Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2000 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Συναυτουργία, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ. Πλαστογραφία με χρήση. Κακουργηματική πλαστογραφία (άρθρο 216 παρ. 3 ΠΚ). Πότε. κατά συναυτουργία από κοινού (άρθρο 45 ΠΚ). Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Πότε η παραπομπή από εισαγγελική πρόταση. Επιτρεπτή όταν αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη. Αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού με διατακτικό παραπεμπτικού βουλεύματος πλημμελειοδικών επικυρώνεται με το Εφετειακό βούλευμα. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2000/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 495/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Απριλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 615/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 200/2-6-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Συμβούλιό σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το 11/2009 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους: α) Χ1, κάτοικο ... και β) Χ2, κάτοικο ..., για να δικαστούν ως υπαίτιοι από κοινού πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικώς επιδιωχθέν όφελος που υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ και επί πλέον τον πρώτο και για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επειδή στο παραπεμπτικό αυτό βούλευμα το πατρώνυμο του πρώτου κατηγορούμένου αναφέρθηκε εκ παραδρομής ως "...", το ίδιον Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το 28/2009 βούλευμα διόρθωσε το προηγούμενο βούλευμά του ως προς το σημείο αυτό ώστε το πατρώνυμο του πρώτου να αναφέρεται ορθώς ως "..." (βλ. βουλεύματα).
ΙΙ. Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών άσκησε έφεση μόνον ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 495/2009 βούλευμα, δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση ως προς τη πράξη της υπεξαίρεσης και έπαυσε οριστικά τη ποινική δίωξη γι'αυτή λόγω παραγραφής, ενώ δέχθηκε μεν τυπικά αλλά απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση ως προς την κακουργηματική πλαστογραφία και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα, ως προς τη διάταξη που αφορούσε την πράξη αυτή (βλ. 495/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
ΙΙΙ. Το εφετειακό αυτό βούλευμα επιδόθηκε νομοτύπως στον κατηγορούμενο Χ1 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Κων/νο Σίνο στις 8-4-2009 (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Στις 15-4-2009 εμφανίσθηκε στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ο δικηγόρος Κων/νος Σίνος και δήλωση ότι ως πληρεξούσιος του κατηγορουμένου Χ1, δυνάμει του ... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευανθίας Μαρκουλάκου-Λεμονή, ασκεί για λογαριασμό του Χ1, αναίρεση κατά του 495/2009 βουλεύματος, ως προς την παραπεμπτική του διάταξη, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έτσι συντάχθηκε η 77/15-4-2009 έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθεση). Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο, που ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως, από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα αφού με το προσβαλλόμενο εφετειακό βούλευμα ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο για κακούργημα.
IV. Σύμφωνα με τον αναιρετικό λόγο που εκτίθεται στην υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί περιορίσθηκε να αναφέρει στο σκεπτικό του τα εξής: "Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας που συγκεντρώθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση που έγινε και την κυρία ανάκριση που επακολούθησε και περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις του εγκαλούντος και των μαρτύρων που εξετάστηκαν, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την ανωμοτί εξέταση του κατηγορουμένου, τις έγγραφες εξηγήσεις του, την απολογία του και όλα ανεξαιρέτως τα υπομνήματα που υπέβαλε , προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου Χ1 για τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού και κατ' εξακολούθηση τελεσθείσας από υπαίτιους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια ... κλπ" (βλ αναίρεση). Όμως από το σκεπτικό προκύπτει επίσης ότι το Συμβούλιο Εφετών με ρητή αναφορά του παραπέμπει προκειμένου να αιτιολογήσει την παραπεμπτική του κρίση στο περιεχόμενο της ενσωματωμένης στο βούλευμα Εισαγγελικής πρότασης, στην οποία εκτίθενται τα εξής: Επειδή από το συνολικό ανακριτικό υλικό, το περιεχόμενο της εγχειρισθείσης εγκλήσεως, τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με επίκληση τους σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου προκύπτουν τα εξής: Ο εγκαλών Ψ, έμπορος αυτοκινήτων και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ... συμφώνησε με τον κατηγορούμενο Χ1 την πώληση ενός αυτοκινήτου μάρκας Jaguar, χρώματος μαύρου, τύπου xk8 gabrio ..., αντί τιμήματος 82.171 ευρώ, δυνάμει του υπ' αριθμόν ... δελτίου παραγγελίας αυτοκινήτου, με προκαταβολή 1.000 ευρώ και την παράδοση μιας επιταγής ποσού 38.111 ευρώ. Το αυτοκίνητο αυτό είχε εισαχθεί από την ανωτέρω εταιρεία την 27.5.2003 προς τελωνισμό. Την 10.6.2003 η εταιρεία ζήτησε από το ... Τελωνείο ... την επανεξαγωγή του αυτοκινήτου λόγω οικονομικής αδυναμίας να καταβάλει τους αναλογούντες δασμούς και φόρους. Το αυτοκίνητο φέρεται να έχει επανεξαχθεί την 13.6.2003 μέσω του Τελωνείου ... . Ο κατηγορούμενος Χ1 παρέλαβε το αυτοκίνητο από την έκθεση της εταιρείας με γερμανικές πινακίδες κυκλοφορίας ..., εντοπίστηκε δε αυτό από υπαλλήλους της ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ ( Διεύθυνση Παρακολούθησης Ειδικών Ανασταλτικών Καθεστώτων) στο συνεργείο του ΑΑ, ο οποίος κατονόμασε ως ιδιοκτήτη τον Χ1, και δεσμεύτηκε αφού δεν επιδείχθηκαν τα νόμιμα στοιχεία κατοχής και χρήσης του αυτοκινήτου στην Ελλάδα. Ο Χ1 παρότι του ζητήθηκε να προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στη ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ δεν το έπραξε, ενώ απέσπασε το αυτοκίνητο από τον ορισθέντα ως θεματοφύλακα ΑΑ, ο οποίος ενημέρωσε τους αρμοδίους υπαλλήλους ότι το αυτοκίνητο έφερε ελληνικές πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας, ανευρέθηκε δε στην αντιπροσωπία της Jaguar, με φερόμενο ως ιδιοκτήτη τον ΒΒ και με αριθμό κυκλοφορίας ... . Εκ του αρχικού φακέλου του αυτοκινήτου που υπήρχε στην Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών διαπιστώθηκε ότι το πιστοποιητικό ταξινόμησης τύπου Δ, με γενικό αριθμό ..., φερόμενο ως εκδοθέν από το ... Τελωνείο ..., δεν είχε εκδοθεί από την υπηρεσία αυτή και ότι ήταν πλαστό, όπως επίσης διαπιστώθηκε ότι η υπ' αριθμόν ... δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης αφορούσε, πράγματι, άλλο όχημα. Όσο χρόνο οι υπάλληλοι της ΔΙΠΕΑΚ ενεργούσαν έλεγχο το αυτοκίνητο μεταβιβάστηκε στον κατηγορούμενο Χ2 την 28.1.2005, ο οποίος είχε ασφαλίσει το υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ επιβατικό αυτοκίνητο με το υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο από την 19.11.2004, ημέρα της εκδόσεως αδείας κυκλοφορίας στο όνομα του ΓΓ, ενώ την 23.11.2004 εκδόθηκε άδεια κυκλοφορίας για το ίδιο αυτοκίνητο στο όνομα του ΒΒ. Η αρχική άδεια εκδόθηκε από τη διεύθυνση Συγκοινωνιών ... και οι λοιπές από την Διεύθυνση Συγκοινωνιών της Νομαρχίας ...- Τομέας ... . Περαιτέρω διαπιστώθηκε από τον έλεγχο του φακέλου του αυτοκινήτου ότι το πιστοποιητικό ταξινόμησης τύπου Γ, με γενικό αριθμό ..., δεν είχε εκδοθεί από το ... Τελωνείο ..., υπηρεσία που δεν είχε εκδώσει ούτε την υπ' αριθμόν ... δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ενώ οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες ΒΒ και ΓΓ ουδεμία σχέση είχαν με το αυτοκίνητο την διαδικασία εκτελωνισμού του και την έκδοση άδεια κυκλοφορίας. Αντίθετα το ανωτέρω αυτοκίνητο ταξινομήθηκε με πλαστά παραστατικά από τους κατηγορουμένους, οι οποίοι πέτυχαν να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας χωρίς την καταβολή των προβλεπομένων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, στερώντας από το δημόσιο δασμούς και φόρους 18.898 ευρώ. Η επανειλημμένη κατάρτιση πλαστών παραστατικών αλλά και η χρήση αυτών επιβεβαιώνει τον σκοπό των κατηγορουμένων για πορισμό εισοδήματος με όφελος μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ δηλαδή στο ποσό των οφειλομένων δασμών και φόρων 18.898 ευρώ αλλά και του υπολοίπου του τιμήματος της αγοράς ανερχόμενο σε 43.060 ευρώ, που δεν καταβλήθηκε στον εγκαλούντα. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι συμφώνησε την παράδοση του αυτοκινήτου με πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας στο όνομα του, πλην όμως το παρέλαβε με γερμανικές πινακίδες κυκλοφορίας και επεδίωξε τον εκτελωνισμό του μέσω του συγκατηγορουμένου του, ότι οι παράνομες και ποινικά κολάσιμες ενέργειες αφορούν τον Χ2 και ότι κατά την ανθρώπινη λογική και εμπειρία δεν ήταν δυνατόν να συμπράξει με τον Χ2 για να χάσει το αυτοκίνητο του, διαπράττοντας σε βάρος του πλαστογραφίες δεν είναι δυνατόν να αποδυναμώσουν τις σοβαρές σε βάρος του ενδείξεις ενοχής ιδίως κατά το μέρος της παράνομης από αυτόν ιδιοποίησης του αυτοκινήτου ενόψει του ότι τα περί συμφωνίας δεν αποδεικνύονται από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας, αντιθέτως αποδεικνύεται το ότι δεν κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του αυτοκινήτου στον εγκαλούντα.
Συνεπώς η έφεση του κατηγορουμένου που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο Βούλευμα, ως προς το κεφάλαιο αυτό.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ. κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. Γίνεται εξ άλλου δεκτό ότι η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι οι προβλεπόμενες από το άρθρο 13 στοιχ. στ' ΠΚ, ως προς τις οποίες δεν αρκεί να αναφέρονται τα τυπικά στοιχεία των διατάξεων που τις προβλέπουν, αλλά απαιτείται και η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια τους (βλ. ΑΠ 467/2007).
VI. Στη προκειμένη περίπτωση, με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σε σχέση με τη βασική μορφή της αποδιδομένης στον αναιρεσείοντα πράξης της κατ'εξακολούθηση πλαστογραφίας κατά συναυτουργία. Στο βούλευμα εκτίθενται με τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα καταρτισθέντα έγγραφα, η από κοινού κατάρτισή τους, προσδιορίζονται τα στοιχεία της πλαστότητας, καθορίζεται ο σκοπός που επιδιώχθηκε με την κατάρτιση και τη χρήση τους από τους κατηγορουμένους. Αντιθέτως ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις, που καθιστούν την πράξη κακούργημα δεν υπάρχει η αναγκαία αιτιολογία. Η μόνη αναφορά που γίνεται για το θέμα αυτό στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση περιορίζεται στην εξής φράση: "Η επανειλημμένη κατάρτιση πλαστών περιστατικών, αλλά και η χρήση αυτών επιβεβαιώνει τον σκοπό των κατηγορουμένων για πορισμό εισοδήματος με όφελος μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ δηλαδή στο ποσό των οφειλομένων δασμών και φόρων 18.898 ευρώ, αλλά και του υπολοίπου του τιμήματος της αγοράς ανερχόμενο σε 43.060 ευρώ, που δεν καταβλήθηκε στον εγκαλούντα ...". Η αναφορά αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει την νόμιμη αιτιολογία για τις επιβαρυντικές περιστάσεις που δέχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το Συμβούλιο. Γιατί ως προς μεν την "κατ'επάγγελμα" τέλεση, αναφέρονται απλώς τα τυπικά στοιχεία του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, ως προς δε την "κατά συνήθεια" τέλεση δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με το αν οι κατηγορούμενοι "... απέκτησαν σταθερή ροπή προς διάπραξη πλαστογραφιών, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους ...", σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ (βλ. ΑΠ 467/2007). Πρέπει συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί και για τους δύο κατηγορουμένους (άρθρο 469 Κ.Π.Δ.), μόνον ως προς το σημείο, αυτό (παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων), για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 510 § 1 Δ' και 511 Κ.Π.Δ.), απορριπτομένων ως αβασίμων των λοιπών αιτιάσεων του αναιρεσείοντος.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω 1. Να αναιρεθεί το 495/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μόνον ως προς την παραδοχή των επιβαρυντικών περιστάσεων της "κατ'επάγγελμα και συνήθεια" τέλεσης των πράξεων από τους κατηγορούμένους.
2. Να εισαχθεί η υπόθεση για νέα κρίση ως προς το ζήτημα αυτό και για τους δύο κατηγορουμένους (Χ1 και Χ2) στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών.
Αθήνα 18 Μαΐου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το άρθρο 216 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι κατηρτίσθη από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως. Η χρήση του εγγράφου από τον υπαίτιο της καταρτίσεως ή της νοθεύσεως θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικώς, όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον και δώσει σ' αυτόν την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Για την κακουργηματική πλαστογραφία απαιτείται επί πλέον, κατά την παρ. 3 του άνω άρθρου 216 ΠΚ, σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € και επίσης ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €. Περαιτέρω κατά το άρθρο 45 ΠΚ "εάν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή στο βούλευμα και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (Ολ. ΑΠ 50/1990). Είναι δε δυνατή η συναυτουργία περισσοτέρων προσώπων στην κατάρτιση πλαστού ή τη νόθευση εγγράφου χωρίς να απαιτείται αναφορά των επί μέρους ενεργειών καθενός των συναυτουργών αλλά αρκεί η αναφορά στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων το δικαστήριο εδέχθη ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας α)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε εξ ενός εκάστου αυτών, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (ΑΠ 1/2005). Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν και εφ' όσον αυτή είναι σαφής και πλήρης και με αυτήν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήτο άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το τελευταίο των ιδίων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών, (ενώ η εισαγγελική πρόταση μπορεί να αναφέρεται και εις τις αιτιολογίες του πρωτοδίκου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του). Η με τον τρόπο αυτό θεμελιουμένη αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης, που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που εκυρώθη με το ΝΔ 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθ. 28 παρ.3 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ.1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ίδιας Συμβάσεως, που υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 22-11-1984 και εκυρώθη με το Ν. 1705/1978, δικαίωμα αυτού που διώκεται για εγκληματική πράξη και προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, να μην αποστερηθεί της κρίσεώς του από εμπειροτέρους δικαστές, διότι στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση, ούτε προς το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, αφού ο αναιρεσείων δεν εστερήθη του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από το Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο μπόρεσε και ανέπτυξε με την ασκηθείσα έφεσή του, τα υποβληθέντα υπομνήματά του και τα προσκομισθέντα σ'αυτό έγγραφα, τις απόψεις του. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 495/2009 βούλευμα, με αναφορά του στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ' όψη του, εδέχθη τα εξής: "Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας που συγκεντρώθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση που έγινε και την κυρία ανάκριση που επακολούθησε και περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις του εγκαλούντος και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την ανωμοτί εξέταση του κατηγορουμένου, τις έγγραφες εξηγήσεις του, την απολογία του και όλα ανεξαιρέτως τα υπομνήματα που υπέβαλε, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου Χ1 για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού και κατ' εξακολούθηση τελεσθείσας από υπαίτιους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και β) της επί μέρους πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (αρθρ. 13 περ. γ', στ, 14, 26 § 1, 27 § 1, 45, 94 § 1, 216 § 3β-1 ΠΚ), για τους ίδιους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση οι οποίοι είναι νόμιμοι, βάσιμοι και αληθείς και στους οποίους και το Συμβούλιο τούτο πλήρως αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (ΑΠ 1151/06 Π.Χρ. 2007-33). Στην ενσωματωμένη εις το προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση εις την οποίαν αυτό αναφέρεται και η οποία αποτελεί αιτιολογία του εκτίθενται τα εξής: "Επειδή από το συνολικό ανακριτικό υλικό, το περιεχόμενο της εγχειρισθείσης εγκλήσεως, τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με επίκληση τους σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου προκύπτουν τα εξής: Ο εγκαλών Ψ, έμπορος αυτοκινήτων και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ... συμφώνησε με τον κατηγορούμενο Χ1 την πώληση ενός αυτοκινήτου μάρκας Jaguar, χρώματος μαύρου, τύπου xk8 gabrio ..., αντί τιμήματος 82.171 ευρώ, δυνάμει του υπ' αριθμόν ... δελτίου παραγγελίας αυτοκινήτου, με προκαταβολή 1.000 ευρώ και την παράδοση μιας επιταγής ποσού 38.111 ευρώ. Το αυτοκίνητο αυτό είχε εισαχθεί από την ανωτέρω εταιρεία την 27.5.2003 προς τελωνισμό. Την 10.6.2003 η εταιρεία ζήτησε από το ... Τελωνείο ... την επανεξαγωγή του αυτοκινήτου λόγω οικονομικής αδυναμίας να καταβάλει τους αναλογούντες δασμούς και φόρους. Το αυτοκίνητο φέρεται να έχει επανεξαχθεί την 13.6.2003 μέσω του Τελωνείου ... . Ο κατηγορούμενος Χ1 παρέλαβε το αυτοκίνητο από την έκθεση της εταιρείας με γερμανικές πινακίδες κυκλοφορίας ..., εντοπίστηκε δε αυτό από υπαλλήλους της ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ (Διεύθυνση Παρακολούθησης Ειδικών Ανασταλτικών Καθεστώτων) στο συνεργείο του ΑΑ, ο οποίος κατονόμασε ως ιδιοκτήτη τον Χ1, και δεσμεύτηκε αφού δεν επιδείχθηκαν τα νόμιμα στοιχεία κατοχής και χρήσης του αυτοκινήτου στην Ελλάδα. Ο Χ1 παρότι του ζητήθηκε να προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στη ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ δεν το έπραξε, ενώ απέσπασε το αυτοκίνητο από τον ορισθέντα ως θεματοφύλακα ΑΑ, ο οποίος ενημέρωσε τους αρμοδίους υπαλλήλους ότι το αυτοκίνητο έφερε ελληνικές πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας, ανευρέθηκε δε στην αντιπροσωπία της Jaguar, με φερόμενο ως ιδιοκτήτη τον ΒΒ και με αριθμό κυκλοφορίας ... . Εκ του αρχικού φακέλου του αυτοκινήτου που υπήρχε στην Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών διαπιστώθηκε ότι το πιστοποιητικό ταξινόμησης τύπου Δ, με γενικό αριθμό ..., φερόμενο ως εκδοθέν από το ... Τελωνείο ..., δεν είχε εκδοθεί από την υπηρεσία αυτή και ότι ήταν πλαστό, όπως επίσης διαπιστώθηκε ότι η υπ' αριθμόν ... δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης αφορούσε, πράγματι, άλλο όχημα. Όσο χρόνο οι υπάλληλοι της ΔΙΠΕΑΚ ενεργούσαν έλεγχο το αυτοκίνητο μεταβιβάστηκε στον κατηγορούμενο Χ2 την 28.1.2005, ο οποίος είχε ασφαλίσει το υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ... Ι.Χ επιβατικό αυτοκίνητο με το υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο από την 19.11.2004, ημέρα της εκδόσεως αδείας κυκλοφορίας στο όνομα του ΓΓ, ενώ την 23.11.2004 εκδόθηκε άδεια κυκλοφορίας για το ίδιο αυτοκίνητο στο όνομα του ΒΒ. Η αρχική άδεια εκδόθηκε από τη διεύθυνση Συγκοινωνιών ... και οι λοιπές από την Διεύθυνση Συγκοινωνιών της Νομαρχίας ... - Τομέας ... . Περαιτέρω διαπιστώθηκε από τον έλεγχο του φακέλου του αυτοκινήτου ότι το πιστοποιητικό ταξινόμησης τύπου Γ, με γενικό αριθμό ..., δεν είχε εκδοθεί από το ... Τελωνείο ..., υπηρεσία που δεν είχε εκδώσει ούτε την υπ' αριθμόν ... δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ενώ οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες ΒΒ και ΓΓ ουδεμία σχέση είχαν με το αυτοκίνητο την διαδικασία εκτελωνισμού