Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1442 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακροάσεως Αρχή, Ακροάσεως έλλειψη, Ασέλγεια.




Περίληψη:
Αδίκημα: Ασέλγεια έναντι αμοιβής από ενήλικο σε ανήλικο που συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του. Λόγοι αναίρεσης. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δεν αποκλείει την επάνοδο σε αυτήν, αν κριθεί από τον διευθύνοντα ή από το δικαστήριο επί προσφυγής ως αναγκαίο προς συμπλήρωση των αποδείξεων και ανακάλυψη της αληθείας, η εξέταση εμφανισθέντων μαρτύρων που απουσίαζαν κατά τη διάρκειά της και η ανάγνωση εγγράφων, αρκεί να δοθεί και πάλι ο λόγος στον κατηγορούμενο προκειμένου να προβάλλει τις παρατηρήσεις του κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ και να του δοθεί ο λόγος για να απολογηθεί εκ νέου. Ο λόγος δίνεται χωρίς πανηγυρικές εκφράσεις. Επί του θέματος αυτού της επανόδου στην αποδεικτική διαδικασία δεν εκδίδεται παρεμπίπτουσα απόφαση και δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ διότι απολογήθηκε εκ νέου ο κατηγορούμενος. Η έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα δεν προτείνεται ως λόγος αναίρεσης από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 1442 /2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Π. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 92-122-123/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 191/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 351 ΑΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν.3064/2002, "η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα τιμωρείται ως εξής: α) ... β) ... γ) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ ...". Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά: α) Η τέλεση από ενήλικο ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με ανήλικο, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, στις πράξεις δε αυτές περιλαμβάνεται εκτός των άλλων, η παρά φύση συνουσία του ανηλίκου στον ενήλικο και η πεολειχία του ενηλίκου στον ανήλικο, και β) η παροχή από τον ενήλικο στον ανήλικο αμοιβής ή άλλου υλικού ανταλλάγματος (χρημάτων, δώρων, υποσχέσεων δώρων). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν, ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί για την ηλικία του παθόντος ανηλίκου. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η πρωτοβουλία ή πρόκληση αυτού δεν έχει καμιά έννομη σημασία.
Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, (στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος), οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της ασέλγειας με ανηλίκους έναντι αμοιβής κατά συρροή και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και συνολική χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναφέρονταν στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά- κατά πιστή μεταφορά-: Στις 2.3.2005, συναντήθηκαν στο ..., οι ανήλικοι, Μ. Κ. του Π. και Ε. Τ. του Π., μη έχοντες συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (γεννηθέντες 21.8.1988), οι οποίοι, κατόπιν προτροπής του Μ. Κ., αποφάσισαν να επισκεφθούν τον κατηγορούμενο Κ. Π., δικηγόρο και κάτοικο ..., επί της οδού ... αρ. …, στο γραφείο του, καθόσον ο τελευταίος, σε συνάντηση που είχε με τον Μ. Κ., λίγες ημέρες πριν, είχε υποσχεθεί σε αυτόν, ότι εάν συνευρίσκετο ερωτικά μαζί του, τότε θα κανόνιζε, ώστε να γνωρίσει γυναίκες για να κάνει έρωτα και θα ελάμβανε και χρήματα. Πράγματι οι παραπάνω ανήλικοι έφθασαν στο γραφείο του κατηγορουμένου περί της 13.30 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Ο κατηγορούμενος αντελήφθη αμέσως το λόγο της επισκέψεώς τους γι' αυτό τους ζήτησε να επιστρέψουν μετά από ένα εικοσάλεπτο και τούτο καθόσον βρίσκονταν πελάτες στο γραφείο του. Στις 13.50' οι δυο ανήλικοι επέστρεψαν στο γραφείο του κατηγορουμένου, ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την ηλικία τους, εκμεταλλευόμενος την απειρία τους περί την γενετήσια ζωή που ήταν απότοκος της ανηλικότητάς τους, τους έβαλε να καθίσουν στον προθάλαμο, από το συρτάρι δε του γραφείου του έβγαλε ένα περιοδικό άσεμνου περιεχομένου, που περιείχε φωτογραφίες γυμνών γυναικών και ερωτικών σκηνών, το οποίο έδωσε στους ανηλίκους, με σκοπό να τους διεγείρει σεξουαλικά. Μετά την πάροδο κάποιου σύντομου χρονικού διαστήματος ζήτησε από τους ανηλίκους, ο καθένας ξεχωριστά να εισέλθουν στο γραφείο του, με πρώτο τον Ε. Τ., ενώ ο άλλος θα περίμενε στο μπαλκόνι, και στη συνέχεια διαδοχικά με κάθε ένα από τους δυο ανηλίκους, προέβη στη διενέργεια ασελγών πράξεων που ανάγονται στη γενετήσια σφαίρα και προσβάλλουν αντικειμενικά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, προκειμένου να διεγείρει και να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του. Ειδικότερα έκανε σε αυτούς στοματικό έρωτα και στη συνέχεια, με τη χρήση προφυλακτικού, το οποίο ο ίδιος έδωσε στους ανηλίκους, ζήτησε από αυτούς να έρθουν σε παρά φύση συνουσία μαζί του, δεχόμενος ύστερα από προτροπή του το εν στύση πέος τους εντός του πρωκτού του. Μετά το τέλος των πράξεων αυτών, ο κατ/νος, έδωσε στους ανήλικους το ποσό των τριάντα (30,00) Ευρώ, καθώς και ένα χαρτί στον καθένα που έγραφε το κινητό του τηλέφωνο υπ' αριθ. ..., ζητώντας από αυτούς, όποτε είχαν ανάγκη από χρήματα να κατέβουν στην … και να κάνουν ξανά έρωτα μαζί του, προκειμένου να τους πληρώσει και πάλι. Κατά τη στιγμή όμως που οι ανήλικοι, περί ώρας 14.30 μ.μ. εξέρχονταν από το γραφείο του κατηγορουμένου, έγιναν αντιληπτοί από άνδρες του Τμήματος Ασφαλείας Κορίνθου, οι οποίοι, αξιοποιώντας σχετικές πληροφορίες, που είχαν περιέλθει σε αυτούς, και ανέφεραν, ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε το ανωτέρω αναφερόμενο δικηγορικό του γραφείο, για να συνευρίσκεται ερωτικά με ανηλίκους έναντι αμοιβής, είχαν θέσει σε παρακολούθηση το χώρο αυτό. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί υπάλληλοι, προσήγαγαν του ανηλίκους στο Τμήμα Ασφαλείας, όπου σε σωματική δε έρευνα που έγινε σε αυτούς βρέθηκαν και κατασχέθηκαν το ποσό των δέκα πέντε (15,00) Ευρώ σε καθένα από αυτούς, καθώς και δύο (2) μικρά κομμάτια λευκού χαρτιού πάνω στα οποία αναγραφόταν ο αριθμός της κινητής τηλεφωνικής συσκευής του κατηγορουμένου και τα οποία τους έδωσε ο τελευταίος μετά την ολοκλήρωση της πράξης, όπως προαναφέρθηκε (βλ. τις από 2.3.2005 δύο εκθέσεις παράδοσης και κατάσχεσης). Εξ ετέρου άνδρες του ανωτέρω τμήματος μετέβησαν στο γραφείο του κατηγορουμένου, όπου διενήργησαν νομότυπη κατ' οίκον έρευνα, κατά την οποία, βρήκαν σε συρτάρι της βιβλιοθήκης του γραφείου του κατηγορουμένου ένα περιοδικό άσεμνου περιεχομένου, φύλλα περιοδικού αναλόγου περιεχομένου, δύο κουτιά βαζελίνης, και δύο αχρησιμοποίητα προφυλακτικά, ενώ μέσα σε σακούλα απορριμμάτων, που ήταν δίπλα στο γραφείο ανευρέθησαν, δύο χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και δύο κουτιά προφυλακτικών (βλ. σχετ. την από 02.03.2005 έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά τη νύχτα).
Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψαν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προαναφέρθηκαν και ιδίως: α) από τις καταθέσεις των παθόντων (προανακριτικές, ανακριτικές, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), οι οποίες κρίνονται αξιόπιστες και απηχούσες την πραγματικότητα. Οι τυχόν δε υπάρχουσες ασάφειες και αντιφάσεις και ιδιαίτερα στις καταθέσεις τις δοθείσες στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δικαιολογούνται αφενός εκ του νεαρού της ηλικίας τους, του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου, καθώς και εκ του γεγονότος της καταγωγής τους (αθίγγανοι) και της ντροπής που αισθάνθηκαν, μη ανήλικοι πλέον, να καταθέσουν για γεγονός που επισύρει και για αυτούς την χλεύη των ομοφύλων τους και όπως οι ίδιοι στο παρόν Δικαστήριο κατέθεσαν "...Την πρώτη φορά (και εννοούν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) ήταν οι τσιγγάνοι μπροστά, η φυλή μου και ντροπιάστηκα...", β) από το περιεχόμενο των εκθέσεων 2.3.2005 έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά τη νύκτα της Σταυρούλας Μανίκα Ειρηνοδίκου Κορίνθου στο γραφείο του κατηγορουμένου και από 2.3.2005 παραδόσεως και κατασχέσεως των Υ/Α Χ. Χ. και Αρχ/κα (ΠΣ) Α. Χ., αντιστοίχως, που υπηρετούν στο ΤΑ Κορίνθου, στα χέρια των παθόντων, με οποίο επιβεβαιώθηκαν οι ισχυρισμοί των ανηλίκων, καθόσον, σύμφωνα με αυτές (εκθέσεις) ανευρέθησαν στο μεν γραφείο του κατηγορουμένου (τόπου τελέσεως της πράξεως) ένα περιοδικό άσεμνου περιεχομένου, φύλλα περιοδικού αναλόγου περιεχομένου, δύο κουτιά βαζελίνης, και δύο αχρησιμοποίητα προφυλακτικά, ενώ μέσα σε σακούλα απορριμμάτων, που ήταν δίπλα στο γραφείο ανευρέθησαν, δύο χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και δύο κουτιά προφυλακτικών, στα χέρια δε των παθόντων το ποσό των δέκα πέντε (15,00) Ευρώ σε καθένα από αυτούς, καθώς και από ένα (1) μικρό κομματάκι λευκού χαρτιού πάνω στο οποία αναγραφόταν ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου του κατηγορουμένου και γ) από την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος κατ' αρχάς προς απόκρουση των σε βάρος του κατηγοριών και εκμεταλλευόμενος αφενός την απουσία των παθόντων-μαρτύρων Ε. Τ. και Μ. Κ., οι οποίοι εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου μετά την τέταρτη διακοπή (συνεδριάσεις 7η.6ου.2012, 8η.6ου.2012, 20η.6ου.2012, 2α.7ου.2012 και 9η.7ου.2012) και αφετέρου την αφαίρεση και ως εκ τούτου έλλειψη από την δικογραφία των αυτεπαγγέλτως ληφθεισών προανακριτικών καταθέσεων των εν λόγω μαρτύρων, στις οποίες ανέτρεξε το Δικαστήριο προς ανάγνωσή τους, λόγω του ανεφίκτου της εμφάνισής τους, ως απολιπομένων, καίτοι νομίμως επανειλημμένως κλητευθέντων (διαταχθείσης μάλιστα και βιαίας προσαγωγής αυτών, ανεκτέλεστης όμως), αποδεχόμενος την σεξουαλική του απόκλιση, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, και την οποία ουδέποτε αρνήθηκε, καθώς και την επίσκεψη των εν λόγω ανηλίκων στο γραφείο του, αρνήθηκε, ότι ήλθε ποτέ σε παρά φύση ασέλγεια ή ότι διενήργησε, οιαδήποτε ασελγή πράξη μετά των ως άνω ανηλίκων, των οποίων την ηλικία προφανώς γνώριζε, γεγονός που προκύπτει αναμφίβολα από την απολογία του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου χαρακτηρίζει τους παθόντες ως δύο μιξιάρικα ("... Ήταν τότε δύο μιξιάρικα τόσα δα..."). Στη συνέχεια όμως και μετά τις καταθέσεις στο παρόν Δικαστήριο, κατά την πέμπτη συνεδρίαση αυτού, των παθόντων, καθώς και την ανεύρεση κατά παραγγελία της εισαγγελέως από το αρμόδιο Τ.Α. Κορίνθου του αφαιρεθέντος από τη δικογραφία υλικού (αυτεπάγγελτη προανάκριση) και αναγνωσθέντος τούτου (υλικού) κατά πρόταση της εισαγγελέως και μη έχοντος του κατηγορουμένου αντίρρηση, αυτός (κατηγορούμενος) αποδέχθηκε τα πάντα, αναφέροντας μεταξύ άλλων "...Έκανα τα όσα αναγράφονται... Είναι πολύ λεπτή η θέση μου... Αποδέχομαι όλες τις σεξουαλικές πράξεις. Και τον πρωκτικό έρωτα". Εξ ετέρου δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό προσκομισθέν στοιχείο. Ο κατηγορούμενος, δεν μπόρεσε σε καμμιά περίπτωση να δικαιολογήσει την ύπαρξη περιοδικών άσεμνου περιεχομένου εντός του γραφείου του και δη εντός δικηγορικού γραφείου, όπως και την ύπαρξη χρησιμοποιημένων προφυλακτικών στα απορρίμματα του γραφείου του, ο δε ισχυρισμός του, ότι αυτά ανήκουν στον υπάλληλο του γραφείου του Σ. Γ., ο οποίος κατά τις απογευματινές ώρες, όταν ο ίδιος απουσίαζε από το γραφείο του, συνευρισκόταν ερωτικά εντός αυτού με τη μνηστή του, αφενός δεν αποδείχθηκε και αφετέρου αντιβαίνει σε κάθε έννοια λογικής, σε κάθε δε περίπτωση δεν είναι σε θέσει να δικαιολογήσει την ύπαρξη όχι μόνο χρησιμοποιημένων αλλά και αχρησιμοποίητων προφυλακτικών εντός του γραφείου του, εκτός αν υποτεθεί, ότι και αυτά ανήκαν στον ως άνω υπάλληλο, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, πρέπει να είχε μετατρέψει, εν αγνοία του, το γραφείο του σε προσωπικό του υπνοδωμάτιο. Επίσης, δεν δικαιολογείται η ύπαρξη του αριθμού του κινητού τηλεφώνου του κατηγορουμένου στην κατοχή των ανηλίκων, το δε απ' αυτόν υποστηριζόμενο ότι τους το έδωσε για να επικοινωνούν μαζί του γιατί είχε αναλάβει την έκδοση αστυνομικής ταυτότητας για λογαριασμό τους, κρίνεται ως παντελώς αβάσιμο, καθόσον αφενός μεν, ουδόλως δικαιολογείται η μεσολάβηση δικηγόρου για την έκδοση αστυνομικής ταυτότητας, η οποία είναι μία τυπική διοικητική πράξη, αφετέρου δε, διότι και αληθούς υποτιθέμενου του ως άνω ισχυρισμού, δεν εξηγείται, πως δύο ανήλικοι και πένητες αθίγγανοι θα μπορούσαν να βρουν χρήματα να πληρώσουν ένα δικηγόρο για να αναλάβει τη διεκπεραίωση υπόθεσης τους. Τέλος, οι καταθέσεις των μαρτύρων Ε. Β. (συζύγου της αδελφής του κατηγορουμένου) και Σ. Χ. και Σ. Γ. (υπαλλήλων στο γραφείο αυτού -κατηγορουμένου) ελέγχονται ως προς την αξιοπιστία τους, αφού είναι άτομα που έχουν συμφέρον να στηρίξουν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω που προκύπτουν από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα στοιχειοθετείται πλήρως η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία αυτής εκτίθενται λεπτομερώς και στο διατακτικό και συγκεκριμένα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αντί χρηματικού ανταλλάγματος, αλλά και υποσχόμενος περαιτέρω υλικές ανταμοιβές, επέδρασε στη βούληση των ανηλίκων, εκμεταλλευόμενος την απειρία αυτών περί τη γενετήσια ζωή, ώστε αυτοί να δεχθούν να έρθουν σε παρά φύση ασέλγεια με αυτόν, καθώς και να δεχθούν να υποστούν από αυτόν και λοιπές ασελγείς πράξεις και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως της ασέλγειας με ανήλικο έχοντα συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του έναντι αμοιβής (άρθρο 351 Α ΠΚ) και μάλιστα κατά συρροή.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ασέλγειας με ανηλίκους έναντι αμοιβής κατά συρροή, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 351 Α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, ώστε η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το δικαστήριο αναφέρει: α) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησε αυτός στο σώμα των ανηλίκων (πεολειχία) με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του β) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησαν οι ανήλικοι με προτροπή του στο σώμα του, (παρά φύση συνουσία), με σκοπό την γενετήσια ικανοποίησή του γ) τα ανταλλάγματα που έδωσε αυτός στους ανηλίκους για τις παραπάνω πράξεις τους και δ) την γνώση του για την ανηλικότητά τους. Η ειδικότερη αιτίαση του, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται ότι οι ανήλικοι Μ. Κ. και Ε. Τ. δέχθηκαν την τέλεση των διαλαμβανομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση ,ασελγών πράξεων συνεπεία της αμοιβής που τους κατέβαλε, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι ως προαναφέρθηκε η τέλεση της πράξεως, με παροχή αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος γεγονός που αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση με την παραδοχή του σκεπτικού της ότι "Μετά το τέλος των πράξεων αυτών, ο κατηγορούμενος, έδωσε στους ανήλικους το ποσό των 30 Ευρώ, καθώς και ένα χαρτί στον καθένα που έγραφε το κινητό του τηλέφωνο ζητώντας απ' αυτούς όποτε είχαν ανάγκη από χρήματα να κατέβουν και πάλι στην … και να κάνουν ξανά έρωτα μαζί του, προκειμένου να τους πληρώσει και πάλι, αλλά και την παραδοχή του διατακτικού που παραδεκτά συμπληρώνει το σκεπτικό, ότι τους έδωσε την υπόσχεση ότι είχε τη δυνατότητα να κανονίσει να συνευρεθούν ερωτικά με κάποια γυναίκα". Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και παραβίαση του αρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 171 §1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος και η ΕΣΔΑ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 1 του ΚΠΔ "Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί, αν το κρίνει δικαιολογημένο, να επιτρέψει σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επανορθωθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας κάποια παράλειψη στην οποία υπέπεσε ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους". Από την διάταξη αυτή, συνάγεται ότι μπορεί ο πρόεδρος του δικαστηρίου, εκτός των άλλων , να επιτρέψει: α) την εξέταση μαρτύρων που προσήλθαν καθυστερημένα και β) την ανάγνωση εγγράφων που προέκυψαν μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν να ανακοινώσει τη λήξη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δίδεται πάντοτε ο λόγος στον κατηγορούμενο, ο οποίος κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 3 ΚΠΔ, πρέπει πάντα αυτός ή ο συνήγορος του να μιλήσουν τελευταία, ώστε να μην προκύψει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Στη προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεώς του, παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και αρνητική υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, επειδή μετά την απολογία του, την πρόταση της Εισαγγελέως περί της ενοχής του ,και την αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεώς του , το δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίαση, χωρίς επί του θέματος αυτού να του δοθεί ο λόγος. Ακολούθως, κατά τη δικάσιμο της 9-7-2012, που επαναλήφθηκε η συνεδρίασή του, επέτρεψε χωρίς να του δοθεί ο λόγος να εξεταστούν οι ανήλικοι παθόντες που δεν είχαν προσέλθει στη διάρκεια της διαδικασίας αν και είχαν κληθεί ,ανέγνωσε τις προανακριτικές τους καταθέσεις και άλλα έγγραφα, χωρίς να δοθεί ο λόγος στην Εισαγγελέα της έδρας, και να εκδοθεί παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου περί επανεκκινήσεως της διαδικασίας στο ακροατήριο, ότι δεν του δόθηκε ο λόγος ειδικώς για να απολογηθεί και όταν του δόθηκε απλώς ο λόγος διεκόπτετο συνέχεια από την παρέμβαση της Προέδρου και τρίτων παραγόντων της δίκης. Από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι: α) οι παραπάνω μάρτυρες, (βασικοί της κατηγορίας), προσήλθαν καθυστερημένα μετά τη διακοπή της συνεδριάσεως, για τη δικάσιμο της 9-7-2012, δηλαδή πράγματι μετά την αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, για την οποία διακοπή όμως ,το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να δώσει το λόγο στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, ο οποίος σημειωτέον δεν αντέλεξε σε αυτήν, β) εξετάστηκαν οι μάρτυρες, χωρίς αντίρρηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στη εξέταση τους γ) δόθηκε ο λόγος μετά από την εξέτασή τους στον κατηγορούμενο δ) αναγνώστηκαν επίσης, μετά από πρόταση της Εισαγγελέως, οι προανακριτικές καταθέσεις αυτών και άλλα ουσιώδη έγγραφα που είχαν χαθεί και βρέθηκαν μετά την απολογία του, χωρίς αντίρρηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, στον οποίο δόθηκε και πάλι ο λόγος να υποβάλλει τυχόν παρατηρήσεις του, σύμφωνα με το αρθρ. 358 ΚΠΔ και ε) μετά από αυτά (καταθέσεις, ανάγνωση καταθέσεων και εγγράφων), δόθηκε τελευταία και πάλι ο λόγος στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, προκειμένου να απολογηθεί εκ νέου, ο οποίος και απολογήθηκε, χωρίς να διακόπτεται από κανέναν. Σημειώνεται ότι όταν δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο να απολογηθεί δεν απαιτείται να δίδεται με πανηγυρικές εκφράσεις. Ακολούθως δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε και πάλι την ενοχή του, στον συνήγορο υπεράσπισής του, ρωτήθηκε αυτός από την Πρόεδρο, αν έχει κάτι να προσθέσει και απάντησε αρνητικά. Επομένως, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, δεν στερήθηκε κανένα από τα δικαιώματα που του παρέχονται από το νόμο και την ΕΣΔΑ για την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του και του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, το δε δικαστήριο της ουσίας δεν υπερέβη την εξουσία του, από τη μη έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης για επανεκκίνηση της διαδικασίας. Η ειδικότερη αιτίαση του, ότι το δικαστήριο της ουσίας εξέτασε τους μάρτυρες αυτούς, χωρίς ακρόαση της Εισαγγελέως της έδρας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι πλέον του ότι το δικαίωμα αυτό (επανεκκινήσεως της διαδικασίας στο ακροατήριο), ανήκει στη διευθύνουσα τη διαδικασία, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν αντέλεξε στην εξέτασή τους ,ούτε προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής για την εξέτασή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά, την έλλειψη της ακροάσεως του Εισαγγελέα δε δικαιούται να την προβάλλει ως λόγο ακυρότητας της διαδικασίας, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι οι μάρτυρες αυτοί αν και κλητεύθηκαν νομίμως να προσέλθουν στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου κατά την αρχική συνεδρίασή του (7-7-2012), δεν προσήλθαν, διατάχθηκε από το δικαστήριο η βιαία προσαγωγή τους η οποία δεν εκτελέσθηκε, προσήλθαν δε κατά τη συνεδρίαση της 9-7-2012 και μετά από τη δικαιολογία τους για τη μη εμπρόθεσμη εμφάνισή τους, η Πρόεδρος του δικαστηρίου, ως είχε δικαίωμα, επανακκίνησε τη διαδικασία. Όσον αφορά τις προανακριτικές τους καταθέσεις και τα λοιπά ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας δεν ανευρέθησαν στον φάκελο αυτής , παρά μόνο κατά τη δικάσιμο της 9-7-2012, που τα προσκόμισε η Εισαγγελέας μετά από επιμέλειά της για την ανεύρεσή τους, λόγο για τον οποίο το δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, διέταξε την διαβίβαση των πρακτικών της δίκης και των σχετικών εγγράφων στον αρμόδιο Εισαγγελέα ,για έρευνα τυχόν υπάρξεως αδικήματος από την προσωρινή αυτή απώλειά τους. Επομένως, οι λόγοι αυτοί της απόλυτης ακυρότητας και της υπέρβασης εξουσίας του (το αρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' ιδίου κώδικα), που προβάλλονται είναι αβάσιμοι κατ' ουσία και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. πρωτ. 645/25-1-2013 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Κ. Π. του Ν., δικηγόρου, κατοίκου ... (…) κατά της υπ' αριθ. 92, 122, 123/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή