενόχους της αξιόποινης πράξεως της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών στον απασχοληθέντα μισθωτό (παρ. του α.ν. 690/1945 (όπως ισχύει) και ειδικότερα του ότι: "Στην Αθήνα, στις 23.3.2005, με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του άρθρου μόνο του Α.Ν. 690/1945 κατά τις οποίες "Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του ΚΠΔ. Συγκεκριμένα με την ιδιότητα των υπεύθυνων εργοδοτών της επιχείρησης "ΜΑΡΜΑΡΑ ΝΑΞΟΥ ΑΒΕΕ - ΛΑΤΟΜΕΙΑ - ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΑΡΜΑΡΩΝ", αν και απασχόλησε στην επιχείρηση αυτή τον Ζ, ως ηλεκτρολόγο, από Ιανουάριο 2005 μέχρι 21.3.2005, δεν κατέβαλε μέχρι και της 23.3.2005 το χρηματικό ποσό των 4.500 ευρώ, που αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές μηνών Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου - Μαρτίου (ήτοι 1500 ευρώ καθαρές αποδοχές Χ 3 μήνες) αν και του τα όφειλαν συνεπεία της σύμβασης και της σχέσης εργασίας ως αποδοχές της προαναφερθείσης κατηγορίας". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 ΠΚ και άρθ. μόνο του α.ν. 690/1945, όπως αντικ. με άρθρο 8 παρ. 1 ν. 2336/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 17901/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα - οι κατηγορούμενοι εκπροσωπήθηκαν -), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμον, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, Ζ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) Στο δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείου, δια του εκπροσωπήσαντος αυτούς συνηγόρου τους, υπέβαλαν εγγράφως και ο τελευταίος ανέπτυξε προφορικά τον ισχυρισμό για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, για τους εκτιθέμενους λόγους, ζητώντας να ακυρωθεί αυτό. Το εν λόγω Δικαστήριο, με πλήρη και σαφή αιτιολογία, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, με τα παρακάτω: "Το κλητήριο θέσπισμα δεν πάσχει ακυρότητα, διότι: α) Οι κατηγορούμενοι αναφέρονται ως υπεύθυνοι εργοδότες, ήτοι ως υπόχρεοι εκ του νόμου να καταβάλουν στον εργαζόμενο τις δεδουλευμένες αποδοχές του, β) σε κάθε δε περίπτωση, οι ανωτέρω τυγχάνουν υπαίτιοι ως παραυτουργοί, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμα η μεταξύ τους σχέση, ενώ αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμα η νομική προσωπικότητα της εταιρείας στην οποία εργαζόταν ο εργαζόμενος, γ) το ύψος των αποδοχών (δεδουλευμένων μισθών) προσδιορίζεται με ακρίβεια στο κλητήριο θέσπισμα και μάλιστα προσδιορίζονται οι καθαρές αποδοχές (1500 ευρώ Χ 3 μήνες), δ) η υπογραφή του Εισαγγελέα στο επιδιδόμενο στους κατηγορουμένους αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος αρκεί που έχει τεθεί με μηχανικό μέσο (ΑΠ 1464/2006, ΠοινΔ 2007, 255, 850/2001, ΠΛογ 2001, 1023), ε) ενώ γίνεται μνεία του άρθρου του νόμου που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή, χωρίς να απαιτείται η αναφορά στο κλητήριο θέσπισμα των άρθρων του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ν' απορριφθεί η προβαλλόμενη ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αμφοτέρων των εκκαλούντων". Για ακυρότητα δε του κλητηρίου θεσπίσματος παραπονέθηκαν με την έφεσή τους. Όμως, αβάσιμα για τους προεκτεθέντες λόγους, ο δε με τις κρινόμενες αιτήσεις τους προβαλλόμενος, σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος. Επίσης, δεν απαιτείται να διευκρινίζεται εάν οι καταδικασθέντες ενήργησαν από κοινού, αλλά να γίνεται μνεία ότι οι αποδοχές οφείλονται από σύμβαση. 2) Ότι υπήρξε ακυρότητα κατά την ΚΠΚ 171 παρ. 1 περ. α' λόγω κακής συνθέσεως του δικάσαντος Δικαστηρίου. Όμως, στο άρθρο 17 υπό στοιχείο Β'του ν. 1756/1988, που περιλαμβάνει τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ορίζονται στην παρ. 1 "σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση" και στην παρ. 3 "ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα ..... στην εισαγγελία εφετών α) .... β) όλων των αντεισαγγελέων από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών εφετείων, ενώ στην παρ. 4 "με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός"..... Τέλος, στην παρ. 10 ορίζεται "Η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως". Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο σχετικό λόγο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται ότι οι δικαστές που συμμετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που δίκασε τη συγκεκριμένη υπόθεση, έλαβαν μέρος μετά από κλήρωση, που έγινε σύμφωνα με τον Οργανισμό των Δικαστηρίων, ή διορίστηκαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να δημιουργούν θέμα κακής συνθέσεως του δικάσαντος δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ. Όμως, εκτός από το ότι δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση, ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Τέτοια όμως πρόταση δεν επικαλούνται οι αναιρεσείοντες ούτε από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε. Επομένως, ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 10ης Απριλίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 3339 και 3338/16.4.2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αιτήσεις των: 1) Χ1 και 2) Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 17901/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