του και την έκδοση άδειας κυκλοφορίας. Αντίθετα το ανωτέρω αυτοκίνητο ταξινομήθηκε με πλαστά παραστατικά από τους κατηγορουμένους, οι οποίοι πέτυχαν να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας χωρίς την καταβολή των προβλεπομένων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, στερώντας από το δημόσιο δασμούς και φόρους 18.898 ευρώ. Η επανειλημμένη κατάρτιση πλαστών παραστατικών αλλά και η χρήση αυτών επιβεβαιώνει τον σκοπό των κατηγορουμένων για πορισμό εισοδήματος με όφελος μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ δηλαδή στο ποσό των οφειλομένων δασμών και φόρων 18.898 ευρώ αλλά και του υπολοίπου του τιμήματος της αγοράς ανερχόμενο σε 43.060 ευρώ. που δεν καταβλήθηκε στον εγκαλούντα. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι συμφώνησε την παράδοση του αυτοκινήτου με πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας στο όνομα του, πλην όμως το παρέλαβε με γερμανικές πινακίδες κυκλοφορίας και επεδίωξε τον εκτελωνισμό του μέσω του συγκατηγορουμένου του, ότι οι παράνομες και ποινικά κολάσιμες ενέργειες αφορούν τον Χ2 και ότι κατά την ανθρώπινη λογική και εμπειρία δεν ήταν δυνατόν να συμπράξει με τον Χ2 για να χάσει το αυτοκίνητο του, διαπράττοντας σε βάρος του πλαστογραφίες δεν είναι δυνατόν να αποδυναμώσουν τις σοβαρές σε βάρος του ενδείξεις ενοχής ιδίως κατά το μέρος της παράνομης από αυτόν ιδιοποίησης του αυτοκινήτου ενόψει του ότι τα περί συμφωνίας δεν αποδεικνύονται από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας, αντιθέτως αποδεικνύεται το ότι δεν κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του αυτοκινήτου στον εγκαλούντα.
Συνεπώς η έφεση του κατηγορουμένου που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο Βούλευμα, ως προς το κεφάλαιο αυτό". Μετά ταύτα απέρριψε την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 11/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, (όπως διορθώθη ως προς το πατρώνυμο του αναιρεσείοντος), το οποίο και επεκύρωσε κατά το κεφάλαιο κατά το οποίο έχει παραπεμφθεί για να δικασθεί (ο αναιρεσείων) για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση από κοινού (άρθρ. 45 216 §§ 1 και 3 ΠΚ) και το διατακτικό του έχει ως εξής: Α. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ τους κατηγορούμενους: 1) Χ1, κάτοικο ..., οδός ... αριθμ. ..., και 2) Χ2, κάτοικο ..., οδός ... αριθμ. ..., στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις τέλεσαν από πρόθεση περισσότερα εγκλήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται κατά το νόμο, με στερητικές της ελευθερίας ποινές, και ειδικότερα: Ι. Οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση κατήρτισαν ες αρχής πλαστά έγγραφα, ακολούθως, δε, από κοινού έκαναν χρήση αυτών των πλαστών εγγράφων, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, διαπράττουν δε πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, στην ..., στις 18 Νοεμβρίου 2004, από κοινού ενεργώντας κατήρτισαν ες αρχής: α) το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό ταξινόμησης του ιδίου αυτοκινήτου, το οποίο φέρεται να έχει εκδοθεί από το ... Τελωνείο ..., ενώ ουδέποτε είχε εκδοθεί από την τελευταία αυτή υπηρεσία τέτοιο έγγραφο και β) την υπ' αριθμ. ... Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών, ενώ, στην πραγματικότητα, τέτοια Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών δεν είχε εκδοθεί από το ... Τελωνείο ... . Ακολούθως, δε, οι κατηγορούμενοι, με κοινό δόλο και από κοινού ενεργώντας, έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, παραδίδοντας αυτά, αρχικά, στις 18-11-2004, στους εκτελωνιστές των δύο παραπάνω τελωνείων και, στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από 18-1-2004 έως και 28-1-2005, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, στους αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών ..., προκειμένου να παραπλανήσουν τους ανωτέρω υπαλλήλους των Τελωνείων και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών ... σχετικά με γεγονός που είχε έννομες συνέπειες, καθώς με αυτόν τον τρόπο πράγματι πέτυχαν αφενός μεν τον εκτελωνισμό και την ταξινόμηση του εισαγόμενου αυτοκινήτου και την έκδοση νόμιμης αδείας κυκλοφορίας για το εν λόγω αυτοκίνητο με ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας, με ταυτόχρονη αποφυγή καταβολής στο Δημόσιο των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ποσού 18.898 ευρώ, αφετέρου δε ο κατηγορούμενος Χ1 πέτυχε να αποφύγει την καταβολή στον μηνυτή του οφειλομένου υπολοίπου του συμφωνηθέντος τιμήματος που όφειλε να καταβάλει σε αυτόν για το εν λόγω αυτοκίνητο, δηλαδή, το ποσό των 43.060 ευρώ. Επιπλέον δε ο κατηγορούμενος Χ1, πέραν των ως άνω πλαστών εγγράφων με πρόθεση κατήρτισε από κοινού με τον Χ2 εξ αρχής πλαστό έγγραφο και ακολούθως έκανε χρήση αυτού του πλαστού εγγράφου, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα κατήρτισε το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό ταξινόμησης τύπου Δ' με αριθμό καταχώρισης ... του αυτοκινήτου μάρκας JAGUAR τύπου ΧΚ8 cabrio, με αριθμό πλαισίου ..., το οποίο βρισκόταν στην κατοχή του, το οποίο φέρεται να έχει εκδοθεί από το ... Τελωνείο ..., με βάση την υπ' αριθμ. ... Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτό ουδέποτε εξεδόθη από το ... Τελωνείο ..., η δε αναγραφόμενη υπ' αριθμ. ... Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών αφορούσε στην πραγματικότητα άλλο όχημα, μάρκας DAIMLER CHRYSLER με αριθμό πλαισίου ..., στη συνέχεια δε, ως προαναφέρεται, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, έκανε χρήση αυτού καθόσον το εμφάνισε στους αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών ..., προκειμένου να παραπλανήσουν τους ανωτέρω υπαλλήλους σχετικά με γεγονός που είχε έννομες συνέπειες, καθώς, με αυτόν τον τρόπο, πράγματι πέτυχε, αφενός μεν τον εκτελωνισμό και την ταξινόμηση του εισαγόμενου αυτοκινήτου και την έκδοση νόμιμης αδείας κυκλοφορίας για το εν λόγω αυτοκίνητο με ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας, με ταυτόχρονη αποφυγή καταβολής στο Δημόσιο των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ποσού 18.898 ευρώ. Αμφότεροι δε οι κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα που διαπράττουν πλαστογραφίες μετά χρήσεως εγγράφων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας με την κατάρτιση εξ υπαρχής των ως άνω τριών εγγράφων και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (συνεργασία με πολλά πρόσωπα) προέκυψε σκοπός τους για τον πορισμό με τον τρόπο αυτό εισοδήματος προς βιοπορισμό και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας των. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού χωρίς να γίνεται καθολική παραπομπή στο διατακτικό εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 216 §§ 1 και 3 ΠΚ. Ειδικότερα προσδιορίζεται η ταυτότητα των εγγράφων που οι κατηγορούμενοι επλαστογράφησαν η συμμετοχική δράση αυτών στην τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, ο σκοπός της παραπλανήσεως των τρίτων και εκείνος του πορισμού οφέλους.
Συνεπώς ο σχετικός μόνος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει την εκ του άρθρου 484 § 1 δ' ΚΠΔ αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ μόνων των λόγων ότι δεν αναφέρονται α) στο αιτιολογικό περιστατικά, αλλά γίνεται καθολική παραπομπή στο διατακτικό β)ποία η συμμετοχή εκάστου των κατηγορουμένων στην πράξη της πλαστογραφίας και γ)ποίον το όφελος εξ αυτής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ' ο μέρος δε υπό την επίκληση του λόγου αυτού προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμένη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15/4/2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 495/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή