Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1555 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Α) Απάτη κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια ποσού οφέλους - ζημίας κατά κεφάλαιο υπερβαίνον τα 5.000.000 δρχ. Β) Πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με περιουσιακό όφελος συνολικό άνω των 5.000.000 δρχ. 1) Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3α ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, κατά το πρώτο σκέλος της, για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως απαιτεί τέλεση κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (ΑΠ 222/2008, 1074/2006). Είναι απορριπτέοι ως κατ' ουσία αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2) Επίσης αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος έδρασε στην τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας και της απάτης: α) κατ' επάγγελμα, δεχθέν ότι από την επανειλημμένη τέλεση και την βάσει σχεδίου και όχι ευκαιριακή δράση του και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει και την οργανωμένη ετοιμότητά του με την πλαστογράφηση των επιταγών, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και β) κατά συνήθεια, δεχθέν ότι από την επανειλημμένη τέλεσή τους προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. 3) Συρρέουν αληθώς η απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και η πλαστογραφία με σκοπό περιουσιακού οφέλους. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1555/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 42/2009 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπακωνσταντόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 2.861/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.273/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, απαιτείται πλέον, κατά την παράγραφο 3 α, β του άρθρου 216 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) ή διάπραξη πλαστογραφιών κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων ( 5.000.000 ) δραχμών ( ήδη 15.000 ευρώ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Κατά την παρ. 3 εδ. α, β του άρθρου 386 ΠΚ όπως αντικ. με το αρθ. 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν διαπράττεται κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σχετικό με τα υπομνήματα, προϋποθέτει κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου εγγράφου και έχει χαρακτήρα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή η κατάρτιση εξ αρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνήσιου, δεν μπορεί να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος, συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Σε περίπτωση δε συνδρομής, επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση και των δύο τρόπων τέλεσης, υπόκεινται δύο αυτοτελή εγκλήματα που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά. Το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει, την πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως, από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Το πρόσωπο του παραπλανήσαντος, δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με εκείνο του ωφεληθέντος, ούτε το πρόσωπο του παραπλανηθέντος με εκείνο του ζημιωθέντος. Από υποκειμενική άποψη και τα δύο εγκλήματα, έχουν υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελούνται δηλαδή με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι επί πλαστογραφίας, η παραπλάνηση του άλλου με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, σε σχέση με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η επιδίωξη περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου ή βλάβης του άλλου και επί απάτης, η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου.
Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ κ.λ.π. είναι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 στο άρθρο 98 του ΠΚ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Σε τούτο συνηγορεί και το ότι με την παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου 14, η με την παραγρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παραγρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής : " αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000)". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάση των οποίων το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη.
Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2861/2007 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με τον αναιρεσείοντα, φερόμενο ως δράσαντα άλλοτε μόνος και άλλοτε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, μη αναιρεσείοντα, Χ2, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε από πρόθεση τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας από κοινού κατ' εξακολούθηση, μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και τους πλημ/τος έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και εξακολούθηση με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, ανακύπτουν όμως αμφιβολίες κατά πόσο τέλεσε τα εγκλήματα της κακουργηματικής απάτης και σύσταση συμμορίας και πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος αποδείχθηκε ότι τέλεσε από πρόθεση τόσο τα κακουργήματα της απάτης κατ' επάγγελμα και συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ όσο και αυτό της πλαστογραφίας από κοινού κατ' εξακολούθηση μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το συνολικό όφελος της υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών όχι όμως και αυτό της συστάσεως και συμμορίας και πρέπει να κηρυχθεί αθώος αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: 1) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξάρτητα της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού 2) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από τα οποία ως παραγωγό αιτίας παραπλανήθηκε κάποιος και 3) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παραγράφου 3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν 2408/1996 που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ 4 του Ν. 22721/1999 που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος, ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ ή αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση από αυτόν του εγγράφου θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (δηλαδή της κατάρτισης ή της νόθευσης ή της χρήσης) σκόπευε να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (όπως η τελευταία δευτερεύουσα πρόταση προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν 2408/1996). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν είτε η κατάρτιση εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13γ του ΠΚ από την αρχή στο όνομα άλλου σαν να είχε γίνει από άλλο εκτός από το ενεργητικό υποκείμενο πρόσωπο, είτε νόθευση δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του με μεταβολή του περιεχομένου του που γίνεται με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και τη θέληση των απαρτιζόντων τη πράξη περιστατικών και το σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή του νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι έννομες συνέπειες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο και είναι αδιάφορο αν η εξαπάτηση επιτεύχθηκε, η δε παραπέρα χρήση του εγγράφου αυτού από τον πλαστογράφο, δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά λαμβάνεται υπόψη μόνο ως επιβαρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση ποινής. Προς το γενόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων του δεκάτου κεφαλαίου του ΠΚ κατά την κρατούσα άποψη θεωρείται η ασφάλεια των εγγράφων συναλλαγών και αποδείξεων (βλ.Ν. Ανδρουλάκη Περί συρροής εγκλημάτων 1968Β/74, Γάκος Ειδικό μέρος 1959, Βησ. Δέδες εγκλήματα περί τα υπομνήματα 1977 σελ. 17, ΑΠ 742/1986 Ποιν. Χρ. ΛΕ σελ. 1977) ή κατ' άλλη άποψη το υπόμνημα αυτό καθ' εαυτό, ήτοι το έγγραφο που παριστάνει κατά τρόπο γνήσιο γεγονότα που μπορούν να έχουν έννομη σημασία καθόσον η ασφάλεια της απόδειξης αποτελεί το αποτέλεσμα της ποινικής προστασίας του (Μανωλέδακης. Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών 19 σελ. 79. Μαργαρίτης Κατάρτιση πλαστής διαθήκης Αρμεν. 1981 σελ. 524 Συρροή πλαστογραφίας - ψευδώς βεβαίωσης Υπερ. 1991 σελ. 113. 524, Κ. Φελουτζή ψευδής βεβαίωση και πλαστογραφία ΠΧρ ΜF σελ. 769 και ΑΠ 132/2007). Για την κακουργηματική απάτη ιδέ σχετικά ΑΠ 132/2007 Νόμος 425251, ΑΠ2 76/2007 σε συμβούλιο Νόμος 429130, ΑΠ 487/2007 Νόμος 435521, ΑΠ 156/2006 Νόμος 395620, ΑΠ 93/2006 Νόμος 392154, ΑΠ 323/2007 Νόμος 434051, ΑΠ 176/2006 Νόμος 395624 και ΑΠ 66/2007 Νόμος 422615. Για δε την κακουργηματική πλαστογραφία ίδε σχετικά πλην άλλων, ΑΠ 132/2007 Νόμος 425251, ΑΠ 540/1989 Ποιν. Χρον. Μ. σελ. 29, ΑΠ 37/1998 Ποιν Χρον. ΜΗ σελ 730, ΑΠ 329/1998 Ποιν. Χρ. ΜΗ σελ 905). Στην προκείμενη περίπτωση από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: οι κατηγορούμενοι οι οποίοι γνωρίσθηκαν τυχαία σε καφετέρια του ... κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2000, έψαχναν για δουλειά εν όψει του ότι ο μεν πρώτος ήταν ναυτικός και πλησίαζε η συνταξιοδότησή του, ο δε δεύτερος είχε διακόψει πρόσφατα την λειτουργία επιχείρησης τροφοδοσίας πλοίων, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Έτσι αποφάσισαν να συνεργασθούν και να ασκούν επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρικών ειδών και μηχανημάτων και να ανοίξουν ατομική επιχείρηση στον ... και επί της οδού ... αριθ. ... με την επωνυμία "INTERFON ΓΕΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ", η οποία λειτουργούσε επ' ονόματι του πρώτου εξ αυτών ο οποίος ήταν καινούριος στην αγορά εν αντιθέσει προς τον 2ο γνωστό μεν στην αγορά, πλην δεν είχε και το καλύτερο όνομα μέσα σ' αυτήν. Αρχικά για τον εξοπλισμό του άνω καταστήματος ο δεύτερος προέβη κατ'εντολή του πρώτου, ο οποίος παρείχε σχεδόν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς αυτόν ως γνώστη των συνθηκών αγοράς του ..., στην κατάρτιση των από 29-5-2000 και 20-6-2000 μισθώσεων μακράς διαρκείας τριάντα έξι (36) μηνών, συνολικά τριών (3) φωτοαντιγραφικών μηχανημάτων και FAX με μισθώτρια εταιρία με την επωνυμία "XEROX HELLAS AE". Σ' αυτήν κατέβαλαν τα μισθώματα των δύο (2) πρώτων μηνών με ισόποση επιταγή η οποία και εξοφλήθηκε. Έτσι ο δεύτερος των κατηγορουμένων, ο οποίος πράγματι ήταν και αφανής εταίρος στην άνω προσωπική Εταιρεία του πρώτου απευθύνθηκε αρχικά προς την στην ... επί της οδού ... αριθμός ... εδρεύουσα εταιρεία με την επωνυμία "INTERSYS ΑΕ" συστήματα πληροφορικής και επικοινωνίας, για την αγορά, προς μεταπώληση σε τρίτους, με κέρδος, τηλεοράσεων, βιντεοκάμερων, ηχοσυστημάτων και άλλων ηλεκτρονικών ειδών. Ο αρμόδιος υπάλληλος της άνω πωλήτριας εταιρείας προκειμένου να ελέγξει την φερεγγυότητα του πρώτου ζήτησε από τον δεύτερο με τον οποίο προέβη στις σχετικές διαπραγματεύσεις, αντίγραφο φορολογικής δήλωσης το Ε9 και την δήλωση έναρξης επαγγέλματος στην αρμόδια εφορία και αφού ήλεγξε τα άνω στοιχεία, προέβη στην πώληση εμπορευμάτων, σταδιακά, μέχρι τέλους Ιουλίου του έτους 2000 αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 23.831.597 δραχμών. Τις διαπραγματεύσεις για την αγορά των άνω εμπορευμάτων έκανε αποκλειστικά ο δεύτερος κατηγορούμενος όπως ρητά κατατέθηκε από το σύνολο των εξετασθέντων μαρτύρων. Προς κάλυψη του τιμήματος αυτού ο πρώτος κατηγορούμενος είχε δώσει στην άνω πωλήτρια Εταιρεία εννέα (9) τραπεζικές επιταγές συνολικού ύψους 22.000.000 δραχμών. Από αυτές οι με αριθμό ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος συρόμενη επί του με αριθμό ... λογαριασμό ποσού 2.850.000 πληρωτέα σε διαταγή του Χ2 με τόπο εκδόσεως τον ... και ημερομηνία εκδόσεως την 2-9-2000, και η με αριθμό ... επιταγή της αυτής πληρώτριας τράπεζας Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, συρόμενη επί του αυτού ως άνω λογαριασμού ποσού 1.560.000 δραχμών πληρωτέα και αυτή σε διαταγή του άνω Χ2 με τόπο εκδόσεως τον ... ημερομηνία εκδόσεως την 15-9-2000 ήταν πλαστές καθ' όλες τις ενδείξεις πλαστογράφησε δε αυτές ο δεύτερος κατηγορούμενος συμπληρώνοντας αυτός εν αγνοία και χωρίς σχετική εξουσιοδότηση του φερόμενου ως εκδόσαν αυτών Χ2 όλες τις σχετικές έντυπες ενδείξεις αυτών και θέτοντας αυθαίρετα και χωρίς σχετική συναίνεση αυτού, στη θέση του εκδότη υπογραφή κατ' ελεύθερη απομίμηση. Ομοίως η με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας συρόμενη επί του με αριθμό ... λογαριασμό ποσού 1.250.000 δραχμών πληρωτέα σε διαταγή του Χ2 με τόπο εκδόσεως τον ... και ημερομηνία εκδόσεως 15-9-2000 ήταν πλαστή καθ' όλα αυτής τα στοιχεία και κατάρτισε αυτήν ο δεύτερος κατηγορούμενος, συμπληρώνοντας, ο δεύτερος κατηγορούμενος συμπληρώνοντας όλες τις σχετικές έντυπες ενδείξεις επ' αυτών, θέτοντας στη θέση του εκδότη κατ' απομίμηση την υπογραφή του ΑΑ, εν αγνοία και χωρίς την θέληση του και προσθέτοντας όλως αυθαιρέτως και την σφραγίδα αυτού " ΑΑ - Χαρτικά - απορρυπαντικά - ... - ... Α.Φ.Μ ... ΔΟΥ ... . Τις άνω πλαστές επιταγές απέστειλε στην πωλήτρια αποκλειστικά ο δεύτερος κατηγορούμενος και όχι ο πρώτος από αυτούς όπως ρητά κατατέθηκε από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, αφού προηγουμένως η άνω πωλήτριας Εταιρεία δια των εντεταλμένων οργάνων αρνήθηκε να συνεχίσει να πουλά σ' αυτόν εμπορεύματα εάν δεν εξοφλούντο οι αρχικά δοθείσες επιταγές. Μετά την αποστολή των άνω ως πλαστών επιταγών και την επιβεβαίωση της πλαστότητας αυτών από τις άνω πληρώτριες τράπεζες η άνω Πωλήτρια Εταιρεία Intersys ΑΕ, προσποιούμενη ότι οι προαναφερθείσες επιταγές δεν επαρκούσαν για τα εμπορεύματα ήτοι δύο συστημάτων HOME CINEMA αξίας 2.000.000 δραχμών και αντιληφθείσα ότι είχε πέσει θύμα απάτης ζήτησε να της φέρουν και άλλη επιταγή προκειμένου την ίδια ημέρα το απόγευμα ήτοι την 18-8-2000 και περί ώρα 5 μμ να παραδώσει το εμπόρευμα. Πράγματι ο δεύτερος κατηγορούμενος και αφού προσποιήθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο της άνω πωλήτριας εταιρείας Intersys ΑΕ ότι είναι ο πρώτος κατηγορούμενος απέστειλε με κούριερ την με αριθμό ... επιταγή της ΕΤΕ συρόμενη επί του με αριθμό ... λογαριασμού, ποσού 12.500.000 δραχμών, πληρωτέα και αυτή σε διαταγή του άνω Χ2 με τόπο εκδόσεως την ... και με ημερομηνία εκδόσεως την 15-9-2000. Την επιταγή αυτή η άνω πωλήτρια Εταιρεία Intersys ΑΕ απέστειλε στην πληρώτρια τράπεζα στο υποκατάστημα ... αυτής, η οποία και εβεβαίωσε ότι είναι πλαστή, πλαστογράφησε δε αυτήν ο δεύτερος κατηγορούμενος, θέτοντας κατ' ελεύθερη απομίμηση υπογραφή κάποια άτομα και τον αριθμό φορολογικού μητρώου ... . Έτσι ειδοποιήθηκε από την άνω πληρώτρια εταιρεία Intersys ΑΕ η ασφάλεια, για το επικείμενο ραντεβού της 5ης απογευματινής της 18-8-2000, στην οποίαν (ασφάλεια) παραδόθηκαν οι πλαστές επιταγές. Άνδρες ασφαλείας μετέβησαν στο άνω ορισθέν ραντεβού, αλλά δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον ΒΒ που πήγε κατ' εντολή του δεύτερου κατηγορουμένου ήταν να παραλάβει τα άνω παραγγελθέντα εμπορεύματα διότι κάτι υποψιάσθηκε και εξαφανίσθηκε. Ο υπάλληλος κούριερ έφερε και τις δύο φορές τις τραπεζικές επιταγές στην άνω πωλήτρια Εταιρεία οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας FORD TRANSIT 1800 χρώματος μπλε, το οποίο είχε κλαπεί από την κατοχή του ιδιοκτήτη του κατά το χρονικό διάστημα από 16η ώρα της 18-8-2000 μέχρι την 7ην πμ ώρα της 21-5-2000 από την οδό ... αριθμό ... κατέθεσε ο ιδιοκτήτης αυτού ..., κάτοικος ... . Ο άνω ΒΒ που μετέβη, στο άνω κλεισθέν ραντεβού στην αποθήκη της άνω πωλήτριας εταιρείας INTERSYS ΑΕ για να παραλάβει τα άνω παραγγελθέντα εμπορεύματα οδηγούσε ένα ΙΧ φορτηγό αυτοκίνητο μάρκας FORD TRANSIT χρώματος μπλέ, με αριθμό κυκλοφορίας ... . Αφού ο οδηγός φόρτωσε τα υποτιθέμενα εμπορεύματα, καθ' όσον ο υπεύθυνος αποθήκης της άνω πωλήτριας εταιρίας, που είναι (η αποθήκη) στον ... και επί της οδού ...αριθμός ..., ... κατόπιν εντολής του υπεύθυνου πιστωτικού ελέγχου της άνω εταιρείας ΓΓ, ο οποίος αφού του έδωσε τους σχετικούς κωδικούς των εμπορευμάτων, τον παρότρυνε να αντικαταστήσει τα εμπορεύματα με διαφημιστικό υπέγραψε το σχετικό παραστατικό παραλαβής και απεχώρησε, ο άνω ... ειδοποίησε τους Αστυνομικούς του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων της Δ.Α.Α που είχαν λάβει κατάλληλες θέσεις γύρω από την αποθήκη τηλεφωνικώς, περί της παραλαβής του άνω εμπορεύματος", δίδοντας στοιχεία του φορτηγού αυτοκινήτου με τον οποίο έγινε η μεταφορά και περιγράφοντας σχετικά τον οδηγό αυτού. Οι άνω Αστυνομικοί ακολούθησαν το άνω αυτοκίνητο προκειμένου να εξακριβώσουν το ακριβές σημείο, στο οποίο θα μεταφέροντο το άνω εμπορεύματα. Κατά την διάρκεια της πορείας του φορτηγού, ο οδηγός του επειδή πιθανόν φοβόταν, μήπως κάποιος τον παρακολουθούσε, προέβηκε σε ενέργειες από τις οποίες θα διαπίστωνε εάν επαληθεύοντο ή διαψεύδοντο οι φόβοι του. (σταματούσε απότομα, παρκάριζε για λίγο, ξεκινούσε απότομα). Στη συνέχεια επειδή προφανώς αντελήφθη ότι παρακολουθείτο άρχισε να κάνει βόλτες στα πέριξ τετράγωνα να παραβιάζει τους ερυθρούς σηματοδότες και με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο της άνω Υπηρεσίας να χάσει τα ίχνη του. Τον ακολούθησε μόνον η μοτοσυκλέττα που οδηγούσε ο άνω Αστυνομικός ... ο οποίος διατάχθηκε από τον προϊστάμενο του να σταματήσει σε πρόσφορο σημείο το άνω φορτηγό. Όταν εβρίσκετο όπισθεν του εν λόγω φορτηγού στην συμβολή των οδών ... και ... και ενώ ο σηματοδότης έδειχνε ερυθρό φως, κατέβηκε από την μοτοσυκλέττα και αφού πλησίασε τον οδηγό του φορτηγού δείχνοντάς του ταυτόχρονα την ταυτότητά του και δηλώνοντας του ότι είναι Αστυνομικός τον κάλεσε να σταματήσει για να τον ελέγξει. Αυτός αρχικά έδειξε να συνεργάζεται μαζί του με σκοπό "να του κλείσει τα μάτια" πλην όταν ο άνω Αστυνομικός έφθασε ακριβώς δίπλα του άνοιξε ξαφνικά την πόρτα του οδηγού με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει με αυτήν στον ώμο κάνοντας τον να χάσει την ισορροπία του. Συγχρόνως ξεκίνησε, προσπέρασε αντικανονικά το εμπρόσθεν αυτού εσταθμευμένο αυτοκίνητο ΙΧΕ και αφού παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη διήλθε κάθετα τη λεωφόρο ... με κίνδυνο προκλήσεως τροχαίου ατυχήματος. Ο άνω αστυνομικός επιβιβασθείς της μοτοσυκλέτας του, τον ακολούθησε πλην σε απόσταση διακοσίων μέτρων περίπου εισήλθε στον περίβολο μιας αποθήκης, για να ξεφύγει από την πίσω πόρτα αυτής πλην λόγω του ότι ήταν κλειστή, άφησε το αυτοκίνητο με αναμμένη μηχανή, και πηδώντας την κλειδωμένη πόρτα, βγήκε στο δρόμο και ακολούθως, πηδώντας την περίφραξη, εισήλθε στο χώρο των εργασιών Ε.Τ.Μ.Α όπου και εξαφανίσθηκε και δεν κατάφερε να εντοπισθεί. Από επιδειχθείσες φωτογραφίες ο άνω Αστυνομικός αναγνώρισε στο πρόσωπο του άνω οδηγού τον ΒΒ, σε βάρος του οποίου, εκκρεμούσε το με αριθμό 19/4-8-2000 ένταλμα συλλήψεως του 22ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών για πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος. Κατά την επιστροφή των άνω Αστυνομικών στον τόπο όπου είχε εγκαταλείψει το άνω φορτηγό αυτοκίνητο διαπιστώθηκε ότι οι πινακίδες αυτές ήταν παραποιημένες, ήτοι με μαύρη μονωτική ταινία είχε γίνει αυτό, και μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχαν δύο πινακίδες με αριθμό κυκλοφορίας ... . Ήτοι το αυτοκίνητο που παρέλαβε τα άνω "εμπορεύματα ήταν το ίδιο αυτοκίνητο με αυτό που με άλλο οδηγό παρέδωσε την άνω επιταγή στον ... και είχε κατά τα άνω κλαπεί. Όλες οι προαναφερθείσες τραπεζικές επιταγές είναι πλαστές όπως αποδεικνύεται από σχετικές βεβαιώσεις των φερόμενων ως πληρωτριών τραπεζών, οι οποίες και αναγνώσθηκαν. Η άνω υπηρεσία του τμήματος οικονομικού εγκλήματος ως Δ.Α.Α επελήφθη της υποθέσεως κατόπιν καταγγελίας του αναφερομένου ΓΓ που ενεργούσε όπως προαναφέρθηκε επ' ονόματι και για λογαριασμό της άνω πωλήτριας ΑΕ Ιntersys. Στη συνέχεια ο δεύτερος κατηγορούμενος απευθύνθηκε ως εκπρόσωπος του πρώτου και αφού συστήθηκε ως Χ2 στις στην ... και επί της οδού ... ή λεωφόρος ... και ... αριθμός ... εδρεύουσα ΕΠΕ με την επωνυμία DRACOM συστήματα πληροφορικής ΕΠΕ" προκειμένου να προμηθευτεί από αυτήν εκτυπωτές, φωτοαντίγραφα FAX και διάφορα άλλα ηλεκτρονικά ήδη. Συγκεκριμένο άτομο συστηθέν ως Χ2 επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον υπάλληλο της άνω εταιρείας ονόματι ΔΔ και ζήτησε κατά μήνα Μάιο έτους 2000 προμηθευτεί εμπορεύματα από αυτήν. Μετά διημέρου μετέβη στα γραφεία της άνω ατομικής επιχείρησης του Χ2 στα οποία κατά φαινόμενο εφέρετο ως υπάλληλος, ο δεύτερος κατηγορούμενος ενώ πράγματι ήταν αφανής εταίρος αυτής, ο υπεύθυνος πωλήσεων της άνω εταιρείας DRACOM ΔΔ, ο οποίος αφού έκανε τις σχετικές διαπραγματεύσεις όπως ρητά κατατέθηκαν από αυτόν (ΔΔ) ήτοι ως προς την έναρξη της μεταξύ τους συνεργασίας τρόπο πληρωμής μεταφοράς και διαθεσιμότητας έγινε η πρώτη συναλλαγή. Όπως ρητά κατέθεσε ο άνω μάρτυρας ΔΔ, από επιδειχθείσες σ' αυτόν φωτογραφίες αναγνώρισε στο πρόσωπο του δευτέρου κατηγορουμένου Χ1, που τον συνάντησε τέσσερις έως πέντε φορές τον άνθρωπο με τον οποίου διαπραγματεύθηκε σ' όλες τις μεταξύ τους αγοραπωλησίες. Κατά την διάρκεια της συνεργασίας τους από τον μήνα Μάιου του έτους 2000 μέχρι του μήνα Αύγουστο του ίδιου έτους οι άνω κατηγορούμενοι αγόρασαν από την αναφερθείσα εταιρεία εμπορεύματα αξίας 26.000.000 δραχμών περίπου για την καταβολή του τιμήματος αυτού, ο άνω Χ1 ενεργώντας με την ιδιότητα έδωσε 7 επιταγές από τις οποίες εισέπραξαν μόνον τη μία. Ειδικότερα έδωσε την με αριθμό ... μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής τράπεζας της Ελλάδος με αριθμό λογαριασμού ... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως η 20-9-2000, ποσού 4.010.000, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστή, ενώ τους παρέστησε ψευδώς ότι είναι γνήσια. Επίσης έδωσε και την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με αριθμό λογαριασμού ... ποσού 6.318.000 η οποία ομοίως αποδείχθηκε ότι είναι πλαστή. Ειδικότερα η πρώτη των άνω επιταγών ήταν πλαστή καθ' όλα τα στοιχεία, και τη πλαστογραφία έκανε ο πρώτος των κατηγορουμένων, ο οποίος συμπλήρωσε όλες τις σχετικές έντυπες ενδείξεις αυτής και συγκεκριμένα το ποσό 4.010.000, ημερομηνία εκδόσεως 20-9-2000 τόπο εκδόσεως την ... πληρωτέα σε διαταγή ... και έθεσε κατ' ελεύθερη απομίμηση, στη θέση του εκδότη υπογραφή και εκεί ανέγραψε τον αριθμό φορολογικού μητρώου ... και τηλέφωνο ... . Ομοίως και η δεύτερη των άνω επιταγών ήταν πλαστή, την δε πλαστογραφία διέπραξε ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ2 ο οποίος εκ προθέσεως, έθεσε στη θέση του εκδότη κατ' απομίμηση εν αγνοία και χωρίς την θέλησή του την υπογραφή ατόμου ονόματι ΑΑ εν αγνοία και χωρίς τη θέληση θέτοντας και τη σφραγίδα "ΑΑ - χαρτικά - απορρυπαντικά ... - ... φορολογικού μητρώου ... ΔΟΥ ... . Στην κατάρτιση των άνω πλαστών επιταγών προέβη εκ προθέσεως, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους και εξ οπισθογραφήσεως η κομίστρια εταιρεία με την επωνυμία "DRACOM συστήματα πληροφορικής ΕΠΕ" ότι οι άνω επιταγές ήταν γνήσιες προς όλα τα στοιχεία και είχαν εκδοθεί νόμιμα από τους φερόμενους ως εκδότες αυτών, των δε πλαστών αυτών επιταγών, τελώντας εν γνώσει τη πλαστότητας, έκανε χρήση παραδίδοντας τις στην άνω πωλήτρια Εταιρεία με την επωνυμία "DRACOM συστήματα πληροφορικής ΕΠΕ", για την αγορά ηλεκτρονικών ειδών, συνολικής αξίας 26.000.000 δραχμών. Είναι δε άτομο που διαπράττει πλαστογραφίες και' επάγγελμα ήτοι από την επανειλημμένη τέλεση των άνω πράξεων και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού, για πορισμό εισοδήματος και κατά συνήθεια δηλαδή από την επανειλημμένη τέλεση των άνω πράξεων προκύπτει σταθερή ροπή αυτού για την διάπραξη του εγκλήματος της κακουργηματικής πλαστογραφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, το δε συνολικό όφελος αυτού και η συνολική ζημία της άνω εταιρείας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο δεύτερος των κατηγορούμενων παρέδωσε ψευδώς στον εκπρόσωπο της άνω πωλήτριας εταιρίας "DRACOM συστήματα πληροφορικής ΕΠΕ ΣΤ και στον υπεύθυνο πωλήσεων αυτής ΔΔ ότι οι προαναφερθείσες επιταγές ήταν γνήσιες προς όλα τα στοιχεία ενώ η αλήθεια είναι ότι οι άνω επιταγές είναι πλαστές και έτσι πείστηκαν οι άνω ΣΤ και ΔΔ να συνεργασθούν υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα με αυτόν και να δεχθούν να πωλήσουν εμπορεύματα συνολικής αξίας 26.000.000 δραχμών, όπως επίσης να δεχθούν έναντι του τιμήματος τις άνω πλαστές επιταγές επιπλέον εγνώριζαν την αληθινή κατάσταση προφανώς δε θα εδέχοντο. Στη συνέχεια ο δεύτερος κατηγορούμενος ενεργώντας με την προαναφεθείσα διττή ιδιότητα ήτοι ως εκπρόσωπος της Εταιρείας "Ιnterhome Χ2", αφανής εταίρος αυτής απευθύνθηκε προς την άνω στην ... και επί της οδού ... αριθμό ... εδρεύουσα εταιρεία με την επωνυμία "PRINTES AE" όπου ήλθε σε επαφή με την ΕΕ προκειμένου να αρχίσουν συνεργασία. Η τελευταία επισκέφθηκε τα γραφεία της Interhome, και συμφώνησε να πωλήσει στη τελευταία φορητούς υπολογιστές μάρκας HP και Compaq. Η αρχική συνεργασία της ήταν με μετρητά και επιταγές εκ των οποίων οι με αριθμούς ... και ... ποσών 2.750.000 και 4.366.000 δεν είχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον φερόμενο χρόνο εκδόσεως και πληρωμής αυτών. Ενώ ο ίδιος είχε διαβεβαιώσει την άνω ότι οι επιταγές αυτές είχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια η οποία κατόπιν τούτου δέχθηκε να δεχθή επιταγές και όχι μετρητά. Στη συνέχεια ο άνω δεύτερος κατηγορούμενος που με την προαναφερθείσα διττή ιδιότητα του απευθύνθηκε στην ενταύθα και επί της οδού ... εδρεύουσα εταιρεία με την επωνυμία ... ΕΠΕ μηχανές γραφείου, συστημάτων οργανώσεως επιχειρήσεων, όπου ήλθε σε επαφή με τον υπάλληλο της εταιρείας αυτής ΖΖ για την αγορά φορητών και επιτραπέζιων ηλεκτρονικών υπολογιστών και ασυρμάτων τηλεφώνων. Στις 5-6-2000 η άνω εταιρεία ... ΕΠΕ απέστειλε στην INΤERFON τα στο με αριθμό ... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής αναφερόμενα εμπορεύματα με φορτηγό στον οδηγό του οποίου παρεδόθη η με αριθμό ... επιταγή με εκδότη τον πιο πάνω κατηγορούμενο, ημερομηνία εκδόσεως 9-8-2000 μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 2.874.185 δραχμών η οποία εμφανίσθηκε στις 10-8-2000 προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Κατόπιν τούτων ο άνω ΖΖ μετέβη ο ίδιος στο κατάστημα του πρώτου των κατηγορουμένων στον ... και επί της οδού ... αριθμός ... αλλά βρήκε αυτό κλειστό. Κατόπιν τούτων μετέβη στο τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος Δ.Α.Α oπου από επιδειχθείσες αιτήσεις για την έκδοση αστυνομικής ταυτότητας αναγνώρισε στο πρόσωπο τον δεύτερο κατηγορούμενο τον άνθρωπο που έκανε μαζί τις διαπραγματεύσεις και παρέδωσε σ' αυτόν ακάλυπτη μεταχρονολογημένη επιταγή εκδόσεως της Ιnterfon γενική εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών κινητής τηλεφωνίας του πρώτου κατηγορουμένου του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος εξέδωσε την άνω επιταγή, όπως όλες τις στο σκεπτικό αναφερόμενες εν γνώσει ότι δεν έχει αντίστοιχο διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο. Τις παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθών ήτοι ότι οι προαναφερθείσες τραπεζικές επιταγές ήταν γνήσιες ενώ κατά τα άνω αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστές έκανε όπως ρητά κατατέθηκε από όλους τους μάρτυρες ο δεύτερος κατηγορούμενος και έτσι παρεπλάνησε τους νομίμους εκπροσώπους ή τους αρμόδιους προς τούτο υπαλλήλους των παθουσών άνω εταιρειών και δέχθηκαν να τους πουλήσουν τα άνω εμπορεύματα με μεταχρονολογημένες επιταγές και όχι μετρητά όπως ασφαλώς θα έπρατταν εάν εγνώριζαν οι τελευταίοι την αληθινή κατάσταση και έτσι ζημιώθηκαν οι άνω εταιρείες με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της ατομικής επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου και του αφανούς εταίρου αυτής δεύτερου κατηγορουμένου.
Συνεπώς ένοχος κακουργηματικής απάτης ως προς το γεγονός της πλαστότητας των άνω τραπεζικών επιταγών όχι όμως και της υπάρξεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων καθ' όσον εφόσον όλες οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες δεν αποτελεί γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 396 ΠΚ η διαβεβαίωση ότι θα υπάρχει αντίστοιχο διαθέσιμο κεφάλαιο πρέπει να κηρυχθεί ο δεύτερος κατηγορούμενος και να αθωωθεί ο πρώτος της σχετικής πράξης. Περαιτέρω από τα αυτά τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 κατά το στο διατακτικό αναφερόμενο χρονικό διάστημα με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος εξέδωσε με πρόθεση στο διατακτικό αναφερόμενες τραπεζικές επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους καίτοι εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα, μη πληρωμή λόγω ελλείψεωις αντιστοίχων διαθέσιμων κεφαλαίων. Έτσι οι άνω κατηγορούμενοι από κοινού με τον φυγόδικο ΒΒ διέπραξαν το αδίκημα της κακουργηματικής πλαστογραφίας άπαντες απά- της σε βαθμό κακουργήματος ο δεύτερος από αυτούς και της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών ο πρώτος, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διέπραξαν το αδίκημα της συστάσεως και συμμορίας και συνεπώς αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι αυτής. Ο άνω δεύτερος κατηγορούμενος, ενήργησε βάσει σχεδίου και όχι ευκαιριακά, μεθοδευμένα και οργανωμένα διαμορφώσας την κατάλληλη υποδομή με την μίσθωση επ' ονόματι του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος ήταν νέος στην αγορά και δεν υπήρχαν δυσμενή σε βάρος του στοιχεία εν αντιθέσει με αυτόν, ο οποίος πολλάκις είχε καταδικασθεί για πλαστογραφίες και απάτες γεγονός που ήταν γνωστό στους κύκλους της αγοράς οι οποίοι κατόπιν τούτου δεν τον εμπιστεύοντο, και ο οποίος για το λόγο αυτό λειτούργησε και ήταν αφανής εταίρος της εταιρείας με διακριτικό τίτλο INTERFON ατομικής επιχείρησης του που με την προμήθεια εντύπων επιταγών των οποίων συμπλήρωνε, από κοινού με τον πρώτο κατά τα κοινά στοιχεία και έθεταν πλαστές υπογραφές των φερόμενων ως εκδοτών ή οπισθογραφώντας επιταγή των πωλητριών εταιρειών στις οποίες έδινε είτε πλαστές είτε ακάλυπτες επιταγές. Όλα τα προαναφερθέντα που αποδείχθηκα πλήρως από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία, μαρτυρούν ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ενεργούσε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό πορισμό εισοδήματος έχοντας διαμορφώσει κατάλληλη υποδομή και έχοντας ροπή για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του αφού με τις ψευδείς παραστάσεις ότι οι επιταγές που έδιδε για την αγορά των άνω εμπορευμάτων ήταν γνήσιες ενώ κατά τα άνω αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστές πέτυχε την παράδοση των άνω εμπορευμάτων. Η δε ωφέλεια που πέτυχαν με τις άνω πλαστογραφίες αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και τις απάτες και η αντίστοιχη ζημία των προαναφερθείσων πωλητριών εταιρειών και επιχειρήσεων "INTERSYS AE", "DRACOM ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΕΠΕ", "PRINTEC ΑΕ" και "... ΕΠΕ" που παραπλανήθηκαν και συνηλλάγησαν με τον δεύτερο που ενεργούσε υπό την άνω διττή ιδιότητα του υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθούν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ένοχοι της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατ' εξακολούθηση και ατομικώς κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ο δεύτερος από αυτούς και για απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το συνολικό όφελος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, συνιστάμενης μόνο στο γεγονός ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδώς στους πελάτες των επιταγών ότι είναι γνήσιες και να κηρυχθεί αθώος για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης ο πρώτος κατηγορούμενος, κηρυχθεί όμως ένοχος του εγκλήματος έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Τέλος πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, του πρώτου από αυτούς ότι είναι θύμα σπείρας η οποία πλαστογράφησε επιταγές και τις κυκλοφορούσε με το όνομά του, του δε δευτέρου ότι ήταν απλός υπάλληλος του πρώτου από αυτούς, καθόσον τις πλαστογραφημένες επιταγές οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι τις έστελναν στις παθούσες πωλήτριες εταιρείες με άτομο της εμπιστοσύνης τους και εκπροσωπούσαν το τίμημα των πωληθέντων εμπορευμάτων στην αποστολή μάλιστα η τελευταία πλαστή επιταγή στη INTERSYS είχε ειδοποιηθεί και το τμήμα δίωξης οικονομικού εγκλήματος ΔΑΑ ενώ όσον αφορά τον Χ1 από τους μάρτυρες κατατέθηκε ότι αυτός διενεργούσε τις σχετικές διαπραγματεύσεις και από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός ήταν υπάλληλος απλός του πρώτου, τουναντίον προέκυψε ότι ήταν αφανής εταίρος στην ατομική επιχείρηση αυτού. Τέλος κατατέθηκε από τους άνω μάρτυρες οι απαιτήσεις των πωλητριών εταιρειών και επιχειρήσεων δεν εξοφλήθηκαν πλήρως αλλά κατά ένα μικρό ποσό και υποχρεώθηκαν να υπογράψουν τις αναγνωρισθείσες εξοφλητικές αποδείξεις, προκειμένου να εισπράξουν έστω και τα μικρά αυτά ποσά. Τέλος πρέπει να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του πρώτου κατηγορουμένου οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ καθ' όσον ο κατηγορούμενος αυτός πράγματι επέδειξε ειλικρινά μετάνοια και επεζήτησε να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του, εξοφλήσας τμήμα των άνω απαιτήσεων των παθουσών. Τουναντίον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του δεύτερου κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άνω άρθρου 84 παρ. 2 δ αλλά ούτε κατά περιπτώσεις του εδαφίου ε' του άρθρου αυτού και συνεπώς οι όλως αόριστοι άλλωστε σχετικοί ισχυρισμοί αυτού πρέπει να απορριφθούν ως κατ'ουσίαν αβάσιμοι". Ακολούθως, το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ένοχο α) κακουργηματικής πλαστογραφίας και δη κατάρτισης και χρήσης πλαστών εγγράφων - τραπεζικών επιταγών, κατ'εξακολούθηση, άλλοτε μόνος και άλλοτε από κοινού με το συγκατηγορούμενό του Χ2, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ και β) κακουργηματικής απάτης κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία των παθουσών εταιρειών, υπερβαίνον το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ και στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού δεν αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κάποια από τις αιτηθείσες ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ και ε του ΠΚ, του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι ετών για καθεμία πράξη και συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω, σε βαθμό κακουργήματος, δύο εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. γ, στ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1,2, 94 παρ.1, 98 +, 216 παρ.1,2,3 και 386 παρ. 1,3 α του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Αναφέρονται δε στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία συγκατηγορουμένου, του κατηγορουμένου εκπροσωπηθέντος δια συνηγόρου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση :
α) αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων δύο εγκλημάτων, με σκοπό παράνομου οφέλους, β) ως προς τις δύο με αριθμούς ... και ... τραπεζικές επιταγές Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος σε διαταγή του συγκατηγορουμένου του δήθεν εκδότη Χ2, που δέχθηκε ότι τις πλαστογράφησε ο αναιρεσείων, δεν υπάρχει αντίφαση εκ του ότι στο αιτιολογικό δέχθηκε ότι τις παρέδωσε, κάνοντας χρήση πλαστών εγγράφων, ο αναιρεσείων, στο πλαίσιο της από κοινού απάτης, στην εταιρεία "ΙΝΤΕRSΥΣ ΑΕ", προς κάλυψη τιμήματος αγορασθέντων εμπορευμάτων, συνολικού ύψους 22.000.000 δραχμών, ενώ προηγουμένως είχε δεχθεί ότι αυτές τις δύο ομού με άλλες επτά πλαστές επιταγές, τις είχε παραδώσει στην ίδια εταιρεία ο άνω συγκατηγορούμενός του εκδότης, αφού πρόδηλα πρόκειται για παραδρομή και οι άνω δύο πλαστές επιταγές, όπως με σαφήνεια γίνεται δεκτό στο διατακτικό, φερόμενες ως δήθεν εκδοθείσες από τον Χ2, ως και οι λοιπές, δεν παραδόθηκαν από τον Χ2, αλλά από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος, ως αφανής συνεταίρος του συγκατηγορουμένου του ναυτικού, εμφανίσθηκε και διαπραγματεύθηκε αποκλειστικά μόνος του την αγορά με τους εκπροσώπους της άνω πωλήτριας ανώνυμης εταιρείας, στο όνομα της ατομικής επιχειρήσεως του μόνου εμφανούς στην αγορά συνεταίρου του Χ2, με την επωνυμία "INTERFON ΓΕΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ", τους οποίους και διαβεβαίωσε ότι όλες οι υπ'αυτού παραδοθείσες επιταγές ήταν γνήσιες, γ) δεν υπάρχει ασάφεια ως προς το ζήτημα ποιες επιταγές πλαστογράφησε ο αναιρεσείων μόνος και ποίες από κοινού με το συγκατηγορούμενό του, καθόσον προκύπτει σαφώς από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ.56 και 59) ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για πλαστογραφία πέντε επιταγών, από τις οποίες μόνο για τη με αριθμό ... της Γενικής Τράπεζας, εκδόσεως δήθεν ΑΑ, καταδικάστηκε ότι πλαστογράφησε από κοινού με το συγκατηγορούμενό του Χ2, δ) δεν υπάρχει ασάφεια και αντίφαση από την καταδίκη του αναιρεσείοντος μόνου και για την πλαστογραφία της με αριθμό ... επιταγής ΕΤΕ, με δήθεν εκδότη τον ΑΑ, ενώ για άλλες πλαστές επιταγές με φερόμενο δήθεν τον ίδιο ως άνω εκδότη καταδικάσθηκε για πλαστογραφία τελεσθείσα από κοινού με το συγκατηγορούμενο συνεταίρο του Χ2, ε) όσον αφορά τη με αριθμό ... επιταγή ΕΤΕ, ποσού 1.250.000 δραχμών και όχι 12.500.000 δραχμών, όπως από παραδρομή σημειώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλαστογραφημένη από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος, εμφανισθείς και προσποιούμενος στους εκπροσώπους της πωλήτριας εταιρείας ΙΝΤΕRSΥS ΑΕ, ότι είναι δήθεν το πρόσωπο του συγκατηγορουμένου του Χ2, την παρέδωσε με ιδιωτικό ταχυδρομείο και απέστειλε το φυγόδικο συνεργάτη του ΒΒ προς παραλαβή των εμπορευμάτων, διαφυγόντα τη σύλληψη μετά την παραλαβή, εφόσον υπήρχε ο σκοπός παραπλανήσεως και παράνομου περιουσιακού οφέλους, είναι αδιάφορο αν στο μεταξύ οι εκπρόσωποι της εν λόγω εταιρείας αντιλήφθηκαν την απάτη και το κατήγγειλαν στην Αστυνομία και δεν απώλεσαν τα πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα, στ) συντρέχει αιτιώδης σύνδεσμος της παραπλανητικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και της επελθούσας βλάβης στην περιουσία της πωλήτριας εταιρείας η οποία παρέδωσε τα εμπορεύματα χωρίς ποτέ να λάβει το αντίστοιχο τίμημα, αφού οι παραδοθείσες επιταγές ήταν πλαστές και ακάλυπτες, εκ δε του γεγονότος ότι ο αρμόδιος υπάλληλος της πωλήτριας εταιρείας ΙΝΤΕRSΥS ΑΕ, προκειμένου να ελέγξει τη φερεγγυότητα της ατομικής επιχειρήσεως του Χ2, ζήτησε από τον εμφανιζόμενο στο όνομα αυτό αναιρεσείοντα αντίγραφα φορολογικής δηλώσεως, το Ε9 και την έναρξη επαγγέλματος στην οικεία ΔΟΥ, τα οποία και έλεγξε και μετά προέβη στην πώληση και παράδοση των εμπορευμάτων, δε συνάγεται, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, ότι αιτία της περιουσιακής διαθέσεως ήταν η προσκόμιση των παραπάνω εγγράφων φορολογικών στοιχείων, αλλά απλώς ότι ήταν καλά οργανωμένο το σχέδιο εξαπατήσεως διαφόρων εταιρειών, με την εμφάνιση νόμιμης υπαρκτής επιχειρήσεως και με την πληρωμή με μεταχρονολογημένες πλαστές επιταγές, ζ) η πλαστογραφία μετά χρήσεως και η απάτη συρρέουν αληθώς στην προκειμένη περίπτωση και η απάτη δεν απορροφάται από τη χρήση πλαστών εγγράφων και για τις δύο αυτές, κακουργηματικές πράξεις ορθά καταδικάσθηκε κατά συρροή ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, η) από τη μη ειδική αναφορά στο αιτιολογικό μεταξύ των άλλων αναγνωσθέντων εγγράφων και των από 2-2-2007, από 8-2-2007 και από 7-2-2007 έγγράφων βεβαιώσεων των τριών εξαπατηθεισών πωλητριών εταιρειών, από τις οποίες προέκυπτε δήλωση των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών, ότι ο αναιρεσείων ήταν αποκλειστικά και μόνον υπάλληλος του Χ2 και ότι δεν έχουν καμία τώρα πλέον αξίωση κατά των κατηγορουμένων, ικανοποιηθείσες πλήρως, δεν συνάγεται ότι δε συνεκτιμήθηκαν και τα έγγραφα αυτά, τα οποία και δεν αναιρούν τη διάπραξη των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων. Περαιτέρω, αιτιολογείται επαρκώς, ο τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος έδρασε στην τέλεση των πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερον, ως προς την επιβαρυντική περίσταση της κατ'επάγγελμα τελέσεως των ανωτέρω πράξεων το Δικαστήριο δέχτηκε ότι από την επανειλημμένη και όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου δράση του αναιρεσείοντος, από την υποδομή που είχε διαμορφώσει και την οργανωμένη ετοιμότητά του προς πλαστογράφηση των επιταγών, ενώ κατ'επανάληψη είχε καταδικασθεί για πλαστογραφίες και απάτες, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επίσης αναφορικά με την κατά συνήθεια τέλεση των εν λόγω πράξεων, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι από την επανειλημμένη τέλεσή τους και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερη αιτιολογία υπάρχει και όσον αφορά το δόλο, τον τρόπο τελέσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, σε συνεργασία και με κοινό δόλο με το συγκατηγορούμενό του Χ2, συνιστάμενο στην έκδοση μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών, τις οποίες πλαστογράφησε ο αναιρεσείων ως προς την υπογραφή των δήθεν εκδοτών, τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, με την παράδοσή τους στις πωλήτριες εταιρείες, και τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνιστάμενο στην παραπλάνηση των αρμοδίων εκπροσώπων των πωλητριών εταιρειών, σε σχέση με την ύπαρξη επαρκούς καλύψεως των μεταχρονολογημένων επιταγών και την υπάρχουσα δήθεν πιστοληπτική τους ικανότητα, προκειμένου να πετύχει, όπως και έγινε, να συναφθούν οι πωλήσεις και να παραδοθούν στους κατηγορουμένους τα εμπορεύματα χωρίς οι πωλήτριες εταιρείες να εισπράξουν το τίμημα. Επομένως, όλοι οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, ελλιπής, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 45, 94,98, 216 και 386 του ΠΚ, των οποίων υποστηρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθώς και η εκ πλαγίου παράβαση των ιδίων διατάξεων και έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής ή και στην αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος και στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ή μη νόμιμο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σε αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενεη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία δ και ε, ήτοι ότι ο υπαίτιος " έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (στοιχ. δ), και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε')". Έτσι, για το ορισμένο των στηριζομένων στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμών, αντιστοίχως, α) δεν αρκεί ότι ο δράστης δηλώνει ότι "μετανόησε" για το ό,τι έπραξε, αλλά απαιτείται να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά (τόπος, χρόνος και τρόπος) εκδήλωσης της ειλικρινούς μεταμέλειας (στοιχ. δ') και γ) δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά και μόνον, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του δράστη μετά την πράξη και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα( στοιχ.ε).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, με ανάπτυξη προφορική και κατάθεση υπομνήματος, που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, α) πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι αυτός ήταν μόνον υπάλληλος του συγκατηγορουμένου του Χ2 και β) ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά των περιπτώσεων δ' και ε' της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Συγκεκριμένα, ως προς τα ελαφρυντικά, ισχυρίσθηκε τα εξής: " στην αδόκητη περίπτωση καταδίκης μου, θα πρέπει να μου αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά 1) 84 παρ.2 δ ΠΚ, αφού αποδεικνύεται έμπρακτος μετάνοια δια εξοφλήσεως του συνόλου των ενδίκων απαιτήσεων των φερομένων ως εξαπατηθεισών εταιρειών PRINTEC AE, ... ΕΠΕ και INTERSΥS AE, αίροντας άλλως μειώνοντας τις συνέπειες των πράξεων που εξακολουθώ να αρνούμαι και 2) 84 παρ.2ε, αφού συμπεριφέρθηκα καλώς μέχρι σήμερα".
Το Δικαστήριο της ουσίας, στον πρώτο από τους παραπάνω ισχυρισμούς περί υπαλληλικής ιδιότητας του αναιρεσείοντος, που δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, καθώς και στον ισχυρισμό για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε του ΠΚ, ο οποίος ήταν αόριστος, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη. Όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως της αιτηθείσας ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 δ του ΠΚ, το Δικαστήριο με ειδική και επαρκή αιτιολογία τον απέρριψε, δεχθέν ότι ειλικρινή μετάνοια και προσπάθεια να άρει τις συνέπειες των πράξεών του, επέδειξεν μόνον ο συγκατηγορούμενός του Χ2, ο οποίος εξόφλησε τμήμα μόνον από τις συνολικές απαιτήσεις των παθουσών εταιρειών, και στον οποίον αναγνώρισε την άνω ελαφρυντική περίσταση, ενώ αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο και του αναιρεσείοντος η άνω ελαφρυντική περίσταση. Άλλωστε ο αναιρεσείων δεν ισχυρίσθηκε ότι εξόφλησεν ο ίδιος τις απαιτήσεις των παθουσών εταιρειών. Όσον αφορά τον προβληθέντα περί δεδικασμένου αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που προέκυπτε, κατά τους ισχυρισμούς του, από τις με αριθμούς 1085/2005 και 6807/2004 αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς αντίστοιχα, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα. Με την πρώτη ως άνω επικαλούμενη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά τα εκτιθέμενα από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, αθωώθηκε για πλαστογραφία ορισμένων επιταγών ο συγκατηγορούμενός του Χ2 και όχι ο ίδιος ο αναιρεσείων, ο οποίος δεν ήταν κατηγορούμενος στη δίκη εκείνη. Με την επικαλούμενη με αριθ. ΒΤ 6807/2004 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αθωώθηκε ο αναιρεσείων για την πλαστογράφηση της με αριθμό ... επιταγής ΕΤΕ, αλλά με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάσθηκε μόνον ο Χ2 για την πλαστογραφία αυτής της επιταγής και όχι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για πλαστογράφηση, μόνος ή από κοινού, πέντε άλλων επιταγών και επομένως το Δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε μη νόμιμο ισχυρισμό δεδικασμένου, αφού οι επικαλούμενες αποφάσεις δεν αφορούσαν τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο κατηγορίες.
Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τελευταίος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, λόγος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, χωρίς να διαλάβει ειδική αιτιολογία στην απόφασή του, ως προς τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19- 6- 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της με αριθμ. 2861/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή